14

Όπως το είχε υποσχεθεί, ο Γιενς επισκέφθηκε τη Βαλεντίνα. Έτσι καθώς στεκόταν αδέξια στο κατώφλι της, ένιωθε σαν χαζό χωριατόπαιδο. Μα ήταν για γέλια. Αυτός, που είχε καθίσει δίπλα στις πιο σπουδαίες κυράδες της Αγίας Πετρούπολης και τις είχε φλερτάρει όλες! Και τώρα, τούτο το τρυφερό κλαράκι, τούτο το κοριτσάκι, απλά και μόνο επειδή τον είχε κοιτάξει κατάματα τον έκανε να νιώθει άγαρμπος κι αδέξιος. Οι κινήσεις της είχαν μια μουσικότητα που έκανε όλες τις άλλες να φαντάζουν χοντροκομμένες. Του θύμιζε καλοκαιριάτικη αύρα πάνω από το Νέβα.

Ένας υπηρέτης με οικοστολή του άνοιξε και τον πέρασε στην αίθουσα υποδοχής. Εντυπωσιακή, όντως. Ο Γιενς κοίταξε ένα γύρω, το χρυσωμένο πολυέλαιο, τα μαρμάρινα αγάλματα μες στις κόγχες τους. Οι Ρώσοι τρελαίνονταν να επιδεικνύουν τον πλούτο τους, ίδιοι με παγόνια όταν ξεδιπλώνουν τις ουρές τους.

«Η δεσποινίς Βαλεντίνα είναι απασχολημένη αυτή τη στιγμή στο γαλάζιο σαλόνι».

Ο υπηρέτης ήταν ψηλόλιγνος με στενό πρόσωπο κι απίθανα μεγάλα χέρια. Ο Γιενς του έδωσε την κάρτα του.

«Ενημέρωσε τη, σε παρακαλώ, ότι ήρθα».

Ο υπηρέτης εξαφανίστηκε. Η δεσποινίς είναι απασχολημένη. Με καμιά φιλενάδα από το σχολείο; Οι κυρίες της Αγίας Πετρούπολης είχαν τη συνήθεια να πηγαίνουν το πρωί με ταμάξια τους η μια στο σπίτι της άλλης και ν αφήνουν την κάρτα τους, κι ύστερα να επισκέπτονται το απόγευμα η μια την άλλη για τσάι, ενώ τα βράδια ακολουθούσε μια σειρά από γιορτές και δεξιώσεις. Μια γυναίκα άλλαζε φόρεμα έξι κι οκτώ φορές την ημέρα - κι αυτό δεν ήταν τίποτα. Ο Γιενς αναλογίστηκε τα λόγια που είχε πει η Βαλεντίνα μέσα στο σκοτάδι: Θέλω. κάτι περισσότερο.

Την καταλάβαινε βέβαια. Η νοσηλευτική, όμως; Εδώ άλλαζε το πράγμα.

«Η δεσποινίς Βαλεντίνα θα σας δει τώρα».

Πέρασε στο γαλάζιο σαλόνι. Υποτίθεται πως όλα εκεί μέσα θα ήταν γαλάζια, αλλά το μόνο που είδε ο Γιενς ήταν η Βαλεντίνα. Η λεπτή της φιγούρα καθισμένη σ’ έναν μπροκάρ καναπέ, με την πλάτη τεντωμένη ολόισια και τα χέρια ακουμπισμένα στην ποδιά της. Ο Γιενς ένιωσε πως κάτι την έκανε να μην αισθάνεται άνετα. Μήπως θεωρούσε εισβολή την επίσκεψη του; Η κοπέλα ωστόσο του χαμογέλασε, σηκώθηκε και του άπλωσε το χέρι.

«Καλοσύνη σας που με επισκεφθήκατε».

Ο τρόπος της ήταν τυπικός, λες και δεν είχε κουλουριαστεί κάποτε στην αγκαλιά του μες στο σκοτάδι και στην παγωνιά.

«Ελπίζω να σας βρίσκω καλά».

«Πολύ καλά, ευχαριστώ. Αν και το κρύο ήταν πολύ δυνατό τούτες τις τελευταίες ημέρες».

Τα μαύρα της μάτια καρφώθηκαν στα δικά του και μέσα τους φάνηκε εκείνη η γνωστή σπίθα. Τα κατέβασε όμως και στράφηκε στο πλάι κάνοντας τη μεταξωτή φούστα της να θροΐσει.

«Να σας συστήσω το λοχαγό Τσερνόφ».

Τότε μόνο πρόσεξε ο Γιενς ότι βρισκόταν και κάποιος άλλος στο δωμάτιο: Ένας ξανθομάλλης λοχαγός των Ουσάρων της Φρουράς με πλατύ όμορφο πρόσωπο και τον αέρα της αυτοπεποίθησης που έχει όποιος έχει σκοτώσει. Ο Γιενς είχε ξαναδεί στρατιωτικούς να έχουν την πεποίθηση πως είναι ανίκητοι επειδή πήραν μέρος σε μάχες και επέζησαν. Τούτος εδώ ήταν εντυπωσιακός με την άψογη στολή του και τις απαστράπτουσες μπότες του. Ο Γιενς υποκλίθηκε ευγενικά, αλλά σκέφτηκε ότι πολύ θα του άρεσε να τον έβαζε να δουλέψει στις σήραγγες. Να τον κάνει να λερωθεί λιγάκι.

Η Βαλεντίνα χαμογέλασε στο λοχαγό.

«Από δω ο Γιενς Φρίις. Είναι μηχανικός. Νομίζω πως γνωριστήκατε τις προάλλες, στο χορό».

«Αλήθεια;» ρώτησε ο λοχαγός. «Δεν το θυμάμαι».

«Μάλλον δεν γνωριστήκαμε. Είχε πάρα πολύ κόσμο», είπε ο Γιενς.

Θυμόντουσαν όμως κι οι δυο πολύ καλά - ο Γιενς το βλέπε στο βλέμμα του λοχαγού. Ο Τσερνόφ δεν είχε ξεχάσει τη στιγμή που ο Γιενς γύρισε κουβαλώντας ποτά και του είχε πάρει τη Βαλεντίνα μεσαπό τα χέρια του.

Τέλος πάντων, κάθισαν σε κάτι ψηλές καρέκλες με ίσιες πλάτες και μια υπηρέτρια τους σέρβιρε τσάι σε πορσελάνινα φλιτζάνια, λεπτά σαν τσιγαρόχαρτο και με χρυσωμένα χείλη. Έτσι κι έσφιγγε λίγο το φλιτζάνι του ο Γιενς, θα το λιώνε. Η Βαλεντίνα οδήγησε τη συζήτηση σε ασφαλή μονοπάτια: Μίλησε για το καινούργιο εστιατόριο στη Νέφσκι κι ύστερα ζήτησε να μάθει κουτσομπολιά για τον πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ, κληρονόμο της πλουσιότερης οικογένειας της Ρωσίας, ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έπειτα πέρασε στην τελευταία παράσταση μπαλέτου - αλλά είχε αρχίσει να βαριέται. Ο Γιενς το καταλάβαινε από τη στάση της. Το ενδιαφέρον του όμως κεντρίστηκε όταν η κοπέλα στράφηκε στον Τσερνόφ και τον κοίταξε όλο αθωότητα.

«Πείτε μου, λοχαγέ, πάτε κυνήγι;»

Απλή η ερώτηση, αλλά κάτι έκρυβε. Ο λοχαγός όμως ήταν νέος ακόμα, δεν είχε μάθει να προσέχει τι έκρυβαν οι γυναίκες πίσω από τα λόγια τους.

Ο Τσερνόφ έγειρε μπροστά και ισορρόπησε το γελοίο φλιτζάνι στο γόνατο του.

«Ναι, πηγαίνω», είπε και της χαμογέλασε πλατιά πιστεύοντας ότι την είχε ικανοποιήσει. «Πέρσι ήμουν μέλος της κυνηγετικής ομάδας του τσάρου στο κυνήγι που έγινε προς τιμήν του Αμερικανού πρεσβευτή».

«Σαυτό το κυνήγι δεν μακελεύτηκε το μισό δάσος;» ρώτησε γλυκά ο Γιενς.

«Ναι». Ο Τσερνόφ κατένευσε χωρίς να καταλαβαίνει τι γινόταν. «Ογδόντα ελάφια και εκατόν σαράντα αγριόχοιροι. Δεν ήταν κι άσχημα για μια μέρα. Ένα από τα ζώα που σκότωσα είχε υπέροχα κέρατα. Τα έχω κρεμάσει στο δωμάτιο μου στο στρατώνα».

«Τι έξυπνο εκ μέρους σας», σχολίασε η Βαλεντίνα.

Πολύ αργά ο λοχαγός διαισθάνθηκε ότι είχε κάνει ένα στραβοπάτημα. Ο Γιενς τον άφησε να κολυμπάει στα αίματα μέσα στο φανταστικό σφαγείο του κι άπλωσε τα μακριά του πόδια, απολαμβάνοντας το θέαμα των μαλλιών της Βαλεντίνας που έπεφταν σαν καταρράκτες στους ώμους της. Πιο μαύρα κι από το νυχτερινό ουρανό. Πιασμένα στα πλάγια με μαργαριταρένια κοκαλάκια που μόλις και άφηναν να φαίνονται τα υπέροχα κοχύλια των αφτιών της.

«Εσείς, κύριε, κυνηγάτε;» τον ρώτησε ο Τσερνόφ θέλοντας να τον κάνει συνένοχο.

«Όχι, λοχαγέ», του απάντησε ο Γιενς. «Θα μενδιέφερε όμως να μάθω τι είδους τουφέκι προτιμάτε».

Η Βαλεντίνα έριξε μια λοξή ματιά στον Γιενς, αλλά προτού προλάβουν να μάθουν τα μυστικά του λοχαγού, η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα ντυμένη μ ένα πολύ κομψό γαλάζιο φόρεμα από κρεπ ντε σιν. Ευθύς, οι δυο άντρες σηκώθηκαν.

«Λοχαγέ Τσερνόφ», είπε και άπλωσε το χέρι της στο στρατιωτικό. «Ο άντρας μου μπορεί να σας δεχτεί τώρα.

Ελάτε να σας πάω στο γραφείο του».

«Με την άδεια σας, προτού φύγω θα ήθελα να καλέσω τη Βαλεντίνα σε μια επίδειξη ξιφασκίας «των Ουσάρων, την Παρασκευή το απόγευμα». Στράφηκε στη Βαλεντίνα κι έκανε μια πολύ στιλάτη υπόκλιση. Ο Γιενς πολύ θα θελε να του έκοβε τα γόνατα. «Θα με τιμήσετε πολύ αν παραστείτε», της είπε.

«Όχι, δεν.»

«Ασφαλώς και θα έρθει», πετάχτηκε όλο ενθουσιασμό η μητέρα της. «Οι επιδείξεις σας είναι θρυλικές για το ταλέντο και την επικινδυνότητα τους. Είμαι σίγουρη ότι η κόρη μου θα ενθουσιαστεί».

«Όχι, μαμά».

«Μαντάμ Ιβάνοβα», είπε τότε ο Γιενς κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Η γυναίκα ήταν μικροκαμωμένη σαν την κόρη της και παρόλο που είχε τα μαλλιά της χτενισμένα σαν καθεδρικό ναό, εκείνος στεκόταν σαν πύργος μπροστά της.

«Η Βαλεντίνα έχει δεχτεί ήδη μια πρόσκληση για το απόγευμα της επόμενης Παρασκευής».

«Μπα; Για ποιο πράγμα;»

«Για να το επιβεβαιώσω ήρθα σήμερα. Θα γίνει επιθεώρηση των έργων που έχει παραγγείλει ο τσάρος. Πρόκειται για επίσημη εκδήλωση, θα είναι παρών και ο ίδιος ο τσάρος Νικόλαος, καθώς και ο υπουργός Νταβίντοφ με τη σύζυγο του».

«Τι ωραία!» είπε η Βαλεντίνα με γουρλωμένα μάτια, αλλα η μητέρα της συνοφρυώθηκε. Κι ο λοχαγός αγριοκοίταξε τον Γιενς.

«Δεν νομίζω να είναι κατάλληλη διασκέδαση για μια δεσποινίδα», είπε.

«Ενώ είναι το θέαμα αντρών που προσποιούνται ότι σφάζουν ο ένας τον άλλον;» τον ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Είμαι σίγουρος ότι δεν θα θέλατε να απογοητεύσετε τον τσάρο», απευθύνθηκε στη μητέρα ο Γιενς. «Μαγεύτηκε από την κόρη σας όταν την άκουσε να παίζει πιάνο σεκείνη τη συναυλία. Είναι μεγάλη τιμή για σας».

Αυτό την κλόνισε.

«Με κάποια συνοδό, φυσικά», πρόσθεσε ο Γιενς.

Άκουσε τη Βαλεντίνα να βαριανασαίνει.

«Πολύ καλά», υπέκυψε διστακτικά η μητέρα της. «Θα περιμένει να γίνει κάποια άλλη επίδειξη ξιφασκίας. Ελάτε τώρα, λοχαγέ, ο σύζυγος μου σας περιμένει. Κι εν τω μεταξύ, κύριε», πρόσθεσε μιλώντας με απόλυτο τρόπο στον Γιενς, «σας χαιρετώ».

Συνόδεψε και τους δυο άντρες έξω, αλλά καθώς η πόρτα του σαλονιού έκλεινε πίσω τους, ένα γελάκι ξέφυγε από τη χαραμάδα.

Η Βαλεντίνα στάθηκε στο πεζοδρόμιο και κοίταξε συνεπαρμένη το νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας. Δεν το περίμενε τόσο μεγάλο και τόσο παλιό. Οι ανοιχτόχρωμες πέτρες της πρόσοψης του μαδούσαν και τα ψηλά του παράθυρα ήταν φραγμένα με σκουριασμένα κάγκελα. Το δυνατό κρύο την έκανε να χώσει βαθιά τα χέρια της στο μανσόν της, αλλά δεν αποθαρρύνθηκε.

Για να γίνεις νοσοκόμα πρέπει ex. είσαι σκληρή.

Έτσι της είχε πει ο γιατρός. Ίσιωσε λοιπόν τους ώμους της, έσπρωξε την πόρτα και μπήκε σένα μεγάλο χολ που μύριζε απολυμαντικό και κάτι άλλο δυσάρεστο, κάτι που έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. Τα πάντα ήταν βαμμένα καφέ. Διάδρομοι ανοίγονταν προς κάθε κατεύθυνση. Στη μια πλευρά βρισκόταν ένα γραφείο με συρόμενη γυάλινη πόρτα που πίσω της καθόταν μια γυναίκα. Στριφογύριζε ένα νόμισμα ανάμεσα στα δάχτυλα της.

«Καλησπέρα», είπε χαμογελαστά η Βαλεντίνα. Η γυναίκα δεν της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Θέλω να μιλήσω σε κάποιον σχετικά με την εκπαίδευση νοσοκόμων».

«Θέλετε να προσλάβετε μια εκπαιδευμένη νοσοκόμα;»

«Όχι. Θέλω να μάθω πώς μπορεί να γίνει κάποια νοσοκόμα».

«Να στείλετε την ίδια την ενδιαφερόμενη. Η προϊσταμένη μας θα θέλει να της μιλήσει προσωπικά».

«Εγώ είμαι η ενδιαφερόμενη», είπε η Βαλεντίνα κι έδειξε τον εαυτό της.

«Θέλετε να γίνετε νοσοκόμα;»

«Μάλιστα».

Η γυναίκα έσκυψε και βάλθηκε να ψαχουλεύει κάτι χαρτιά. Η Βαλεντίνα νόμισε ότι έψαχνε για κάποιο έντυπο, αλλά τότε πρόσεξε ότι οι ώμοι της άλλης τραντάζονταν.

Κοκκίνισε ολόκληρη.

«Μήπως πρέπει να μιλήσω σε κάποιον άλλον;» ρώτησε.

«Στο βάθος του διαδρόμου, τρίτη πόρτα αριστερά. Στην Γκορντάνσκαγια».

«Ευχαριστώ. Σπασίμπα».

«Να σου δώσω μια συμβουλή, κοπέλα μου;»

«Παρακαλώ».

«Μη χάνεις την ώρα σου. Ούτε την ώρα της Γκορντάνσκαγια».

«Όνομα;»

«Βαλεντίνα Ιβάνοβα».

«Ηλικία;»

«Δεκαοκτώ». «Έχεις άδεια των γονέων σου;»

«Μάλιστα».

«Έχεις καθόλου νοσηλευτική εμπειρία;»

«Μάλιστα». ; «Τι είδους;»

«Η αδελφή μου είναι παράλυτη. Τη φροντίζω».

«Έχεις εργαστεί άλλοτε;»

«Μάλιστα».

«Τι δουλειά;»

«Γραφείου».

«Γιατί την άφησες;»

«Την έβρισκα πληκτική».

«Και νομίζεις ότι η νοσηλευτική δεν θα είναι πληκτική;»

«Θα είναι περισσότερο ενδιαφέρουσα από το να συμπληρώνω αιτήσεις όλη μέρα». Η αδελφή Μαργαρίτα Γκορντάνσκαγια πέταξε την πένα της στο γραφείο, έγειρε με όλο το σημαντικό βάρος της στη ράχη της καρέκλας κάνοντας τη να τρίξει επίφοβα και στένεψε τα μάτια τόσο, που σχεδόν χάθηκαν μέσα στα σαρκώδη μαγουλά της. ( «Φύγε από δω», είπε με τόση δύναμη, που η φωνή της καμπάνισε στους τοίχους του μικρού δωματίου.

«Γιατί;» ρώτησε απτόητη η Βαλεντίνα. «Δεν χρειάζεστε κι άλλες νοσοκόμες;»

«Ασφαλώς. Χρειαζόμαστε απελπισμένα. Όχι σαν εσένα, όμως».

«Τι κακό έχω εγώ;»

«Τα πάντα. Γι’ αυτό, φεύγα».

«Παρακαλώ, πείτε μου το γιατί».

Η αδελφή γούρλωσε ορθάνοιχτα τα μάτια της. Είχαν ένα ξεπλυμένο καστανό χρώμα.

«Καταρχάς, γιατί είσαι ψεύτρα. Οι μόνες αλήθειες που μου πες ήταν το όνομα σου κι η ιστορία της αδελφής σου».

«Μαθαίνω γρήγορα».

«Όχι».

«Πείτε μου τι στραβό έχω».

Η αδελφή κούνησε το κεφάλι κάνοντας το διπλοσάγονό της να σαλέψει απειλητικά. «

«Δεν βλέπεις τα λιλιά σου; Είσαι μια πλούσια δεσποινίς με πολύ ελεύθερο χρόνο που δεν έχεις τι να τον κάνεις. Η νοσηλευτική θα σε κουράσει μέσα σε πέντε λεπτά. Σε παρακαλώ, μη μου τρως την ώρα μου».

Η Βαλεντίνα φορούσε το πιο απλό της φόρεμα και το πιο παλιό της παλτό.

«Δεν θα κουραστώ».

«Δεν μπορώ να ξοδέψω τα δυσεύρετα κεφάλαια αυτού του νοσοκομείου για να εκπαιδεύσω κάποια σαν εσένα». Η Γκορντάνσκαγια σηκώθηκε. Η κολλαριστή στολή της πάλεψε για να συγκρατήσει τις σάρκες της - και τα κατάφερε.

«Σε παρακαλώ για τελευταία φορά, δεσποινίς, να πάρεις τα φανταχτερά σου ρούχα και τις φανταχτερές σου ιδέες έξω απ’ το γραφείο μου».

Το βλέμμα της Βαλεντίνας κατέβηκε στο γούνινο μανσόν της. Χωρίς να πει λέξη, σηκώθηκε κι έφυγε.

Η ομίχλη ήταν πυκνή, απλωνόταν παντού1 τα δάχτυλα της έσφιγγαν το λαιμό του Αρκίν, σκάλωναν στο πρόσωπο του.

Πίεσε το άσχημο άλογο που καβαλούσε να πάει πιο γρήγορα, αλλά αυτό είχε τις δικές του απόψεις και δεν του δώσε σημασία. Τι άλλο μπορούσε να περιμένει από ένα ζώο που ανήκε στον Λιεβ Ποπκόφ; Το χωριό εμφανίστηκε ξαφνικά, γκρίζο σαν φάντασμα, κι ύστερα χάθηκε ξανά καθώς η ομίχλη τύλιξε και πάλι τα ξύλινα σπιτάκια του. Ο Αρκίν άκουγε ένα ποτάμι να κυλάει κάπου κοντά καθώς περνούσε έξω από ένα σιδεράδικο που ξερνούσε φωτιές και καπνούς.

«Το σπίτι του παπά;» ρώτησε φωναχτά το σιδερά με τη δερμάτινη ποδιά.

«Στην πέρα άκρη του χωριού». Ο σιδεράς χάραξε στο χώμα ένα σταυρό με την άκρη ενός πυρωμένου σίδερου. «Δεν θα σου ξεφύγει».

Όντως δεν του ξέφυγε. Πάνω από την πόρτα του κρεμόταν ένας μεγάλος σιδερένιος σταυρός βαμμένος λευκός, που λες κι έσκυβε να τον αρπάξει απ’ το γιακά.

«Σταμάτα, κτήνος», γρύλισε τραβώντας τα χαλινάρια και τούτη τη φορά το άλογο υπάκουσε. Ο Αρκίν πήδηξε απ’ τη σέλα, έριξε στον ώμο του ένα τσουβάλι και χτύπησε την πόρτα.

«Περάστε», ακούστηκε μια φωνούλα.

Ο Αρκίν άνοιξε την πόρτα. Τα ρουθούνια του γέμισαν από μυρωδιά υγρασίας μαζί με οσμές από μαγείρεμα και κουκουνάρια που καίγονταν. Του θύμισε το σπίτι του στο δικό του χωριό, εκεί που μεγάλωσε. Μπήκε κι έκλεισε αμέσως πίσω του την πόρτα για να μην μπει η ομίχλη.

Τα έπιπλα ήταν λιγοστά. Στο σανιδένιο πάτωμα δυο κουρελούδες, κάποιες χοντροκομμένες καρέκλες, ένα καλάθι που έμοιαζε με κρεβάτι σκύλου μπροστά στο τζάκι.

Σωριασμένα βιβλία σε μια γωνιά. Ο Μορόζοφ δεν φαινόταν πουθενά, αλλά στο βάθος, μπροστά σε μια στόφα, ένα κοριτσάκι τεσσάρων πέντε χρόνων σκαρφαλωμένο σένα ξύλινο σκαμνί τηγάνιζε κρεμμύδια. Κουνούσε με έμπειρο χέρι το τηγάνι για να μην της αρπάξουν και κοίταζε τον Αρκίν σαν να τον ζύγιζε. Τα μαλλιά της ήταν εκπληκτικά.

Έπεφταν σαν κουρτίνα μέχρι τη μέση της πλάτης της κι ήταν τόσο ανοιχτόχρωμα που θύμιζαν ασήμι.

«Γεια σου», της είπε εκείνος και της χαμογέλασε.

«Ο πατέρας μου είναι απασχολημένος», αποκρίθηκε εκείνη χωρίς να του ανταποδώσει το χαμόγελο.

Έπιασε ένα κουζινομάχαιρο που φάνταζε τεράστιο στα χεράκια της και βάλθηκε να ψιλοκόβει σκόρδο πάνω σένα σανίδι δίπλα της. Ήταν αλλόκοτο να βλέπεις ένα τόσο μικρό παιδάκι να κάνει έτσι απλά τέτοιες δουλειές, μα ο Αρκίν ήξερε ότι η γυναίκα του Μορόζοφ είχε πεθάνει. Προφανώς, τούτο το πραγματάκι είχε πάρει τη θέση της στο νοικοκυριό.

«Μπορώ να μιλήσω στον πατέρα σου;» τη ρώτησε. «Είναι κάτι σημαντικό».

Η μικρή έστρεψε την προσοχή της στα κρεμμύδια της -προφανώς ήταν πιο σημαντικά από τον Αρκίν- και χωρίς να γυρίσει του έδειξε με το μαχαίρι μια πόρτα στο βάθος του δωματίου. Εκείνος πήγε και σήκωσε το μάνταλο. Το μετάνιωσε μονομιάς. Καταμεσής της μικρής, παγωμένης κρεβατοκάμαρας, ένας άντρας γυμνός από τη μέση και πάνω ήταν γονατισμένος και αυτομαστιγωνόταν μένα μικρό βούρδουλα. Στην άκρη καθεμιάς από τις πέντε ουρές του ήταν δεμένος ένας κόμπος, και κάθε κόμπος ήταν κόκκινος από αίμα. Ήταν ο πάτερ Μορόζοφ.

«Συγγνώμη», είπε ο Αρκίν κι έκανε βιαστικά πίσω. Βγήκε στο μπροστινό δωμάτιο και κάθισε σε μια καρέκλα.

«Στο είπα ότι είναι απασχολημένος», μίλησε η μικρή.

«Ναι, είχες δίκιο».

Δεν το περίμενε κάτι τέτοιο από τον παπά. Αυτός που μέρα και νύχτα αγωνιζόταν για να ελαφρύνει τον πόνο των άλλων, προκαλούσε πόνο στον εαυτό του. Αυτό τον αρρώσταινε τον Αρκίν.

Κάθισε αμίλητος και περίμενε μέχρι νανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ο παπάς ντυμένος τώρα με το ράσο του και το συνηθισμένο του ευγενικό χαμόγελο. Ο Αρκίν αναζήτησε στην έκφραση του την ικανοποίηση που έπρεπε να έχει επιφέρει η αυτοτιμωρία του, αλλά δεν την είδε.

«Γεια σου, Βίκτορ. Σε σκεφτόμουν. Έγινε με επιτυχία η παράδοση των χειροβομβίδων;»

Κάθισε κοντά του, χωρίς να δείχνει καμιά ενόχληση, σωματική ή πνευματική. Ο Αρκίν χαμογέλασε άθελα του.

«Ναι. Γι’ αυτό ήρθα. Το κιβώτιο κρύφτηκε στο λουτρό του Σεργκέγιεφ, αλλά εκεί δεν είναι ασφαλές. Πρέπει να το μετακινήσουμε σύντομα».

«Οι χειροβομβίδες είναι σε καλή κατάσταση;»

Αντί για απάντηση, ο Αρκίν έβγαλε απ’ το τσουβάλι του κάτι σαν κονσέρβα με ένα χερούλι στην άκρη κι ένα κουτί πυρομαχικών. Τα δώσε στον ιερέα, που τα εξέτασε προσεκτικά.

«Το γερμανικό στρατιωτικό υλικό είναι το καλύτερο», σχολίασε.

Το κιβώτιο είχε περάσει λαθραία τα σύνορα για ναυξήσει το οπλοστάσιο των επαναστατών. Τα όπλα και τα πυρομαχικά ήταν διασκορπισμένα σόλη την Πετρούπολη και τα μετακινούσαν συχνά έτσι που, κι αν βρισκόταν ένας κρυψώνας, τα υπόλοιπα θα ήταν ασφαλή. Έπρεπε να παίρνουν πολλά τέτοια μέτρα, αλλά ο Αρκίν εκνευριζόταν με τον αργό ρυθμό της ένδοξης επανάστασης.

«Ο Τρότσκι συμφώνησε να έρθει να μας μιλήσει», ενημέρωσε τώρα τον παπά.

«Θαυμάσια!»

«Θα χρειαστούμε την αίθουσα της εκκλησίας».

«Θα το κανονίσω».

«Πρέπει να φύγω. Ο υπουργός θέλει να τον πάω σένα πάρτι που κάνει η ερωμένη του».

Έξω η ομίχλη είχε πυκνώσει κι άλλο. Η μικρή πήδησε απ’ το σκαμνί της και του έδωσε μια χοντρή φέτα μαύρο ψωμί κουκουλωμένη με τηγανητά κρεμμύδια.

«Ορίστε».

«Σπασίμπα», την ευχαρίστησε έκπληκτος κι έκοψε μια μπουκιά. Ήταν ζεστή, όλο μπαχαρικά και σκόρδο. «Θαυμάσιο. Σ’ ευχαριστώ». Έφαγε όλη τη φέτα κι ύστερα ανέβηκε στάλογο και χάθηκε μες στην ομίχλη.

Загрузка...