24

«Σανιτάρκα Ιβάνοβα».

Η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια φώναξε τη Βαλεντίνα την ώρα που εκείνη έφευγε από το θάλαμο. Η προϊσταμένη φαινόταν κουρασμένη, κύκλοι διαγράφονταν κάτω από τα μάτια της λες κι η μέρα αυτή την είχε γεμίσει μελανιές.

«Σανιτάρκα Ιβάνοβα, τα πήγες καλά σήμερα. Έχεις την πάστα της αξιοπρεπούς νοσοκόμας». Τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν. «Παραδέχομαι ότι με εξέπληξες».

«Σας ευχαριστώ, προϊσταμένη».

«Τώρα πήγαινε σπίτι σου, πλύσου καλά με ζεματιστό νερό και πιες ένα σφηνάκι βότκα. Θα σου κάνει καλό».

«Μάλιστα, προϊσταμένη».

Μια αξιοπρεπής νοσοκόμα. Τράβηξε την κάπα στους ώμους της. Μια αξιοπρεπής νοσοκόμα.

Έξω στα σκαλοπάτια έπεσε πάνω στην αδελφή Ντάρια.

«Τον ξέρεις τον παπά που ήταν εδώ όλη την ημέρα;» τη ρώτησε μόλις την είδε.

«Τον πατέρα Μορόζοφ; Ναι, έρχεται συχνά εδώ. Δεν αντέχω τα κηρύγματα του», είπε κι έβγαλε από το κεφάλι της το σκουφάκι της, «αλλά φέρνει στους ασθενείς τρόφιμα κι ό,τι άλλο μπορεί. Κι αυτοί τον αγαπάνε».

«Όχι, όχι αυτόν. Έναν άλλο. Βρόμικο κι αποκρουστικό, με κάτι μπλε μάτια που σε υπνωτίζουν κι έναν πολύ ακριβό φανταχτερό σταυρό».

«Γαμώτο, αυτό το καθίκι λες. Σάγγιξε, ε;»

«Όχι». Το ψέμα βγήκε αβίαστα.

«Μη σκας, δεν έρχεται συχνά εδώ. Μόνο όταν θέλει να θυμηθεί τι σημαίνει να είσαι φτωχός».

«Τι εννοείς; Πού βρίσκεται συνήθως;»

«Ιησού Χριστέ μου, Βαλεντίνα! Μα δεν κατάλαβες ποιο είναι αυτό το γαμημένο παπαδόσκυλο;»

«Ισχυρίστηκε ότι είναι ένας στάριτς, ένας φτωχός άγιος άνθρωπος».

«Ναι, καλά. Μακάρι να ταν φτωχός».

«Ποιος είναι;»

«Ο Γρηγόρης Ρασπούτιν. Αυτός που αποκαλείται θαυματοποιός κι όλη την ώρα είναι δίπλα στη μυρωδάτη αυτοκράτειρα μας. Πες μου ότι δεν τον άφησες να σαγγίξει με τα κουλάδια του».

« Θαυ ματοπο ιός;»

«Έτσι αυτοαποκαλείται».

«Γιενς, τι είδους γυναίκα είναι η αυτοκράτειρα;»

«Γιατί ρωτάς;»

«Θα ήθελα να ξέρω».

«Η τσαρίνα Αλεξάνδρα; Έχει ένα παγερό κι αδιάφορο τρόπο και συμπεριφορά αλαζονικής Γερμανίδας πριγκίπισσας. Τέτοια είναι. Αλλά δεν είμαι σίγουρος πώς είναι στο βάθος».

Το χέρι του χάιδεψε την κομψή καμπύλη του γυμνού γοφού της και μετά μέτρησε ένα ένα τα πλευρά της με το δάχτυλο του. Ήταν καθισμένος δίπλα της στο κρεβάτι, του άρεσε πολύ να την απολαμβάνει με τα μάτια του. Να τη χορταίνει. Παλιότερα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη εφόσον αφορούσε τα μάτια. Τώρα όμως το καταλάβαινε. Τα μάτια του πεινούσαν όταν δεν ήταν εκείνη μαζί του, λιμοκτονούσαν κυριολεκτικά - κι εκείνος ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι θα ένιωθε έτσι. Με καμιά γυναίκα δεν του είχε ξανασυμβεί αυτόεκείνη τον είχε κάνει να ρουφάει και να κρύβει μες στο κεφάλι του την εικόνα της σαν πολύτιμο κόσμημα. Και τώρα προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που της είχε πυροδοτήσει το ενδιαφέρον για την τσαρίνα.

«Πιστεύω», της εξήγησε, «ότι αυτό συμβαίνει γιατί είναι ντροπαλή. Η τσαρίνα μπορεί να είναι αριστοκράτισσα, όμως δεν έχει ιδέα από χαζοκουβέντες, κι επειδή αποφεύγει την κοινωνική ζωή της Αυλής της τη θεωρούν ψυχρή και σνομπ. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια γυναίκα με μεγάλη αποφασιστικότητα».

«Όσον αφορά τι;»

«Τον περισσότερο καιρό κρατάει τον τσάρο Νικόλαο κλεισμένο στο Ανάκτορο του Αλεξάνδρου, στο Τσάρσκογιε Σέλο. Εκείνος κάνει τη δουλειά του από εκεί. Ξέρω ότι είναι μόνο είκοσι μίλια από την Πετρούπολη, αλλά τα είκοσι μίλια είναι πολύ μεγάλη απόσταση όταν υπάρχει τέτοιος αναβρασμός στην πόλη. Ο τσάρος πρέπει να βρίσκεται εδώ, στο καθήκον του».

Η Βαλεντίνα κούνησε το κεφάλι της σκεφτική.

«Οι τέσσερις κόρες τους, οι νεαρές Μεγάλες Δούκισσες, είναι κι αυτές κλεισμένες εκεί;»

«Βεβαίως. Όλοι λένε ότι απολαμβάνουν πολύ την οικογενειακή ζωή, κάνουν ιππασία, ιστιοπλοΐα και παίζουν χαρτιά. Λατρεύουν το τένις. Κι ασφαλώς φροντίζουν το αγόρι.

Αυτό είναι το κέντρο του κόσμου τους».

«Α ναι, το αγόρι, ο τσάρεβιτς Αλεξέι».

Ο Γιενς έσκυψε το κεφάλι κι απόθεσε από ένα απαλό φιλί σε κάθε της γόνατο. Εκείνη έχωσε το χέρι της στα μαλλιά του και έφερε πιο κοντά της το πρόσωπο του.

«Τι κοιτάς;» του είπε κατσουφιασμένη.

«Εσένα. Προσπαθώ να καταλάβω πόσο αρμονικά συναρμολογημένη είσαι».

«Γιατί; Σκέφτεσαι να με αποσυναρμολογήσεις;»

Τη φίλησε στα χείλη.

«Όντας μηχανικός, αυτό μου ακούγεται πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση».

Εκείνη σηκώθηκε για να τον αντικρίσει και τύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τη μέση του. Ο Γιενς έβαλε τις χούφτες του στα οπίσθια της και την τράβηξε πιο κοντά. Το δέρμα της μύριζε ανεπαίσθητα φαρμακευτικό σαπούνι.

«Πες μου για τον καλόγερο, τον Ρασπούτιν», του είπε εκείνη.

«Για όνομα του Θεού, Βαλεντίνα, τι στα κομμάτια θέλεις να μάθεις γι’ αυτό το ελεεινό υποκείμενο;»

«Πες μου». Το ύφος της ήταν σοβαρό. Το μέτωπο της ήταν ακουμπισμένο στη γούβα του λαιμού του κι εκείνος δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο της, όμως ένιωθε την ανάσα της στο γυμνό στήθος του, μικρές πνοές ζεστού αέρα.

«Ήρθε στο νοσοκομείο», του είπε.

«Φρόντισε να κρατηθείς μακριά του. Αρκετό κακό έχει κάνει».

«Τι έχει κάνει;»

«Ο Γρηγόρης Ρασπούτιν φροντίζει να μεγαλώνει το χάσμα ανάμεσα στον τσάρο και το λαό του».

«Γιενς, αγάπη μου, μη θυμώνεις. Μίλα μου γι’ αυτόν».

Η γλώσσα της άγγιξε ένα τόσο δα κομμάτι του κορμιού του.

«Ισχυρίζεται ότι είναι ένας άγιος άνθρωπος, απεσταλμένος του Χριστού για να καθοδηγεί το λαό της Ρωσίας και ειδικά για να καθοδηγεί την τσαρίνα. Και μέσω αυτής, να καθοδηγεί τον ίδιο τον τσάρο». Η απελπισία τον έπνιξε.

«Ο τσάρος Νικόλαος είναι ένας ηλίθιος. Ο καλόγερος ανακατεύεται με την πολιτική και στρέφει την Αυτού Μεγαλειότητα εναντίον των διορισμένων συμβούλων του και.»

Δίστασε να συνεχίσει.

«Και τι;»

Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του «Ξεχνά τον. Ας μην ασχοληθούμε άλλο με τα προβλήματα της Πετρούπολης. Το μέτωπο σύντομα θανασυνταχθεί».

«Είσαι σίγουρος ότι αυτό θα γίνει;»

Την ακούμπησε στα μαξιλάρια.

«Κανένας μας δεν μπορεί να είναι σίγουρος, οπότε.»

«Γιενς, μη με καλοπιάνεις. Δεν είμαι κανένα παιδάκι».

Ο τρόπος που το είπε, τον έκανε να ανατριχιάσει. Τα μάτια της είχαν δει τόσο πολλά σήμερα σεκείνο το αναθεματισμένο νοσοκομείο της. Πού ήταν το κορίτσι που ατένιζε ταστέρια μαζί του μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα μες στο δάσος; Της χάιδεψε τον ώμο. Ακούμπησε πίσω στο μαξιλάρι του, έπιασε ένα τσιγάρο από το κομοδίνο του και το άναψε.

«Βαλεντίνα, αγάπη μου, η Αυλή του τσάρου είναι ένα τσουκάλι διαφθοράς, τσουκάλι που βράζει. Μέσα στην ασωτία και στον εκφυλισμό». Προσπάθησε ν’ ακουστεί αντικειμενικός. «Ο Γρηγόρης Ρασπούτιν είναι ένας αποτυχημένος καλόγερος αλλά είναι πολύ τυχερός. Η τσαρίνα Αλεξάνδρα δεν έχει άλλους φίλους εκτός από την ευγενική Άννα Βιρούμποβα, κι εκείνος έχει φροντίσει να την πάρει με το μέρος του. Μερικοί λένε ότι ο Ρασπούτιν έχει μαγικές δυνάμεις που βοηθάνε το γιο της, ή ότι την υποβάλλει σε υπνωτισμό. Μπορεί να υπάρχει και ερωτική σχέση μεταξύ τους».

Η Βαλεντίνα πετάρισε τα μάτια της.

«Ποια μπορεί να θέλει να πλαγιάσει μέναν τόσο αποκρουστικό άντρα;»

«Δεν φαντάζεσαι. Οι γυναίκες στην Αυλή βγάζουν η μια τα μάτια της άλλης προκειμένου να του φανούν αρεστές».

«Ναι, αλλά αυτός μυρίζει».

Το γέλιο του Γιενς ακούστηκε τραχύ.

«Ένας χωριάτης που βρομάει και ζέχνει, ένας κουρελιάρης μουζίκος που δεν πλένεται και δεν αλλάζει ρούχα. Κυριολεκτικά άνθρωπος του Θεού!»

«Γιενς», είπε η Βαλεντίνα και πήρε το τσιγάρο απτα δάχτυλα του για να μυρίσει το άρωμα του καπνού του, «εσύ πιστεύεις ότι ο Ρασπούτιν έχει σταλήθεια μαγικές ιδιότητες;»

Εκείνος της πήρε το τσιγάρο και το σβήσε.

«Όχι. Γι’ αυτό μη σου περνάει από το μυαλό η σκέψη να του πας την Κάτια».

«Δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο».

Αλλά το ψέμα πλανήθηκε στον αέρα τόσο διάφανο όσο κι ο καπνός του τσιγάρου του.

Η Βάρενκα δεν είχε πεθάνει. Κάτι ήταν κι αυτό. Ο δρόμος ήταν στα ίδια χάλια κι η πόρτα της εισόδου ξεχαρβαλωμένη. Αλλά η Βάρενκα δεν είχε πεθάνει.

«Σου φερα κι άλλα τρόφιμα», είπε η Βαλεντίνα την ώρα που ακουμπούσε την τσάντα πάνω στο τραπέζι. Δίπλα στην τσάντα έχωσε ένα πορτοφόλι. Κανείς δεν το πρόσεξε.

«Το βλέπω», είπε η Βάρενκα και χαμογέλασε, δηλαδή όχι ακριβώς, απλώς άλλαξαν θέση τα οστά του προσώπου της, αλλά κάτι ήταν κι αυτό.

«Λέω να μας φτιάξω λίγο τσάι, μπορώ;» πρότεινε η Βαλεντίνα.

Η γυναίκα με το πληγιασμένο κεφάλι ήταν σωριασμένη στο πάτωμα, τυλιγμένη με μια χιλιοτρυπημένη κουβέρτα.

Μόνο το κεφάλι της ήταν απέξω και το δέρμα της είχε μια πρασινωπή απόχρωση. Μια σπιθίτσα στο τζάκι πάλευε να κρατηθεί ζωντανή κι εκείνη είχε κάτσει εκεί μπροστά με το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, λες κι ήθελε να καταπιεί την κίτρινη φλόγα.

Η Βαλεντίνα έβγαλε απτην τσάντα της μια χούφτα προσάναμμα.

«Ορίστε».

Με προθυμία η Βάρενκα διάλεξε τρία κλαράκια και ακούμπησε το ένα πάνω στο άλλο στη φλόγα. Όταν αυτά άρχισαν να τριζοβολάνε, το αδύνατο πρόσωπο της τους χαμογέλασε λες κι ήταν φιλαράκια, ενώ η Βαλεντίνα έβραζε την τσαγιέρα κι ετοίμαζε το τσάι. Τα κομψά γλυκίσματα από την κουζίνα της μητέρας της έμοιαζαν γελοία και παράταιρα μέσα σαυτή την κατάντια, αλλά η γυναίκα δεν το πρόσεξε καν. Κάθισε στο τραπέζι με τη Βαλεντίνα κι έφαγε μαζεμένα τρία γλυκά προτού αρχίσει να μιλάει.

«Γιατί έρχεσαι;»

«Για να βεβαιωθώ ότι είσαι ακόμη εδώ».

Η γυναίκα έβγαλε έναν περίεργο ήχο από τα βάθη του λαρυγγιού της κι η Βαλεντίνα χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό ήταν γέλιο.

«Λες να μπορούσα να ήμουν κάπου αλλού;» τη ρώτησε.

«Δουλεύεις;» ζήτησε να μάθει η Βαλεντίνα.

«Δούλευα». Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Σένα υφαντουργείο. Αλλά απολύθηκα όταν πήρα μια μέρα άδεια γιατί ήταν άρρωστο το αγόρι μου». Τα μάτια της σκληρά.

Χωρίς δάκρυα.

«Ξέρω μια μοδίστρα που ψάχνει για καθαρίστρια. Θα μπορούσα να της μιλήσω. Αν θέλεις τη θέση».

«Ασφαλώς και τη θέλω».

Σιγή επικράτησε στο δωμάτιο λες κι η μία περίμενε κάτι από την άλλη. Η Βαλεντίνα μίλησε πρώτη.

«Τότε θα τη ρωτήσω, όμως θα πρέπει να είσαι κι εσύ καθαρή».

Η Βάρενκα έσκυψε και κοίταξε τα βρομερά της χέρια.

«Η βρύση του δρόμου έχει παγώσει πάλι. Έλιωσα χιόνι για το τσάι».

Η Βαλεντίνα ένιωσε το στομάχι της νανακατεύεται καθώς κοίταξε το μισοπιωμένο τσάι της.

«Τα σκυλιά κατουράνε στο χιόνι».

Για άλλη μια φορά ακούστηκε κάτι σαν σκουριασμένη ροκάνα. Η Βάρενκα κοίταξε την καινούργια φιλενάδα «Εσύ τι ακριβώς θέλεις; Δεν ήρθες εδώ μόνο για να με ταΐσεις».

Η Βαλεντίνα έβγαλε απτην τσάντα της μια κονσέρβα ροδάκινα και μια φραντζόλα μαύρο ψωμί. Αν ο Γιενς ήξερε ότι είχε έρθει μόνη της, θα θύμωνε πολύ.

«Θέλω να με προειδοποιήσεις».

«Να σε προειδοποιήσω για ποιο πράγμα;»

«Όταν θα έρθει ο κίνδυνος».

«Ποιος κίνδυνος;»

«Η επανάσταση που θα κάνετε εσείς».

Ήταν λες κι είχε πει τη μαγική λέξη. Η θανατίλα εξαφανίστηκε από τα μάτια της Βάρενκας, το στόμα της, το μαραμένο της δέρμα, όλα άλλαξαν. Η Βαλεντίνα τα χασέ που μία και μοναδική λέξη είχε τόση δύναμη.

«Αυτή είναι η διεύθυνση μου». Έσπρωξε προς το μέρος της ένα κομμάτι χαρτί.

Η Βάρενκα ούτε καν που το κοίταξε.

«Δεν ξέρω να διαβάζω. Και τέλος πάντων δεν θα μπορούσα ούτε καν να πλησιάσω στο μέγαρο που πρέπει να ζεις. Ακόμη κι οι υπηρέτες σου θα μέφτυναν στα μούτρα.

Σκέψου κάτι καλύτερο».

«Είδα ότι υπάρχει ένας πίνακας ανακοινώσεων στη στάση του λεωφορείου, στην πλατεία του Αγίου Ισαάκ. Καρφίτσωσε εκεί ένα κομματάκι από ένα κασκόλ και θα καταλάβω».

«Ένα κόκκινο κασκόλ;»

«Ό,τι θέλεις εσύ».

Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι. Η Βαλεντίνα ξαφνιάστηκε που η ουλή της σπάθας ήταν το μόνο πράγμα που έλαμπε μέσα στο υγρό δωμάτιο κι αναρωτήθηκε αν πονούσε.

«Πάντως ό,τι κι αν λένε οι άντρες», μουρμούρισε η Βάρενκα, «η επανάσταση θαργήσει».

«Κάποτε είδα έναν ολόκληρο στρατό από μυρμήγκια με κεντρί να ορμούν σ’ έναν αρουραίο και να τον σκοτώνουν», σχολίασε η Βαλεντίνα. «Προφανώς», πρόσθεσε, «τα δικά σας τα μυρμήγκια δεν έχουν ακόμη έτοιμο το στρατό τους».

«Για πες μου, τι κάνεις κι έχεις τόσο δυνατά δάχτυλα;»

«Παίζω πιάνο».

Η Βάρενκα ψηλάφισε τα δάχτυλα της Βαλεντίνας λες και θα μπορούσε έτσι να ακούσει μουσική.

«Ποτέ μου δεν έχω ακούσει να παίζουν πιάνο».

Αυτά τα λόγια έκαναν τη Βαλεντίνα να θέλει να βάλει τα κλάματα.

Έγινε τυχαία. Ο Γιενς δεν σκόπευε να περάσει να δει την Κάτια. Πήγε, όμως, γιατί ένα βράδυ που έπαιζε πόκερ στο σπιτι ενός φίλου, ήταν εκεί κι ο δόκτωρ Νικολάι Φεντόριν και μεταξύ χαμένων παρτίδων του είπε για μια καινούργια θεραπεία που αφορούσε βλάβες της σπονδυλικής στήλης και γινόταν στο κέντρο ιαματικών θεραπειών του Κάρλοβι Βάρι. Κι είχε ακούσει ότι γινόταν καλή δουλειά. Ο Φεντόριν βεβαίως είχε στο μυαλό του τις εύθραυστες νεανικές πλάτες των ανειδίκευτων που κομμάτιασαν οι σπάθες, αλλά ο Γιενς σκέφτηκε αμέσως την Κάτια. Όταν την άλλη μέρα το πρωί που είχε βγει βόλτα με το άλογο, είδε το φοβερό Κοζάκο της Βαλεντίνας να χοροπηδάει πάνω στην πλάτη μιας φοβισμένης φοράδας μες στην υγρή ομίχλη, ήταν φυσικό να σχολιάσει το θέαμα.

«Τούτο είναι ένα πολύ κομψό πλάσμα, Ποπκόφ, να είσαι σίγουρος. Αλλά δεν είναι το είδος που θα φανταζόμουν για σένα».

Ο Κοζάκος κούνησε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι του κι αυτός σαν άλογο.

«Το ζώο δεν είναι για μένα», είπε απότομα.

«Αχά! Μήπως μια έκπληξη για τη δεσποινίδα Βαλεντίνα;»

«Νιετ».

Ο Γιενς τσίγκλισε το άλογο του για να πάει πιο γρήγορα, αλλά η νεαρή σταρένια φοράδα είχε συμπαθήσει τον Ήρωα και τάχυνε από μόνη της για να πάει δίπλα του. Ο Κοζάκος χαλάρωσε τα γκέμια της κι εκείνη τριπόδισε σαν χαριτωμένη μπαλαρίνα.

Ο Γιενς δεν άντεξε να μη γελάσει. Ακόμη κι ο Κοζάκος χαμογέλασε με το στανιό, κι έτσι βρέθηκαν να προχωράνε δίπλα δίπλα στους βρόμικους δρόμους με τον Γιενς να βάζει τον Ήρωα ανάμεσα στη φοράδα και την κίνηση για να νιώθει εκείνη πιο ασφαλής, γιατί στα σταυροδρόμια γινόταν νευρική. Η ομίχλη τους συνόδεψε μέχρι το σπίτι των Ιβάνοφ.

Ο Ποπκόφ βούρτσιζε το τρίχωμα του Ήρωα και τα πήγαινε μια χαρά. Του Γιενς του άρεσε ο άνθρωπος που καταλάβαινε τη διάθεση ενός ζώου κι ήξερε πού έπρεπε να το ξύσει περισσότερο προκειμένου να το κάνει να ρουθουνίσει δυνατά κι ευχαριστημένα.

«Δεν θαργήσω», είπε στον Κοζάκο.

Ο άντρας γρύλισε.

Ο Γιενς γέμισε έναν κουβά από μια βρύση στην αυλή και τον έβαλε μπροστά στον Ήρωα, που έχωσε τη μεγάλη μαύρη μύτη του μέσα με ανακούφιση. Ο Γιενς έμεινε και χάζευε για κανένα λεπτό το ζώο.

«Ποπκόφ», του είπε, «έχεις μια προνομιούχο θέση σ αυτό το σπίτι». Κοίταξε το μεγαλόσωμο άντρα μένα ειρωνικό χαμόγελο. «Όντας ένας χοντροκέφαλος Κοζάκος, δεν μπορώ να φανταστώ γιατί σου επιτρέπεται η είσοδος μέσα στο σπίτι ή η πρόσβαση στις νεαρές δεσποινίδες Ιβάνοφ». Ο Γιενς χάιδεψε το μυώδη σβέρκο του Ήρωα.

«Να υποθέσω ότι αυτό θα οφείλεται στη φυσική σου γοητεία».

Το στόμα του Κοζάκου άνοιξε εντελώς κι άσπρα σαν ταφόπλακα δόντια έκαναν την εμφάνιση τους.

«Αι στο διάολο», είπε.

«Δεν έχω ξαναδεί τη Βαλεντίνα τόσο ευτυχισμένη».

Ο Γιενς χαμογέλασε στην Κάτια και κράτησε πιο σταθερά το μικροσκοπικό φλιτζάνι στα γόνατα του.

«Είναι επειδή δουλεύει στο νοσοκομείο. Απέκτησε κάποιο σκοπό η ζωή της».

«Αυτό λέει και η μαμά».

«Προφανώς έχει δίκιο η μαμά σου».

«Η μαμά δεν την ξέρει τόσο καλά όσο εγώ».

«Τι είναι αυτό», ρώτησε προσεκτικά, «που ξέρεις εσύ κι η μαμά σου δεν το ξέρει;»

«Γιενς, μπορεί να μη χρησιμοποιώ τα πόδια μου, αλλά χρησιμοποιώ τα μάτια μου».

«Και τι βλέπεις;»

Εκείνη γέλασε.

«Βλέπω πώς λάμπει η επιδερμίδα της ενώ κανονικά θα έπρεπε να ναι χλομή και κουρασμένη από τις ατέλειωτες ώρες στο νοσοκομείο, πώς σέρνει τα βήματα της όταν είναι αναγκασμένη να μείνει μέσα στο σπίτι. Τη βλέπω να κρυφογελάει όταν νομίζει ότι δεν τη βλέπει κανένας, βλέπω πώς αναστενάζει, πως εκεί που μιλάει κανονικά ξαφνικά κόβει την πρόταση στη μέση». Η φωνή της Κάτιας έγινε μελαγχολική. «Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει γιατί μόλις θυμήθηκε κάτι».

«Τι δηλαδή;»

«Μια στιγμή. Κάτι που ήρθε στο μυαλό της».

«Κάτια, είσαι ένα πάρα πολύ παρατηρητικό κορίτσι».

«Είναι η αδελφή μου. Την αγαπάω».

Οι ματιές τους συναντήθηκαν.

«Κι εγώ», είπε ήρεμα ο Γιενς.

Η Κάτια κούνησε το κεφάλι της, οι ξανθές της μπούκλες κουνήθηκαν κι αυτές.

«Το ξέρω».

«Πώς το ξέρεις;»

«Γιατί ξέρω τη Βαλεντίνα. Αγαπάει κι αγαπιέται».

«Κάτια, θα την προσέχω όσο δεν φαντάζεσαι».

Του χαμογέλασε.

«Το πιστεύω, Γιενς. Αλλά πρόσεχε. Γιατί αν ο μπαμπάς ανακαλύψει ότι εκείνη προτιμάει εσένα από το λοχαγό Τσερνόφ, θα σου απαγορεύσει να έρχεσαι στο σπίτι».

«Σ’ ευχαριστώ που με προειδοποίησες».

Δεν θα ήταν εύκολο για την Κάτια να του παραχωρήσει έτσι απλά την αδελφή της.

Ο Γιενς άκουσε τη φασαρία απτους στάβλους προτού πάει κοντά τους. Φοβήθηκε για τον Ήρωα κι έτρεξε γρήγορα προς τα κει. Φωνές και σπασίματα αντηχούσαν στους πέτρινους τοίχους και πέντε άντρες γρονθοκοπούσαν τον Ποπκόφ. Ο μεγαλόσωμος άντρας παραπατούσε και έριχνε μπουνιές σαν μεθυσμένη αρκούδα, αίμα έτρεχε από ένα σκίσιμο πάνω απ’ το μάτι του. Οι άλλοι ιπποκόμοι το είχαν σκάσει κι αυτό μόνο ένα πράγμα σήμαινε: Ήξεραν πολύ καλά ποιοι ήταν αυτοί οι άντρες με τα μαύρα σακάκια και τις γυαλιστερές μπότες, και γνώριζαν πολλά ώστε να κρατηθούν μακριά. Αλλά πέντε εναντίον ενός, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να το ανεχθεί ο Γιενς.

Άρπαξε απτον ώμο τον έναν από αυτούς, τον γύρισε προς το μέρος του και του έριξε μια μπουνιά στο στομάχι. Εκείνος μούγκρισε. Πριν φάει κι ο Γιενς καμιά γροθιά έριξε μια κεφαλιά στο στήθος του άλλου που έχασε την ισορροπία του. Ο Γιενς σήκωσε απότομα το λαιμό του και με το κεφάλι του έσπασε το σαγόνι του άντρα.

Μια δυνατή φωνή έσκισε το νοτισμένο αέρα κάνοντας τ άλογα να κλοτσάνε και να φρουμάζουν ταραγμένα. Με βλαστήμιες και με λοστούς οι άντρες κατάφεραν να ρίξουν τον Ποπκόφ στο χώμα, αλλά παρέσυρε μαζί του και δυο από αυτούς. Κουτρουβαλιάσματα, κλοτσιές από βαριές μπότες και λαχανιασμένες ανάσες ήταν το αποτέλεσμα.

«Γαμώτο!» φώναξε δυνατά ο Γιενς. «Σταματήστε αμέσως. Θα τον σκοτώσετε. Τι συμβαίνει;»

Ένα κεφάλι μισογύρισε. Ένα πρόσωπο με βαριά χαρακτηριστικά και μένα μοβ εκ γενετής σημάδι τον κοίταξε με τις σκούρες κόρες των ματιών του, που έδειχναν απίστευτη ευχαρίστηση.

«Άντε χάσου. Εκτός κι αν θες κι εσύ μια από τα ίδια».

Ένας λοστός εμφανίστηκε από δίπλα κι απείλησε να σπάσει το κεφάλι του Γιενς. Δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο γίνονταν όλα αυτά, όμως τώρα πια δεν τον ένοιαζε καθόλου. Πετάχτηκε, άρπαξε ένα μαστίγιο από ένα καρφί στον τοίχο και το ξαμόλησε. Το μαστίγιο πάνω του είχε καρφωμένα μεταλλικά άγκιστρα.

Η πρώτη καμουτσικιά καρφώθηκε στην πλάτη ενός άντρα, η δεύτερη έσκισε ένα κομμάτι απ’ το σβέρκο ενός άλλου.

Αίμα πετάχτηκε και πιτσίλισε τάχυρα. Οι δύο άντρες που στέκονταν δίπλα στον πεσμένο Κοζάκο στράφηκαν εναντίον του Γιενς, που με μια πολύ εύστοχη κίνηση του μαστίγιου τους έπιασε και τους δυο με μια θηλιά και τους πέταξε κάτω. Ήταν αργά πια όταν αντιλήφθηκαν πίσω τους τον πληγωμένο Κοζάκο που είχε σηκωθεί όρθιος. Ο λοστός που χε αρπάξει προσγειώθηκε στα κεφάλια και των δυο κι αυτοί σωριάστηκαν κάτω σαν σακιά.

«Γάμησε τους!» μούγκρισε ο Ποπκόφ.

«Εσύ να γαμηθείς!» μουρμούρισε ο Γιενς ανασαίνοντας με δυσκολία. «Τι διάολο έκανες και ξεκίνησε αυτός ο καβγάς;»

Κοιτάζονταν μεταξύ τους κι έκαναν προσπάθεια να μην μπήξουν τα γέλια. Ξαφνικά είχαν γίνει αδέλφια.

«Να σε χέσω!» είπε ο Γιενς. «Σε τι μ’ έμπλεξες;»

Μια ήρεμη φωνή ακούστηκε πίσω τους.

«Άσε κάτω το μαστίγιο. Κι εσύ, γουρούνι, πέτα το λοστό». Καμιά απειλή δεν υπήρχε στα λόγια του. Μόνο μια ήπια δήλωση. «Αλλιώς θα σας φυτέψω από μία σφαίρα στα κεφάλια σας».

Загрузка...