36

Ο Γιενς ανέβαζε αγκαλιά την Κάτια στις σκάλες κι η Βαλεντίνα ερχόταν πίσω του. Άκουγε θολά τη μητέρα της να κλαίει, την αδελφή Σόνια να κάνει σαν παλαβή, τους υπηρέτες να τρέχουν εδώ κι εκεί. Τα λόγια τους δεν καταγράφονταν στο μυαλό της. Το μόνο που έβλεπε ήταν η μακριά γραμμή της πλάτης του Γιενς. Είχε τυλίξει την Κάτια με την μπέρτα του κι οι μύες του διαγράφονταν καθαρά κάτω από τα ρούχα του όπως την κουβαλούσε.

Η Βαλεντίνα ήθελε να καταγράψει ξανά στο μυαλό της όλα εκείνα που είχε χάσει μαυτά που έγιναν στην καλύβα.

Τους λεπτούς αγορίστικους γοφούς, τα μαλλιά του, τους ώμους του. Ένιωθε γι’ αυτόν μιαν αποθυμιά που τη σκότωνε. Μόλις η Κάτια ξάπλωσε στο κρεβάτι της μόλον τον κόσμο του σπιτιού γύρω της, η Βαλεντίνα πήρε τον Γιενς στο δωμάτιο της μουσικής. Εκείνος έκλεισε πίσω του την πόρτα, την αγκάλιασε και την έσφιξε δυνατά πάνω του. Δεν μίλησε κανείς τους.

Τρίφτηκε πάνω του σαν γάτα κι έκανε το κορμί της να πάρει το σχήμα του δικού του. Ήταν ξανά δική του, έδιωχνε από πάνω της τα σημάδια που είχε αφήσει κάποιος ξένος. Κι όταν εκείνος τη φίλησε, η γεύση των χειλιών του την έκανε να νιώσει ξανά καθαρή.

Η Βαλεντίνα παρακολουθούσε από το κεφαλόσκαλο καθώς ο δόκτωρ Μπελόι χαιρετούσε τον πατέρα της κάτω στο μαρμάρινο χολ, έπαιρνε το καπέλο του κι έφευγε. Πρέπει να έκανε και κάποιο αστείο γιατί γελούσαν κι οι δυο τους. Καλό αυτό.

«Τι είπε, μπαμπά;» ρώτησε κατεβαίνοντας τρεχάλα τη σκάλα.

Ο πατέρας της έδειχνε γερασμένος. Τούτες οι τελευταίες μέρες του είχαν απορροφήσει κάθε ικμάδα, οι ώμοι του είχαν γείρει. Όταν της μίλησε, όμως, ο τόνος του ήταν μαλακός.

«Όλα θα πάνε καλά με την Κάτια. Ο δόκτωρ Μπελόι της έδωσε κάτι για να κοιμηθεί. Λίγες μέρες ξεκούραση και μερικά φάρμακα θα την ξανακάνουν όπως πριν. Έτσι είπε ο γιατρός».

Της χαμογέλασε. Η Βαλεντίνα τα χασέ, μα του χαμογέλασε κι αυτή σε μια προσπάθεια να τον πλησιάσει.

«Δεν ξέρεις πόσο ανακουφίστηκα», είπε κι άρχισε νανεβαίνει ξανά τη σκάλα. Στα μισά σταμάτησε, στράφηκε και είπε: «Μπαμπά, Σ’ ευχαριστώ».

«Για ποιο πράγμα;»

«Που προσπάθησες να συγκεντρώσεις τα χρήματα για να μας ελευθερώσεις. Πρέπει να ήταν.» Αναζήτησε την κατάλληλη λέξη. Ταπεινωτικό; Εξευτελιστικό; Μειωτικό; «Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο», είπε απλά.

Εκείνος κούνησε κοφτά το κεφάλι. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Την κοίταξε και χάιδεψε αφηρημένα τις μακριές φαβορίτες του.

«Κι εσύ;» τη ρώτησε. «Ελπίζω να είσαι καλά έπειτα από τόσες δοκιμασίες».

«Ναι, μπαμπά, καλά είμαι».

«Εκτός από αυτό που έπαθε η Κάτια, δεν συνέβη τίποτε άλλο;»

«Όχι, τίποτα».

«Ωραία. Τα καταφέρατε μια χαρά εσύ κι ο Φρίις».

Μπήκε στο δωμάτιο του κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Η Βαλεντίνα θυμήθηκε ότι εκείνος είχε στείλει την Κάτια στο γραφείο του στο Τέσοβο, αν και δεν το είπε ποτέ. Ήταν θυμωμένη μαζί του που άφησε την ευθύνη να βαραίνει τους δικούς της ώμους. Ωστόσο, ήταν εξίσου ένοχοι κι οι δυο τους.

Ο πυρετός εμφανίστηκε το ίδιο βράδυ κι ως την άλλη μέρα η Κάτια ήταν βαριά άρρωστη. Όταν άρχισαν κι οι εμετοί, τα μάτια της θόλωσαν σαν τον κόλπο του Νέβα και τα χέρια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα.

Χολέρα. Το ανακοίνωσε ο γιατρός Μπελόι και διέταξε την Ελιζαβέτα Ιβάνοβα να πάρει τα μέτρα της. Το σπίτι μπήκε σε καραντίνα, απαγορεύτηκαν οι επισκέψεις κι η Κάτια μεταφέρθηκε σένα δωμάτιο μακριά από τις κρεβατοκάμαρες της οικογένειας. Οι υπηρέτες διατάχθηκαν να μην πλησιάζουν. Η αδελφή Σόνια επιτέθηκε στην αρρώστια σαν να έκανε πολεμική εκστρατεία, διατάζοντας να σφουγγαρίζονται με απολυμαντικό όλοι οι χώροι, ξανά και ξανά. Ο γιατρός είπε πως η Κάτια το έπαθε από τα στάσιμα νερά των βαλτότοπων, όπου η μόλυνση ενδημούσε. Είχε καταπιεί αυτά τα νερά. Και τώρα την κατάπιναν εκείνα.

«Βαλεντίνα, να φοράς αυτή τη μάσκα».

«Θα βοηθήσει;»

Ο Γιενς της έκλεισε τη μύτη και το στόμα με την παλάμη του.

«Είναι χειρουργική μάσκα. Μου την έδωσε ο δόκτωρ Φεντόριν. Έχει μεγάλη σημασία να μην ανασαίνεις την ανάσα της».

Η Βαλεντίνα κατένευσε βουβά με τα μάτια της τεράστια πάνω από την παλάμη του - κι εκείνος θέλησε να την αρπάξει και να την πάρει μακριά απ’ αυτό το σπίτι της αρρώστιας. Στέκονταν δίπλα στους στάβλους απόπου ακούγονταν τα πατήματα και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων.

«Μου υπόσχεσαι να τη φοράς συνέχεια;»

Εκείνη έκανε «ναι» με το κεφάλι.

«Να μην τη φιλάς».

Τα μάτια της πετάρισαν, μα κατένευσε. Κι εκείνος τράβηξε το χέρι του απ’ το πρόσωπο της. Η Βαλεντίνα του χάιδεψε το μάγουλο.

«Θα προστατέψω το παιδί μας», του υποσχέθηκε.

«Τον εαυτό σου να προστατέψεις».

Έσκυψε να τη φιλήσει, όμως εκείνη γύρισε αλλού το πρόσωπο της.

«Μη με φιλάς. Μη ρισκάρεις».

Ο Γιενς την άρπαξε, την έσφιξε πάνω του και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της.

Η Βαλεντίνα στεκόταν έξω από το νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας και κοίταζε ανυπόμονα τις νοσοκόμες να κατεβαίνουν τις σκάλες με το πάσο τους, ύστερα από το τέλος της βάρδιας τους. Στον αέρα πλανιόταν μια μυρωδιά καμένου, μα δεν της έδινε σημασία. Συνέβαινε συχνά πια αυτό.

Ένα κατάστημα γινόταν στάχτη, πυρπολούσαν μια αποθήκη, έκαιγαν ένα εργοστάσιο. Για να μάθουν τα αφεντικά να μη χτυπάνε τα σωματεία και να μη φέρονται με σκληρότητα στους εργαζόμενους.

«Ντάρια!» φώναξε μόλις είδε την αδύνατη σαν κλαράκι γυναίκα με τα αγκαθωτά μαύρα μαλλιά.

«Βαλεντίνα! Δεν μπορείς να κρατηθείς μακριά από δω, ε;»

«Ντάρια, άκουσε με. Ξέρεις εκείνον τον καλόγερο της τσαρίνας που έρχεται εδώ πού και πού;»

«Τον Γρηγόρη Ρασπούτιν;»

«Ναι. Πώς θα τον βρω;»

Η Ντάρια στριφογύρισε τα μάτια και γέλασε.

«Χαζή! Μην τον πλησιάζεις αυτόν τον τρελό».

«Λέγε πώς θα τον βρω!»

«Λένε πως έχει ένα διαμέρισμα στην Γκοροχοβάγια, κοντά στη Φοντάνκα. Λένε πως εκεί μαζεύεται όλη η υψηλή κοινωνία, όταν δηλαδή ο καλόγερος δεν ζαλίζει με τις βρομιές του την τσαρίνα».

Ώσπου να τελειώσει τη φράση της, η Βαλεντίνα είχε εξαφανιστεί.

Την είχε πιάσει κλειστοφοβία. Ο μεγαλόσωμος ασουλούπωτος άντρας που μπήκε σκουντουφλώντας στο δωμάτιο φορούσε μια ακριβή μεταξωτή μαύρη πουκαμίσα και ψηλές μαύρες μπότες - κι η Βαλεντίνα τον αναγνώρισε αμέσως.

«Σε θυμάμαι», της είπε εκείνος. «Είσαι η μικρή νοσοκόμα που με χαστούκισε».

Ο πάτερ Γρηγόρης Ρασπούτιν τέντωσε προς το μέρος της το μακρύ του δάχτυλο, κάρφωσε τα παράξενα γαλάζια μάτια του πάνω της και την πλησίασε. Εκείνη τινάχτηκε θέλοντας να τον απασχολήσει πριν προλάβει κανένας άλλος να του τραβήξει την προσοχή. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο αλλά πνιγηρόο αέρας γεμάτος σκόνη που οι δέσμες των ηλιαχτίδων την έδειχναν να κατακάθεται πάνω στα γλυκά και τα μπισκότα που ήταν απλωμένα στο μεγάλο δρύινο τραπέζι. Καρέκλες ντυμένες με δαμασκηνό ύφασμα ήταν αραδιασμένες ένα γύρω στους τοίχους, κολλημένες η μια με την άλλη για να χωράνε όσο γίνεται περισσότεροι ικέτες, που λοξοκοίταζαν φιλύποπτα ο ένας τον άλλον. Προτού μπουν να καθίσουν, είχαν περιμένει ώρες ατέλειωτες όρθιοι στις σκάλες.

Μόνο που η Βαλεντίνα δεν καταλάβαινε να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σειρά με την οποία έμπαιναν στο γραφείο του καλόγερου - κι αν ήταν να περιμένουν λίγα λεπτά ή μερικές ώρες. Ή να μην μπουν καθόλου.

«Πάτερ Γρηγόρη, έχω ανάγκη να σου μιλήσω».

Εκείνος έριξε το άπληστο βλέμμα του ολόγυρα στο δωμάτιο και χαμογέλασε σε μια γυναίκα με βαθύ ντεκολτέ και ρουμπινένια σκουλαρίκια που άστραφταν στο φως του ήλιου.

«Όλοι έχουν ανάγκη να μου μιλήσουν», μουρμούρισε, «γιατί είμαι η οδός προς τον Άγιο Χριστό».

«Είναι κάτι επείγον».

«Έλα μαζί μου, τέκνο του Χριστού».

Την αγκάλιασε από τη μέση και την οδήγησε στην είσοδο του αδύτου του. Πίσω της ακούστηκαν απελπισμένοι αναστεναγμοί. Το γραφείο του καλόγερου ήταν στενόμακρο, με μια εκπληκτική εικόνα της Παναγίας του Καζάν φωτισμένη από μια κόκκινη λάμπα στη μια γωνία, ένα παλιό τραπέζι, έναν ταλαιπωρημένο δερμάτινο καναπέ και μια μεγάλη Βίβλο ανοιχτή σένα τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου. Το δωμάτιο μύριζε βαριά απλυσιά, σαν τον Ρασπούτιν, και φάνταζε βάρβαρο σαν κι αυτόν μέναν τρόπο που η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να προσδιορίσει.

Ο Ρασπούτιν πήγε και γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παρθένου κι έσκυψε το κεφάλι. Τα μαύρα μαλλιά του κρέμονταν μακριά και τα χείλη του ήταν παχιά και κόκκινα. Η Βαλεντίνα θυμόταν την ξινή γεύση τους. Ανατρίχιασε, θέλησε να φύγει αμέσως από κείνο το μέρος.

«Πάτερ Γρηγόρη, η αδελφή μου πεθαίνει».

Εκείνος αντέδρασε μαπρόσμενο τρόπο: Γέλασε και σηκώθηκε σαν πιασμένος.

«Όλοι πεθαίνουμε, τέκνο μου».

«Πάτερ, δεν ήρθα εδώ για ν’ ακούσω τέτοια λόγια. Έχω ακούσει ότι μπορείς να γιατρεύεις τον κόσμο. Σε παρακαλώ, γιάτρεψε τη.»

«Τέκνο του Χριστού», ακούστηκε η χαμηλή, μπάσα φωνή του, «βιάζεσαι πολύ. Πρέπει, όμως, να σταθείς και να συλλογιστείς τις αμαρτίες σου».

Ο τρόπος που την κοίταζαν τα αλλόκοτα μάτια του την έκανε να μπερδευτεί και να κοκκινίσει.

«Η αμαρτία», συνέχισε εκείνος κι η φωνή του διαπέρασε το μυαλό της, «είναι ο δρόμος που μας οδηγεί στον Παντοδύναμο. Αμαρταίνουμε, ζητάμε συγχώρεση, κι Εκείνος μας παίρνει στις αγκάλες Του». Την πλησίασε κι η Βαλεντίνα με το ζόρι κατάφερε να πάρει τα μάτια της από πάνω του.

«Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε για αμαρτίες, αλλά για γιατρειά».

«Όλοι μας έχουμε ανάγκη από γιατρειά». Το χέρι του ακούμπησε βαρύ στον ώμο της.

«Μπορείς να με βοηθήσεις, πάτερ;»

«Ντα. Ναι». Έσκυψε να τη φιλήσει στο μέτωπο, μα τούτη τη φορά η Βαλεντίνα ήταν προετοιμασμένη κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Α!» έκανε εκείνος και το στόμα του άνοιξε σαν βαθιά κατακόκκινη σπηλιά. «Νευρική ελαφίνα». Το χαμόγελο του πλάτυνε. «Από αυτές που προτιμώ».

Η Βαλεντίνα κοίταξε την πόρτα. Μπορούσε να σηκωθεί και να φύγει.

«Πάτερ Γρηγόρη, λένε πως κάνεις θαύματα για τον τσάρεβιτς, το διάδοχο».

Τα μάτια του καλόγερου στένεψαν και χαμήλωσαν. Ανακουφισμένη η Βαλεντίνα έγλειψε τα ξερά της χείλη.

«Ο Θεός μου χάρισε την τιμή να είμαι ο δίαυλος της δύναμης και της αγάπης Του προς αυτό το παιδί, τον επόμενο αυτοκράτορα της Ρωσίας». Απότομα πήγε και κάθισε στον καναπέ. «Έλα εδώ».

«Θα με βοηθήσεις; Έχω χρήματα. Όχι πολλά, μα.»

Ακούμπησε στο τραπεζάκι ένα μικρό πουγκί γεμάτο χρυσά ρούβλια.

«Γονάτισε εδώ». Η φωνή του Ρασπούτιν ήχησε δυνατή στο στενό δωμάτιο.

«Προτιμώ να σταθώ όρθια».

«Τότε, δεν μου κάνεις. Παραείσαι περήφανη».

«Κάτια. Το όνομα της αδελφής μου είναι Κάτια Ιβάνοβα. Έχει χολέρα. Σε παρακαλώ.» Ήρθε και γονάτισε μπροστά του, στα γυμνά σανίδια. «Σε παρακαλώ, βοήθησε τη». Το βάρος που ένιωθε στο στήθος της την έλιωνε. «Σε παρακαλώ, βοήθησε την Κάτια».

Ο καλόγερος ακούμπησε βαρύ και κτητικό το χέρι του στο κεφάλι της κι η κοπέλα ένιωσε κάτι να της καίει το μυαλό, να την κάνει να ξεχνάει γιατί είχε έρθει εδώ πέρα.

«Όχι», ψιθύρισε η Βαλεντίνα και τραβήχτηκε πίσω. Το χέρι του καλόγερου έπεσε στο πλάι.

«Δυνατή είσαι».

Ένα αλλόκοτο γρύλισμα βγήκε από το λαρύγγι του. Βάρβαρος, ακάθαρτος, ασελγής, μισοαγράμματος χωριάτης. Τέτοιος ήταν. Ωστόσο η Βαλεντίνα ένιωθε τη δύναμη του που την έκανε ναγγίξει το γόνατο του.

«Βοήθησε με, πάτερ Γρηγόρη».

Εκείνος απόμεινε να την κοιτάζει με τα χείλη του να κουνιούνται σε μια σιωπηλή προσευχή. Τα μάτια του έγιναν ολοστρόγγυλα, πήραν μια έντονη γαλάζια απόχρωση κι ύστερα έγιναν γυάλινα. Κι η Βαλεντίνα, για πρώτη φορά απόταν έμεινε έγκυος, ένιωσε έντονη αδιαθεσία. Ο καλόγερος έσκυψε, έπιασε το πρόσωπο της με τις παλάμες του, τα βρόμικα νύχια του έγδαραν τα μαγουλά της κι η διάθεση του άλλαξε.

«Θα ήσουν γλυκιά και τρυφερή», είπε χαμογελώντας θλιμμένα. «Θα ήσουν όλο αρώματα και γλύκα, μικρή μου ελαφίνα, που με βάζεις σε πειρασμό».

«Δεν σου είμαι τίποτα. Έχω όμως ανάγκη να βοηθήσεις την αδελφή μου».

«Βρίσκεται πέρα απ’ τη βοήθεια μου».

«Όχι! Σε παρακαλώ!»

Έφερε το πρόσωπο του τόσο κοντά στο δικό της, που η Βαλεντίνα διέκρινε τα κόκκινα σημάδια στη μύτη του και τη μυρωδιά του κονιάκ στην ανάσα του.

«Ο Παντοδύναμος Κύριος και Θεός μας δίνει την ίαση μέσω των χεριών μου», είπε, «και μου στέλνει οράματα που με βοηθούν να οδηγώ τους αμαρτωλούς στη σωτηρία της ψυχής τους. Βλέπω την αδελφή σου. Σύντομα θα εξαγνιστεί απόλα τα βασανιστήρια της σάρκας».

«Όχι! Λες ψέματα!»

«Εσύ όμως.» Έβγαλε τη γλώσσα του και την ακούμπησε στα χείλη της. «Εσύ έχεις μέσα σου ένα κορίτσι που κάποια μέρα θα τραβήξει τον πατέρα της από τα σαγόνια μιας φλεγόμενης κόλασης».

Όχι. Πώς μπορεί να τα ξέρει αυτά; Δεν είναι δυνατόν.

«Κορίτσι;» ψιθύρισε, «Ναι», αποκρίθηκε εκείνος κι έβαλε τα γέλια, δυνατά γέλια που έκαναν την άγρια χαίτη του να κουνιέται. Πήρε τα χέρια του από το πρόσωπο της και πρόσθεσε: «Και θα είναι σπουδαία ψεύτρα, γι’ αυτό να χεις το νου σου».

Το αίμα της έτρεχε τόσο δυνατά στις φλέβες της, που η Βαλεντίνα νόμισε πως θα σπάσουν. Άγγιξε την κοιλιά της κι ευχήθηκε το παιδί της να είναι αγόρι. Γιατί τότε ο Ρασπούτιν θα έκανε λάθος. Ας κάνει λάθος! Και γι’ αυτό, και για την Κάτια! Μένα σάλτο βρέθηκε όρθια. Αρκετά κράτησαν τούτα τα ψέματα, τούτα τα παιχνίδια. Άρπαξε το πουγκί με τα χρυσά νομίσματα κι έφυγε.

Η Κάτια πέθανε το ίδιο βράδυ. Η Βαλεντίνα άκουσε τον ελαφρό της ρόγχο κι είδε το κορμί της να χαλαρώνει και να σταματάει να παλεύει. Σιωπηλή, έμεινε να κάθεται εκεί, ακουμπώντας στο κρεβάτι της αδελφής της, να της κρατάει το χέρι, να μην το αφήνει να παγώσει.

Η μητέρα της ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι της νεκρής κι άρχισε να θρηνεί με συνταρακτικούς λυγμούς κι ο πατέρας της, όρθιος στα πόδια του κρεβατιού, ρωτούσε το Θεό τι είχαν κάνει για να τους αξίζει τέτοια τιμωρία.

Όλη την ημέρα, ενώ παπάδες πήγαιναν κι έρχονταν, κεριά άναβαν και λιβανιστήρια έκαιγαν, και τη νύχτα όταν η Σόνια έπλυνε ξανά το σώμα της Κάτιας και το έντυσε, η Βαλεντίνα δεν άφησε στιγμή το χέρι της αδελφής της.

Μόνο όταν η αυγή της τρίτης ημέρας άρχισε να χρωματίζει τις μαύρες κουρτίνες, ακούμπησε στο πάπλωμα το κέρινο χεράκι κι έφυγε ήσυχα από το δωμάτιο.

Δεν ξαναμπήκε ποτέ της εκεί μέσα.

Οι συγχορδίες ήταν σκληρές, έγδερναν ταφτιά του Γιενς καθώς τα χέρια της Βαλεντίνας σέρνονταν σαν σπασμένα φτερά πάνω στα πλήκτρα του πιάνου. Δυνατές οι νότες γέμιζαν κάθε γωνιά του δωματίου της μουσικής, άλλοτε σ ένα άγριο κρεσέντο κι άλλοτε με μια τρυφερότητα που του σπάραζε την καρδιά.

Ώρες ολόκληρες καθόταν εκεί, παρακολουθώντας το κορμί της Βαλεντίνας να τραντάζεται από ένα σιωπηλό κλάμα. Έπαιζε λες και ήθελε να ξεχειλίσει την ύπαρξη της με μουσική, έτσι που να μη μείνει χώρος για τη θλίψη και την οδύνη. Στο τέλος δεν άντεξε άλλο, σηκώθηκε και την αγκάλιασε από πίσω σφίγγοντας τα χέρια της έτσι που να μην μπορεί να παίξει πια. Εκείνη πάλεψε για λίγο να ελευθερωθεί, μέχρι που κάτι έσπασε μέσα της. Και τότε γύρισε και χώθηκε στην αγκαλιά του, κόλλησε πάνω του αναζητώντας καταφύγιο.

Загрузка...