4

«Ποια να διαλέξουμε;»

«Πάρε τη μαρέγκα, που την αγαπάς».

«Και το σοκολατένιο;»

«Αυτό όχι». Η Κάτια έβαλε τα γέλια. «Αυτό το θέλω εγώ». Κι έκανε με το πιρούνι της κύκλους πάνω από την πολυώροφη ασημένια φοντανιέρα που βρισκόταν στη μέση του τραπεζιού. «Θα διαλέξω πρώτη», ανάγγειλε.

Η Βαλεντίνα πάλευε να συμπεριφερθεί σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ήθελε να διασκεδάσει η αδελφή της -γι αυτό την είχε φέρει εδώ πέρα- κι εκείνη πραγματικά το απολάμβανε. Μα το δικό της πιρούνι το ένιωθε να βαραίνει σαν μολύβι στο χέρι της.

Ο Αρκίν τα κατάφερε μια χαρά. Είχε κάνει το αυτοκίνητο να ορμήσει πάνω στα πεζοδρόμια, αδιαφορώντας για τις φωνές των πεζών που σκόρπιζαν δεξιά κι αριστερά.

Όπως το είχε υποσχεθεί, βρήκε μια οδό διαφυγής. Χωρίς να συζητήσουν καθόλου αυτά που είχαν συμβεί, βρήκαν ένα άλλο εστιατόριο, το «Λα Γκαβότ», κι η Βαλεντίνα διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στον τοίχο του βάθους, δίπλα στις πόρτες της κουζίνας, όσο πιο μακριά γινόταν από τη βιτρίνα του καταστήματος.

Γύρω της όλα ήταν φυσιολογικά, οι σερβιτόρες κυκλοφορούσαν με τα μαύρα τους φορέματα, τις άσπρες δαντελένιες ποδιές και τα άσπρα σκουφάκια τους. Ευγενέστατες κι εξυπηρετικότατες. Δεν υπήρχε οργή εδώ πέρα, ούτε φωνές. Οι πελάτες ήταν χαμογελαστοί και κομψοί, τα φώτα ρόδινα, οι καφέδες κι οι σοκολάτες μοσχοβολούσαν. Κι όλοι συζητούσαν ευχάριστα και γελούσαν.

Η Βαλεντίνα, όμως, ήταν ταραγμένη. Την ενοχλούσε που κανένας άλλος δεν έδειχνε φοβισμένος, που κανενός δεν ήταν κομμένη η ανάσα. Αυτή ήταν χαζή ή οι άλλοι; «Βαλεντίνα».

«Ναι;»

«Είσαι καλά;» Η Κάτια την κοίταζε ερευνητικά.

«Ναι».

Η Κάτια άλλαξε επίτηδες θέμα.

«Ωραίο το καινούργιο αυτοκίνητο, δεν συμφωνείς;»

«Βέβαια».

«Κι ο Αρκίν φέρθηκε τέλεια».

«Είναι καλός οδηγός».

Η Βαλεντίνα κοίταξε έξω από τα μεγάλα καμαρωτά παράθυρα, τα ντυμένα με διάφανες κουρτίνες. Κάτι μέσα της τρεμούλιασε.

«Ακούς τίποτα;» ρώτησε. «Μου φάνηκε πως άκουσα.»

Η Κάτια της έπιασε το χέρι πάνω στο κολλαριστό τραπεζομάντιλο. Ντελικάτο το χέρι της μιας, μυώδες από τη συνεχή εξάσκηση στο πιάνο της άλλης.

«Δεν είναι κακό να φοβάσαι καμιά φορά», είπε η Κάτια, «ύστερα απόσα τράβηξες στο δάσος».

Η Βαλεντίνα κοίταξε ξανά προς τις κουρτίνες.

«Εσύ δεν φοβήθηκες σήμερα», είπε.

«Η δική μου ζωή είναι τόσο άδεια και πληκτική, που δεν έχω μάθει πότε πρέπει να φοβάμαι. Εσύ είσαι πιο λογική».

«Κάτια, λες να-»

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια βροχή από τούβλα έπεσε στις βιτρίνες και κομματάκια γυαλί πετάχτηκαν κι έσκισαν τα πουδραρισμένα πρόσωπα. Ένα τριγωνικό κομμάτι γυαλί, σαν μύτη βέλους, καρφώθηκε στο λαιμό μιας γυναίκας.

Όλοι άρχισαν να ουρλιάζουν.

Η Βαλεντίνα έτρεχε. Γλιστρούσε και παραπατούσε στο χιόνι, αλλά δεν σταματούσε να τρέχει. Οι ρόδες της αναπηρικής καρέκλας γλιστρούσαν κι αυτές και τσίριζαν.

«Μη, Βαλεντίνα!» Ένα παγωμένο χέρι άδραξε το δικό της. «Σταμάτα, σε παρακαλώ, σταμάτα!»

Η Κάτια την ικέτευε. Με μεγάλη προσπάθεια, η Βαλεντίνα ανάγκασε τα πόδια της να σταματήσουν, αλλά τα χέρια της έμειναν κολλημένα στις παγωμένες λαβές του καροτσιού. Στο μυαλό της αντηχούσε ακόμα το ουρλιαχτό της γυναίκας με το γυαλί καρφωμένο στο λαιμό της. Προσπάθησε να πάρει βαθιά ανάσα, κι ο παγωμένος αέρας της ξέσκισε τα πνευμόνια.

«Βαλεντίνα, θα πεθάνουμε απ’ το κρύο».

Αργά, πολύ αργά, το μυαλό της Βαλεντίνας άρχισε ξανά να λειτουργεί. Η Κάτια είχε στραφεί και το γυμνό χέρι της της τραβούσε το μανίκι. Τα γαλάζια της μάτια την κοίταζαν πανικόβλητα.

«Είσαι καλά, Κάτια;»

Η αδελφή της κούνησε το κεφάλι της.

Η Βαλεντίνα κοίταξε ένα γύρω και τα χασέ ανακαλύπτοντας ότι βρίσκονταν σένα στενό και βρομερό σοκάκι γεμάτο σκουπίδια. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν κλεισμένα με χαρτόνια και σανίδια. Οι τοίχοι ήταν σκασμένοι, τα χρώματα τους ξεφλούδιζαν. Ένας κουρελιάρης άντρας μ ένα ψωραλέο σκυλί στεκόταν και τις κοίταζε.

Αχ, Θεέ μου, τι είχε κάνει; Με το που έπεσαν τα τούβλα στα τζάμια, η μοναδική της σκέψη ήταν να πάρει την Κάτια από κει πέρα. Να την πάει έξω. Μακριά. Σε ασφάλεια.

Άρπαξε το αναπηρικό καροτσάκι, πέρασε την πόρτα της κουζίνας, κι από κει βρέθηκε σε μια αυλή γεμάτη κασόνια και τενεκέδες. Κι άρχισε να τρέχει. Να πάει μακριά. Σε ασφάλεια. Όρμησε σε δρόμους που δεν είχε ξαναδεί, το ένστικτο της της έλεγε πως πιο ασφαλής θα ήταν ανάμεσα στους άθλιους και τους ξεχασμένους ίτης ζωής, παρά ανάμεσα στο δικό της κόσμο, όπου οι βόμβες και τα τούβλα είχαν αντικαταστήσει τα λόγια.

Τα μάγουλα της Κάτιας είχαν ασπρίσει. Ξεπάγιαζε. Ο βόρειος άνεμος κατέβαινε μανιασμένος από τον κόλπο της Φινλανδίας κι αυτές ούτε παλτό φορούσαν ούτε γάντια, ούτε καν ένα μαντίλι. Τα είχαν παρατήσει όλα στο «Λα Γκαβότ». Η Βαλεντίνα ζεσταινόταν, έτσι που έτρεχε - αλλά την Κάτια τη σκότωνε. Ξανά. Το αίμα πάγωνε στις φλέβες της. Τράβηξε προς την πιο κοντινή πόρτα. Ήταν σπασμένη στη μέση και μπαλωμένη με σανίδια, αλλά η Βαλεντίνα δεν δίστασε. Τη χτύπησε δυνατά. Ύστερα από μια μακριά αναμονή, άνοιξε ένα παιδάκι που της έφτανε ως τη μέση.

«Μπορούμε να μπούμε; Σε παρακαλώ, κρυώνουμε».

Το αγόρι δεν αντέδρασε. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο κακάδια κι έξυνε με το δάχτυλο του ένα σπυρί στο σαγόνι του.

«Κρυώνουμε», είπε ξανά η Βαλεντίνα. «Η μητέρα σου είναι μέσα;»

Ο μικρός έκανε ένα βήμα πίσω, μα αντί ν’ ανοίξει κι άλλο την πόρτα την έκλεισε. Η Βαλεντίνα ξαναχτύπησε. Τόσο δυνατά, που η χαραματιά μεγάλωσε.

«Άνοιξε την πόρτα!» φώναξε. «Άνοιξε!»

Η πόρτα άνοιξε λιγάκι κι ένα γαλανό μάτι κοίταξε έξω.

«Τι θέλετε;» ρώτησε μια κοριτσίστικη φωνή.

«Η αδελφή μου κοντεύει να πεθάνει απ’ το κρύο. Σε παρακαλώ, άφησε μας να μπούμε».

Αυτή τη φορά συνόδεψε τα λόγια της μένα δυνατό σπρώξιμο που αιφνιδίασε το κορίτσι και το πέταξε πίσω.

Προτού προλάβει να συνέρθει, η Βαλεντίνα είχε μπει μαζί με το αναπηρικό καροτσάκι σένα μισοσκότεινο χολ κι είχε κλείσει πίσω της την πόρτα. Το κτίριο βρομοκοπούσε κι η σκάλα του ήταν γεμάτη ποντικοκούραδα.

«Ευχαριστώ», είπε η Βαλεντίνα.

Μπροστά της βρίσκονταν τρία χαμίνια: δυο ολόιδια αγόρια κι ένα κορίτσι με βρόμικα ξανθά μαλλιά. Τα δίδυμα ήταν νευρικά, ντυμένα με κουρελιασμένα ρούχα. Τα παντελόνια τους δεν έφταναν στους αστραγάλους τους. Το κορίτσι ήταν πιο μικρό και κοίταζε το αναπηρικό καροτσάκι με μάτια γουρλωμένα από περιέργεια.

«Η μητέρα σας είναι εδώ;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

Το κορίτσι έδειξε μια πόρτα χωρίς να πάρει το βλέμμα απ’ το καροτσάκι.

«Ποδήλατο είναι αυτό;» ψιθύρισε.

Ένα από τα αγόρια της έδωσε μια δυνατή καρπαζιά.

«Χαζή είσαι, Λιούμπα; Είναι για ανάπηρους».

Η Βαλεντίνα άνοιξε την πόρτα που της είχε δείξει το κορίτσι κι έσπρωξε το καροτσάκι μέσα σένα μικρό δωμάτιο που ήταν ελάχιστα πιο ζεστό απ’ ό,τι απέξω. Ένα λεκιασμένο σεντόνι ήταν κρεμασμένο μπροστά στο μοναδικό παράθυρο κάνοντας γκρίζο το φως που το διαπερνούσε. Το δωμάτιο μύριζε υγρασία και άπλυτα κορμιά.

«Συγγνώμη που ενοχλώ».

Μια γυναίκα καθισμένη στην άκρη ενός στενού κρεβατιού θήλαζε ένα βρέφος. Τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα, το κορμί της κοκαλιάρικο σαν γριάς, αλλά τα μάτια της ήταν ακόμα φωτεινά, νεανικά. Φορούσε γάντια με κομμένα δάχτυλα κι ένα καφέ μαντίλι στο κεφάλι. Κουμπώθηκε βιαστικά.

«Τι θέλετε;» ακούστηκε κουρασμένη η φωνή της.

«Η αδελφή μου κι εγώ χρειαζόμαστε βοήθεια». Ωστόσο, ήταν ολοφάνερο πως τούτη η γυναίκα δεν είχε τίποτα να τους δώσει. «Η αδελφή μου έχει παγώσει. Χρειάζεται ζεστασιά. Λίγο ζεστό φαγητό».

«Και τα παιδιά μου χρειάζονται ζεστό φαγητό», αποκρίθηκε ξερά η γυναίκα, «μα δεν έχουν».

Η Βαλεντίνα ένιωσε αόριστα ένοχη, κι ας μην ήταν δικό της φταίξιμο που οι κοιλιές των παιδιών ήταν άδειες.

Έπιασε τα παγωμένα χέρια της Κάτιας και τα τρίψε δυνατά. Η γυναίκα ακούμπησε το μωρό στο κρεβάτι και πήγε σε μια μικρή μαύρη σόμπα που βρισκόταν στη γωνία.

Άνοιξε το πορτάκι της και μια μικροσκοπική φλόγα χοροπήδησε ελάχιστα. Πώς να μην κάνει τόσο κρύο εδώ μέσα; Η γυναίκα έπιασε με τη μασιά μια βαριά πέτρα από το εσωτερικό της σόμπας, την τύλιξε σε μια μαυρισμένη πετσέτα και την ακούμπησε στα γόνατα της Κάτιας. Εκείνη έχωσε μονομιάς τα χέρια της μέσα στην πετσέτα.

«Δεν μπορείς να ρίξεις κι άλλα ξύλα στη φωτιά;» είπε η Βαλεντίνα.

«Όχι».

«Έχω χρήματα».

Τα τρία παιδιά ήρθαν πιο κοντά. Το κορίτσι άπλωσε τη χούφτα του.

«Μπορούμε ν’ αγοράσουμε ξύλα».

Η Βαλεντίνα ήταν αναγκασμένη να τους εμπιστευτεί.

Έβγαλε δέκα λευκά χαρτονομίσματα των δέκα ρουβλιών από το πορτοφόλι που είχε στην τσέπη της. Ήταν βέβαια πάρα πολλά για καυσόξυλα.

«Να φέρεις και λίγα τρόφιμα», είπε. «Γρήγορα!»

Μονομιάς εξαφανίστηκαν και τα τρία παιδιά.

«Έλα, πάρε». Η γυναίκα της έτεινε την κουβέρτα που σκέπαζε το κρεβάτι. Η Βαλεντίνα την κοίταξε. Θα ήταν γεμάτη ψείρες.

«Σπασίμπα. Ευχαριστώ». Την πήρε και την τύλιξε γύρω απ’ το κορμί της αδελφής της. Η γυναίκα την παρακολουθούσε άγρυπνα, και για πρώτη φορά η Βαλεντίνα αναρωτήθηκε πόσο κόστιζε αυτό το αναπηρικό καροτσάκι. Όσα έβγαζε η οικογένεια τούτης της γυναίκας σένα μήνα; Σ ένα χρόνο; Δεν είχε ιδέα. Τούτο το ελεεινό μέρος ήταν πιο μικρό απ’ την κρεβατοκάμαρα της και σε άθλια κατάσταση.

Ένα κομμάτι του ταβανιού κρεμόταν σπασμένο κι ο ένας τοίχος ήταν γεμάτος μαύρη μούχλα. Η υγρασία την περόνιαζε.

«Σ’ ευχαριστώ που μας βοηθάς», είπε με αληθινή ευγνωμοσύνη. «Οι απεργοί επιτέθηκαν στο εστιατόριο που τρώγαμε. Η αδελφή μου κι εγώ το σκάσαμε, αλλά χωρίς τα παλτά μας».

Η γυναίκα έδειξε με το κεφάλι την Κάτια.

«Άρρωστη είναι;»

«Έπαθε ένα ατύχημα».

Το μωρό άρχισε να κλαψουρίζει κι η γυναίκα είπε: «Σήκωσέ τη».

Η Βαλεντίνα κοίταξε την μπαλίτσα πάνω στο κρεβάτι που έκλαιγε και κουνιόταν.

«Σήκωσέ τη». Η φωνή της γυναίκας ήταν πιο κοφτή αυτή τη φορά.

«Τι;»

«Θέλεις τη βοήθεια μου. Σ’ αντάλλαγμα θέλω κι εγώ τη δική σου. Θέλω μια στιγμή γαλήνης για το παιδί μου». Χαμογέλασε κι έδειξε πιο νέα. «Μην ανησυχείς, δεν θα κλέψω το καροτσάκι της αδελφής σου».

Η Βαλεντίνα ένιωσε τα μαγουλά της να κοκκινίζουν καθώς έσκυβε να σηκώσει το μωρό. Και την Κάτια την έπαιρνε στην αγκαλιά της όταν ήταν μωρό, μα εκείνη δεν μύριζε έτσι άσχημα. Τούτο το μωρό δεν είχε καθόλου σχεδόν μαλλιά και τα πόδια του ήταν σαν ξυλαράκια.

«Βαλεντίνα», ακούστηκε ξέπνοη η φωνή της Κάτιας, «δώσμου τη να την κρατήσω».

Η Βαλεντίνα πλησίασε με το μωρό το καροτσάκι, αλλά δεν το έδωσε στην αδελφή της.

«Είναι βρόμικο», μουρμούρισε. «Δεν θα ήθελες να.»

Τα μάτια της Κάτιας όμως είχαν γεμίσει αποθυμιά. Έτσι η Βαλεντίνα ακούμπησε το μωρό στην ποδιά της αδελφής της και της ήρθε αναγούλα όταν εκείνη έσκυψε και φίλησε το κοκαλιάρικο κεφάλι του. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της Κάτιας. Γύριζε από κάπου πολύ μακριά.

Η μυρωδιά των πιροσκί με κιμά τ’ άλλαξε όλα. Τα τρία παιδιά λες και φούσκωσαν πριν καν πάρουν από ένα. Κάθισαν στο πάτωμα μπροστά στα ξύλα που έκαιγαν με δυνατή φλόγα στη σόμπα και κοίταζαν τη φωτιά μαγεμένα, όπως θα κάνε η Βαλεντίνα σε μια παράσταση μπαλέτου.

«Δεν θα έπρεπε να πλύνουν τα χέρια τους;» ρώτησε η Βαλεντίνα καθώς ακουμπούσε από ένα πιροσκί στις βρόμικες παλάμες τους που ήταν πιο μαύρες κι από το πάτωμα.

«Η αντλία του νερού έχει παγώσει», αποκρίθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους η γυναίκα κι έκοψε μια μεγάλη μπουκιά ψωμί αλειμμένο με γλυκό σταφύλι. Όσο μασούσε, "Η Βαλεντίνα είδε τα χαρακτηριστικά της να λιώνουν από ευχαρίστηση και το πρόσωπο της να φαντάζει εκπληκτικά νέο.

«Πώς σε λένε;»

«Βάρενκα Σιντόροβα».

«Εμένα με λένε Βαλεντίνα και την αδελφή μου Κάτια».

Η Κάτια έπινε τσάι με μέλι από ένα τενεκεδένιο κύπελλο και τα μαγουλά της είχαν αποκτήσει ξανά χρώμα.

Το μωρό ήταν ξαπλωμένο σαν γατάκι στα γόνατα της, χαλαρό και ζεσταμένο.

«Βάρενκα, τι δουλειά κάνει ο άντρας σου;»

Η γυναίκα την κοίταξε επιφυλακτικά.

«Δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο».

«Είναι μπολσεβίκος;»

Είδε τη γυναίκα να σφίγγεται.

«Τι ξέρεις εσύ για τους μπολσεβίκους;»

«Ήταν στην πορεία σήμερα;»

Η Βάρενκα έβαλε τα γέλια. Τα παιδιά γύρισαν και την κοίταξαν έκπληκτα, σαν να μην είχαν συνηθίσει ν’ ακούνε αυτόν τον ήχο. Εκείνη όμως γελούσε ασταμάτητα. Οι φλέβες στο λαιμό της πετάχτηκαν, δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά της, κι εκείνη γελούσε ανεξέλεγκτα. Ξαφνικά έπεσε στα γόνατα και το γέλιο σταμάτησε τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει. Τράβηξε απ’ το κεφάλι το μαντίλι της κι αποκάλυψε μια τούφα καστανά μαλλιά. Η Βαλεντίνα την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια κι η Κάτια άφησε μια φωνούλα φρίκης. Η μια πλευρά του κεφαλιού της γυναίκας ήταν άτριχη και μια φαρδιά λευκή ουλή, που γυάλιζε σαν να ήταν υγρή, ανέβαινε από τον κρόταφο της μέχρι το πίσω μέρος του κρανίου της. Το βλέμμα της καρφώθηκε στις δυο αδελφές γεμάτο οίκτο και μίσος ανάκατα.

«Πριν από πέντε χρόνια, μπροστά στις πύλες των Χειμερινών Ανακτόρων», είπε με σκληρή φωνή, «οι στρατιώτες σας μου ρίχτηκαν με τις σπάθες τους καθώς πηγαίναμε να μιλήσουμε στον τσάρο. Δεν είχαμε κακό σκοπό, αλλά μας λιάνισαν. Χάρη σόσους πέθαναν τότε είστε ζωντανοί σήμερα εσύ και η τάξη σου. Σας αξίζει όμως να ζείτε;»

Η Βαλεντίνα πήρε το μωρό απτα γόνατα της Κάτιας και το ακούμπησε στο κρεβάτι.

«Νομίζω πως είναι ώρα να φεύγουμε».

Πεσμένη πάντα στα γόνατα, η γυναίκα τίναξε άγρια το χέρι της κι έδειξε τη Βαλεντίνα.

«Σου ορκίζομαι πως κάποια μέρα, βύντομα, θα έρθουμε να σας βρούμε εσένα και τους όμοιους σου και τούτη τη φορά δεν θα επιζήσετε. Τεμπέληδες πλούσιοι! Παράσιτα!»

Έφτυσε στο πάτωμα. «Οι εργάτες θα απαιτήσουν δικαιοσύνη».

Η Βαλεντίνα έβγαλε το πορτοφόλι της και το άδειασε στο τραπέζι. Ρούβλια σκόρπισαν εδώ κι εκεί, και τα παιδιά όρμησαν σαν ποντίκια να τα μαζέψουν.

«Πάρε αυτά επειδή με βοήθησες σήμερα. Σου είμαι ευγνώμων». Πλησίασε τη γονατισμένη γυναίκα κι άγγιξε τη γυαλιστερή ουλή της. Ήταν άχρωμη, απαλή και γλιστερή, και σαν κάτι να ζούσε από κάτω της. «Λυπάμαι πολύ, Βάρενκα».

«Δεν χρειάζομαι τον οίκτο σου».

«Βαλεντίνα», μίλησε η Κάτια. «Θέλει να φύγουμε».

«Σωστά. Πριν γυρίσει ο άντρας μου». Η Βάρενκα κοίταξε μ’ αψηφισιά τη Βαλεντίνα. «Ο μπολσεβίκος μου».

Ένα δυνατό χτύπημα στην εξώπορτα τους έκανε όλους να τιναχτούν. Προτού προλάβουν ν’ αντιδράσουν ακούστηκαν άλλα δυο δυνατά χτυπήματα σαν σφυριές και ξύλα να σπάνε. Η γυναίκα άρπαξε το μωρό και το σφίξε πάνω της τόσο δυνατά, που το κάνε να κλάψει. Η καρδιά της Βαλεντίνας χτυπούσε σαν τρελή.

«Κάτια, περίμενε με».

«Όχι, Βαλεντίνα, μη.»

Τα χτυπήματα άρχισαν ξανά. Χωρίς να διστάσει η Βαλεντίνα άνοιξε την πόρτα του δωματίου, βγήκε στο χολ και ξεκλείδωσε τη σαραβαλιασμένη εξώπορτα. Μια τεράστια μορφή έκλεινε το άνοιγμα.

«Τι στο διάβολο κάνεις μέσα σαυτό το βόθρο, Βαλεντίνα Ιβάνοβα;»

Ήταν ο Λιεβ Ποπκόφ.

Ο Αρκίν ήταν μηχανικός αυτοκινήτων,, αλλά ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του κάτι σαν γιατρό μηχανών. Πρόσεχε πολύ τα χέρια του και διάβαζε συνέχεια για να ενημερώνεται για τις τελευταίες ανακαλύψεις και να διευρύνει τις γνώσεις του. Δόξα τω Θεώ, ήξερε να διαβάζει. Όχι δηλαδή πως είχε καμιά σχέση μαυτό ο Θεός. Οι περισσότεροι χωριάτες δεν ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν, αλλά η μητέρα του αποτελούσε εξαίρεση - του κοπανούσε τα δάχτυλα με τις βελόνες του πλεξίματος για να τον κάνει να προσέχει όταν του έκανε μάθημα.

«Βίκτορ», του έλεγε όταν εκείνος ακουμπισμένος στα γόνατα της προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά αμέτρητα γράμματα και να φτιάξει λέξεις μαυτά, «όποιος ξέρει να διαβάζει μπορεί να κυβερνήσει τον κόσμο».

«Μα εγώ δεν θέλω να κυβερνήσω τον κόσμο».

«Τώρα, όχι. Κάποια μέρα όμως θα το θελήσεις. Και τότε θα με ευχαριστείς».

Ο Αρκίν χαμογελούσε καθώς τα θυμόταν όλα τούτα. «Σπασιμπα», μουρμούρισε. «Σ’ ευχαριστώ». Η μητέρα του είχε δίκιο. Είκοσι τριών χρόνων, τώρα, ο Αρκίν ήθελε να κυβερνήσει τον κόσμο.

«Αρκίν».

Σήκωσε το κεφάλι. Ήταν γονατισμένος στο τσιμεντένιο πάτωμα του γκαράζ και καθάριζε τα λάδια και τις κοπριές από τις ακτίνες των τροχών του «Τουρικούμ». Το πανί που χρησιμοποιούσε έσταζε και γέμιζε λεκέδες τις μπότες του.

«Τι συμβαίνει, Ποπκόφ;»

Ο Κοζάκος είχε μπει αθόρυβα στο γκαράζ. Παρά τον όγκο του κινιόταν αθόρυβα σαν το λύκο μες στο δάσος.

«Τι είναι;» τον ρώτησε ξανά ο Αρκίν.

«Η κυρά θέλει να σου μιλήσει».

«Για τα σημερινά;»

«Πού να ξέρω;»

Η ζωή σένα αγρόκτημα, χαμένο στα βάθη της στέπας, σε μαθαίνει να είσαι υπομονετικός. Εκεί πέρα η ζωή δεν είναι ποτέ βιαστική, ο ρυθμός της είναι αργός, κι ο Αρκίν είχε μάθει να περιμένει. Είχε φύγει από το χωριό του πριν από έξι χρόνια, αποφασισμένος να ζήσει και να εργαστεί στην Πετρούπολη. Εδώ ένιωθε πως χτυπούσε η καρδιά της Ρωσίας. Εδώ οι ιδέες μεγάλων αντρών, όπως ο Καρλ Μαρξ και ο Λένιν, θέριευαν κι άπλωναν με τρόπο υπόγειο, σαν τις ρίζες ενός δέντρου. Ο Αρκίν ήταν πεπεισμένος ότι σε τούτη την πόλη βρισκόταν το μέλλον της Ρωσίας. Χωρίς να βιάζεται, τελείωσε το καθάρισμα του τροχού, ξέπλυνε το πανί του και το κρέμασε σένα γάντζο να στεγνώσει. Στράφηκε ύστερα προς την πόρτα, κι όπως το περίμενε, ο Ποπκόφ βρισκόταν ακόμα εκεί. Τούτος ο γίγαντας είχε δικές του απόψεις για πάρα πολλά πράγματα, κι αυτό ήταν κάτι που δεν άρεσε στον Αρκίν.

«Τι στο διάβολο έκανες ταπόγευμα;» τον ρώτησε ο Ποπκόφ.

Ο Αρκίν έβγαλε τη μακριά καφέ ποδιά του και την κρέμασε σ’ έναν άλλο γάντζο.

«Τις προστάτεψα», αποκρίθηκε.

«Τις προστάτεψες αφήνοντας τες να το βάλουν στα πόδια;»

«Δεν είναι παιδιά, Ποπκόφ. Αποφασίζουν μόνες τους τι θα κάνουν».

«Τούτη η πόλη είναι επικίνδυνη».

«Επικίνδυνη γιαυτές ή για τους εργάτες που πεθαίνουν κάθε μέρα στα εργοστάσια;»

«Είσαι βλάκας», γρύλισε ο Ποπκόφ.

«Όχι», αποκρίθηκε υπομονετικά ο Αρκίν. «Τη δουλειά μου κάνω».

Ο Αρκίν δεν είχε ξαναπατήσει στο μεγάλο σπίτι -πέρα από την κουζίνα του υπηρετικού προσωπικού- και τώρα κοιτούσε γύρω του με το στόμα ανοιχτό. Μα γιατί να θέλει κάποιος τόσο πολλά πράγματα; Πίνακες πιο ψηλοί απ’ το μπόι του στους τοίχους. Ρουμπίνια να κρέμονται σαν σταλαγματιές αίμα από την κορνίζα ενός καθρέφτη και χρυσές λουρίδες να στολίζουν τις βάσεις αγαλμάτων. Ένας υπηρέτης τον οδήγησε σένα μικρό σαλόνι. Ήταν το πιο γυναικείο δωμάτιο που είχε δει ποτέ του ο Αρκίν, όλο στο χρώμα της λεβάντας και του κρεμ, κι ένα σωρό λουλούδια να αρωματίζουν την ατμόσφαιρα μεξωτικές μυρωδιές.

Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα καθόταν στητή σε μια κομψή πολυθρόνα, κρατώντας ένα ποτήρι ζεστό νερό. Το λιλά φόρεμα της την έκανε να φαντάζει σαν ένα ακόμα λουλούδι. Ο Αρκίν υποκλίθηκε και περίμενε να του απευθύνει το λόγο.

Εκείνη άφησε να περάσει ένα ολόκληρο λεπτό.

«Αρκίν», είπε τελικά, «περιμένω εξηγήσεις».

«Μάλιστα, μαντάμ. Θα πήγαινα με το αυτοκίνητο τις δεσποινίδες για τσάι στου "Γκορντίνο", αλλά δεν μπορέσαμε να φτάσουμε εκεί επειδή ένα πλήθος έκανε διαδήλωση στη Μόρσκαγια».

«Συνέχισε».

«Ακινητοποιηθήκαμε ανάμεσα σε άλλα οχήματα, αλλά κατάφερα να κάνω μανούβρες και να πάω τις δεσποινίδες σε ένα άλλο κατάστημα που επέλεξαν».

«Έπρεπε να τις είχες φέρει πίσω στο σπίτι. Οι δρόμοι ήταν επικίνδυνοι».

«Τους το πρότεινα, μαντάμ, αλλά και οι δυο τους δεν ήθελαν να γυρίσουν σπίτι».

«Δεν με εκπλήσσει καθόλου αυτό», της ξέφυγε της Ελιζαβέτας. «Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι που βρισκόσουν εσύ όταν έφυγαν από το τεϊοποτείο. Όταν είσαι σοφέρ αυτής της οικογένειας, Αρκίν, έχεις ορισμένες ευθύνες.

Νομίζω πως αυτό στο εξήγησαν όταν.» Σταμάτησε, σήκωσε το ποτήρι στα χείλη της και το ξανακατέβασε. «Έχουν μεγάλη ισχυρογνωμοσύνη», μουρμούρισε.

Ο Αρκίν χαμογέλασε αχνά.

«Ξέρετε καλά τις κόρες σας, μαντάμ».

«Αρκετά καλά».

«Λυπάμαι πολύ που οι διαδηλωτές με ανάγκασαν να παρκάρω το "Τουρικούμ" σε μια πάροδο. Όταν επέστρεψα στο τεϊοποτείο, είχε ξεσπάσει πανικός και οι δεσποινίδες είχαν φύγει».

«Έψαξες να τις βρεις;»

«Φυσικά, μαντάμ».

Έψαξε τάχα; Φώναξε τα ονόματα τους; Έτρεξε σαν παλαβός από δρόμο σε δρόμο κι από μαγαζί σε μαγαζί; Άρπαξε κανέναν απτα πέτα για να τον ρωτήσει αν είχε δει κανένα αναπηρικό καροτσάκι; Ναι, τα έκανε όλα αυτά, μέχρι που τον πόνεσαν τα πνευμόνια του από το τρέξιμο. Μα όσο κι αν έψαξε βρίζοντας τις κοπέλες, δεν τις βρήκε πουθενά.

Η Ελιζαβέτα κούνησε το κεφάλι.

«Ασφαλώς κι έψαξες. Καταλαβαίνω πως είσαι ένας νέος στον οποίο μπορεί κανείς να βασιστεί».

«Μαντάμ, λυπάμαι πολύ που σας προκάλεσα τόση ανησυχία. Ζητώ συγγνώμη».

«Και πώς τις βρήκες τελικά;»

«Επέστρεψα εδώ και μάζεψα μια ομάδα άντρες για να κάνουμε πιο συστηματική έρευνα».

Η Ελιζαβέτα τον κοίταξε σιωπηλή, αναγκάζοντας τον να πει κι άλλα. «Ο Λιεβ Ποπκόφ τις βρήκε», είπε απρόθυμα ο Αρκίν.

«Εντόπισε στο χιόνι τα ίχνη από τις ρόδες του αναπηρικού καροτσιού».

Ο Κοζάκος είχε ξαμοληθεί σαν κυνηγόσκυλο. Με το πρόσωπο να τρίβεται σχεδόν στα πεζοδρόμια, είχε εντοπίσει τα ίχνη από τις λαστιχένιες ρόδες - κι ας είχαν τσαλαπατηθεί.

Η Ελιζαβέτα δεν συνέχισε τη συζήτηση. Ήπιε το νερό της με αργές γουλιές και το λαρύγγι της ανεβοκατέβηκε πάνω από το μαργαριταρένιο κολιέ της.

«Η Κάτια δεν είναι καλά», είπε ύστερα από μακριά σιωπή.

«Λυπάμαι πολύ».

«Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο».

Τον εξέπληξε το δίκαιο φέρσιμο της. Οι περισσότεροι εργοδότες φορτώνουν τα πάντα στους υπηρέτες τους. Περίμενε, αλλά η Ελιζαβέτα δεν ξαναμίλησε.

«Θέλετε να μιλήσετε στον Ποπκόφ, να σας τα πει ο ίδιος;» τη ρώτησε ο Αρκίν.

Εκείνη σαν να ανατρίχιασε.

«Όχι, δεν θέλω», αποκρίθηκε.

Η ώρα ήταν τρεις το πρωί. Η Βαλεντίνα καθόταν στα σκοτεινά δυο ώρες τώρα. Όταν άκουσε τα βαριά βήματα της αδελφής Σόνιας να βγαίνουν από το δωμάτιο της Κάτιας, περίμενε μερικά λεπτά κι έπειτα βγήκε στο διάδρομο. Ξυπόλητη δεν έκανε καθόλου θόρυβο - κι εξίσου αθόρυβα γύρισε το πόμολο της πόρτας. Στο τζάκι έκαιγε η φωτιά και το βαρύ πάπλωμα είχε τραβηχτεί στο πλάι του κρεβατιού. Το κορμάκι της αδελφής της ήταν σκεπασμένο μένα λεπτό σεντόνι μονάχα, και το κεφάλι της χτυπιόταν πέρα δώθε στο μαξιλάρι.

«Κάτια.» ψιθύρισε η Βαλεντίνα.

Αμέσως το ξανθό κεφάλι σηκώθηκε απ’ το μαξιλάρι.

«Βαλεντίνα;»

«Πώς είσαι;»

«Πλήττω».

Η Βαλεντίνα γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι.

«Ξέρεις από τι έπαθες τον πυρετό, ε;»

«Από τι;»

«Από το φιλί που έδωσες σ’ εκείνο το βρομερό μωρό».

«Χαλάλι του», αποκρίθηκε χαμογελώντας η Κάτια.

«Δεν είπες τίποτα στη μαμά ή στη νοσοκόμα, ε;»

«Όχι βέβαια. Δεν είμαι χαζή».

«Πες πως ήταν μια περιπέτεια που όμως δεν θα την επαναλάβουμε. Κι εγώ το παράκανα. Συγγνώμη».

«Μην το λες αυτό. Μη λες πως δεν θα με ξαναπάς σε περιπέτειες».

«Κάτια, αν θες στ’ αλήθεια περιπέτειες, πρέπει να γίνεις καλά. Τότε θα σου ετοιμάσω πολλές περιπέτειες. Όχι τόσο επικίνδυνες, βέβαια».

«Η περιπέτεια δεν είναι περιπέτεια όταν δεν είναι επικίνδυνη. Αυτά που ζήσαμε δεν θα τ’ άλλαζα με τίποτα στον κόσμο». Τράβηξε τα υγρά μαλλιά της από τα μάτια της.

«Πες μου πώς ήταν η ουλή της γυναίκας όταν την άγγιξες».

«Σαν ζεστό γυαλί. Σκληρή και γλιστερή».

«Τη λυπήθηκα».

«Εγώ, πάλι, όχι».

«Δεν σε πιστεύω».

«Αλήθεια σου λέω. Τους μισώ όλους αυτούς. Όλους, είτε αποκαλούνται μπολσεβίκοι, είτε μενσεβίκοι, είτε σοσιαλεπαναστάτες. Για μένα είναι όλοι ίδιοι. Τους μισώ γι’ αυτό που σου έκαναν». Έσκυψε και φίλησε το ζεστό μάγουλο της αδελφής της. Εκείνη της χάιδεψε τρυφερά τα μαύρα της μαλλιά.

«Σιγά σιγά το μίσος θα σβήσει», της είπε με σιγουριά.

«Το δικό σου έσβησε;»

«Ναι».

Η Βαλεντίνα δεν είπε στην αδελφή της ότι ήταν πια αργά. Ότι το μίσος είχε φτάσει μέχρι το μεδούλι των κοκάλων της και την έκαιγε.

Χτύπησε την πόρτα του γραφείου του πατέρα της. Καιρός ήταν να του ανακοινώσει την απόφαση της.

«Περάστε!»

Η Βαλεντίνα άνοιξε την πόρτα. Ο πατέρας της καθόταν πίσω από το μεγάλο, ντυμένο με δέρμα γραφείο του. Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.

«Ζήτησες να με δεις;» Δεν έδειχνε ευχαριστημένος που τον διέκοπτε από τη δουλειά του.

«Μάλιστα».

Ο υπουργός σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Στα δάχτυλα του έπαιζε νευρικά ένα σβηστό πούρο. Ήταν ακόμα ωραίος άντρας, αν και είχε πάρει βάρος από τα αμέτρητα επίσημα δείπνα στα Χειμερινά Ανάκτορα. Η Βαλεντίνα τον θυμόταν λεπτό και κομψό, όταν υπηρετούσε με το βαθμό του στρατηγού στο ρωσικό στρατό. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα πίσω και τα παχιά του φρύδια σκίαζαν τα βαθουλωτά, πανέξυπνα μάτια του. Μαύρα σαν τα δικά της, που τώρα την κοίταζαν εξεταστικά.

«Κάθισε».

Η Βαλεντίνα κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο κι ακούμπησε φρόνιμα τα χέρια της στην ποδιά της.

«Μπαμπά, θέλω να ζητήσω συγγνώμη που πήρα χθες την Κάτια κάτω στη Ρζέβκα. Ήθελα να την πάρω μακριά από τους απεργούς που-»

«Συγχωρεμένη». Με την παλάμη του έτριψε το μαύρο του μουστάκι. «Αυτό που έκανες ήταν χαζό, αλλά καταλαβαίνω πως ήθελες να προστατέψεις την αδελφή σου».

Φτηνά τη γλίτωσα, συλλογίστηκε η Βαλεντίνα.

«Θέλεις τίποτ’ άλλο; Έχω πολλή δουλειά».

«Ναι, θέλω κάτι ακόμα».

Ο υπουργός ακούμπησε το πούρο του σένα τασάκι αλφαδιασμένο με ακρίβεια δίπλα σε μια πένα κι ένα κόκκινο μολύβι. Ο πατέρας της είχε πολύ οργανωτικό μυαλό, γι’ αυτό και δούλευε σεκείνο το πόστο. Η Βαλεντίνα δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε - κάτι σχετικό με τα οικονομικά ήταν πάντως. Τον φανταζόταν στο γραφείο του στο υπουργείο να μετράει τα χρήματα του τσάρου και να τα στοιβάζει σε στήλες ψηλές μέχρι το ταβάνι.

Τελικά, εκείνος βαρέθηκε να κοιτάζει το πούρο του και γύρισε το βλέμμα του στη Βαλεντίνα.

«Τι άλλο θέλεις;» τη ρώτησε κάπως ανυπόμονα. «Έχω πολλή δουλειά».

«Μπαμπά, δεν θέλω να ξαναπάω στη σχολή όταν τελειώσουν οι διακοπές».

Εκείνος την κοίταξε έκπληκτος. Παραδόξως, δεν έδειχνε θυμωμένος. Της χαμογέλασε.

«Ελπίζω να το εγκρίνεις, μπαμπά», πρόσθεσε βιαστικά η Βαλεντίνα.

«Πράγματι, το εγκρίνω. Η μητέρα σου κι εγώ το έχουμε συζητήσει και πιστεύουμε ότι το σχολείο δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα πια. Είναι καιρός να σκεφτούμε το μέλλον σου».

Τούτη η τελευταία φράση την ανησύχησε κάπως.

«Συμφωνώ, μπαμπά. Και χαίρομαι που το βλέπεις κι εσύ έτσι. Ξέρεις, έχω μια ιδέα».

Ο υπουργός έγειρε πίσω στο καθιστά του και πήρε απολαυστικά το πούρο στο χέρι του. Του έβγαλε το δαχτυλίδι, έκοψε την άκρη του και μύρισε απολαυστικά τ’ αρωματικά φύλλα του. Ύστερα το άναψε με την ησυχία του. Η Βαλεντίνα είχε την αίσθηση ότι ο πατέρας της το γιόρταζε.

«Λοιπόν, Βαλεντίνα, χαίρομαι που βλέπω ότι συμφωνούμε. Είσαι ξανά η καλή μου κόρη».

Εκείνο το «ξανά» δεν της άρεσε, μα το προσπέρασε.

Ο πατέρας της κούνησε ευχαριστημένος το κεφάλι.

«Την έχεις συζητήσει με τη μητέρα σου αυτή την ιδέα;»

τη ρώτησε.

«Όχι ακόμα, μπαμπά. Ήθελα πρώτα να το συζητήσω μαζί σου».

«Χαζό κορίτσι». Της χαμογέλασε και φύσηξε προς το μέρος της τον καπνό του πούρου του. «Τι με νοιάζουν εμένα τα φορέματα;»

«Φορέματα;»

«Ε, τα φορέματα για τα οποία έχεις κάποια ιδέα. Μ’ αυτά τα θέματα ασχολούνται οι μητέρες».

Η Βαλεντίνα πήρε βαθιά ανάσα και γεύτηκε τον καπνό.

«Μπαμπά, εγώ δεν μίλησα για φορέματα».

«Μην ανησυχείς, είμαι σίγουρος ότι η μητέρα σου θα θέλει να μιλήσετε γι’ αυτά». Κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. «Ξέρω πώς κάνουν οι κυρίες όσον αφορά τις τουαλέτες».

Σηκώθηκε και βάλθηκε να βηματίζει στο δωμάτιο με την κοιλιά του να ξεχειλίζει κάτω από το μακρύ σακάκι του.

Έκανε διάφορους θορύβους - τα μανικέτια του έτριζαν, τα τακούνια του χτυπούσαν στο καλογυαλισμένο παρκέ, έπαιζε τύμπανο με τα δάχτυλα στο κολλαρισμένο πλαστρόν του.

Η Βαλεντίνα ήξερε πως όλα αυτά έδειχναν ότι ήταν πολύ ευχαριστημένος. Μα τι γινόταν εδώ πέρα; Τούτη η συζήτηση είχε πάρει στραβό δρόμο.

«Εγώ δεν χρειάζομαι πολλά φορέματα», είπε ανήσυχη.

«Μα ναι, καλή μου. Για να καταφέρεις να καμακώσεις κάποιον καλό, χρειάζεσαι τουλάχιστον τριάντα με σαράντα τουαλέτες. Ας τα κανονίσει η μητέρα σου όλα αυτά. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πάρθηκε η απόφαση. Σου έχουμε ετοιμάσει ήδη έναν κατάλογο ονομάτων για να διαλέξεις».

«Μπαμπά, τι εννοείς να "καμακώσω";»

«Μα να βρεις ένα σύζυγο, φυσικά».

«Σύζυγο;» Τα χέρια της έπεσαν ξερά στα πλευρά της.

«Ναι, καλή μου. Γι’ αυτό δεν συζητάμε; Ν’ αφήσεις τη σχολή και να βρεις ένα σύζυγο;» Ρούφηξε ηδονικά το πούρο του και συνέχισε να βηματίζει. «Βαλεντίνα, σε λίγο κλείνεις τα δεκαοκτώ. Καιρός να δείξεις λίγη υπευθυνότητα.

Να βρεις έναν κατάλληλο σύζυγο φέτος. Υπάρχουν ένα σωρό ωραίοι και δυνατοί αξιωματικοί από καλές οικογένειες».

«Μπαμπά, δεν θέλω να παντρευτώ».

«Βαλεντίνα, κόψε τις ανοησίες. Τι είναι αυτά που λες;»

«Δεν θέλω να παντρευτώ».

«Μα μόλις τώρα μου είπες ότι θέλεις να σχεδιάσεις το μέλλον σου».

«Ναι, μα όχι σαν παντρεμένη».

«Για τ’ όνομα του Θεού, τι άλλο υπάρχει; Η μητέρα σου κι εγώ.» Σταμάτησε απότομα. Έτσι όπως στεκόταν στη μέση του δωματίου έδειχνε σαν να φουσκώνει μέσα στα ρούχα του. Οι φλέβες στο λαιμό και στο πρόσωπο του γέμισαν αίμα. «Τι είναι αυτή η ιδέα που έχεις για το μέλλον σου;»

Η Βαλεντίνα σηκώθηκε και τον κοίταξε καταπρόσωπο.

«Αυτό ήρθα να σου πω, μπαμπά. Θέλω να γίνω επαγγελματίας νοσοκόμα».

Την έβαλαν να καθίσει στο δωμάτιο της μουσικής. Πάνω στο σκαμπό του πιάνου, όπου είχε περάσει τόσες και τόσες υπέροχες στιγμές. Η μητέρα της κάθισε δίπλα στο παράθυρο. Η έκφραση της ήταν συγκρατημένη, όπως πάντα, αλλά έσφιγγε με δύναμη ένα λευκό μαντίλι που το είχε κάνει μπαλάκι μες στη χούφτα της. Η σιωπή της ήταν χειρότερη από τα ξεσπάσματα του πατέρα της.

«Βαλεντίνα», έλεγε τώρα αυστηρά εκείνος, «πρέπει να βγάλεις αμέσως απ’ το κεφάλι σου αυτή τη δυσάρεστη ιδέα.

Με καταπλήσσει το ότι σκέφτηκες κάτι τέτοιο. Σκέψου τη μόρφωση σου, τα μαθήματα Μουσικής που έχεις κάνει.

Σκέψου πόσο μας κόστισαν όλα αυτά».

Βημάτιζε πάνω κάτω μπροστά της, κι η ουρά του μακριού σακακιού του ανέμιζε οργισμένα. Η Βαλεντίνα ήθελε ν’ απλώσει το χέρι και να τον σταματήσει.

«Μπαμπά, σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις.

Μιλάω τέσσερις γλώσσες, παίζω πιάνο και ξέρω να περπατάω με χάρη. Για ποιο πράγμα με κάνουν κατάλληλη όλα αυτά;»

«Για το γάμο. Γι’ αυτό που προετοιμάζονται όλες οι δεσποινίδες».

«Μπαμπά, λυπάμαι, αλλά στο είπα. Δεν θέλω να παντρευτώ».

Η απελπισία με την οποία πήρε μια βαθιά ανάσα η μητέρα της την ξέσκισε. Γύρισε την πλάτη της στους γονείς της και σήκωσε το σκέπασμα του πιάνου. Τα δάχτυλα της βρήκαν μια απαλή νότα κι ύστερα άλλη μια. Όπως πάντα, ο ήχος τους την ηρέμησε. Το σφίξιμο στο στήθος της μαλάκωσε. Έπαιξε δυο ακόρντα από ένα κομμάτι του Σοπέν και στην άκρη του μυαλού της σχηματίστηκε η εικόνα εκείνου του Βίκινγκ με τα κόκκινα σαν φλόγες μαλλιά. Διαισθανόταν ότι οι γονείς της αντάλλασσαν ματιές πίσω της.

«Ωραία παίζεις, Βαλεντίνα».

«Ευχαριστώ, μαμά».

«Κάθε άντρας θα αισθάνεται περήφανος όταν θα ψυχαγωγείς τους καλεσμένους του μετά το δείπνο με κάποιο κομμάτι του Μπετόβεν ή του Τσαϊκόφσκι».

Η Βαλεντίνα σήκωσε τα δάχτυλα της από τα πλήκτρα και τα σταύρωσε. Και μίλησε ήσυχα, υπομονετικά.

«Θέλω να γίνω νοσοκόμα. Θέλω να φροντίζω την Κάτια.

Δεν θα μείνει για πάντα μαζί μας η αδελφή Σόνια».

Ένας βαθύς αναστεναγμός πλημμύρισε το δωμάτιο και ξαφνικά η ψηλή, σκοτεινή μορφή του πατέρα της βρέθηκε δίπλα της. Το χέρι του της χάιδεψε τα μαλλιά κι ύστερα ακούμπησε στον ώμο της. Η Βαλεντίνα έμεινε ακίνητη.

Είχε να την αγγίξει έξι μήνες, από τότε που τους έβαλαν τη βόμβα στο Τέσοβο, και φοβόταν πως έτσι κι έκανε την παραμικρή κίνηση, ο πατέρας της θα έκανε να την αγγίξει άλλους έξι μήνες.

«Βαλεντίνα, καλό μου παιδί, άκουσε με. Ξέρεις ότι θέλω το καλύτερο για σένα. Η νοσηλευτική είναι ένα άθλιο επάγγελμα, έχεις να κάνεις όλο με πόρνες και αλκοολικούς. Δεν είναι κατάλληλη απασχόληση για μια αξιοπρεπή δεσποινίδα».

«Άκουσε τον πατέρα σου», είπε μαλακά κι η μητέρα της.

«Όλοι αυτοί έχουν ψείρες και ασθένειες». Ήταν φανερό πως ο πατέρας της δεν εννοούσε συνηθισμένες αρρώστιες.

«Η αδελφή Σόνια όμως ούτε πόρνη είναι ούτε αλκοολική», είπε η Βαλεντίνα. «Δεν έχει καμιά ασθένεια. Είναι αξιοπρεπής γυναίκα».

Το χέρι του πατέρα της σφίχτηκε στον ώμο της.

«Υπάρχει κι άλλος τρόπος να βοηθήσεις την Κάτια. Ένας καλύτερος τρόπος για να επανορθώσεις».

«Δηλαδή;»

«Δεν είναι δύσκολο».

«Δηλαδή, μπαμπά; Τι μπορώ να κάνω;»

«Να κάνεις έναν καλό γάμο».

Η Βαλεντίνα στράφηκε πάλι στο πιάνο. Κάτι της έσφιγγε το λαιμό. Δεν ήθελε όμως να κάνει τον πατέρα της να θυμώσει.

«Ακούς τι σου λέω, Βαλεντίνα;» Η φωνή του είχε αρχίσει να υψώνεται. «Να κάνεις έναν καλό γάμο, που να πάρει η οργή. Και να τον κάνεις τώρα. Επιμένω. Για το καλό του ονόματος των Ιβάνοφ».

«Εκμετάλλευση! Στερήσεις! Λιμοκτονία!»

Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεφ ήταν καλός. Ήξερε πώς να ξεσηκώνει τον κόσμο, πώς να γεννάει συναισθήματα στους άντρες και νανάβει φωτιές στις άδειες τους κοιλιές. Ο Αρκίν ήταν ικανοποιημένος από την αποψινή σύναξη. Οι περισσότεροι παρόντες ήταν χωρικοί όπως αυτός, απλοί εργάτες που είχαν μαζευτεί από τις αγροτικές επαρχίες για να βρουν δουλειά στα εργοστάσια της Αγίας Πετρούπολης.

Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι. Ελάχιστοι ήξεραν να βάζουν την υπογραφή τους. Ήταν παράξενο, αλλά αυτό τον στενοχωρούσε περισσότερο από τις τρομερές συνθήκες κάτω από τις οποίες δούλευαν στα εργοστάσια και τα μεταλλουργεία. Για κείνον η χειρότερη αδικία ήταν ότι το πνεύμα των μαζών κρατιόταν αμόρφωτο κι άρα κουτό. Κι αυτό ασκούσε έναν έλεγχο που έπρεπε να πάψει να υπάρχει.

Γι’ αυτό πίστευε στη θεωρία περί διαρκούς επανάστασης του Λέοντος Τρότσκι. Είχε πάει με τον Σεργκέγιεφ ν’ ακούσουν τον Τρότσκι, κι αυτός ο οραματιστής με τα μαλλιά σαν θάμνο και τα γυαλιστερά γυαλιά τους είχε συνεπάρει τόσο πολύ, που πέρασαν όλη τη νύχτα περπατώντας στους δρόμους και συζητώντας. Ο Τρότσκι τους είχε δείξει έναν καινούργιο κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο η δικαιοσύνη κι η ισότητα δεν ήταν λέξεις κενές, αλλά η ζωντανή καρδιά της ζωής όλων των ανθρώπων. Κι από κείνη τη στιγμή, είχαν αρχίσει να στρατολογούν κι άλλους στην υπόθεση του σοσιαλισμού.

«Αντρες της Ρωσίας», φώναζε με πάθος ο Σεργκέγιεφ, «πρέπει να αγωνιστούμε για τα δικαιώματα μας. Η σιδερένια γροθιά του τσαρισμού πρέπει.» σταμάτησε και κοίταξε ένα γύρω το ακροατήριο του, «πρέπει να τσακιστεί».

Ενθουσιασμένες φωνές.

«Μας έδωσαν τη Δούμα, το Κοινοβούλιο, για να μας κλείσουν το στόμα», φώναξε κοροϊδευτικά ο Σεργκέγιεφ. «Ωστόσο ο πρωθυπουργός Στολίπιν την αντιμετωπίζει περιφρονητικά και φοράει "γραβάτες Στολίπιν", τη θηλιά της κρεμάλας δηλαδή, σ’ οποιονδήποτε τολμήσει να διαφωνήσει».

Ο Σεργκέγιεφ τράβηξε προς τα πάνω τη γραβάτα του σαν να κρεμιόταν και το πλήθος ούρλιαξε. Μαζί τους κι ο Αρκίν.

«Νοιάζεται ο Στολίπιν που τα παιδιά σας δεν έχουν ψωμί να φάνε;»

«Όχι! Νιετ! Όχι!»

«Νοιάζεται ο Στολίπιν που οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζεστε θα έκαναν κι ένα σκυλί να κόψει το πόδι του για να το σκάσει;»

«Όχι! Όχι!»

«Νοιάζεται ο Στολίπιν που.»

«Σύντροφε Σεργκέγιεφ!» φώναξε τότε ένας τύπος μένα τσιγάρο που κρεμόταν από την άκρη των χειλιών του.

«Κάτσε κάτω!» του φώναξε κάποιος άλλος.

Ο Σεργκέγιεφ κούνησε το χέρι του για να γίνει ησυχία.

«Μίλα, σύντροφε. Όλοι έχουν δικαίωμα ν’ ακουστούν».

«Σύντροφοι», είπε ο τύπος υψώνοντας τη φωνή, «αυτές οι κουβέντες δεν βγάζουν πουθενά. Δεν μπορούμε να πόλεμήσουμε τον εχθρό. Πρέπει να συμβιβαστούμε μαζί του. Η Δούμα ήταν ένα πρώτο βήμα. Όσο εμείς ζητάμε κι άλλες παραχωρήσεις, ο Αλεξάντερ Γκουτσκόφ, ο ηγέτης των Οκτωβριστών στη Δούμα, εργάζεται σκληρά για να πετύχει μια συμφωνία για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στα ορυχεία.»

«Ο Αλεξάντερ Γκουτσκόφ», μούγκρισε ο Σεργκέγιεφ, «δεν είναι παρά ένα όργανο των τυράννων!»

Το πλήθος ενθουσιάστηκε.

«Ντα! Ναι!»

Ο Σεργκέγιεφ όρθωσε το κορμί του.

«Η μοναδική απάντηση είναι η κατάκτηση της εξουσίας από τους εργάτες! Δύναμη στα συνδικάτα!»

Η αίθουσα τραντάχτηκε από τις επευφημίες. Πολλοί άρχισαν να τραβολογάνε τον παρείσακτο, μέχρι που εκείνος ορκίστηκε ότι σε λίγο θα φορούσαν όλοι «γραβάτες Στολίπιν» κι έφυγε ηττημένος.

«Η εξουσία στους εργάτες!» μούγκρισε ο Σεργκέγιεφ.

Ακουμπισμένος στον τοίχο ο Αρκίν άναψε ένα τσιγάρο και κούνησε το κεφάλι. «Δικτατορία του προλεταριάτου»

το χε αποκαλέσει ο Λέον Τρότσκι. Η μάχη θα ήταν στα σίγουρα σκληρή και αιματηρή. Το μόνο ερώτημα ήταν πότε θ’ άρχιζε.

Ο παπάς ήταν έξυπνος, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ο πάτερ Μορόζοφ καταλάβαινε τους ανθρώπους. Μάζευε τις άδειες κοιλιές τους στην εκκλησία με τη βοήθεια ενός καζανιού ζεστής σούπας -όχι με κρέας, βέβαια, αλλά με λαχανικά- που ωστόσο τη δέχονταν με τραγική ευγνωμοσύνη κι αυτή έτρεφε όχι μόνο τα σώματα τους, αλλά και την οργή τους - την οργή που τους προκαλούσε η κατάντια τους. Έκανε να φουντώνει μέσα τους το αίσθημα της αδικίας, προτού καν τους το συνδαυλίσουν οι ομιλίες του Σεργκέγιεφ. Το μόνο πρόβλημα με τον πατέρα Μορόζοφ ήταν ότι αυτός πίστευε στο Θεό και στην αγάπη του για όλη την ανθρωπότητα, όσο εξαθλιωμένη κι αν ήταν. Κι αυτό κάποιες φορές του δημιουργούσε δυσκολίες.

Ο παπάς στεκόταν σαν κοράκι πίσω από το καζάνι με την αχνιστή σούπα και γέμιζε με την κουτάλα του εμαγιέ κύπελλα, ακούγοντας τα βάσανα των ανθρώπων και προσφέροντας τους κάποια συμβουλή ή δ»ο λόγια παρηγοριάς.

Ήταν ακούραστος. Ίδιος πάντα, μέσα στο χοντροκομμένο μαύρο ράσο του, λίγο καμπουριαστός, με την πλούσια γενειάδα του νανεμίζει. Δεν ήταν πάνω από σαράντα χρόνων, αλλά έδειχνε πολύ μεγαλύτερος - τα μαλλιά του είχαν χάσει κιόλας το χρώμα τους. Σαυτό μπορεί να έφταιγαν τα τόσα χρόνια που χε περάσει ακούγοντας τον πόνο των άλλων, μπορεί να φταιγε κι η απώλεια της γυναίκας του.

Ο Αρκίν στεκόταν δίπλα στον πατέρα Μορόζοφ περιμένοντας να σταματήσει για λίγο η πεινασμένη παρέλαση των κυπέλλων.

«Πάτερ, έχουμε τα υλικά».

«Εδώ;»

«Στο υπόγειο. Έλα μόλις τελειώσεις».

Ο παπάς κατένευσε και χαμογέλασε γλυκά στον επόμενο άντρα της ουράς. Ο Αρκίν θαύμαζε την ψυχραιμία του.

Κανείς δεν θα καταλάβαινε ότι ο πάτερ Μορόζοφ είχε πάρε δώσε με το θάνατο.

Η κατασκευή βομβών ήταν λεπτή υπόθεση. Ο πάτερ Μορόζοφ ήταν ο εγκέφαλος, αυτός είχε τα σχέδια. Ο Μιχαήλ Σεργκέγιεφ ήταν ο προμηθευτής που βρίσκε τα απαραίτητα υλικά. Κανείς δεν του έκανε ερωτήσεις. Κι ο Αρκίν έβαζε τα χέρια. Κανείς άλλος δεν ήθελε ναγγίζει τα εκρηκτικά.

Οι τρεις άντρες συνεργάζονταν καλά, αλλά σήμερα ο Αρκίν πρόσεξε ότι ο σύντροφος Σεργκέγιεφ ήταν ανήσυχος.

Μια καθόταν και μια σηκωνόταν απ’ το τραπέζι όπου δούλευε ο Αρκίν, εκνευρίζοντας τον. Με τα πολλά, ο Αρκίν άφησε κάτω την πένσα που κρατούσε. Το υπόγειο δωμάτιο ήταν τόσο κρύο, που οι ανάσες τους σχημάτιζαν συννεφάκια κάθε φορά που μιλούσαν. Ο Αρκίν φοβόταν μήπως του πήξει ο ζελινίτης. Κοίταξε τον Σεργκέγιεφ. Το σακάκι του ήταν βρόμικο, γεμάτο τρύπες και το μαντίλι που είχε τυλιγμένο σαν φίδι στο λαιμό του ήταν μες στη γλίτσα.

«Τι συμβαίνει, σύντροφε;» τον ρώτησε ο Αρκίν. «Σήμερα έκανες μια ωραία ομιλία. Θα ‘πρεπε να είσαι ευχαριστημένος».

Ο Σεργκέγιεφ στριφογύρισε στα χέρια του ένα πακέτο τσιγάρα. Ο φτηνός καπνός τους μύριζε άσχημα μέσα στον κλειστό χώρο. Ο Αρκίν του είχε απαγορέψει να καπνίζει κοντά στους πυροκροτητές οι οποίοι ήταν απλωμένοι μπροστά του στο τραπέζι. Χειριζόταν πάντα με σεβασμό αυτά τα χάλκινα στενόμακρα καψούλια που έσκαγαν με το παραμικρό. Όταν έπιανε στην παλάμη του αυτά τα αντικείμενα, που χαν ίδιο μέγεθος με τα τσιγάρα του Σεργκέγιεφ, η δύναμη που έκρυβαν μέσα τους έκανε την καρδιά του να χτυπάει γοργά.

Τον είχε εκπλήξει η ευκολία με την οποία έμαθε για τα εκρηκτικά. Στη βιβλιοθήκη της Πετρούπολης είχε μελετήσει κείμενα για τη μεγαλοφυή ανακάλυψη του Άλφρεντ Νόμπελ κι έτσι καταλάβαινε τι ήταν αυτά τα μπαστουνάκια που είχε μπροστά του - ένα κράμα νιτρογλυκερίνης και νιτροκυτταρίνης αναμιγμένο με νιτρικό άλας ποτάσας και πριονίδι. Το μίγμα ήταν δώδεκα τοις εκατό πιο δυνατό από το δυναμίτη. Μεγάλη δύναμη! Άσε που δεν το επηρέαζε η υγρασία και δεν έβγαζε τοξικούς καπνούς όταν εκρηγνυόταν. Έκλεισε στην παλάμη του ένα από τα μπαστουνάκια με την κρύα και γυαλιστερή επιφάνεια. Ο κύριος Άλφρεντ Νόμπελ, συλλογίστηκε, ήταν σπάνιος χαρακτήρας. Ποιος άλλος θα μπορούσε να προκαλέσει τόση καταστροφή κι ύστερα να κοιμάται ήσυχος στον τάφο του; «Σύντροφε», είπε ο Σεργκέγιεφ, «λυπάμαι, αλλά πρέπει να φύγω».

Ο Αρκίν τον κοίταξε υψώνοντας το ένα του φρύδι.

«Τι συμβαίνει; Έχεις ταραχτεί;»

«Όχι. Ανησυχώ για τη γυναίκα μου. Γεννάει όπου να ναι, κι όμως δουλεύει ακόμα στο εργοστάσιο που φτιάχνει κόλλες κι οι αναθυμιάσεις την αρρωσταίνουν».

«Αχ, η οικογένεια.»

«Μην το λες με τέτοιο ύφος».

Ο Αρκίν χαμογέλασε.

«Σεργκέγιεφ, θα ρθει μια μέρα που οι οικογένειες θ’ ανήκουν στο παρελθόν». Λοξοκοίταξε τον παπά. «Το ίδιο κι η θρησκεία, "το όπιο του λαού", όπως τόνισε ο Καρλ Μαρξ.

Πάνω απ’ όλα θα βρίσκεται το κράτος. Όταν θα έχεις ένα τέλειο κρατικό σύστημα, θα έχεις και έναν ευχαριστημένο πληθυσμό. Το κράτος πρέπει να είναι πάνω απ’ την οικογένεια. Αυτό θα είναι η οικογένεια μας».

«Συμφωνώ μαζί σου, φυσικά», είπε ο Σεργκέγιεφ ανασηκώνοντας αδέξια τους ώμους. «Όχι, όμως, απόψε». Σηκώθηκε και τράβηξε προς την πόρτα. «Μην τιναχτείτε στον αέρα», είπε γελώντας κι έφυγε βιαστικά προτού προλάβουν οι άλλοι να φέρουν αντιρρήσεις.

Ο Αρκίν κι ο παπάς έσκυψαν πάλι στο τραπέζι.

«Είναι καλός άνθρωπος», σχολίασε ο Μορόζοφ.

«Είναι σπουδαίος ρήτορας και αφοσιωμένος στον αγώνα», συμφώνησε ο Αρκίν καθώς έχωνε τον πυροκροτητή στη μια άκρη του μπαστουνιού. Με την πένσα του έκλεισε προσεκτικά το χαλκό. Αν το παράσφιγγε μπορούσε να εκραγεί.

«Μα δεν αντέχει τους σκοτωμούς».

«Κι εσύ;» τον ρώτησε ο παπάς.

«Εγώ θα κάνω ό,τι πρέπει να κάνω».

«Ακόμα και να δουλεύεις για μια οικογένεια που σιχαίνεσαι; Για τον υπουργό Ιβάνοφ;»

«Ναι, πάτερ. Δουλεύω γι’ αυτό το παράσιτο και το κατασκοπεύω. Όπως κι εσύ, θα κάνω ό,τι απαιτεί ο αγώνας μας. Ο Ιβάνοφ έχει τριάντα υπηρέτες για να κανακεύουν τέσσερις κακομαθημένους ανθρώπους. Αν άφηναν όλους τους υπηρέτες της Πετρούπολης να πάνε να δουλέψουν για κάτι χρήσιμο, πόσο διαφορετική πόλη θα είχαμε!»

«Το χεις προτείνει αυτό στους Ιβάνοφ;» τον ρώτησε μαλακά ο Μορόζοφ.

Η ειρωνεία του έκανε τον Αρκίν να γελάσει. Γέλασε και τύλιξε μένα κομμάτι σύρμα τα μπαστουνάκια με τους πυροκροτητές. Ύστερα μέτρησε το φιτίλι που είχε προσαρμόσει. Ήταν βραδύκαυστο, καιγόταν μισό μέτρο το λεπτό.

Σου δίνε αρκετό χρόνο για να το σκάσεις. Το μέτρησε ξανά και το έκοψε στο ένα μέτρο.

Ο σφυγμός του ήταν σταθερός κι αυτό τον ευχαρίστησε.

Ο πάτερ Μορόζοφ είπε μια προσευχή πάνω από τη βόμβα και τη σταύρωσε. Έτσι έκανε κάθε φορά.

Προτού σκοτώσουν.

Ο Γιενς βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο θόρυβος μες στη σήραγγα ήταν εκκωφαντικός κι ωστόσο του άρεσε να έρχεται συχνά εδώ. Ήθελε να κατεβαίνει στους υπονόμους για να βεβαιώνεται ότι η εργασία προχωρούσε γρήγορα, για να διαπιστώνει ότι οι επιστάτες έβαζαν τους εργάτες να σκάβουν σύμφωνα με τα σχέδια του.

Ο αέρας έγινε βαρύς κι αναγκάστηκε να σκύψει πολύ κάτω από το χαμηλό ταβάνι. Νερά έσταζαν στους ώμους του.

Ο δυνατός φακός που κρατούσε έριχνε ένα φωτεινό κύκλο στους τοίχους, κι ο Γιενς επιθεώρησε προσεκτικά την πλινθοδομή που κάθε τόσο άπλωνε το χέρι του και την έπιανε.

Δεν του έφτανε η όραση, ήθελε να χρησιμοποιεί και την αφή του. Ένας δυνατός θόρυβος ήρθε από μπροστά κι οι ράγες που περνούσαν ανάμεσα στα πόδια του τρεμούλιασαν.

Ερχόταν ένα βαγονέτο με μπάζα.

«Βαγονέτο!» φώναξε.

Οι τρεις άντρες που ακολουθούσαν πήδηξαν στην άκρη και στάθηκαν με τις πλάτες κολλημένες στον τοίχο της σήραγγας. Ο θόρυβος του βαγονέτου τους έσπασε τα τύμπανα καθώς περνούσε ξέχειλο μπάζα. Οι δυο εργάτες που το σπρωχναν φορούσαν πανομοιότυπες φόρμες και πάνινα καλύμματα στο κεφάλι για να προστατεύονται από τα νερά που έσταζαν συνέχεια. Τα πρόσωπα τους ήταν κατάμαυρα από χώματα και λάσπες. Κι ήταν γυναίκες. Οι άντρες έκαναν το σκάψιμο, τα μπάζα τα κουβαλούσαν γυναίκες.

«Ελεύθερος ο δρόμος!» φώναξε ο Γιενς.

Το βαγονέτο όμως κουνιόταν κάπως παράξενα. Πλησίασε και κλότσησε μια ράγα. Αυτή μετακινήθηκε. Ο Γιενς στράφηκε σ’ έναν από τους άντρες πίσω του.

«Σφίξτη. Δεν θέλω ατυχήματα», είπε.

Τα είχε σιχαθεί τα ατυχήματα, τον αρρώσταιναν. Έφταιγε το σκοτάδι. Οι εργάτες δεν έβλεπαν, οι βάρδιες τους ήταν ατέλειωτες, τα εργαλεία στομωμένα, το μεροκάματο ελάχιστο.

Κι όλοι κατηγορούσαν αυτόν.

το αίμα έκανε τα πάντα να γλιστράνε. Ο Γιενς κρατούσε μ όλη του τη δύναμη τον άντρα καθηλωμένο στην καρέκλα, αδιαφορώντας για τις φωνές και τις κατάρες του. Τον κρατούσε από πίσω: το ένα του μπράτσο έσφιγγε το στήθος και με το άλλο του χέρι ακινητοποιούσε τον αγκώνα του. Ο τραυματίας τεντωνόταν σαν τόξο από τον πόνο και τίναζε συνέχεια το κεφάλι του κοπανώντας το σαγόνι του Γιενς.

«Κράτα τον καλά!» μούγκρισε ο γιατρός Φεντόριν.

Μένα τελευταίο τράβηγμα που προκάλεσε καινούργια βογκητά, ο Φεντόριν ανασηκώθηκε. Τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα και το πρόσωπο του μουσκεμένο απ’ τον ιδρώτα.

«Σεργκέγιεφ, έκανα ό,τι μπορούσα», είπε.

Ο άντρας κοίταξε με θολωμένα μάτια το τσακισμένο δεξί του μπράτσο κι άφησε ένα ακόμα βογκητό. Τα κόκαλα διακρίνονταν ακόμα κάτω από το πηγμένο αίμα, αλλά είχαν μπει στη θέση τους. Ο Γιενς ένιωσε το στήθος του Σεργκέγιεφ να τρέμει και χαλάρωσε το σφίξιμο του. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του σκαφτιά.

«Ο γιατρός έκανε καλή δουλειά», του είπε.

Καλή δουλειά; Πώς μπορούσε να το λέει αυτό; Το χέρι του εργάτη ήταν λιώμα. Ο γιατρός βέβαια είχε κάνει ό,τι μπορούσε, αλλά πώς θα έβγαζε τώρα το ψωμί του τούτος ο άνθρωπος; «Δώσ’ του κι άλλη μορφίνη», είπε ο Γιενς.

«Τι να μου κάνει η μορφίνη;» βόγκησε ο Σεργκέγιεφ.

«Δεν μπορώ πια να δουλέψω».

Ωστόσο, κατάπιε το φάρμακο που του δώσε ο γιατρός μ ένα κουταλάκι.

«Θα δέσει το μπράτσο σου», τον διαβεβαίωσε. «Ίσως δεν θα είναι τόσο ίσιο και δυνατό όπως πριν, αλλά θα δέσει. Είσαι αρκετά νέος, θα γιάνει σύντομα».

Έπλυνε το θρυμματισμένο μέλος με ζεστό νερό και ιώδιο κι ύστερα του έραψε την κομματιασμένη σάρκα, ενώ ο Γιενς πίεζε τον αγκώνα για να εμποδίζει την αιμορραγία. Όταν μπήκε ο νάρθηκας και έγινε η επίδεση και του κρέμασαν το μπράτσο σε μια κούνια, ο Γιενς έβγαλε απ’ το συρτάρι του πρόχειρου γραφείου του ένα μπουκάλι κονιάκ και γέμισε τρία τσίγκινα κύπελλα.

«Ελάτε, πιείτε», είπε κι έδωσε από ένα κύπελλο στον Σεργκέγιεφ και το γιατρό. Ο δόκτωρ Φεντόριν κατέβασε με μια γουλιά το μισό κονιάκ και με το υπόλοιπο έπλυνε τα χέρια του. Ο Γιενς ήξερε πως αυτά τα ατυχήματα δεν έπρεπε να συμβαίνουν. Κάποιος, κάπου, έκανε χαζές οικονομίες.

Ξαναγέμισε το κύπελλο του σκαφτιά που είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει κάπως το χρώμα του.

«Σπασίμπα, ντιρεκτόρ Φρίις», είπε αυτός και ύψωσε το κύπελλο του προς τον Γιενς και το γιατρό.

«Σεργκέγιεφ, πάρε αυτά τα χρήματα», είπε ο Γιενς βγάζοντας από το συρτάρι του ένα πάκο χαρτονομίσματα. «Για να θρέψεις την οικογένεια σου».

Ο άντρας άφησε το κύπελλο και πήρε τα λεφτά. Τα δάχτυλα του τα σφιξαν πασαλείβοντας τα με αίματα. Ο Γιενς ακούμπησε ξανά το χέρι του στον ώμο του.

«Σεργκέγιεφ, είσαι καλός εργάτης. Σε θέλω ξανά εδώ όταν γίνει καλά το μπράτσο σου».

Ο σκαφτιάς κοίταξε τα ρούβλια που κρατούσε στη χούφτα του.

«Θα μου κρατήσεις τη θέση μου;» ρώτησε.

«Μάλιστα».

«Του επιστάτη δεν θα του αρέσει η ιδέα».

«Ο επιστάτης θα κάνει αυτό που θα του πω εγώ».

Ο εργάτης χαμογέλασε λιγάκι.

«Ντα. Ασφαλώς».

Ο Γιενς ένιωσε την ατμόσφαιρα να βαραίνει.

«Πήγαινε σπίτι σου», είπε. «Και κοίταξε να γίνεις καλά».

«Το τραύμα θα χρειαστεί αλλαγή», υπενθύμισε ο γιατρός.

Ο Σεργκέγιεφ είχε πάντα καρφωμένο το βλέμμα του στα λεφτά.

«Δεν έχω να σε πληρώσω, ντοκτόρ».

Ο Φεντόριν κοίταξε τον Γιενς.

«Ο ντιρεκτόρ σου έχει την καλοσύνη να καλύψει αυτός τα έξοδα».

Ο εργάτης σήκωσε αργά το βλέμμα.

«Ντιρεκτόρ, πες μου, σκοπεύεις να πληρώνεις από την τσέπη σου το γιατρό για κάθε άνθρωπο που θα παθαίνει κάτι εδώ στη σήραγγα; Να κρατάς τη θέση όποιου τραυματίζεται; Θα τα κάνεις αυτά για όλους τους εργάτες της Πετρούπολης; Ακόμα και για κάτι σακάτηδες σαν εμένα;»

Ο Γιενς τον άδραξε απ’ το γερό του μπράτσο και τον σήκωσε από την καρέκλα.

«Τράβα σπίτι σου, Σεργκέγιεφ. Πήγαινε στη γυναίκα σου».

Κρατώντας το δεξί του χέρι με το αριστερό, ο Σεργκέγιεφ πήγε προς την πόρτα.

«Το τι θα κάνω σ’ αυτές εδώ τις σήραγγες», είπε ξερά ο Γιενς, «είναι δική μου δουλειά».

Ο Σεργκέγιεφ στράφηκε απότομα και κοίταξε μια τον Γιενς και μια το γιατρό.

«Δεν θα είναι για πολύ ακόμα», είπε σιγανά.

«Ο μπάσταρδος, θα μπορούσε να δείξει λίγο περισσότερη ευγνωμοσύνη», είπε ο γιατρός.

«Ένιωθε ταπεινωμένος. Ήθελε να μου πετάξει στα μούτρα τα λεφτά. Αυτό που θέλει είναι αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, όχι ελεημοσύνη».

«Γιενς, καλέ μου φίλε, μερικές φορές με κάνεις να πιστεύω ότι δεν έχεις καταλάβει ακόμα τη ρωσική ψυχή. Το δανέζικο μυαλό σου είναι πολύ λογικό. Η ρωσική ψυχή δεν είναι».

Ο Γιενς του χαμογέλασε και ύψωσε το κύπελλο του.

«Ζα ζνταρόβγιε! Εις υγείαν! Στην υγεία της ρωσικής ψυχής και του ρωσικού μυαλού. Είθε να θριαμβεύσουν επί των εχθρών της προόδου».

«Οι οποίοι είναι;»

«Το βόλεμα και η διαφθορά. Η ηλιθιότητα κι η απληστία».

«Χα!» Ο Φεντόριν του έδωσε ένα γερό χτύπημα στην πλάτη. «Μ’ αρέσει αυτό!»

«Το κακό είναι ότι δεν υπάρχει άνθρωπος με πιο ζεστή καρδιά και ταυτόχρονα περισσότερο σκληρός από το Ρώσο.

Στη Ρωσία δεν υπάρχει μέση οδός. Είναι ή όλα ή τίποτα.

Δες τον τσάρο Νικόλαο. Πιστεύει ότι ο ίδιος ο Θεός τον έβαλε να κυβερνήσει τη Ρωσία κι ότι του στέλνει οιωνούς που τον καθοδηγούν. Μου το έχει πει ο ίδιος».

«Μη με καταθλίβεις, φίλε μου».

«Τρέχει πίσω από πνευματικούς καθοδηγητές, όπως ο μεσιέ Φιλίπ της Λιόν κι ο άγιος Σεραφείμ του Σαρόφ. Κι εκείνος ο ελεεινός καλόγερος, ο Γρηγόρης Ρασπούτιν. Η τσαρίνα είναι ξετρελαμένη μαζί του».

«Έχω ακούσει πως πιστεύει ότι η αρρώστια του γιου της, του τσάρεβιτς Αλεξέι, είναι θεϊκή κατάρα και γι’ αυτό προσπαθούν να την κρατήσουν μυστική».

«Πόσο άσχημη είναι η αρρώστια του;»

Ο Φεντόριν έβαλε άλλη μια δόση κονιάκ.

«Ο γιος του τσάρου παθαίνει αιμορραγίες. Γι’ αυτό τον κρατάνε κρυμμένο στο Τσάρσκογιε Σέλο».

Ο Γιενς προσπάθησε να μη δείξει πως έπαθε σοκ.

«Είναι αιμοφιλικός;»

«Ντα».

«Δεν ζουν πολύ αυτοί, ε;»

«Συνήθως όχι».

«Ο Θεός να βοηθήσει τη Ρωσία».

Ο Φεντόριν κατέβασε μονορούφι το κονιάκ του.

«Ο Θεός να μας βοηθάει όλους, φίλε μου».

Χαιρέτησε τον Γιενς κι έφυγε. Ο μηχανικός έχυσε το δικό του κονιάκ στο τραπέζι του κι έτριψε τους λεκέδες απ το αίμα. Ό,τι κι αν έλεγε ο Φεντόριν, αυτός ένιωθε συγγενική του τη ρωσική ψυχή και τις μαύρες απελπισίες που την έπιαναν. Είχε έρθει εδώ να σπουδάσει μηχανικός για να ξεφύγει από το τυπογραφείο του πατέρα του, όταν ήταν μόλις δεκαοκτώ χρόνων. Μέσα στα εννιά χρόνια που βρισκόταν εδώ πέρα, είχε μάθει να αγαπάει με πάθος τη Ρωσία.

Δεν ήθελε να τη δει να καταστρέφεται από την απληστία μερικών.

«Εξήγησε το μου σε παρακαλώ, Φρίις», είπε ο υπουργός Νταβίντοφ.

Ένας μεγάλος χάρτης της πόλης ήταν απλωμένος μπροστά στους έξι άντρες. Ο Γιενς άναψε τσιγάρο και μέσα από τον καπνό του είδε την ένταση στα πρόσωπα της ομήγυρης. Η φωνή του Αντρέι Νταβίντοφ σπάνια υψωνόταν πάνω από το επίπεδο του ψιθύρου. Μερικές φορές κάποιοι δεν έκλειναν το στόμα τους για να ακούσουν τι είχε να τους πει, αλλά ο Γιενς ήξερε ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν ηλίθιοι.

«Να σας δείξω, κύριε υπουργέ», είπε κι έσκυψε να πιάσει ένα χάρακα από ελεφαντοκόκαλο. Μαυτόν έδειξε μια από τις γραμμές που διασταυρώνονταν στο χάρτη. «Αυτή η μπλε γραμμή απεικονίζει τις σήραγγες που έχουν ολοκληρωθεί. Προσέξτε πόσο πολλές είναι γύρω από το κέντρο και τα ανάκτορα».

Ο Νταβίντοφ κατένευσε κοιτάζοντας με προσοχή.

«Αυτές εδώ», συνέχισε ο Γιενς δείχνοντας μια σειρά πράσινες γραμμές, «σημειώνουν τις υπό κατασκευή σήραγγες».

Ο υπουργός έσμιξε τα παχιά του φρύδια κι ανοιγόκλεισε το καπάκι του ρολογιού του.

«Χρειαζόμαστε τόσο πολλές;»

«Οπωσδήποτε, κύριε υπουργέ. Η Πετρούπολη επεκτείνεται χρόνο με το χρόνο κι ο πληθυσμός αυξάνεται καθώς οι χωρικοί έρχονται από την ύπαιθρο για να εργαστούν στα καινούργια εργοστάσια μας. Μαυτό το σκεπτικό, ετούτο εδώ.» έδειξε με το χάρακα μια παχιά κόκκινη γραμμή, «αντιπροσωπεύει τις σήραγγες που έχουν προγραμματιστεί αλλά δεν έχει αρχίσει ακόμα η κατασκευή τους».

Σιωπή έπεσε στο δωμάτιο όσην ώρα ο Νταβίντοφ μελετούσε το χάρτη. Το μόνο που τη διέκοψε ήταν ένα φτάρνισμα του Γκοσολιόφ που είχε τη συνήθεια να σνιφάρει ταμπάκο.

«Σκέπτομαι το κόστος», είπε ο Νταβίντοφ. «Τα πάντα είναι ζήτημα κόστους».

«Ετούτη η πόλη χρειάζεται ένα νέο σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, κύριε υπουργέ. Το εργατικό δυναμικό της Πετρούπολης υποφέρει από αρρώστιες και διάρροια εξαιτίας της έλλειψης καθαρού νερού και υγιεινής. Πώς θα μπορέσουμε να απαλλάξουμε την πόλη από τις τρώγλες της χωρίς επαρκή ύδρευση και αποχέτευση;»

«Το κόστος.» μουρμούρισε ξανά ο υπουργός. «Πέρσι αναγκαστήκαμε να περικόψουμε κεφάλαια από τον Υπέρσιβηρικό σιδηρόδρομο για να βρούμε το ένα εκατομμύριο ρούβλια που χρειάστηκαν για εκείνο το αναθεματισμένο άγαλμα του πατέρα του αυτοκράτορα μας».

«Κύριε υπουργέ», αποκρίθηκε ο Γιενς μιλώντας εξίσου σιγανά με τον Νταβίντοφ, «η τοποθεσία εδώ ήταν άλλοτε απέραντοι βάλτοι. Πλημμυρίζει ακόμα. Αναγκαζόμαστε καθημερινά να αντλούμε νερά από τις σήραγγες, καθώς τις κατασκευάζουμε. Έχουμε συχνές κατακρημνίσεις των οροφών εξαιτίας.» γύρισε και στενεύοντας τα μάτια κοίταξε τον Χραστσίν απέναντι του, «εξαιτίας της έλλειψης ξύλινων υποστηριγμάτων και φωτιστικών».

«Δεν πρέπει να καλοπιάνεις τους φτωχούς», τον διέκοψε ο Νταβίντοφ.

«Πόσο δίκιο έχετε, κύριε υπουργέ!» συμφώνησε μαζί του ο Χραστσίν. «Δουλεύουν καλύτερα όταν πεινάνε».

Ο Γιενς κοίταξε μια τον έναν μια τον άλλον, κι ακούΜπησε βαριά τα χέρα του στο τραπέζι σαν να ήθελε να λιώσει τα λόγια τους.

«Οι άντρες δουλεύουν καλύτερα», είπε, «όταν δεν φοβούνται την κάθε στιγμή πως θα πεθάνουν». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο τσάρος μου ζήτησε να του αναφέρω προσωπικά την πρόοδο που σημειώνεται στο έργο. Το έχει περί πολλού. Μήπως πρέπει να του πω ότι εμποδίζομαι να προχωρήσω ταχύτερα από εσάς, κύριε υπουργέ, κι από σένα, Χραστσίν;»

Ο Νταβίντοφ ανασήκωσε τα παχιά του φρύδια.

«Αλήθεια; Σου ζήτησε η Μεγαλειότητα του να του δίνεις αναφορά;»

«Μάλιστα», είπε ψέματα ο Γιενς.

«Χραστσιν», είπε προστακτικά ο υπουργός, «ας ξανασκεφτούμε τη χρηματοδότηση».

Ο Γιενς άναψε άλλο ένα τσιγάρο κι έκπληκτος είδε ότι τα χέρια του δεν έτρεμαν. Μόλις είχε αποκτήσει δυο ισχυρούς εχθρούς.

Η κόμισσα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μοσχοβολούσε ροδόσταμο.

«Νευρικός είσαι σήμερα», είπε η Ναταλία Σερόβα. Έπιασε μια τούφα απτα κόκκινα μαλλιά του Γιενς, τα τύλιξε στα δάχτυλα της και τα τράβηξε μαλακά. Μερικές φορές, ο Βίκινγκ πίστευε ότι η γυναίκα αυτή,θα θελε να τον κάνει κομματάκια και να τα κρύψει στις τσέπες της για να τον έχει ολοκληρωτικά δικό της.

«Δεν είμαι νευρικός, Ναταλία. Ανυπόμονος είμαι».

«Για ποιο πράγμα;»

«Για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν».

«Αχ, Γιενς, μην αρχίζεις πάλι τα ίδια». Έσκυψε πάνω του και τον φίλησε στο μέτωπο. «Κάνε για λίγο αυτό το δανέζικο μυαλό σου να πάψει να δουλεύει σαν τρελό».

«Ο Νταβίντοφ προσπαθεί να με βγάλει απ’ τη δουλειά».

«Μα κι εσύ, καλέ μου, δεν μπορείς να του κάνεις τα κέφια του; Για τόνομα του Θεού!» Κατέβασε με ορμή το χέρι της στο γυμνό του στήθος και τον ταρακούνησε δυνατά. «Ξέρεις ότι ο Στολίπιν είναι με το μέρος του, σωστά; Άρα, ούτε που να το σκέφτεσαι ότι μπορείς να τα βάλεις με τον πρωθυπουργό μας». Στριφογύρισε δραματικά τα μάτια της μες στις κόγχες τους. «Γιατί θα χάσεις», συμπλήρωσε. Σύρθηκε έπειτα πάνω στο τεράστιο κρεβάτι της κι έπεσε στα μαξιλάρια. «Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν είσαι τόσο βλάκας».

Εκείνος της χάιδεψε το πόδι.

«Όχι», αποκρίθηκε. «Δεν είμαι τόσο βλάκας».

«Ο Στολίπιν είναι σαν τα στοιχεία της φύσης. Αληθινός γίγαντας, τα βάζει με όλον τον κόσμο».

«Ακόμα και με τον τσάρο Νικόλαο, ο οποίος τον φοβάται.

Όπως φοβόταν και τον πατέρα του», είπε ο Γιενς κι ανακάθισε στο κρεβάτι. «Τη σιχάθηκα την πολιτική! Πες μου, τι κάνει ο γιος σου;»

«Ο Αλεξέι είναι μια χαρά, Σ’ ευχαριστώ».

Ο Γιενς είχε δεσμό με την κόμισσα τρεις ολόκληρους μήνες προτού μάθει ότι αυτή είχε ένα γιο. Κάποια στιγμή, κι ενώ είχαν περάσει ένα ολόκληρο απόγευμα πλημμυρισμένο από σαμπάνια, του είχε εξομολογηθεί ότι πατέρας του παιδιού της δεν ήταν ο άντρας της, ο κόμης Σερόφ. Παραδέχτηκε ότι είχε αδυναμία στους πρασινομάτηδες και για ένα διάστημα είχε εραστή ένα φανταχτερό αξιωματικό με μάτια στο χρώμα του αψεντιού. Είχε σκοτωθεί όμως σε μια μάχη στα φινλανδικά δάση. Ο Γιενς δεν ήταν ποτέ βέβαιος πότε έλεγε αλήθεια η κόμισσα Σερόβα. Πάντως, ο κόμης Σερόφ έδινε ελάχιστη προσοχή στο παιδί. Ο Αλεξέι ήταν έξι χρόνων και στον Γιενς άρεσε να τον πηγαίνει να κάνουν ιππασία.

«Η ανιψιά μου, η Μαρία, θα έρθει να περάσει μαζί μου τα Χριστούγεννα», του είπε τώρα η κόμισσα σέρνοντας τα νύχια της στη σπονδυλική του στήλη. «Θα θελες να την ξαναδείς; Θυμάσαι το ρεσιτάλ;»

Η ανάμνηση του ρεσιτάλ ήρθε με απίστευτη καθαρότητα στο μυαλό του Γιενς. Αξέχαστη του είχε μείνει εκείνη η μουσική! Μαζί με μια μάζα μαύρα μαλλιά πάνω από το πιάνο και κάτι τεράστια μαύρα μάτια να τον κοιτάζουν με θυμό.

Загрузка...