22

Η Βαλεντίνα δεν πήγε κατευθείαν σπίτι της είπε ότι δεν μπορούσε να πάει ακόμη. Ο Γιενς την έχωσε μέσα σένα αγοραίο αμάξι και την οδήγησε στο διαμέρισμα του, αλλά ήταν πάρα πολύ επιφυλακτικός σχετικά με το πόσο απρεπής θα ήταν αυτή η κίνηση. Μια νέα γυναίκα μέσα στη νύχτα χωρίς τη συνοδό της - απτην άλλη όμως κανείς τους δεν άντεχε να βρεθεί αμέσως σένα δημόσιο μέρος με τα μάτια των ξένων να την κοιτάζουν ύποπτα, έτσι όπως ήταν ξεμαλλιασμένη και γεμάτη βρομιές.

«Βαλεντίνα», της είπε, «άσε με να σου στεγνώσω τα μαλλιά».

Καθόταν σε μια πολύ χωστή πολυθρόνα με μπράτσα τόσο μεγάλα, που λες και κατάπιναν τη μικροσκοπική της φιγούρα. Τα χέρια της ακουμπισμένα στην ποδιά της ήταν άσπρα σαν κόκαλα. Εκείνος την πλησίασε με μια πετσέτα κι αυτή τον κοίταξε για πρώτη φορά, μια γρήγορη ματιά, με τα σκοτεινά της μάτια. Την άφησε στη σιωπή της ενώ παράλληλα της έλυνε τα μαλλιά και της σκούπιζε τις βρεγμένες της μπούκλες με την πετσέτα, αργά, ρυθμικά και με επιμονή. Πυκνές μπούκλες έπεφταν βαριές απ’ το νερό στο κεφάλι της, αφήνοντας να φανεί το κομψό σχήμα του κρανίου της. Ο Γιενς στέγνωσε τα μαλλιά της μέχρι κάτω στις άκρες εκεί που κατσάρωναν τα σκούπιζε με τα δάχτυλα του.

Η αίσθηση της οικειότητας σαυτό που έκανε ήταν απίστευτα μεγάλη, μεγαλύτερη κι από ένα φιλί. Εκείνος κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας της κι εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς το μέρος του για να της το στεγνώσει, μέχρι που οι μπούκλες της στέγνωσαν και καθώς έπεφταν αποκάλυπταν το χλομό αλλά τόσο κομψό λαιμό της. Της αγκάλιασε το πιγούνι για να το κρατήσει όρθιο ενώ της έτριβε απαλά την κορφή του κεφαλιού. Η Βαλεντίνα έμενε αμίλητη με το πιγούνι της αφημένο στις παλάμες του λες και ήταν η φυσική του θέση.

Ο Γιενς εξακολουθούσε να χαϊδεύει απαλά τη σκούρα μακριά της χαίτη ακόμα κι όταν είχε στεγνώσει, πρώτα με την πετσέτα και μετά με το χέρι του. Κάποια στιγμή σήκωσε ψηλά τα μαλλιά της κι αυτά λαμπύρισαν και τον άφησαν μαγεμένο καθώς το φως τρύπωνε μέσα τους, όπως το φεγγαρόφωτο παίζει κρυφτό με τα σύννεφα στον ταραγμένο σκοτεινό ουρανό. Απόλαυσε με όλη του την καρδιά τούτη τη μεταξένια αίσθηση να κυλάει πάνω στο δέρμα του, ανάμεσα στα δάχτυλα του.

Έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω και φίλησε τον άσπρο σαν γάλα αυχένα της.

«Μα πώς ζούνε έτσι;»

Τώρα του μιλούσε. Την είχε ταΐσει πιροσκί και ένα φλιτζάνι ζεστή σοκολάτα, για να την κάνει να βγει από εκείνο το θεοσκότεινο μέρος όπου είχε κρυφτεί. Τώρα καθόταν σταυροπόδι στον καναπέ απέναντι της κι απολάμβανε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Προσπαθούσε να της αποσπάσει την προσοχή.

«Το ξέρεις», τη ρώτησε, «ότι πάνω από τη μισή ποσότητα κρασιού που παράγεται στη Γαλλία έρχεται στη Ρωσία; Μπορείς να το πιστέψεις; Πίνουμε το περισσότερο κρασί από οποιοδήποτε άλλο έθνος στον κόσμο».

Συχνά έπιανε τον εαυτό του να λέει: Εμείς. Εμείς οι Ρώσοι. Η χώρα μας, λες κι ήταν ένας από αυτούς, κάποιος από το Περμ ή το Τβερ.

«Δεν θα μπορούσα να ζήσω έτσι», είπε εκείνη κοιτάζοντας τη φωτιά. «Με τίποτα».

Ο Γιενς κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να την αποσπάσει από αυτό που σκεφτόταν.

«Όλοι μας ζούμε», της αποκρίθηκε, «όπως μπορούμε».

«Εγώ θα προτιμούσα να πεθάνω».

«Αμφιβάλλω. Και τέλος πάντων», πρόσθεσε, «εγώ θα ερχόμουν κάθε μέρα και θα σου άναβα τη φωτιά. Και θα σου στέγνωνα τα μαλλιά όποτε έβρεχε και θα σου ξεμπέρδευα τις άκρες όταν θα σου τις μπέρδευε ο αέρας».

Η Βαλεντίνα σήκωσε το κεφάλι.

«Κι όταν θα ερχόταν το καλοκαίρι», συνέχισε εκείνος, «αντί για τους λαμπερούς χορούς στο παλάτι Ανίτσκοφ ή τα πλουσιοπάροχα φαγητά στου "Ντόνορ" ή τις βραδιές μπαλέτου με τις γεμάτες διαμάντια τουαλέτες σου, θα σε πήγαινα με την άμαξα σένα ήσυχο μέρος στις όχθες του Νέβα και θα τρώγαμε βραστά αβγά και θα τσαλαβουτούσαμε τα πόδια μας στον ποταμό».

Η Βαλεντίνα γύρισε το κεφάλι. Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του.

«Και από μουσική;» τον ρώτησε με σοβαρό ύφος. «Σαυτό τον καινούργιο σου κόσμο θα υπάρχει μουσική; Ή ούτε πιάνο για μένα ή όπερα ή μπαλέτο;»

«Ασφαλώς και θα υπάρχει μουσική», της χαμογέλασε.

«Θα μου τραγουδούσες τη μουσική του νερού με τους αστραγάλους μας να πλατσουρίζουν κι εγώ θα σε συνόδευα με το βιολί μου».

Εκείνη έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Παίζεις βιολί;»

«Δεν παίζω ακριβώς. Γρατζουνάω μερικές νότες - ένας αγριόγατος το κάνει καλύτερα από μένα. Αλλά», βιάστηκε να συμπληρώσει, «θα βελτιωθώ, στο υπόσχομαι».

Εκείνη γέλασε. Ο Γιενς ήθελε τόσο πολύ να την ξαν’ ακούσει να γελάει.

«Με έχεις προειδοποιήσει να προσέχω τον ποταμό Νέβα», του τόνισε. «Μου έχεις πει ότι είναι μολυσμένος».

«Όπως και να το κάνουμε είναι προσόν το να είσαι μένα μηχανικό, ειδικό στο αποχετευτικό σύστημα, για να σου υποδεικνύει τα σωστά σημεία. Ξέρω όλα τα μυστικά σημεία όπου εκεί δεν φτάνει τίποτα».

«Είναι σταλήθεια τόσο μολυσμένος;»

Δεν ήθελε νανοίξει αυτή τη συζήτηση. Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

«Θα μπορούσε να είναι πιο καθαρός».

«Πες μου κι άλλα γι’ αυτό το θέμα».

«Θα προτιμούσα να σου παίξω βιολί».

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κι εκείνος ενθουσιάστηκε - μόνο αυτός κι ένα ποντίκι που τον επισκεπτόταν κάθε τόσο ακούγανε τη μουσική του. Η Βαλεντίνα μάζεψε τα γόνατα της στο στήθος της, ακούμπησε το πιγούνι της πάνω τους και τον κοίταξε επίμονα. Κρατήθηκε με πολύ κόπο να μην τη σηκώσει στον αέρα και να τη βάλει στην τσέπη του.

«Παίξε», τον διέταξε.

Εκείνος στάθηκε όρθιος, έκανε μια πολύ κομψή και πολύπλοκη υπόκλιση, λες κι έβγαζε το καπέλο του σε μια από αυτές τις πολύ σπουδαίες δούκισσες των Ρομανόφ, και της είπε: «Δεσποινίς, είμαι στην απόλυτη διάθεση σας».

Και το εννοούσε. Αλλά δεν ήταν σίγουρος αν εκείνη το ήξερε ακόμη.

«Μη!» επέμενε ο Γιενς.

«Μα δεν μπορώ».

«Δεν είναι ευγενικό».

«Το ξέρω», είπε η Βαλεντίνα έχοντας σκάσει από τα γέλια, «δεν είναι ευγενικό για τανθρώπινα αφτιά».

«Δεν εννοούσα αυτό».

Ο Γιενς κατσούφιασε και την κοίταξε αυστηρά, καβάλησε το βιολί του κι άρχισε να χτυπάει το πόδι του δήθεν εκνευρισμένος πάνω στις καλογυαλισμένες σανίδες του πατώματος. Μετά στάθηκε στη μέση του δωματίου, ακούμπησε το βιολί κάτω απ’ το πιγούνι του με μιαν οικειότητα λες και είχε να κάνει με κάποιο φίλο του από τα παλιά.

Είχε προετοιμαστεί να της παίξει ένα απόσπασμα του Μπιζέ, «Το τραγούδι του τορεαδόρ», αλλά τώρα ούτε που τον ένοιαζε τι έπαιζε το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ότι εκείνη γελούσε. Είχε δει τόσο πολλά σήμερα - κι εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να τη βλέπει να γελάει. Γελούσε σαν παιδί, είχε αφεθεί ολοκληρωτικά. Η μύτη της είχε γίνει ροζ, το πανέμορφο στόμα της ήταν ορθάνοιχτο και τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα που της είχαν φέρει τα γέλια. Τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της, που εκείνος είχε στεγνώσει με τόση αγάπη, τραντάζονταν από τα θορυβώδη της γέλια.

Ήταν τόσο νέα, εκείνος θα έπρεπε να μην το ξεχνάει.

Νέα κι ευάλωτη.

Ακούμπησε με θόρυβο το βιολί πάνω στο τραπέζι, αγριοκοίταξε το κοινό του ενός ατόμου και πήγε και κάθισε στον καναπέ, στητός και προσβεβλημένος, με τα χέρια του διπλωμένα στο στήθος του. Εκείνη πετάχτηκε απτην καρέκλα και πήδησε δίπλα του σαν πεινασμένο γατί. Του χώρισε τα χέρια.

«Αυτά τα δάχτυλα πρέπει να τα διδάξουμε», είπε γελώντας και κρατώντας του το αριστερό χέρι, «αυτά είναι οι ένοχοι!» Τίναξε πίσω το κεφάλι της χαρούμενη που βρήκε τη σωστή λέξη και του πετάρισε τα μάτια. Μετά, πολύ τρυφερά, ακούμπησε μια μια τις ψίχες των δαχτύλων του πάνω στα χείλη της λες και τα συγχωρούσε. «Μάθε τα να ξέρουν τι να κάνουν».

Εχείνη ήξερε, αναρωτήθηκε αυτός, τι έκανε; «Θα σου βρω ένα δάσκαλο», του δήλωσε.

«Εσύ δεν μπορείς να με διδάξεις;»

«Όχι, όχι». Του έκανε ένα μορφασμό. «Εμείς θα βάζαμε τις φωνές ο ένας στον άλλο».

Της τσίμπησε τη ρόδινη μύτη της.

«Πλάκα θα χει».

«Δεν φωνάζω στην Άννα, την κόρη του δόκτορα Φεντόριν, όταν της κάνω μάθημα πιάνου γιατί εκείνη είναι υπάκουη. Έχω ένα προαίσθημα ότι δεν θα συμβεί το ίδιο και με σένα».

Κοιτάχτηκαν στα μάτια κι εκείνος κατάλαβε ότι διήρκεσε παραπάνω από όσο έπρεπε, όταν άκουσε ένα αχνό βογκητό να βγαίνει από τα χείλη της. Κοίταξε αλλού γιατί ήδη εκείνη είχε δει μέσα του πολλά από αυτά που του συνέβαιναν.

«Βαλεντίνα, νομίζω ότι είναι ώρα να σε πάω σπίτι σου».

Εκείνη μισόκλεισε τις πυκνές της βλεφαρίδες και τον κοίταξε, κι αυτός κατάλαβε ότι αν δεν σηκωνόταν τώρα από τη θέση του, δεν επρόκειτο να σηκωθεί ποτέ. Σαν πρώτο βήμα ελευθέρωσε το χέρι του, όμως η ματιά στο πρόσωπο της τον έκανε να παγώσει στη θέση του. Ήταν ξεκάθαρη, γυμνή. Αποκάλυπτε ολοκάθαρα την ανάγκη της για εκείνον μένα βλέμμα σκοτεινό κι αποφασισμένο.

«Γιενς», του ψιθύρισε με τα μάτια της καρφωμένα πάνω του, «φοβάμαι ότι θα σε χάσω».

«Αγαπημένη μου, δεν πρόκειται ποτέ σου να με χάσεις.

Εμείς ανήκουμε ο ένας στον άλλο. Δεν το έχεις καταλάβει;»

Τύλιξε το χέρι του γύρω της, την τράβηξε πιο κοντά του κι εκείνη έγειρε πάνω του κι έχωσε το κεφάλι της στο στήθος του λες κι έτσι θάκουγε τους χτύπους της καρδιάς του.

Την κράτησε εκεί. Μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν μες στο δωμάτιο, απαλές, στον ίδιο ρυθμό σαν μία ανάσα. Κάθισαν πολλή ώρα έτσι και χάζευαν τις φλόγες της φωτιάς και τις σκιές τους που έπαιζαν ανάμεσα στα πόδια τους. Ο Γιενς της φίλησε το κεφάλι, ζεστό και μυρωδάτο.

«Γιενς». Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή. «Μίλα μου για σένα, πες μου ποιος είσαι».

Κανείς ποτέ στο παρελθόν δεν του είχε κάνει παρόμοια ερώτηση. Σκέφτηκε πρώτα και μετά άρχισε να της μιλάει.

Για τα παιδικά του χρόνια, που τα έζησε ανάμεσα στις βάρκες και τις παραλίες της Δανίας, για το πώς έχτιζε διάφορα πράγματα με βότσαλα, με πέτρες, με ξεβρασμένα απ τη θάλασσα ξύλα. Για μια γέφυρα που σχεδίασε και κέρδισε βραβείο, για μια βάρκα που βυθίστηκε και παραλίγο να πνιγούν εκείνος κι ο σκύλος του στον κόλπο. Παραδέχτηκε το πάθος του για τις μηχανές, για οτιδήποτε αποτελείται από κινούμενα στοιχεία, και της μίλησε για τους αδελφούς Ράιτ στην Αμερική και για τον Λουί Μπλεριό στη Γαλλία.

«Αεροπλάνα», της είπε. «Αυτό είναι το μέλλον. Θα το δεις».

Την ένιωσε να χαμογελάει. Δεν τον πίστευε.

«Οι γονείς σου;» τον ρώτησε.

Γι’ αυτό το θέμα δεν της είπε πολλά: Ότι ο πατέρας του είχε τυπογραφείο στην Κοπεγχάγη, ότι διαφώνησαν όταν ο Γιενς του είπε ότι ήθελε να σπουδάσει μηχανικός αντί να ασχοληθεί με το τυπογραφείο. Της είπε για την απογοήτευση στα ευγενικά καστανά μάτια της μητέρας του. Εξακολουθούσε να τους γράφει μια φορά το μήνα, αλλά είχε να πάει στη Δανία πέντε χρόνια.

«Είμαι Ρώσος τώρα», της δήλωσε.

«Είσαι Ρώσος όσο και μια καμηλοπάρδαλη».

Της μίλησε αρκετά για την ελπίδα που έτρεφε για τη Ρωσία και για τη λαχτάρα του να βρει τη σταθερότητα της μέσα από συζητήσεις και συμβιβασμούς, κι όχι μέσα από τη βία. Αλλά δεν της ανέφερε για τον επικείμενο πόλεμο ήταν βέβαιος γι’ αυτό-, προτίμησε να κρατήσει κλειδωμένους μακριά της τους φόβους του. Σιγά σιγά ένιωσε να βαραίνει κι άλλο το κεφάλι της στο στήθος του κι αισθάνθηκε τη γλύκα του κορμιού της να τον διαπερνά. Ο γοφός της είχε γίνει ένα με το δικό του.

«Πες μου για το γιο της κόμισσας».

Κι αυτός της μίλησε για τον Αλεξέι.

«Ο Αλεξέι είναι ο γιος της κόμισσας Σερόβα και είναι έξι χρόνων. Βαλεντίνα, θα σου αρέσει πολύ. Είναι τόσο θαρραλέος». Τα δάχτυλα του χάιδεψαν τους αδύνατους ώμους της εκεί που η στολή είχε χωθεί σχεδόν μέσα στα πλευρά της.

«Σαν κι εσένα», της είπε ανασαίνοντας βαθιά. «Ακριβώς σαν κι εσένα. Αγάπη μου, θα πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον Αλεξέι. Δεν μπορώ να γυρίσω την πλάτη μου σαυτό το αγόρι. Ο πατέρας του, ο κόμης Σερόβ, νοιάζεται μόνο για τη φανταχτερή ζωή στην Αυλή του Τσάρου και για την ερωμένη του στο πλούσιο διαμέρισμα της, στην Προκυμαία των Άγγλων. Η κόμισσα είναι θυμωμένη. Τα έχει με το αγόρι γιατί.»

Άφησε τις λέξεις να φύγουν, να μην ειπωθούν. Τα αισθήματα της Ναταλίας Σερόβα ήταν πολύ μπερδεμένα για να ειπωθούν με λίγα λόγια. Ακούμπησε τα χείλη του στο μάγουλο της Βαλεντίνας, ανέπνευσε πάλι τη μυρωδιά του νοσοκομείου που ανέδιναν τα ρούχα της και την αγκάλιασε με τα δυο του χέρια, την κούνησε πάνω του, την κράτησε σφιχτά, την έκανε να γίνει κομμάτι του.

«Βαλεντίνα, να είσαι γενναιόδωρη», της ψιθύρισε. «Άσε με να κρατήσω τον Αλεξέι. Έχω μάθει ναγαπάω αυτό το παιδί και σίγουρα δεν ευθύνεται για τα δικά μου λάθη και της μητέρας του. Εκείνη κι εγώ έχουμε τελειώσει. Μην έχεις καμιά αμφιβολία γι’ αυτό».

Προς μεγάλη του έκπληξη εκείνη δεν έθιξε καθόλου αυτό το θέμα. Ακούμπησε το στόμα της στο δικό του και τον φίλησε άγρια, του έσβησε όλες τις μνήμες από άλλα χείλη, άφησε τα αποτυπώματα μόνο των δικών της, απόμεινε μόνο εκείνη να τον διεκδικεί. Τα δάχτυλα της ξεκούμπωσαν το πουκάμισο του, κάπου μπερδεύτηκαν, και με τις παλάμες της χάιδεψε το κορμί του, διστακτικά στην αρχή. Αλλά όταν εκείνος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της με το χέρι του, αναζητώντας τις απαλές καμπύλες κάτω απ’ τη στολή της, εκείνη έγινε πιο τολμηρή. Τα χέρια της άγγιξαν το γυμνό του στήθος και τα χείλη της άφησαν τα ίχνη τους μέχρι εκεί που χτυπούσε η καρδιά του.

Της φίλησε το λαιμό, γεύτηκε το δέρμα της, ένιωσε τα μαλλιά της ναγγίζουν σαν μεταξένιες κλωστές τα πλευρά του κι οσμίστηκε τη μυρωδιά του γιασεμιού που ανέδινε.

Τη μυρωδιά του πεινασμένου πλάσματος που κρυβόταν μέσα της. Ο πόθος του γιαυτήν κύλησε στις φλέβες του, όπως η φωτιά στο δάσος, και με πολύ κόπο σηκώθηκε όρθιος.

«Βαλεντίνα, όχι». Οι λέξεις ειπώθηκαν με κοφτό ύφος.

"Όλια γλυκιά μου αγάπη, είσαι πολύ μικρή. Πρέπει να σε πάω σπίτι σου». Οι λέξεις που ξεστόμιζε του κόστιζαν αφάνταστα.

Τα μάτια της ήταν μαύρα σαν το μελάνι κι η ανάγκη τους τόσο δυνατή, που εκείνος με κόπο τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της. Ακόμη κι η φωνή της ήταν απαλή και χαδιάρικη.

«Πόσων χρόνων ήσουν όταν έκανες για πρώτη φορά έρωτα σε γυναίκα;»

«Δεν είναι αυτό το θέμα μας».

«Νομίζω ότι αυτό είναι. Εσύ αποφάσισες για τον εαυτό σου. Τώρα κι εγώ σκοπεύω να κάνω το ίδιο».

Σηκώθηκε πάνω με αργές κινήσεις και χωρίς δισταγμό βάλθηκε να ξεκουμπώνει όλα αυτά τα κουμπιά απτα μανικετόκουμπα και το μπούστο της. Δεν τον κοιτούσε καθόλου, ήταν απόλυτα συγκεντρωμένη σαυτό που έκανε, λες κι ήταν ολομόναχη μες στο δωμάτιο. Εκείνος στεκόταν εκεί με την πλάτη στη φωτιά και την παρακολουθούσε. Την παρακολουθούσε που προσπαθούσε ναπαλλαγεί από το ένα μανίκι και για πρώτη φορά είδε τη χλομή επιδερμίδα του ώμου της, τον τρόπο που γυάλιζε στο φως του τζακιού, απαλός και δροσερός σαν βούτυρο γάλακτος.

Την παρακολουθούσε που ξέδενε τα κορδόνια του κορσέ της και διέκρινε ξεκάθαρα τα πλευρά της κάτω από την καμιζόλα της. Την παρακολουθούσε που έβγαζε τις μάλλινες κάλτσες της, ισορροπώντας με άνεση στο ένα πόδι -απόρροια εξάσκησης-, τις δίπλωνε με προσοχή για ναποκαλυφθούν οι κομψοί λευκοί μηροί της. Θα πρέπει να βαριανάσαινε και νακουγόταν, αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου.

Η καρδιά του εξακολουθούσε να χτυπάει κανονικά, όμως εκείνος ορκιζόταν ότι είχε σταματήσει. Ένιωθε πως το μοναδικό που μπορούσε να κάνει ήταν να την παρακολουθεί.

Εκείνη έσκυψε το κεφάλι της, τα μαλλιά της όμοια με γυαλιστερό βέλο της κάλυψαν το πρόσωπο κι εκείνος δεν μπόρεσε να δει την έκφραση της όταν έβγαλε και το τελευταίο της εσώρουχο. Στάθηκε γυμνή μπροστά του, κι ο θεός να τον συγχωρέσει, την ήθελε περισσότερο κι από την ίδια του τη ζωή.

«Είσαι πανέμορφη», της είπε γλυκά.

Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της και του χαμογέλασε. Τα μαγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα και τα μάτια της δεν τα είχε δει ποτέ πιο σκούρα, μια μεγάλη φωτιά τα καίγε, μια φωτιά που έκανε τα χείλη της νανοίγουν και την ανάσα της να βγαίνει λαχανιαστή. Αν ακουμπούσε τα χείλη του στο κορμί της ήταν σίγουρος ότι θα ήταν καυτό.

«Σαγαπάω», του είπε.

Η απόλυτη γύμνια της δήλωσης της ήταν ακόμη ωραιότερη από τη γύμνια του πανέμορφου σώματος της. Εκείνος έσκυψε, μάζεψε την μπέρτα της που στέγνωνε μπροστά στη φωτιά και πήγε προς το μέρος της. Τόσο κοντά, που μπορούσε να διακρίνει μια ανεπαίσθητη γυαλάδα ανάμεσα στα νεανικά της στήθη.

«Βαλεντίνα, αν δεν τυλιχτείς μαυτό αμέσως», της είπε αυστηρά και τύλιξε την κάπα γύρω απτους ώμους της και την έδεσε κάτω από το πιγούνι της, «θα σε βιάσω εδώ μπροστά στο τζάκι». Απέφυγε να κοιτάξει την έκφραση των ματιών της. «Και τώρα ντύσε το θεσπέσιο κορμί σου κι εγώ πάω να φέρω κάτι να πιούμε».

Βγήκε από το δωμάτιο. Στην κουζίνα έσκυψε μπροστά στο νεροχύτη κι έριξε κρύο νερό στο πρόσωπο του και το λαιμό του. Έβαλε ένα σφηνάκι βότκα και το πιε μονορούφι.

«Βαλεντίνα», μονολόγησε, «πώς είναι δυνατόν ένας άντρας να αγαπάει τόσο πολύ μια γυναίκα; Τι μου έχεις κάνει;»

Της έδωσε λίγο χρόνο. Ύστερα από πέντε λεπτά κι αφού ο σφυγμός του είχε επανέλθει στο κανονικό, θεωρώντας ότι εκείνη θα είχε ντυθεί, ξαναγέμισε το ποτήρι του, έβαλε μια λεμονάδα για εκείνη και μένα ποτήρι στο κάθε χέρι μπήκε στο δωμάτιο. Ένα βαθύ βογκητό βγήκε από μέσα του.

Το φως ήταν σβηστό κι εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο ελαφοτόμαρο που ήταν στρωμένο μπροστά στο τζάκι. Οι λαμπερές φλόγες είχαν στήσει χορό πάνω της κι έκαναν το γυμνό της κορμί να φαντάζει χρυσό. Τον υποδέχτηκε μένα πλατύ χαμόγελο.

«Άραγε όλοι οι Βίκινγκς αργούν τόσο πολύ να βιάσουν τις γυναίκες τους;»

Δηλαδή μέχρι τότε η σάρκα της ήταν πεθαμένη; Θα πρέπει να ήταν. Χλομή, χωρίς ζωή και μαραμένη.

Αλλά εκεί, πάνω στο χαλί, αναστήθηκε μέναν τρόπο που η Βαλεντίνα ούτε καν φανταζόταν ότι ήταν δυνατός. Έπαψε ναναγνωρίζει ότι αυτό ήταν το δικό της δέρμα. Κάθε πόρος του κορμιού της, κάθε φίνα πτυχή του, κάθε απαλό κι ανεξερεύνητο μέρος αποκτούσε μια ξεχωριστή οντότητα και το μόνο που χρειαζόταν ήταν νακουμπήσει ο Γιενς τα χείλη του για να το ζωντανέψει. Το κοίλωμα του λαιμού της, η μέσα μεριά του κάθε της αγκώνα, η λεπτή επιδερμίδα που κάλυπτε τα πλευρά της. Τώρα όλα αυτά δονούνταν από ζωή. Όταν της φίλησε τα στήθη, όταν η γλώσσα του καυτή και υγρή έκανε κύκλους στις θηλές της ήταν λες και το δέρμα της ξανασχηματιζόταν με σκοπό να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν μέχρι τώρα.

Τα δάχτυλα της έμπλεξαν στο πουκάμισο του, ακούμπησαν τους ώμους του και κατέβηκαν στο στήθος του, μετά στην πλάτη του, ψηλάφισε τους σκληρούς του μυς. Εξερεύνησε το κορμί του, τα φαρδιά του κόκαλα, με τα χέρια της ταξίδεψε κι έφτασε στα πιο απόκρυφα σημεία του. Ένιωθε την κάψα που ξεχείλιζε από μέσα του. Ή από αυτήν ξεχείλιζε, κι έτρεχε από την καρδιά της μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της; Κι όταν η γλώσσα της έπαιξε με τις χάλκινες τούφες που ξέφευγαν απ’ τη ζώνη του κι έφταναν ψηλά μέχρι το λαιμό του, εκείνος βόγκηξε μέναν τρόπο που αυτή δεν είχε ξαν’ ακούσει ποτέ στη ζωή της. Πρέπει να βγήκε από τα μύχια των πνευμόνων του και με κάποιο τρόπο έγινε κομμάτι της, ένιωσε το κεφάλι της να σφυροκοπάει.

Ο Γιενς πέταξε πολύ γρήγορα τα ρβύχα του και μένα βρυχηθμό που της θύμισε το σφυρί του θεού Θωρ την πήρε αγκαλιά και την πήγε στο κρεβάτι του.

Η Βαλεντίνα δεν ήθελε να φύγει, αλλά ο Γιενς ήταν εκείνος που επέμενε. Ούτε η ίδια κατάλαβε πώς μπόρεσε να κάνει το κορμί της να την υπακούσει και να σηκωθεί, να εγκαταλείψει τα σεντόνια που είχαν τη μυρωδιά του, να πάρει το κεφάλι της απ’ το ζεστό κοίλωμα του μαξιλαριού του.

Η σάρκα της εξακολουθούσε να νιώθει το άγγιγμα του και το κορμί της εξακολουθούσε να τρέμει από ηδονή καθώς εκείνος τη σήκωνε και την έβαζε στο αμάξι του για να τη γυρίσει στο σπίτι του πατέρα της. Όταν ο λακές της άνοιξε την πόρτα ήταν σίγουρη ότι εκείνος θα έβλεπε τη διαφορά πάνω της, θα οσφραινόταν τη μυρωδιά της, κι έτσι αποφάσισε να διασχίσει βιαστικά το χολ.

«Βαλεντίνα!»

Εκείνη σταμάτησε με το ένα πόδι πάνω στο σκαλί, επιφυλακτική λόγω της κακής της εμφάνισης. Ήλπιζε να φτάσει στο δωμάτιο της χωρίς να τη δει κανείς.

«Ναι, μπαμπά;»

Στεκόταν στην πόρτα του σαλονιού, το πρόσωπο του ήταν αναψοκοκκινισμένο. Φορούσε επίσημο βραδινό κοστούμι και στο χέρι του κρατούσε ένα ποτήρι σαμπάνιας το οποίο κούνησε προς το μέρος της, με αποτέλεσμα χρυσές σταγόνες να πέσουν στο λευκό του γιλέκο.

«Βαλεντίνα, είναι αργά».

«Ναι, μπαμπά».

«Πού ήσουν;»

«Στο νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας».

«Μέχρι τώρα;»

«Ήταν ανάγκη. Συνέβη ένα ατύχημα σένα εργοστάσιο». Δεν ήταν καλή στα ψέματα.

Ο πατέρας της κοίταξε τη στολή της με αηδία.

«Αν κρίνω από την εμφάνιση σου, θα πρέπει να τα έκανες όλα με αυτή την ποδιά σου».

«Όχι, μπαμπά».

Δεν ήθελε να τον προκαλέσει, όχι αυτή τη φορά. Το χαμόγελο στα χείλη της δεν ήταν βέβαια γι’ αυτόν, αλλά εκείνος δεν το ήξερε κι έτσι πήγε προς το μέρος της με φιλική διάθεση. Το βάδισμα του δεν ήταν σταθερό.

«Έχω κάτι για σένα». Έψαξε στην τσέπη του και τελικά έβγαλε ένα διπλωμένο γράμμα. «Από το λοχαγό Τσερνόφ».

Ήθελε να κάνει στροφή επιτόπου, νανέβει τρέχοντας τα σκαλοπάτια, να πέσει στο κρεβάτι της και ναποκλείσει εντελώς από το μυαλό της το λοχαγό Τσερνόφ. Τα χέρια της κρέμονταν στα πλευρά της.

«Παρτο, κορίτσι μου».

«Μπαμπά, δεν το θέλω».

«Πάρε το αναθεματισμένο γράμμα».

Ο φάκελος ταλαντευόταν ανάμεσα τους, ξέθωρος και απαιτητικός. Τα δάχτυλα της δεν κουνήθηκαν.

«Μπαμπά, θα το διαβάσω αύριο. Είμαι πολύ κουρασμένη απόψε».

«Εγώ θέλω να το διαβάσεις τώρα. Μπροστά μου».

Απέφευγε να τον κοιτάξει από φόβο μήπως εκείνος διακρίνει τον ερωτά της για τον Γιενς. Κοίταξε τα μαύρα λουστρινένια του παπούτσια, τον πολυέλαιο που με το φως του τα έκανε να λάμπουν ακόμη περισσότερο. Έτεινε το χέρι της κι εκείνος της έδωσε το γράμμα. Αυτή το άφησε εκεί.

«Σε παρακαλώ, διάβασε το».

Με αργές κινήσεις άνοιξε το γράμμα και λέξεις γραμμένες με σταθερό χέρι ξεπρόβαλαν μπροστά της, αλλά ήταν θολές. Αρνιόταν να τις δει και να συγκεντρωθεί σαυτές.

«Λοιπόν;»

Κούνησε το κεφάλι της.

Εκείνος πήρε το γράμμα κι άρχισε να διαβάζει δυνατά: «Αγαπημένη μου Βαλεντίνα.»

«Δεν είμαι αγαπημένη του». Η φωνή της ψιθυριστή κι οι λέξεις ασυνάρτητες. Ο πατέρας της ούτε που το πρόσεξε.

Αγαπημένη μου Βαλεντίνα, Πήρα το θάρρος να σου τηλεφωνήσω αλλά δεν ήσουν σπίτι σου. Ελπίζω να είσαι καλά και να μην έχεις προβλήματα με τις στρατιωτικές περιπόλους που γυρίζουν στην πόλη για να ζηλώνουν τα οδοφράγματα και να διαλύουν τα άτακτα πλήθη. Καλή μου Βαλεντίνα, μην ανησυχείς, η πρώτιστη αποστολή μου θα είναι να σε προστατεύω σαυτούς τους δύσκολους καιρούς.

Την επόμενη Τετάρτη το βράδυ θα τελεστεί στα Χειμερινά Ανάκτορα ο Μεγάλος Αυτοκρατορικός Χορός και θα ήταν μεγάλη μου τιμή αν με συνόδευες.

Σ’ ευχαριστώ πολύ για την υπέροχη συντροφιά που μου έκανες στου «Ντόνορ».

Ολοκληρωτικά αφοσιωμένος, Στεφάν Τσερνόφ Ο πατέρας της ένευσε ικανοποιημένος και οι φλεβίτσες στα μαγουλά του κοκκίνισαν. Το στήθος του φούσκωσε - εκείνη έβλεπε πόσο ευχαριστημένος ήταν μαζί της.

«Βαλεντίνα, τα πας μια χαρά».

«Μπαμπάκα μου, ξέρω ότι ο κάθε πατέρας θέλει η κόρη του να κάνει έναν καλό γάμο».

Εκείνος σήκωσε το ποτήρι του στην υγειά της.

«Ναι, έτσι είναι».

«Έτσι λοιπόν καταλαβαίνω γιατί κι εσύ θέλεις το καλύτερο για μένα».

«Καλό μου κορίτσι».

Την πλησίασε και την αγκάλιασε από τους ώμους. Η Βαλεντίνα σκέφτηκε πόσο εύκολο τελικά ήταν να πείσει τον πατέρα της να τη συγχωρήσει.

«Ναι, μπαμπάκα μου, αλλά μη με αναγκάσεις να.»

Εκείνος γέλασε και της γαργάλησε το μάγουλο με την κόχη του γράμματος.

«Σώπα, παιδί μου, σώπα». Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Εκείνη τραβήχτηκε κι έδεσε σφιχτά την μπέρτα πάνω της, κρατώντας τον μακριά της.

«Σε παρακαλώ, ενημέρωσε το λοχαγό Τσερνόφ ότι λυπάμαι πολύ αλλά-»

«Νικολάι, σκοπεύεις να έρθεις κάποια στιγμή εδώ;»

Ήταν η φωνή μιας γυναίκας, ανάλαφρη κι ανεπαίσθητα κομπιασμένη. Ερχόταν από το σαλόνι κι ένα απαλό και δελεαστικό γελάκι μαζί με το τσούγκρισμα ενός ποτηριού σ ένα μπουκάλι ολοκλήρωσαν το κάλεσμα. Δεν ήταν η μητέρα της. Ο πατέρας της δεν έδειξε την παραμικρή ταραχή, ενώ τα σκούρα του μάτια έλαμπαν από χαρά καθώς παρακολουθούσε τη μεγαλύτερη κόρη του. Της χάιδεψε τη μέση στο σημείο όπου τέλειωνε η κάπα της μένα στοργικό πατρικό χάδι.

«Βαλεντίνα, μην είσαι τόσο σοκαρισμένη. Έτσι είναι οι γάμοι. Όταν εσύ κι ο Στεφάν Τσερνόφ παντρευτείτε, σύντομα θα συνηθίσεις, όπως συνήθισε κι η μητέρα σου. Όχι, μη»

Αλλά εκείνη είχε ήδη φύγει. Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά αφήνοντας τον πίσω με το γράμμα του και τη φιλενάδα του.

Για άλλη μια φορά τα βρόμικα ρούχα τ)ς ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Θα της τα μάζευε η καμαριέρα. Αυτή τη φορά όμως όταν είδε τη λερωμένη της στολή πεσμένη σαν πτώμα στο πάτωμα, συνοφρυώθηκε. Σηκώθηκε, μάζεψε τα βρόμικα ρούχα, τα δίπλωσε και τα άφησε πάνω σε μια καρέκλα για να τα βρει η Όλγα όταν θα ερχόταν. Τα μικρά πράγματα. Αυτά έκαναν τη διαφορά. Τώρα τα πρόσεχε.

Μόνο όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι της και κουλουριάστηκε αγκαλιάζοντας τα γόνατα της, μονάχα τότε επέτρεψε στο μυαλό της την πολυτέλεια να ταξιδέψει αλλού. Τα μάτια της έκλεισαν και στη στιγμή βρέθηκε σένα άλλο μαξιλάρι, σένα άλλο κρεβάτι, σε μιαν άλλη ζωή. Το κορμί της ποθούσε τον Γιενς, ο πόθος της ήταν ένας οξύς πόνος που την έκανε να βογκάει. Η λαχτάρα της γι’ αυτόν έκανε τις φλέβες της να καίνε, έκανε τους μηρούς της να πάλλονται ασταμάτητα. Το αποτύπωμα του είχε μείνει ανεξίτηλο πάνω τους. Η φωτιά του ήταν ακόμη μέσα της, καυτή και πεινασμένη.

Δεν φανταζόταν ποτέ της ότι θα νιώθε έτσι. Ένιωθε την έλλειψη του, την ανάμνηση κάθε του αγγίγματος, τα τρυφερά χείλη του πάνω στα στήθη της, τα χέρια του να τη χαϊδεύουν μέχρι που το κορμί της να γίνεται δικό του. Η επιθυμία της να τον ευχαριστήσει, να τον γευτεί, να του ανήκει. Τα χείλη της τον ζητούσαν απαιτητικά. Το κορμί της κι η ψυχή της σκλάβοι του νακουμπάνε πάνω του, να γίνουν οι δυο τους ένας άνθρωπος και μια ζωή.

«Γιενς», ψιθύρισε μες στο σκοτάδι, «δεν πρόκειται ποτέ μου να σεγκαταλείψω».

Ούτε καν για την Κάτια.

Загрузка...