8

«Πώς είναι, αδελφή Σόνια;»

«Ποιο πράγμα;»

«Η ζωή της νοσοκόμας. Το να βοηθάς συνέχεια κάποιον».

Η γυναίκα την κοίταξε με καλοσύνη.

«Γιατί ρωτάς;»

«Γιατί αποφάσισα να εκπαιδευτώ ως νοσοκόμα».

«Νοσοκόμα; Εσύ;» Η Σόνια έβαλε τα γέλια κι η Βαλεντίνα ένιωσε σαν να τη χαστούκιζε. Η νοσοκόμα πρόσεξε την έκφραση της και σταμάτησε αμέσως να γελάει. «Μιλάς σοβαρά;»

«Μάλιστα».

«Το έχεις πει στους γονείς σου;»

«Μάλιστα».

Σιωπή βασίλεψε στο δωμάτιο. Έξω απ’ το παράθυρο χοντρές νιφάδες χιονιού σαν τα λευκά πέταλα των λουλουδιών της μηλιάς έπεφταν και σκέπαζαν τον κήπο.

«Και τι σου είπαν;»

Η Βαλεντίνα προσπάθησε να γελάσει.

«Ο μπαμπάς με απείλησε πως θα με μαστιγώσει».

«Βαλεντίνα, εσύ δεν μπορείς να γίνεις νοσοκόμα».

«Και γιατί όχι;»

«Γιατί είσαι πολύ ντελικάτη κι εύθραυστη. Θα μαραζώσεις και θα πεθάνεις μέσα στη σκληρή πραγματικότητα των νοσοκομείων. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν είναι καθόλου ευχάριστα μέρη τα νοσοκομεία».

«Εσύ όμως επέζησες».

«Εγώ μεγάλωσα σε αγρόκτημα».

Σαυτό η Βαλεντίνα δεν είχε τίποτα ναπαντήσει. Κοίταξε τα χέρια της με τα ίσια δάχτυλα. Δεν της φαίνονταν καθόλου ντελικάτα και εύθραυστα- αντίθετα, της φαίνονταν δυνατά.

«Αδελφή», είπε καθώς η Σόνια σηκωνόταν να φύγει, «θα με μάθεις μερικά πράγματα για τη νοσηλευτική;»

Η νοσοκόμα κούνησε το κεφάλι και την κοίταξε τρυφερά και θλιμμένα.

«Νιετ, μαλίσκα. Όχι, μικρούλα μου. Δεν μπορώ να σου διδάξω τη νοσηλευτική, γιατί θα μας μαστιγώσουν και τις δύο έξω στο χιόνι».

«Σπασίμπα, μικρή κυρία», είπε η βοηθός της μαγείρισσας κι έκανε μια υπόκλιση.

«Καλά Χριστούγεννα, Αλίσα», αποκρίθηκε η Βαλεντίνα.

Κάθε χρόνο, την Παραμονή των Χριστουγέννων, η οικογένεια Ιβάνοφ έδινε δώρα στους υπηρέτες. Το μεγάλο σπίτι ήταν στολισμένο με πράσινες γιρλάντες κι ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η Βαλεντίνα ήταν πρώτη στη σειρά, μοίραζε γλυκά και σαπούνια, έσφιγγε χέρια. Δίπλα της, η μητέρα της, φορώντας γάντια και μ ένα τυπικό χαμόγελο απολιθωμένο στο πρόσωπο της, μοίραζε κομμάτια καλό μάλλινο ύφασμα στις γυναίκες, καινούργια ξυράφια και σακούλια με καπνό στους άντρες. Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα επέμενε οι άντρες του υπηρετικού προσωπικού της, ακόμα κι οι κηπουροί, να είναι καλοξυρισμένοι. Ο πατέρας της οικογένειας με την πλάτη γυρισμένη στο τζάκι ξερόψηνε τα οπίσθια του στη φωτιά κι έδινε σε κάθε μέλος του προσωπικού του ένα μικρό βελούδινο πουγκί με νομίσματα. Η Βαλεντίνα άκουγε το κουδούνισμα τους κι αναρωτιόταν τι ποσό περιείχε κάθε πουγκί.

«Καλά Χριστούγεννα, δεσποινίς Βαλεντίνα».

«Καλά Χριστούγεννα και σε σένα, Αρκίν».

Πρώτη φορά έβλεπε το σοφέρ χωρς στολή. Ήταν ντυμένος μένα κομψό σακάκι και καθαρό άσπρο πουκάμισο, λιανός κι αθλητικός. Η έκφραση του αποφασιστική. Ο ευθύς τρόπος με τον οποίο την κοίταζε κατάματα την έκανε ναναρωτηθεί τι σκέψεις να κρύβονταν πίσω απτα ψυχρά γκρίζα του μάτια. Του έβαλε στην πεντακάθαρη χούφτα τα γελοία γλυκάκια και το σαπούνι.

«Σπασίμπα», είπε εκείνος, αλλά το χαμόγελο του δεν θύμιζε σοφέρ.

«Αρκίν, τα κατάφερες πολύ καλά τις προάλλες που μπλέξαμε στη Μόρσκαγια. Σ’ ευχαριστώ».

Εκείνος κάτι πήγε να πει, μα το κατάπιε κι έσκυψε σεβαστικά το κεφάλι.

«Πού είναι ο Λιεβ Ποπκόφ;» τον ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Δεν τον βλέπω πουθενά».

Το βλέμμα του Αρκίν σκλήρυνε.

«Είναι απασχολημένος στους στάβλους», της απάντησε.

«Αρρώστησε κανένα άλογο;» ρώτησε συνοφρυωμένη η Βαλεντίνα.

«Να ρωτήσετε τον ίδιο, δεσποινίς Βαλεντίνα».

«Εσένα ρωτάω».

Την κάρφωσε κάθε άλλο παρά ευγενικά με το βλέμμα του.

«Δεν νομίζω πως έχει αρρωστήσει κάποιο άλογο», της είπε.

«Ο Λιεβ δεν είναι καλά;»

«Βαλεντίνα, καλή μου, καθυστερείς τη σειρά», μίλησε αυστηρά η μητέρα της. «Προχώρησε, Αρκίν».

Ο σοφέρ προχώρησε αμέσως για να πάρει το επόμενο δώρο του. Κι εκείνο που κρυβόταν κάτω από το ευγενικό παρουσιαστικό του έκανε τη Βαλεντίνα νανατριχιάσει.

«Λιεβ. Λιεβ.»

Πού στην οργή βρισκόταν; «Λιεβ Ποπκόφ!» φώναξε κι η φωνή της αντήχησε μέσα στους στάβλους.

Τον βρήκε. Με τα μάτια κλειστά, τα βαριά του μέλη άψυχα ήταν ξαπλωμένος πάνω σένα σωρό άχυρα σένα άδειο παχνί. Η καρδιά της Βαλεντίνας σταμάτησε απότομα. Όχι πάλι! Πρώτα ο πατέρας του, ο Συμεών, και τώρα ο Λιεβ. Μυρωδιά αίματος γέμισε ξανά τα ρουθούνια της.

Κι άρχισε να ουρλιάζει.

«Σταμάτα να χαλάς τον κόσμο, γαμώτο! Τρομάζεις τ άλογα».

Σταμάτησε. Πήρε μιαν ανάσα και κοίταξε έξω φρενών τον Λιεβ. Έξυνε τη μασχάλη του και την κοίταζε μένα μισόκλειστο μάτι.

«Ηλίθιε, χοντροκέφαλε Κοζάκε!» ούρλιαξε η Βαλεντίνα.

«Με κατατρόμαξες! Νόμισα πως ήσουν νεκρός!»

Ο Λιεβ έπαψε να μορφάζει. Ψέλλισε κάτι ακαταλαβίστικο κι έφερε στα χείλη του μια μπουκάλα βότκα. Ήπιε, και το διάφανο υγρό πασάλειψε το λαιμό του κι έτρεξε στο άχυρο. Η μπουκάλα είχε σχεδόν αδειάσει.

«Λιεβ, είσαι μεθυσμένος».

«Ασφαλώς και είμαι μεθυσμένος, ανάθεμα με!»

«Κι εμένα μου φάνηκε πως μύρισα αίμα».

«Εσύ όλο φαντάζεσαι πράγματα».

«Ο μπελάς που θα βρεις όμως δεν θα ναι φανταστικός».

Ο Λιεβ την κοίταξε μορφάζοντας και στράγγισε την μπουκάλα του. Το στόμα του έχασκε σαν μαύρη σπηλιά.

«Μη, Λιεβ!» τον μάλωσε η κοπέλα.

Εκείνος της πέταξε την μπουκάλα, μα δεν την έφτασε.

«Τι φοβάσαι;» τη ρώτησε.

«Δεν θέλω να σε μαστιγώσουν».

«Χα!»

Η Βαλεντίνα κοίταξε το πακέτο με τα γλυκά και το σαπούνι που κρατούσε ακόμα στη χούφτα της. Της φάνηκε γελοίο.

«Ο πατέρας μου σου έχει ένα κανονικό δώρο», είπε.

Ο Λιεβ έσκασε στα γέλια.

«Μου το δώσε ήδη».

«Το πουγκί με τα ρούβλια;»

Τα μάτια του Κοζάκου στένεψαν, έγιναν δυο μαύρες χαραμάδες.

«Νιετ, όχι τα ρούβλια».

«Τι τότε; Το ξυράφι και τον ταμπάκο;»

Αντί για απάντηση, ο μεγαλόσωμος άντρας ανακάθισε απότομα κι έβγαλε τη μαύρη πουκαμίσα του αποκαλύπτοντας ένα πλατύ στήθος σκεπασμένο με μαύρες κατσαρές τρίχες. Η Βαλεντίνα κοίταζε μαγνητισμένη. Δεν είχε ξαναδεί μισόγυμνο άντρα.

«Είσαι μεθυσμένος», είπε ξανά. «Φόρα την πουκαμίσα σου γιατί θα ξεπαγιάσεις».

Ο Λιεβ όμως πέταξε πέρα την πουκαμίσα και ξάπλωσε μπρούμυτα στα άχυρα.

«Λιεβ!» πρόφερε η Βαλεντίνα με κομμένη την ανάσα μόλις είδε την πλάτη του.

Οι τεράστιοι, μύες του ήταν κομματιασμένοι. Κόκκινες διαγώνιες γραμμές του χάραζαν την πλάτη τόσο τακτικά, που λες και ήταν ζωγραφισμένες. Η Βαλεντίνα πλησίασε και γονάτισε δίπλα του. Κομμάτια σάρκας ξεπετιόνταν από τις χαρακιές, κόκκινα, ματωμένα.

«Γιατί;» ρώτησε ψιθυριστά. Το ποιος, το ξερέ.

Ο Ποπκόφ γύρισε ανάσκελα, πήρε την πουκαμίσα του και τη φόρεσε. Πώς τα κατάφερνε και κουνιόταν με τέτοιες πληγές στην πλάτη; «Γιατί έκανε τέτοιο πράγμα;» ρώτησε η Βαλεντίνα νιώθοντας ντροπή για τον πατέρα της.

Ο Ποπκόφ τράβηξε άλλη μια μπουκάλα βότκα μέσα απ τα άχυρα.

«Χθες», είπε ανοίγοντας τη γεμάτη μπουκάλα, «πήγα στο δωμάτιο της αδελφής σου την ώρα που έλειπε η νοσοκόμα».

«Αχ, Λιεβ.»

Ο Κοζάκος ανασήκωσε τους ώμους και βάλθηκε να βυζαίνει την μπουκάλα.

«Ήθελα απλά να της δώσω ένα δωράκι για τα Χριστούγεννα».

«Μα στην κρεβατοκάμαρα της;»

«Έχω πάει πολλές φορές για να τη σηκώσω απ’ το αναπηρικό καροτσάκι».

«Ποτέ όμως χωρίζ να να παρούσα η αδελφή Σόνια».

«Σωστά. Ο πατέρας σου ήρθε και με βρήκε να κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού της και να συζητάμε. Και γι’ αυτό με μαστίγωσε».

Η Βαλεντίνα όρμησε πάνω του και βάλθηκε να χτυπάει με τις μικρές γροθιές της το τεράστιο στήθος του. Εκείνος έσκασε στα γέλια.

«Ηλίθιε! Βλάκα!» του φώναξε. «Είσαι τρελός! Σου άξιζε το μαστίγωμα!»

Ο Ποπκόφ την άρπαξε από τους καρπούς και της έχωσε την μπουκάλα στη χούφτα.

«Έλα, πιες λίγο», της είπε.

Η Βαλεντίνα κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τη βότκα, ανατρίχιασε ολόκληρη κι έφερε την μπουκάλα στα χείλη της.

Ένιωσε μεγάλη ζεστασιά μέσα της. Ο άνεμος έγδερνε τους ξύλινους τοίχους των στάβλων. Μέσα στο κεφάλι της πετάριζε ευχάριστα κάτι. Σαν πεταλούδα. Τα χείλη της χαμογελούσαν άθελα της, από μόνα τους. Ήταν καθισμένη στο πάτωμα με την πλάτη νακουμπάει στο παχνί και τα πόδια της βυθισμένα στάχυρα. Πώς μπήκε μέσα της όλη αυτή η κάψα; Σαν έκανε να κλείσει τα μάτια της, κάτι άρχιζε να βουίζει στο κεφάλι της κι έγερνε στο πλάι.

«Αρκετά ήπιες, Βαλεντίνα. Πήγαινε να πλαγιάσεις». Ο Ποπκόφ την κλότσησε στο γοφό λες και ήταν κανένα γουρούνι. «Φύγε από δω», γρύλισε.

«Τι της έδωσες;»

«Ποιανής;»

«Λέγε».

«Ένα πέταλο». Κοίταξε με μάτια θολά τάχυρα. «Το γυάλισα και.» Ένιωθε άβολα, ήταν φανερό. «Έπλεξα γύρω του κισσό και κουμαριές».

Η Βαλεντίνα σκέφτηκε πως αυτό ήταν το πιο τέλειο δώρο που θα μπορούσε να φανταστεί.

«Για μένα δεν έχει τίποτα;» ρώτησε.

Ο Ποπκόφ την κοίταξε κατάματα.

«Εσύ ήπιες τη βότκα μου. Τι άλλο θέλεις;»

Η Βαλεντίνα έβαλε τα γέλια. Ο κόσμος μπερδευόταν γύρω της.

«Η μαμά κι ο μπαμπάς με υποχρεώνουν να πάω σένα χριστουγεννιάτικο χορό», είπε κι έκλεισε τα μάτια της. Το σύμπαν άρχισε να γυρίζει, και τα ξανάνοιξε αμέσως. Ο αναθεματισμένος Κοζάκος την κοίταζε κι έδειχνε να διασκεδάζει.

«Μέθυσες», της είπε.

«Τράβα από δω», τα λόγια της βγήκαν μισά.

Την άλλη στιγμή ένιωσε πως πετούσε. Άνοιξε λιγάκι τα μάτια της κι είδε μαύρες λουρίδες να στριφογυρίζουν γύρω «Λιεβ, άφησε με κάτω».

Εκείνος την αγνόησε.

Η Βαλεντίνα συνειδητοποίησε ότι ο Κοζάκος τη μετέφερε στο σκοτεινό σπίτι περνώντας την από την είσοδο υπηρεσίας. Άνοιξε εντελώς τα μάτια μόνο όταν ο Κοζάκος την πέταξε χωρίς ίχνος ευγένειας πάνω στο κρεβάτι της.

«Λιεβ.» μουρμούρισε προσπαθώντας να κρατήσει το ταβάνι στη θέση του, «δεν νομίζω.»

«Κοιμήσου», γρύλισε εκείνος.

«Σπασίμπα, Λιεβ».

Ο Κοζάκος όμως είχε φύγει κιόλας.

«Παίξε μου κάτι».

Βρίσκονταν μόνες τους στην αίθουσα μουσικής κι η Κάτια καθόταν στο αναπηρικό καροτσάκι της. Η Βαλεντίνα ένιωθε ακόμα το κεφάλι της να πάει να σπάσει, αλλά τουλάχιστον τώρα μπορούσε να το κρατάει όρθιο. Λεν θα ξαναβάλω στο στόμα μου βότκα σόλη μου τη ζωή, ορκίστηκε. Καταράστηκε τον Λιεβ και την μπουκάλα του, καταράστηκε τον τρόπο με τον οποίο το άλλο πρωί έβγαλε τα άλογα απτα παχνιά σφυρίζοντας κεφάτα ένα λαϊκό τραγούδι, χωρίς ίχνος αδιαθεσίας ύστερα από τόσο αλκοόλ.

«Σε παρακαλώ», είπε ξανά η Κάτια, «παίξε μου κάτι».

«Δεν είμαι στα καλά μου σήμερα», μουρμούρισε η Βαλεντίνα, μα άνοιξε το καπάκι του πιάνου. Η θέα των πλήκτρων που στέκονταν στη σειρά και την περίμεναν, τη χαλάρωσε. Η Κάτια γέλασε.

«Εσύ πάντα είσαι καλή», της είπε.β«Ακόμα κι όταν λες πως δεν είσαι στα καλά σου».

Η Βαλεντίνα πήρε βαθιά ανάσα και τα δάχτυλα της βρήκαν από μόνα τους τις πρώτες νότες από το «Νυχτερινό»

σε μι ύφεση του Σοπέν. Εκείνο που είχε παίξει για τον Βίκινγκ. Μονομιάς ξέχασε την ύπαρξη του κόσμου κι έπαιξε καλά. Εκπληκτικά καλά. Λες και η μουσική κυλούσε με το ρυθμό της καρδιάς της, πλημμύριζε όλο της το είναι κι έβγαινε από τις άκρες των δαχτύλων της.

«Βαλεντίνα». Η φωνή της μητέρας της. Πότε είχε έρθει; «Ώρα ναρχίσεις να ντύνεσαι για το χορό. Συμφώνησες ότι θα έρθεις, το θυμάσαι;»

Τα χέρια της Βαλεντίνας πάγωσαν πάνω στα πλήκτρα.

Κι ύστερα έπεσαν βαριά σε μια κακόφωνη συγχορδία.

«Ναι, μαμά, συμφώνησα», είπε.

Έκλεισε προσεκτικά το καπάκι του πιάνου και πήγε στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στην Κάτια. Άνοιξε ένα ασημένιο κουτάκι που βρισκόταν πάνω του κι έβγαλε ένα μικρό μπρούντζινο κλειδί. Επέστρεψε στο πιάνο, το κλείδωσε κι ύστερα πήγε στο παράθυρο, το άνοιξε λιγάκι και πέταξε το κλειδί έξω στο χιόνι. Χωρίς να πει λέξη, βγήκε από το δωμάτιο.

Ο Βίκτορ Αρκίν κοίταξε το παραμορφωμένο είδωλο του που καθρεφτιζόταν στον μπρούντζινο προβολέα του «Τουρικούμ»

κι αναρωτήθηκε τι άλλο ήταν παραμορφωμένο μέσα του.

Τον ανησυχούσε η αγάπη που έτρεφε για τούτο το αυτοκίνητο. Είναι επικίνδυνο να αγαπάς κάτι -ή κάποιον- τόσο πολύ. Δείχνεις αδυναμία. Κι εκείνος δεν μπορούσε να έχει αδυναμίες. Χαμογέλασε, ωστόσο, κι έτριψε με το πανί του το γυαλιστερό μπλε φτερό του αυτοκινήτου.

«Έχεις μια επίσκεψη».

Στράφηκε. Στην πόρτα του γκαράζ στεκόταν ο Κοζάκος κι έδειχνε να το διασκεδάζει. Κακό σημάδι αυτό.

«Πού;»

«Στην αυλή».

Ο Αρκίν δίπλωσε το πανί του, το ακούμπησε σένα ράφι κι έπειτα πέρασε δίπλα απτον Κοζάκο και βγήκε στην αυλή. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να πέφτει και δημιουργούσε σκιές στο λιθόστρωτο που θύμιζαν νεκρά πλάσματα. Στα δεξιά βρίσκονταν οι στάβλοι και το υπόστεγο της άμαξας, μπροστά του ήταν μια αντλία νερού κι αριστερά υψωνόταν μια καμάρα από την οποία ξεκινούσε ένα δρομάκι που βγάζε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Δίπλα στην καμάρα στεκόταν μια νέα. Είχε δεμένο σφιχτά στο κεφάλι της ένα μαντίλι για να την προστατεύει απτην παγωνιά και φορούσε ένα μακρύ παλτό που έδειχνε αντρικό. Έδειχνε να νιώθει άβολα κι έσκυβε το κεφάλι.

«Φίλη σου είναι;» ρώτησε ο Ποπκόφ γελώντας κι έκανε μια κίνηση σαν να ήταν φουσκωμένη η κοιλιά του. Ακόμα και κάτω απ’ το παλτό φαινόταν ότι η γυναίκα βρισκόταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη.

«Τράβα να ξυστρίσεις κανένα άλογο», είπε στον Κοζάκο ο Αρκίν και πλησίασε τη γυναίκα. Τη χαιρέτισε συγκρατημένα.

«Τι μπορώ να κάνω για σένα;» τη ρώτησε.

«Σου φέρνω μήνυμα από τον Μιχαήλ Σεργκέγιεφ».

Την έπιασε αμέσως απ’ το μπράτσο. Ήταν λεπτό και δεν πρόβαλε αντίσταση. Την οδήγησε στο γκαράζ κι εκεί, προφυλαγμένη πια από τον παγερό αέρα, η γυναίκα χαλάρωσε λιγάκι και χαμογέλασε αχνά.

«Είμαι η Λάρισα, η γυναίκα του Μιχαήλ».

Σαν κάτι να σπάσε μέσα του εκείνη τη στιγμή. Ο τρόπος που το είπε, τόσο απλά και με τόση περηφάνια, με το χέρι της ακουμπισμένο στη φουσκωμένη κβιλιά της, του θύμισε τη μητέρα του. Έτσι είχε μιλήσει κι εκείνη, πιάνοντας τη μεγάλη κοιλιά της. «Είμαι η Ρόζα, η γυναίκα του Μιχαήλ Αρκίν». Δυο βδομάδες μετά, εκείνη και το αγέννητο παιδί της πέθαναν από σηψαιμία επειδή ο πατέρας του δεν είχε λεφτά για γιατρό. Κι ο Βίκτορ ήταν εννέα χρόνων τότε.

Μια αίσθηση ίδια με πόνο. Πόσο θα θελε ένα δικό του παιδί! Και μια γυναίκα με φουσκωμένη κοιλιά - όσο κι αν έλεγε στον Σεργκέγιεφ πως η οικογένεια ανήκε στο παρελθόν. Ταραγμένος, προσπάθησε να της χαμογελάσει.

«Συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Τα χείλη της ήταν χλομά, μαύροι κύκλοι έζωναν τανήσυχα μάτια της.

«Ο Μιχαήλ χτύπησε. Ατύχημα στη δουλειά».

«Άσχημα;»

«Έσπασε το χέρι του».

Της χαμογέλασε καθησυχαστικά.

«Θα θρέψει γρήγορα. Ο Μιχαήλ είναι γερός».

Ήξερε όμως καλά τι σήμαινε τούτο το πράγμα. Χωρίς δουλειά δεν έχει λεφτά. Ούτε για φαγητό ούτε για το νοίκι, ούτε για το μωρό. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε τα τρία τελευταία του τσιγάρα και μερικά κέρματα. Αυτά είχε όλα κι όλα.

«Δώσε αυτά στον άντρα σου».

Εκείνη τα πήρε διστακτικά.

«Σου περισσεύουν;»

«Πες του να πάει στην εκκλησία του πατέρα Μορόζοφ.

Εκεί θα βρει ζεστό φαγητό».

«Σπασίμπα», ψιθύρισε εκείνη. «Το αφεντικό του του έδωσε αρκετά ρούβλια για να πληρώσουμε το νοίκι».

«Ασυνήθιστο αυτό. Ποιος είναι;»

«Ο ντιρεκτόρ Φρίις».

«Εσύ δουλεύεις ακόμα στο εργοστάσιο της κόλλας;»

Η γυναίκα ανασήκωσε τους ώμους.

«Ντα. Ναι».

Ο Αρκίν ένιωσε να φουντώνει φωτιά μέσα του. Πόσο ήθελε να βασιλέψει δικαιοσύνη σε τούτη την καταραμένη πόλη! Ένας μπρούντζινος προβολέας. Αρκούσε να τον ξεριζώσει και να τον δώσει σαυτή τη γυναίκα να πάει να τον πουλήσει. Τα χρήματα που θα έπαιρνε θα φταναν για να γεννήσει μαξιοπρέπεια, να έχει φαγητό και να μπορεί να βυζάξει το μωρό της.

«Ο Μιχαήλ ανησυχεί.» είπε ταραγμένη η γυναίκα. «Για τη δουλειά που έχει να κάνει απόψε μαζί σου».

«Πες του να μην ανησυχεί. Θα τα καταφέρω μόνος μου.

Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς. Και φάε κάτι».

«Σπασίμπα».

«Καλή τύχη με το μωρό».

Εκείνη του χαμογέλασε γεμάτη ελπίδα. Και ξεκίνησε να διασχίσει αργά την αυλή με το ασταθές βήμα των μεθυσμένων και των εγκύων. Ο Αρκίν στάθηκε και την παρακολουθούσε μέχρι που χάθηκε από τα μάτια του. Λοιπόν, είχε έρθει η ώρα. Ένα νεύρο άρχισε να παίζει στο μάγουλο του κι όσο κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να το σταματήσει.

Μα ήταν έτοιμος γι’ αυτό που είχε να κάνει απόψε.

Του Γιενς δεν του άρεσε ο χορός. Είχε έρθει εδώ πέρα μόνο και μόνο για να στριμώξει τον υπουργό Νταβίντοφ, αλλά μέχρι στιγμής δεν τον είχε δει πουθενά. Περιπλανήθηκε λιγάκι στους πολυτελείς προθαλάμους του παλατιού Ανιτσκόφ, αλλά οι μαρμάρινοι κίονες τους και οι χρυσοποίκιλτες διακοσμήσεις τους του κάθονταν στο στομάχι. Κι έτσι πήγε σένα από τα σαλόνια όπου έπαιζαν χαρτιά.

Ύστερα από μια ώρα είχε γεμίσει τις τσέπες του ρούβλια και προσωπικά γραμμάτια. Τα απολάμβανε τα χαρτιά, μα τα φοβόταν κιόλας. Είχε δει πώς μπορούν να καταστρέψουν έναν άνθρωπο τα τυχερά παιχνίδια: Κάποια φορά, καθόταν δίπλα σ’ έναν άντρα που στη μέση του παιχνιδιού έβγαλε ένα ρεβόλβερ απτην τσέπη του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Και μια άλλη φορά, σένα σιδηροδρομικό σταθμό, αποχαιρέτισε ένα φίλο που τον έστελναν δέκα χρόνια στη Σιβηρία - είχε πάρει μέρος σε μια αυλική συνωμοσία με σκοπό να αφαιρεθεί ο έλεγχος του στρατού από το Μεγάλο Δούκα Βλαδίμηρο. Έπαιξε κι έχασε.

Έτσι ο Γιενς έπαιζε όποτε επέλεγε εκείνος. Κι επέλεγε σωστά.

«Φρίις, δεν περίμενα να σε βρω εδώ».

Ο Γιενς εξεπλάγη που ο Νταβίντοφ τον είχε εντοπίσει μ,έσα σε τόσο κόσμο, αλλά έτσι γινόταν πιο εύκολο το πρώτο βήμα.

«Καλησπέρα, κύριε υπουργέ».

Υποκλίθηκαν ελαφρά ο ένας στον άλλο, εντελώς τυπικά.

Ο Νταβίντοφ ήταν βλοσυρός άνθρωπος κι η προχθεσινή τους αντιπαράθεση για τη χρηματοδότηση σχετικά με τις σήραγγες έκανε ακόμα πιο παγερή τη στάση του απέναντι στον Γιενς. Φορούσε ένα κομψό φράκο με κολλαριστό λευκό γιλέκο και κολάρο, αλλά το ύφος του έδειχνε ότι τον απασχολούσαν άλλα πράγματα κι όχι η διασκέδαση. Τα μαγουλά του πάντως ήταν αναψοκοκκινισμένα κι ο Γιενς αναρωτήθηκε πόσο γαλλικό κονιάκ να είχε ήδη καταναλώσει.

«Καλησπέρα, μαντάμ».

Ο Γιενς υποκλίθηκε κρατώντας το χέρι της συζύγου του Αντρέι Νταβίντοφ, μιας μικροκαμωμένης μεσήλικης γυναίκας ντυμένης με μια επιθετικά πορφυρή τουαλέτα. Η κυρία Νταβίντοφ χαμογελούσε συνέχεια, λες κι ήθελε να αντισταθμίσει την αυστηρότητα του συζύγου της.

«Τι όμορφη βραδιά!» είπε ακτινοβολώντας. «Πόσο μου αρέσει να σας βλέπω με τα καλά σας όλους εσάς τους ευγενείς κυρίους!»

Οι αίθουσες ξεχείλιζαν από αξιωματικούς με μεγάλες στολές. Χρυσά σιρίτια και επωμίδες σπίθιζαν παντού, καθώς νεαροί στρατιωτικοί αμιλλόνταν μεταξύ τους για ναποσπάσουν την προσοχή κάποιας δεσποινίδας που θα κουνούσε προς το μέρος τους τη βεντάλια της. Στις κοινωνικές εκδηλώσεις της Αγίας Πετρούπολης οι αξιωματικοί κυριαρχούσαν, υπέροχοι μες στις λευκές, μπλε και κόκκινες στολές τους. Οι πιο μεγαλόπρεποι κι οι πιο αλαζόνες ήταν πάντα οι Ουσάροι της Φρουράς. Ο στρατός ήταν εκείνος που είχε κάνει δυνατή τη Ρωσία κι οι άντρες αυτοί δεν άφηναν την Αγία Πετρούπολη να το ξεχάσει.

Ο τελετάρχης, με στενή κόκκινη κιλότα και πουδραρισμένη περούκα, χτύπησε τρεις φορές τη χρυσή ράβδο του στο μαρμάρινο πάτωμα και ανήγγειλε μια ακόμα άφιξη.

«Χορεύετε;» ρώτησε η μαντάμ Νταβίντοβα τον Γιενς γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι σαν πουλάκι που περιμένει ψιχουλάκια.

Εκείνος ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται και λοξοκοίταξε τον Νταβίντοφ. „ «Πηγαίνετε», του είπε αυτός. «Εγώ δεν χορεύω».

«Τιμή μου, μαντάμ», αποκρίθηκε ο Γιενς και υποκλίθηκε κομψά. Κι όπως πρόσφερε το μπράτσο του στην κυρία για να την οδηγήσει στην πίστα, γύρισε και είπε στον υπουργό: «Να τα πούμε λιγάκι μετά, αν δεν έχετε αντίρρηση».

Ο Νταβίντοφ τον κοίταξε στενεύοντας τα μάτια, αλλά η γυναίκα του τιτίβισε: «Ασφαλώς και θα τα πείτε. Σωστά, Αντρέι;»

Ο Γιενς κοίταξε με σεβασμό πια την ντάμα του. Της χαμογέλασε κι εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο.

Χόρεψαν μια μαζούρκα. Ήταν ένας από εκείνους τους πηδηχτούς χορούς που τον έκαναν νανατριχιάζει, καθώς οκτώ ζευγάρια στριφογύριζαν αλλάζοντας παρτενέρ. Πιο εύκολα θα οδηγούσε ο Γιενς το άλογο του μέσα σένα σκοτεινό δάσος, παρά να μην πατάει τα πόδια των άλλων χορευτών που εκτελούσαν ακατανόητες φιγούρες. Ήταν τόσο πολύ συγκεντρωμένος για να μη χάσει το ρυθμό, που παραλίγο να μην προσέξει δυο σκούρα καστανά μάτια που τον κοίταζαν από την άλλη άκρη της αίθουσας. Μπερδεύτηκε, σκόνταψε ζήτησε συγγνώμη από την ντάμα του. Κι όταν ξανακοίταξε τα καστανά μάτια είχαν εξαφανιστεί. Στο μυαλό του όμως είχε χαραχτεί η εικόνα ενός μακρύ λευκού λαιμού, ένα ντελικάτο πρόσωπο και μια μακριά λευκή τουαλέτα. Τα είχε αναγνωρίσει εκείνα τα μάτια κι ήταν αποφασισμένος να τα ξαναβρεί.

«Μην κουράζεσαι, Φρίις».

«Κύριε υπουργέ, σου συνιστώ ν’ ακούσεις αυτά που έχω να σου πω».

«Κι άλλα χρήματα. Αυτό θέλεις. Κι άλλα κεφάλαια για τους αναθεματισμένους τους υπονόμους».

Γιενζ πιέστηκε να χαμογελάσει.

«Δεν θέλω να συζητήσουμε για υπονόμους».

«Αλλά;»

«Για γη»

Ο υπουργός φούσκωσε το στήθος του.

«Σε ακούω».

«Όπως ξέρουμε και οι δύο ο πληθυσμός της Πετρούπολης αυξάνεται ολοταχώς με αποτέλεσμα να υπάρχει οξύ στεγαστικό πρόβλημα. Έτσι, το κόστος ενός σπιτιού ή ενός διαμερίσματος στο κέντρο της πόλης έχει φτάσει σε εξωφρενικά ύψη»

«Το έχω υπόψη μου».

«Ωστόσο, υπάρχουν πολλά άδεια οικόπεδα. Κομμάτια θαμνώδους έκτασης στις φτωχότερες περιοχές, στις άκρες της πόληζ που πουλιούνται για μερικές εκατοντάδες ρούβλια κι ωστόσο δεν ταγοράζει κανείς».

«Επειδή βρίσκονται στις ελεεινές παραγκογειτονιές». Ο Νταβίντοφ φύσηξε περιφρονητικά τον καπνό του πούρου του.

«Αν θέλεις να πας να ζήσεις σε μια βρομερή καλύβα μαζί με άλλες δέκα οικογένειες, έχεις την άδεια μου. Αλλά μην περιμένεις να σε ακολουθήσουμε κι εμείς», κι έκανε να φύγει.

«Μερικές από αυτές τις περιοχές δεν θα είναι για πολύ ακόμα παραγκογειτονιές».

Ο υπουργός στάθηκε και στράφηκε προς το μέρος του. Σ έπιασα, συλλογίστηκε ο Γιενς.

«Ο κόσμος θέλει μονίμως σπίτια. Οι πλούσιοι όμως θέλουν να ζουν εκεί που υπάρχουν μαγαζιά, εστιατόρια, και κυρίως.» σταμάτησε κι ανάγκασε τον Νταβίντοφ να περιμένει τη συνέχεια, «και κυρίως σ,ύγχρονα συστήματα ύδρευσης κι αποχέτευσης».

Ο υπουργός τον κοίταζε μανασηκωμένα φρύδια.

«Συνέχισε», του είπε.

«Σύγχρονα λουτρά και αποχωρητήρια. Μοντέρνες κουζίνες. Κι αυτά μπορούν να υπάρξουν χάρη στις σήραγγες που φτιάχνω κάτω απτην πόλη. Πράγμα που σημαίνει ότι ένα οικόπεδο που σήμερα δεν αξίζει τίποτα, αύριο μπορεί να αξίζει μια μικρή περιουσία».

Στα λεπτά χείλη του Νταβίντοφ χαράχτηκε κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο.

«Έχεις δίκιο». Τράβηξε σκεφτικός μια ρουφηξιά από το πούρο του. «Έχεις δίκιο, ανάθεμα σε».

«Ποιος είναι αυτός που ελέγχει κι αποφασίζει ποιες σήραγγες θα σκαφτούν σε ποια περιοχή; Και κατά συνέπεια, ποιος είναι αυτός που ξέρει ποιων κομματιών γης θανέβει η αξία;»

Τα όλο νεύρα δάχτυλα του Νταβίντοφ άδραξαν τον Γιενς απτον καρπό και τον έσφιξαν.

«Εσύ είσαι αυτός που ξέρει», ψιθύρισε βραχνά. «Εσύ, μπάσταρδε».

Ο Γιενς τη βρήκε.

Οι πολυέλαιοι της αίθουσας χορού άστραφταν κι οι καθρέφτες τους πολλαπλασίαζαν φτιάχνοντας κόσμους μέσα στους κόσμους. Οι νεαρές ντεμπιτάντ που έβγαιναν για πρώτη φορά στην υψηλή κοινωνία της Αγίας Πετρούπολης, φορούσαν λευκά. Σαν κρίνα ντελικάτα, αγνά κι ανέγγιχτα.

Χαμογελώντας σφιγμένα, στέκονταν εδώ κι εκεί, παρέες παρέες. Τραβολογούσαν νευρικά τα μακριά, λευκά τους γάντια και χάζευαν τους νεαρούς που βημάτιζαν με ύφος μπροστά τους, κάνοντας φιγούρα. Εκείνες που το καρνέ τους δεν είχε γεμίσει ακόμα με ονόματα λοχαγών κι υπολοχαγών που είχαν γραφτεί στη σειρά για να χορέψουν μαζί τους, στέκονταν μπροστά στα παράθυρα κι έκαναν νωχελικά αέρα με τις βεντάλιες τους προσποιούμενες ότι έκανε πολλή ζέστη για να χορέψουν.

Ο Γιενς άναψε ένα από τα τούρκικα τσιγάρα του, ακούμπησε σένα χάλκινο άγαλμα που παρίστανε έναν ημίγυμνο ακοντιστή και βάλθηκε να την παρακολουθεί. Χόρευε.

Η ορχήστρα το γύριζε από μαζούρκα σε πόλκα και σε πολονέζ, κι εκείνη περνούσε από μπλε αγκαλιές σε κόκκινες κι ύστερα σε πράσινες χωρίς διακοπή. Ποτέ της δεν χόρευε δυο φορές με τον ίδιο καβαλιέρο. Οι κινήσεις της ήταν γεμάτες χάρη - αυτό του έκανε εντύπωση από την αρχή του Γιενς. Έτσι όπως ακολουθούσε το ρυθμό της μουσικής, του θύμιζε γατούλα: Η ραχοκοκαλιά της μαλακή κι ευλύγιστη, το πάτημα της ανάλαφρο και σταθερό.

«Μπορώ να σας συστήσω αν θέλεις. Γνωρίζω τη μητέρα της».

«Μαντάμ Νταβίντοβα». Ο Γιενς πετάχτηκε καθώς η γυναίκα εμφανίστηκε δίπλα του. «Πολύ χαίρομαι που σας βλέπω ξανά».

«Την τρως με τα μάτια». Του χτύπησε το χέρι με τη βεντάλια της. «Είναι πολύ μικρή για σένα. Από,τι μαθαίνω εσύ προτιμάς τις μεγαλύτερες γυναίκες».

Ο Γιενς την κοίταξε καλά καλά, την πήρε αγκαζέ και την οδήγησε στην πίστα να χορέψουν βαλς.

«Χορεύετε καλά», της είπε καθώς στριφογύριζαν στο ρυθμό της ορχήστρας.

Η γυναίκα κοκκίνισε ως το μπούστο της, που το στόλιζε ένα βαρύ περιδέραιο από μαργαριτάρια κι αμέθυστους.

Τα μάτια της πετάρισαν καθώς τον κοίταζε.

«Αυτή δεν δείχνει ευχαριστημένης, «Δεν το πρόσεξα».

«Ψεύτη! Ζήτησε της να χορέψετε».

Τελικά, άρεσε στον Γιενς αυτή η γυναίκα. Είχε και δίκιο: Η σοβαρή έκφραση της κοπέλας παρέμενε αμετάβλητη μ όποιον κι αν χόρευε. Άκουγε αυτά που της έλεγαν οι καβαλιέροι της, αλλά η ίδια έλεγε ελάχιστα. Και σπάνια σήκωνε τα καστανά της μάτια να τους κοιτάξει. Ο Γιενς αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να της προκαλέσει το ενδιαφέρον.

«Ώρα ναλλάξουμε ταίρια», μουρμούρισε στη μαντάμ Νταβίντοβα, «αν είστε σίγουρη ότι δεν έχετε αντίρρηση».

«Καθόλου. Χρόνια έχω να χορέψω μένα γοητευτικό νεαρό αξιωματικό». Πετάρισε ξανά τα βλέφαρα της και τον έκανε να γελάσει.

Χορεύοντας, πλησίασαν την κοπέλα που χόρευε στην αγκαλιά ενός υπολοχαγού κι αμέσως η μαντάμ Νταβίντοβα άρχισε τις συστάσεις.

«Αγαπητό μου κορίτσι, από δω ο Γιενς Φρίις». Διασκεδάζοντας φανερά, η γυναίκα στράφηκε στον Γιενς. «Η Βαλεντίνα είναι κόρη της καλής μου φίλης Ελιζαβέτας Ιβάνοβα. Πιστεύω ότι εσείς οι δυο έχετε πολλά κοινά. Είστε και οι δυο ενθουσιώδεις οπαδοί.» δίστασε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου κι αμέσως πρόσθεσε, «της αστρονομίας».

Ο Γιενς παρέμεινε απαθής. Υποκλίθηκε ευγενικά στη Βαλεντίνα και της είπε: «Σπάνια συναντώ άλλους ενθουσιώδεις οπαδούς. Ναλλάξουμε συντρόφους για ένα δυο λεπτά; Για να μιλήσουμε για τα αστέρια, φυσικά».

«Όχι βέβαια.» πήγε να αρνηθεί ο νεαρός υπολοχαγός, αλλά δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα με τη μαντάμ Νταβίντοβα.

«Μεγάλη μου χαρά να χορέψω μαζί σας», είπε κι έπεσε στην αγκαλιά του με την ορμή στρατιωτικής επίθεσης.

Ο υπολοχαγός δεν είχε άλλη επιλογή. Κι έτσι ο Γιενς πήρε τη θέση του κι απομάκρυνε χορεύοντας τη Βαλεντίνα. Τα σκούρα καστανά μάτια της γελούσαν, όσο κι αν προσπαθούσε να κρατηθεί σοβαρή. Ένιωθε τόσο ανάλαφρη στην αγκαλιά του! Σαν να ήταν τυλιγμένη με αστερόσκονη.

«Αστέρια;» διερωτήθηκε η Βαλεντίνα.

«Ναι. Η Ζώνη του Ωρίωνα, η Μεγάλη Άρκτος, ο Πολικός Αστέρας».

Μικρή σιωπή.

«Αυτά μόνο;»

«Θέλετε κι άλλα; Ο Λέων, ο Αστράλις Γιγάντις. Μπορώ να συνεχίσω για ώρες. Όλοι αυτοί οι αστερισμοί σου προκαλούν δέος».

«Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι μενδιαφέρουν τάστρα;»

Ο Γιενς της έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο.

«Ήθελα να σας ρωτήσω κάτι και δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να διασχίσω το δάσος των στολών γύρω σας».

Η κοπέλα συνοφρυώθηκε κοροϊδευτικά.

«Λοιπόν, πείτε μου τι θέλετε να με ρωτήσετε».

Ο Γιενς σοβαρεύτηκε.

«Γιατί ήσασταν οργισμένη μαζί μου; Στο ρεσιτάλ, εννοώ. Με κοιτάζατε σαν να με είχε καβαλήσει ο διάβολος».

Η Βαλεντίνα έριξε το κεφάλι πίσω και γέλασε τόσο φυσικά και χαλαρά, μέσα σεκείνο τον αφύσικο κόσμο των κοσμημάτων, των κορσέδων και των περίτεχνων κομμώσεων, που ο Γιενς αιφνιδιάστηκε. Το γέλιο της κοπέλας ήταν πλούσιο και κολλητικό. Ο Γιενς τη στριφογύρισε σε μια χορευτική φιγούρα. Τόσο κοντά που τη κρατούσε, έβλεπε ότι τα μάτια της είχαν χρυσαφιές ανταύγειες κι ο λαιμός της ήταν λευκός σαν το γάλα.

«Δεν ήταν τίποτα», είπε εκείνη γελώντας ακόμα. «Χαζομάρες σχολιαρόπαιδων».

«Και τώρα;»

«Τώρα, δεν σας έχω πια θυμό. Και ούτε είμαι πια σχολιαρόπαιδο».

«Και τι είστε; Μια από τις φετινές ντεμπιτάντ που έρχονται στην Αυλή για να βρουν σύζ-»

«Ήρθα εδώ επειδή με διέταξαν οι γονείς μου».

«Α».

Στο σφίξιμο των δαχτύλων της μέσα στην παλάμη του ο Γιενς διέκρινε τον εκνευρισμό της. Τέρμα οι ερωτήσεις. Ας χορέψουν με την ησυχία τους. Η Βαλεντίνα έδειχνε σαν να κολυμπάει μέσα στη μουσική, μέναν τρόπο που ο Γιενς δεν τον είχε ξανασυναντήσει. Την οδήγησε μακριά από τα άλλα ζευγάρια προς την πόρτα της μεγάλης αίθουσας. Μόλις εκείνη την είδε πήρε μια τόσο βαθιά ανάσα, που ο Γιενς ένιωσε τα πλευρά της να διαστέλλονται κάτω απτην παλάμη του, έτσι όπως την κρατούσε. Του έδωσε την εντύπωση πλάσματος που διαισθάνεται να πλησιάζει στην ελευθερία.

«Θέλετε να σας δείξω το Αστράλις Γιγάντις;» τη ρώτησε προσπαθώντας να κρατηθεί σοβαρός. «Πιστεύω πως αυτό το αστέρι δεν το έχουν δει πολλοί άνθρωποι».

«Θα είναι συναρπαστικό».

Η φωνή της είχε έναν κοροϊδευτικό τόνο. Στράφηκε σβέλτα, πέρασε την πόρτα και η κίνηση της έκανε τα μαλλιά της νανεμίσουν ο Γιενς μύρισε το άρωμα τους. Η κόμμωση της ήταν της μόδας, αλλά πολύ τυπική, σαν να της στερούσε κάτι. Με το ζόρι κρατήθηκε να μην της τραβήξει το μεγάλο μαργαριταρένιο χτενάκι και ναφήσει το μαύρο χείμαρρο των μαλλιών της να κατρακυλήσει ελεύθερος στους ώμους της. Πόσο ήθελε να της χαρίσει την ελευθερία. Γενικά.

Την οδήγησε σε μια από τις μεγάλες μπαλκονόπορτες που έφταναν μέχρι το ταβάνι σκεπασμένες με χρυσαφί βελούδο στολισμένο με μεταξωτά λουλούδια. Η Βαλεντίνα έγειρε μπροστά σαν να ήθελε να πιάσει κάτι που βρισκόταν έξω στο σκοτάδι.

«Ποιο είναι λοιπόν αυτό το Αστράλις Γιγάντις σας;» τον ρώτησε σιγανά.

«Κάπου εκεί πάνω είναι και περιμένει να το ανακαλύψουν».

«Μακάρι. Είναι τόσο πολλά αυτά που έχουμε ακόμα να ανακαλύψουμε».

«Βαλεντίνα, πάντα υπάρχουν καινούργια πράγματα για να ανακαλύψουμε».

Χωρίς σχόλιο εκείνη άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από μακριά, με το είδωλο της να καθρεφτίζεται στο τζάμι.

«Θα μπορούσα να πιω κάτι;» ρώτησε.

Ο Γιενς άνοιξε δρόμο στον μπουφέ, αλλά μέχρι να επιστρέψει μένα λιμοντσέλο στο ένα χέρι κι ένα κονιάκ στο άλλο, ήταν πια πολύ αργά: Οι πολύχρωμες στολές την είχαν κυκλώσει σαν μελίσσι που βούιζε πεινασμένο. Σπρώχνοντας έφτασε κοντά της. Δίπλα της, ένας λοχαγός των Ουσάρων με κόκκινη στολή κρατούσε το καρνέ της Βαλεντίνας με τα ονόματα εκείνων στους οποίους είχε υποσχεθεί ένα χορό, και της μιλούσε φουντωμένος. Έτσι που τον κοίταζε η κοπέλα, θύμισε στον Γιενς πουλάκι σε κλουβί. Ακούμπησε τα ποτήρια σένα τραπέζι, άρπαξε το καρνέ από τα χέρια του λοχαγού, το σκίσε στα δύο και του το επέστρεψε με μια κοφτή υπόκλιση.

«Συγχωρήστε μας», είπε πιάνοντας αγκαζέ τη Βαλεντίνα. «Έχουμε να εντοπίσουμε ένα άστρο».

Καθώς έβγαιναν απ’ την αίθουσα, την ένιωσε να τρέμει δίπλα του. Τρομοκρατημένος νόμισε πως έκλαιγε. Μα σαν γύρισε και την κοίταξε, την είδε ξεκαρδισμένη στα γέλια.

Загрузка...