3


Αγία Πετρούπολη

Δεκέμβρης 1910

«Μαντεμουαζέλ, κορίτσια, σήμερα θα γίνει μια μεγάλη τιμή στο σχολείο μας. Είναι μια μέρα που θα τη θυμόμαστε πάντα. Περιμένω από όλες σας να δώσετε τον καλύτερο εαυτό σας. Πρέπει να λάμψετε σήμερα!»

Η διευθύντρια σταμάτησε απότομα. Τα καλογραμμένα φρύδια της υψώθηκαν αηδιασμένα. Τα κορίτσια κράτησαν την ανάσα τους περιμένοντας να δουν σε ποιο άτυχο πλάσμα θα ξεσπούσε η οργή της. Σφιγμένη στο σκούρο της φουστάνι με τον ψηλό γιακά, που τον έκλεινε μια μεγάλη καρφίτσα με καμέο, η μαντάμ Πέτροβα βάδισε πάνω κάτω στη μεγάλη αίθουσα του οικοτροφείου του «Ινστιτούτου Αικατερίνσκι», κοιτάζοντας τις μαθήτριες της όπως εξετάζει ένας στρατηγός τα στρατεύματα του.

«Μαντεμουαζέλ Νάντια», είπε ξερά.

Η Βαλεντίνα κοίταξε στενοχωρημένη τη φίλη της, που είχε ρίξει μελάνια στην καθαρή ποδιά της.

«Ίσια το κορμί σου, κοπέλα μου. Το ότι βρίσκεσαι στην πίσω σειρά δεν σημαίνει ότι μπορείς και να κρεμιέσαι έτσι.

Μήπως θέλεις να σου δέσω ένα μπαστούνι στην πλάτη;»

«Όχι, μαντάμ». Η Νάντια ίσιωσε το κορμί της αλλά κράτησε τα χέρια της σταυρωμένα για να κρύβουν το λεκέ στην ποδιά της.

«Μαντεμουαζέλ Αλεξάνδρα, σήκωσε αυτή την μπούκλα που πέφτει στο μάγουλο σου».

Η διευθύντρια προχώρησε πιο κάτω.

«Μαντεμουαζέλ Αιμιλία, κλείσε τα πόδια σου. Δεν είσαι άλογο. Μαντεμουαζέλ Βαλεντίνα, πάψε να κουνιέσαι έτσι!»

Η Βαλεντίνα κοκκίνισε και κοίταξε τα δάχτυλα της που έπαιζαν ασταμάτητα καθώς προσπαθούσε να τα κρατήσει ζεστά. Δεν μπορούσε να παίξει με κρύα δάχτυλα. Αναστέναξε σιγανά. Έτσι γινόταν πριν από κάθε συναυλία. Εκείνη όμως είχε εξασκηθεί τόσο πολύ στο «Νυκτερινό», που το άκουγε και στον ύπνο της, μαζί με τα χλιμιντρίσματα των αφηνιασμένων αλόγων. Δεν είχε ξανακαβαλήσει άλογο από τότε που έγινε η έκρηξη -και δεν είχε σκοπό να ξανακαβαλήσει- αλλά οι φωνές των αλόγων στοίχειωναν πάντα το μυαλό της, όσο δυνατά κι αν χτυπούσε τα πλήκτρα του πιάνου.

«Μαντεμουαζέλ Βαλεντίνα».

«Μάλιστα, μαντάμ».

«Μην ξεχνάς ότι σήμερα θα παίξεις για τον ίδιο τον τσάρο».

«Μάλιστα, μαντάμ».

Σήμερα θα έπαιζε το «Νυκτερινό» του Σοπέν καλύτερα από κάθε άλλη φορά.

Ο Γιενς Φριις κοίταξε λοξά το ρολόι του τοίχου. Το απόγευμα δεν έλεγε να κυλήσει και του ερχόταν ν’ αρχίσει να χασμουριέται.

Τέντωσε όσο μπορούσε τα μέλη του κι άλλαξε εκνευρισμένος θέση πάνω στο κάθισμα. Τον είχαν κουράσει τ’ ατελείωτα ποιήματα και τραγούδια αλλά και τούτη η καρέκλα που δεν ήταν φτιαγμένη για ανθρώπους με μέλη σαν της καμηλοπάρδαλης, όπως ήταν αυτός. Ήταν έξω φρενών με την κόμισσα Σερόβα που τον είχε κουβαλήσει με το ζόρι σε τούτο το παρθεναγωγείο. Πνιγόταν στη δουλειά, έπρεπε να μελετήσει τα καινούργια οικοδομικά σχέδια που του είχαν στείλει σήμερα. Άσε που έκανε διαβολεμένο κρύο εδώ μέσα. Πώς το άντεχαν τα ταλαίπωρα τα κορίτσια; Στους πάγκους, που ήταν αραδιασμένοι κατά μήκος του τοίχου, οι μαθήτριες κάθονταν αλύγιστες μες στα μαύρα τους φορέματα με τις λευκές πελερίνες και τις λευκές ποδιές. Λες κι ήταν αγάλματα από χιόνι.

Κοίταξε την κοπέλα που τραγουδούσε. Ευχάριστη φωνή, μα όχι σπουδαία. Και το τραγούδι ήταν ένα από εκείνα τα βαρετά γερμανικά λίντερ που σιχαινόταν, που έλεγες πως δεν θα τελείωναν ποτέ. Η ματιά του πήγε προς την πόρτα κι αναμέτρησε τις πιθανότητες που είχε να το σκάσει.

«Γιενς», ψιθύρισε δίπλα του η κόμισσα Ναταλία Σερόβα. «Φρόνιμα».

«Δυστυχώς, αυτές οι αριστοκρατικές απολαύσεις ξεπερνάνε το χωριάτικο μυαλό μου».

Τα γκρίζα μάτια της κόμισσας τον αγριοκοίταξαν κι ύστερα γύρισε μπροστά. Ο Γιενς μύρισε το άρωμα της. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν από το Παρίσι, όπως και το καπέλο της, ένα τρελό κατασκεύασμα από μετάξι και φτερά που του φέρνε γέλια. Το μακρύ εφαρμοστό παλτό της ήταν αχνοπράσινο κι αναδείκνυε την κοριτσίστικη κορμοστασιά της -κι ας ήταν τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνων-, σμαράγδια έλαμπαν στ’ αφτιά και στο λαιμό της. Είχε υπέροχο γούστο αυτό δεν σήκωνε συζήτηση. Γιος Δανού τυπογράφου, ο Γιενς είχε μεγαλώσει στην Κοπεγχάγη μέσα σε μυρωδιές από μελάνια, όμως τώρα στα είκοσι επτά του μάθαινε να εκτιμάει τα φίνα αρώματα της Αγίας Πετρούπολης.

«Γίνεσαι προκλητικός», ψιθύρισε η κόμισσα. Άκου τη Μαρία».

Α! Ώστε αυτό το αηδονάκι ήταν η Μαρία, η ανιψιά της κόμισσας. Ο Γιενς τη θυμήθηκε αόριστα. Την είχε γνωρίσει πριν από δύο χρόνια, όταν η κόμισσα τον είχε σύρει πάλι εδώ να παρακολουθήσει ένα κοντσ4ρτο. Τότε είχε την τιμή να γνωρίσει για πρώτη φορά και τον τσάρο Νικόλαο.

Δεν έπρεπε να ξεχνάει ότι του τον είχε γνωρίσει η κόμισσα Ναταλία Σερόβα. Της χρωστούσε πολλά, κι ας τον εκμεταλλευόταν ο άντρας της που τον έβαζε να δουλεύει ως μηχανικό στο κτήμα τους.

Σήμερα, ο τσάρος Νικόλαος καθόταν στητός σε μια πολυθρόνα με ψηλή πλάτη στο κέντρο της αίθουσας, χωρίς να δείχνει αν έπληττε ή διασκέδαζε. Ήταν μικροκαμωμένος κι έκρυβε το αδύνατο σαγόνι του πίσω από μια μεγάλη καστανή γενειάδα - όπως έκρυβε και το μικροσκοπικό κορμί του κάτω από ογκώδεις στρατιωτικές στολές σχεδιασμένες για να εντυπωσιάζουν. Έτσι και τώρα, φορούσε ένα μεγαλόπρεπο χιτώνιο στο μπλε του παγονιού, φορτωμένο παράσημα και χρυσές αλυσίδες.

Ο Γιενς δεν ήταν ο μόνος που πίστευε ότι ο τσάρος Νικόλαος Αλεξάντροβιτς Ρομανόφ ήταν λάθος άνθρωπος σε λάθος θέση, εντελώς διαφορετικός από τον ορμητικό και καταπιεστικό πατέρα του, τον τσάρο Αλέξανδρο Γ, που ήταν κοντά δυο μέτρα ψηλός και συμπεριφερόταν λες και ήταν το σιδερένιο χέρι του Θεού. Τώρα, όμως, που η Ρωσία κινδύνευε να κόψει μόνη της το λαιμό της, χρειαζόταν απελπισμένα έναν ηγέτη που να διαθέτει σοφία και δύναμη.

«Μπράβο!» φώναξε ο τσάρος. «Μπράβο, μαντεμουαζέλ Μαρία».

Επευφημίες και χειροκροτήματα γέμισαν την αίθουσα.

Δόξα τω Θεώ, η ανιψιά είχε τελειώσει κι ο Γιενς αναστέναξε με ανακούφιση μια που τώρα θα μπορούσε να φύγει και να επιστρέψει στη δουλειά του. Την άλλη στιγμή όμως, ένα μεγάλο πιάνο με ουρά που βρισκόταν στην πέρα άκρη ζωντάνεψε κι η ψηλοτάβανη αίθουσα γέμισε μουσική. Ο Γιενς βόγκησε από μέσα του. Ήταν κάτι του Σοπέν, ενός από τους λιγότερο αγαπητούς του συνθέτες, που κλαψούριζε πάντα γεμάτος παράπονο και απελπισία.

Κοίταξε ποιος έπαιζε. Ήταν ένα λεπτοκαμωμένο πλασματάκι με μαύρη πυκνή χαίτη δεμένη με μια μαύρη κορδέλα. Δεκαεπτά, δεκαοκτώ χρόνων. Φορούσε τη στολή του «Ινστιτούτου Αικατερίνσκι» και κανονικά έπρεπε να δείχνει άχρωμη κι ανώνυμη, όπως όλα τ’ άλλα κορίτσια. Μα εκείνη δεν ήταν σαν τις άλλες. Είχε κάτι στην υπνωτική χάρη με την οποία κουνούσε τα χέρια της, που έκανε το βλέμμα του να μείνει καρφωμένο πάνω της.

Η κοπέλα είχε μικρά δυνατά δάχτυλα που πετούσαν πάνω στα πλήκτρα κι εξέφραζαν τον εσωτερικό της κόσμο. Η μουσική ανέβηκε σε μια δυνατή συγχορδία μινόρε, η ομορφιά της πλημμύρισε τον Γιενς και, στα καλά καθούμενα, του σπάραξε την καρδιά. Έκλεισε τα μάτια καθώς οι νότες άγγιζαν κάτι βαθιά μέσα του και το έκαναν να ματώσει.

Πιέστηκε ν’ ανοίξει τα μάτια του και βάλθηκε να περιεργάζεται αυτή την κοπέλα που μπορούσε να μεταμορφώνει τη μουσική σε όπλο.

Δεν κουνιόταν με δραματικό τρόπο πάνω στο σκαμνί του πιάνου. Μόνο τα χέρια της κουνιόνταν και το κεφάλι της, σαν ν’ ανήκαν στη μουσική κι όχι στο σώμα της. Η επιδερμίδα της ήταν λευκή σαν ελεφαντόδοντο και το πρόσωπό της ανέκφραστο - εκτός από τα μάτια της. Αυτά ήταν μαύρα και τεράστια και ξεχείλιζαν από ένα συναίσθημα που του Γιενς του φάνηκε περισσότερο σαν μανία παρά σαν έκσταση. Πού έβρισκε τόσο δυνατά συναισθήματα μια τόσο μικρή κοπέλα; Η μουσική τελείωσε μέσα σένα στεναγμό κι η κοπέλα κρέμασε το κεφάλι. Τα μαύρα της μαλλιά έκρυψαν το πρόσωπο της κι ακούμπησε μαλακά τα χέρια της στα γόνατα της. Την τάραξε ένα ελαφρό τρέμουλο, καθώς η σιωπή βασίλεψε στην αίθουσα. Ο Γιενς κοίταξε τον τσάρο. Δάκρυα κυλούσαν ανεξέλεγκτα στα μαγουλά του. Σήκωσε αργά τα αυτοκρατορικά του χέρια και βάλθηκε να χειροκροτεί. Όλη η αίθουσα τον μιμήθηκε. Ο Γιενς κοίταξε ξανά τη νεαρή πιανίστρια. Είχε στρέψει το κεφάλι, και τα φωτεινά μαύρα της μάτια ήταν καρφωμένα στα δικά του. Ήταν γελοίο, μα έδειχνε σαν να ήταν οργισμένη μαζί του.

«Μαντεμουαζέλ Βαλεντίνα», είπε ο τσάρος με τη φωνή σφιγμένη από συγκίνηση, «ευχαριστώ. Μερσί μπιεν. Παίξατε υπέροχα. Αλησμόνητα. Πρέπει να έρθετε να παίξετε για τη σύζυγο και τις αγαπημένες μου κόρες, όταν επιστρέψουν στα Χειμερινά Ανάκτορα».

Η κοπέλα σηκώθηκε κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση.

«Θα είναι μεγάλη μου τιμή», είπε.

«Συγχαρητήρια, καλό μου κορίτσι. Θα γίνεις σπουδαία πιανίστρια».

Εκείνη χαμογέλασε για πρώτη της φορά.

«Ευχαριστώ πάρα πολύ, Μεγαλειότατε. Είστε πολύ καλός».

Κάτι στο μουρμουριστό τρόπο που το είπε έκανε τον Γιενς να τιναχτεί. Παρά λίγο να βάλει τα γέλια, αλλά ο τσάρος δεν έδειξε να προσέχει την ελαφριά ειρωνεία της.

«Λοιπόν», μουρμούρισε η ντάμα του Γιενς, «το τραγούδι δεν σου άρεσε, τουλάχιστον απόλαυσες τον Σοπέν».

«Πραγματικά», αποκρίθηκε ο Γιενς και στράφηκε προς το μέρος της.

«Φρίις! Τι στην ευχή κάνεις εδώ πέρα, άνθρωπε μου;»

Ήταν ο τσάρος Νικόλαος. Είχε σηκωθεί κα: βημάτιζε να ξεπιαστεί μέχρι να εμφανιστεί η επόμενη κοπέλα. Μαζί του σηκώθηκαν κι όλοι οι παριστάμενοι. Ο τσάρος ήταν πολύ πιο κοντός από τον Γιενς κι είχε το συνήθειο να παλαντζάρει μπρος και πίσω. Οι γυναίκες τον χαιρετούσαν με υποκλίσεις κι οι άντρες έσκυβαν το κεφάλι με σεβασμό.

«Φρίις», συνέχισε ο τσάρος, «ελπίζω να μην ήρθες να φλερτάρεις τα κορίτσια».

«Όχι, Μεγαλειότατε. Ήρθα προσκεκλημένος της κόμισσας Σερόβα».

«Δεν θα έπρεπε να δουλεύεις; Εγώ αυτό περιμένω από σένα, κι όχι να κόβεις βόλτες μπροστά στις κόρες της αριστοκρατίας της Πετρούπολης».

Ο Γιενς υποκλίθηκε χτυπώντας τα τακούνια του.

«Τότε να φεύγω», είπε.

Ο Νικόλαος σοβάρεψε.

«Η παρουσία σου είναι απαραίτητη αλλού, Φρίις. Δεν θέλω να χάνει τον καιρό του ένας ικανός άνθρωπος σ’ αυτές τις.» κούνησε το φορτωμένο δαχτυλίδια χέρι του ένα γύρω, «τις σαχλαμάρες».

Ο Γιενς υποκλίθηκε ξανά και γύρισε να φύγει. Ταυτόχρονα το βλέμμα του αναζήτησε την πιανίστρια. Την είδε να εξακολουθεί να τον κοιτάζει. Της χαμογέλασε, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε, κι έτσι αυτός τη χαιρέτισε μένα κούνημα του κεφαλιού και βγήκε από την αίθουσα. Όπως η πόρτα έκλεινε πίσω του, ένιωσε ότι ένα κομμάτι του είχε απομείνει πάνω στο καλογυαλισμένο πάτωμα. Κάτι πολύτιμο.

«Γιενς!»

Εκείνος σταμάτησε.

«Α, κόμισσα. Όπως βλέπεις βιάζομαι».

«Περίμενε!» του φώναξε εκείνη. Τα βήματα της αντήχησαν στον άδειο κίτρινο διάδρομο του σχολείου καθώς έσπευδε να τον προλάβει. «Λυπάμαι, Γιενς. Δεν ήθελα να σε μαλώσει έτσι ο τσάρος».

«Αλήθεια;»

«Ναι. Συγχώρεσέ με».

Εκείνος έπιασε το γαντοφορεμένο χέρι της και το έφερε στα χείλη του.

«Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω, κόμισσα Σερόβα».

Η φωνή του όμως παλλόταν από ειρωνεία. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Μην είσαι τόσο αλαζονικός, Γιενς», του είπε. «Όχι σε μένα».

Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε στο στόμα. Τα χείλη της ήταν απαλά, προκλητικά. Ο Γιενς τραβήχτηκε. Εκείνη τον κοίταξε επιτιμητικά, έκανε μεταβολή και γύρισε στην αίθουσα.

Ανάθεμα τη.

Ο Γιενς έσφιξε γύρω του το βαρύ μανδύα του. Η γκρίζα ομίχλη κολλούσε στα ρούχα, τα μαλλιά, ακόμα και στις βλεφαρίδες του. Καβάλα στο άλογο του, διέσχιζε σαν φάντασμα την πόλη περνώντας από γέφυρες που πάνω τους έκαιγαν λάμπες μέρα και νύχτα τώρα το χειμώνα. Άκουγε άμαξες να περνάνε, αυτοκίνητα να κορνάρουν, αλλά δεν διέκρινε τίποτα μες στην ομίχλη. Πού και πού μόνο έβλεπε κάποιον πεζό να σφίγγει πάνω του το πορτοφόλι του. Αυτή η νύχτα ήταν ό,τι έπρεπε για τους κλέφτες.

Τούτον το χειμώνα έκανε πολύ κρύο, ακόμα και για την Αγία Πετρούπολη. Το κανάλι Μόικα είχε παγώσει κι ο ποταμός Νέβα είχε χαθεί μέσα στην αχλή που τύλιγε σαν σάβανο την πόλη. Ήταν ένας χειμώνας όλο άγριες απεργίες στα εργοστάσια και ελλείψεις στα καταστήματα τροφίμων.

Αναταραχή βασίλευε στους δρόμους, εργάτες μαζεύονταν στις γωνιές και κάπνιζαν με οργισμένες ρουφηξιές τα φτηνά τσιγάρα τους. Ο Γιενς σπιρούνισε το άλογο του, τον Ήρωα, να πάει πιο γρήγορα κι άφησε πίσω του το κομψό βουλεβάρτο Νέφσκι Προσπέκτ με τις γούνες και τα μετάξια του.

Οι δρόμοι έγιναν πιο στενοί, τα σπίτια πιο χαμηλά, μέχρι που ο υγρός αέρας γέμισε βρόμα κι απελπισία. Τρία αδέσποτα σκυλιά κυνήγησαν γαβγίζοντας το άλογο. Ο Γιενς κοίταζε γύρω του τα μαυρισμένα κτίρια και τα τραβηγμένα πρόσωπα. Το κρύο ήταν τόσο δυνατό, που είχε σπάσει πολλά τζάμια.

Γι’ αυτό βρισκόταν εδώ πέρα. Για κάτι τέτοια μέρη. Γι αυτούς τους βρομερούς δρόμους. Δεν υπήρχε, βλέπεις, νερό για να πλυθούν - μόνο κάτι πηγάδια, που το περιεχόμενο τους ήταν βούρκος, και κάτι αντλίες, που πάγωναν και δεν λειτουργούσαν. Γι’ αυτό είχε έρθει εδώ στην Πετρούπολη ο Γιενς.

Η ώρα ήταν τέσσερις το πρωί όταν η Βαλεντίνα χτύπησε μαλακά την πόρτα.

«Πέρασε, καλή μου». Η φωνή που της απάντησε ήταν απαλή.

Η κοπέλα έστριψε το πόμολο και μπήκε στο προσωπικό διαμέρισμα της αδελφής Σόνιας, όπου το λιγοστό φως σχημάτιζε σκιές σαν ξαπλωμένα σκυλιά στο χαλί.

«Καλημέρα», είπε.

Η νοσοκόμα ήταν πενηντάρα. Καθόταν σε μια κουνιστή πολυθρόνα και κουνιόταν με σταθερό ρυθμό. Το μεγάλο κορμί της το τύλιγε μια παλιά ρόμπα και στην ποδιά της ήταν ανοιγμένη μια Βίβλος.

«Πώς είναι απόψε;» τη ρώτησε χωρίς περιστροφές η Βαλεντίνα.

«Κοιμάται».

«Κοιμάται ή κάνει πως κοιμάται;»

Η Κάτια είχε υποβληθεί σε τρεις εγχειρήσεις μέσα στους τελευταίους έξι μήνες, για να διορθωθεί η τσακισμένη σπονδυλική στήλη της. Η κινητικότητα της είχε βελτιωθεί πολύ, αλλά ακόμα δεν ήταν σε θέση να περπατήσει. Όχι πως παραπονιόταν γι’ αυτό. Όχι, η Κάτια δεν θα παραπονιόταν ποτέ. Αλλά οι πορφυροί κύκλοι που σχηματίζονταν στα μάτια της και το σφίξιμο στα χαρακτηριστικά της την πρόδιδαν, όταν οι πόνοι της γίνονταν ανυπόφοροι.

«Τι της έδωσες;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Λίγο λάβδανο. Τη συνηθισμένη δόση».

«Νόμιζα πως είχες αρχίσει να το κόβεις το λάβδανο».

«Προσπάθησα, μικρούλα μου. Μα το έχει ανάγκη».

Η Βαλεντίνα δεν το σχολίασε. Και τι ξέρω εγώ για. το λάβδανο; Μόνο ό,τι βλέπω στο βλέμμα της Κάτιας.

Η νοσοκόμα σταμάτησε να κουνιέται και εξέτασε με ενδιαφέρον την έκφραση της κοπέλας.

«Η ενοχή είναι τρομερό πράγμα, καλή μου». Κούνησε το κεφάλι και χάιδεψε τη Βίβλο της. «Ο Θεός να μας συγχωράει».

Η Βαλεντίνα πήγε στο παράθυρο, άνοιξε τη βαριά κουρτίνα και κοίταξε έξω το σκοτάδι. Φώτα τρεμόπαιζαν εδώ κι εκεί, καθώς έλκηθρα και άμαξες με αναμμένους πυρσούς διέσχιζαν τούτη την πόλη που περηφανευόταν ότι δεν κοιμάται ποτέ, γλεντούσε πάντα άγρια και πέθαινε ακόμα πιο άγρια. Η Αγία Πετρούπολη ήταν μια πόλη των άκρων. Του «όλα η τίποτα». Λες και το μόνο που σκέπτονταν όλοι ήταν το επόμενο μεθύσι τους, το επόμενο παλαβό γλέντι, το επόμενο τυχερό παιχνίδι. Η Βαλεντίνα όμως ήθελε η ζωή της να είναι διαφορετική.

«Όχι.» μουρμούρισε στη νοσοκόμα. «Εγώ δεν αποζητάω τη συγχώρεση του Θεού».

Έτριψε δυνατά τα χέρια της - μα η παγωνιά που ένιωθε δεν ερχόταν απέξω.

Σκοτάδι ακόμα. Εκείνο το σκοτάδι το πηχτό, το βαρύ, που μουδιάζει το μυαλό. Οι πρώτοι πρωινοί θόρυβοι άρχισαν ν ακούγονται στο σπίτι, καθώς οι υπηρέτες άναβαν φωτιές στα τζάκια και γυάλιζαν τα πατώματα. Η Βαλεντίνα ήταν καθισμένη σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι της Κάτιας με μια πετσέτα απλωμένη στην ποδιά της.

«Έμαθα ότι ο μπαμπάς αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο όσο έλειπα στο σχολείο», είπε.

«Ναι. Ένα "Τουρικούμ" από την Ελβετία».

«Είναι τρομερά ακριβό;»

«Υποθέτω. Ο τσάρος Νικόλαος όμως αγόρασε ένα "Ντελονέ-Μπελβίλ". Ξέρεις πώς είναι τα πράγματα στην Αυλή.

Τρέχουν όλοι να τον αντιγράψουν».

«Ποιος οδηγάει το αυτοκίνητο;»

«Ο μπαμπάς προσέλαβε ένα σοφέρ. Λέγεται Βίκτορ Αρκίν».

«Τι τύπος είναι;»

«Πολύ κομψός μέσα στη στολή του. Δεν λέει πολλά, είναι σοβαρός αλλά εμφανίσιμος».

«Εσένα πάντα σου άρεσαν οι άντρες που φοράνε στολές».

Η Κάτια γέλασε κεφάτα κι η Βαλεντίνα το χάρηκε.

Υπήρχαν μέρες που η αδελφή της δεν γελούσε έτσι εύκολα.

Ωστόσο σήμερα τα μάτια της Κάτιας ήταν θολά λες κι είχε μπει μέσα τους η ομίχλη που ανέβαινε από το ποτάμι, το Νέβα. Είχε ακουμπισμένο το ένα της πόδι στην πετσέτα, κι η Βαλεντίνα της έκανε απαλά μασάζ, ζωντανεύοντας λιγάκι το παράλυτο μέλος. Ένα λεπτό στρώμα αιθέριου ελαίου λεβάντας ήταν απλωμένο στην επιδερμίδα της, κάνοντας πιο μαλακούς τους πόνους και σκεπάζοντας τη βαριά μυρωδιά του δωματίου της άρρωστης, που ήταν ξαπλωμένη στα μαξιλάρια της και τα μαλλιά της σχημάτιζαν ένα χρυσό φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της.

«Πες μου πάλι για τον τσάρο», είπε κοιτάζοντας τα χέρια της Βαλεντίνας που της έκαναν μασάζ. «Πώς ήταν;»

«Σου είπα. Ωραίος και γοητευτικός, και μου έκανε κομπλιμέντα για το παίξιμο μου».

Η Κάτια στένεψε τα γαλάζια της μάτια σαν να κοίταζε κάτι πολύ μικρό.

«Βαλεντίνα, μη νομίζεις πως δεν ξεχωρίζω τα ψέματα σου. Τι συνέβη χθες; Γιατί δεν συμπάθησες την Αυτοκρατορική του Μεγαλειότητα;»

«Ασφαλώς και τον συμπάθησα. Όλοι συμπαθούν τον τσάρο».

«Θα καλέσω την αδελφή Σόνια να σε πετάξει έξω αν δεν.»

Η Βαλεντίνα γέλασε και σταμάτησε για λίγο να τρίβει το πόδι της αδελφής της, που απόμεινε νεκρό στη χούφτα της σαν πόδι κούκλας.

«Εντάξει, εντάξει, το παραδέχομαι. Με ξέρεις καλά.

Έχεις δίκιο, Κάτια. Ο τσάρος Νικόλαος δεν μου άρεσε χθες.

Κι αυτό γιατί περιφερόταν μέσα στην αίθουσα λες κι ήταν δικός του όλος ο κόσμος - κι όχι μόνο ο μισός που ανήκει στους Ρομανόφ. Έκανε φιγούρα, σαν παγόνι. Ένας μικροκαμωμένος ανθρωπάκος με ψηλά παπούτσια».

Η Κάτια χτύπησε το κούτελο της με κοροϊδευτική απελπισία.

«Μα βέβαια, τώρα το θυμάμαι! Σου είχε πει πως ήθελε να πας να παίξεις για τη γυναίκα και τα παιδιά του και την άλλη φορά που σε είχε ακούσει, πριν από δύο χρόνια. Έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Και τότε ήμουν αρκετά χαζή για να τον πιστέψω.

Έκανα ατέλειωτες ώρες εξάσκηση περιμένοντας να με καλέσουν. Μα η πρόσκληση δεν ήρθε ποτέ». Ακούμπησε το πόδι της Κάτιας στο σεντόνι. «Τούτη τη φορά έχω πολύ περισσότερη λογική». Χαμογέλασε στην αδελφή της. «Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι έναν τσάρο. Τα ψέματα βγαίνουν πολύ εύκολα από τη βασιλική του γλώσσα».

Η Κάτια γούρλωσε τα μάτια.

«Ήταν κι εκείνος εκεί, ξανά;»

«Ποιος;»

«Μου είχες πει πως την άλλη φορά που έπαιξες μπροστά στον τσάρο Νικόλαο ήταν παρών και κάποιος άντρας».

«Όχι, δεν σου είπα τέτοιο πράγμα».

«Ναι, μου είπες».

Η Βαλεντίνα πήρε το άλλο πόδι της αδελφής της και το ακούμπησε στην πετσέτα. Βούτηξε τα δάχτυλα της στο ζεσταμένο λάδι λεβάντας κι άρχισε να της τρίβει την ξερή φτέρνα.

«Μα τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια από το πόδι της Κάτιας.

«Πριν από δύο χρόνια, όταν ο τσάρος επισκέφθηκε τη σχολή σου, ήταν εκεί κι ένας άντρας», επέμεινε εκείνη.

«Θυμάμαι ότι μου είπες ότι ήταν-»

«Μη λες χαζομάρες».

«Μου είχες πει πως ήταν σαν πολεμιστής Βίκινγκ».

«Ανοησίες».

«Με κόκκινα σαν φλόγες μαλλιά και πράσινα μάτια».

«Όλα αυτά είναι της φαντασίας σου».

«Όχι, εσύ μου τα είπες. Στεκόταν δίπλα στην πόρτα, κι εσύ-»

Η Βαλεντίνα γέλασε και της γαργάλησε την πατούσα.

«Όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων έλεγα πολλές ανοησίες».

Η Κάτια όμως την κάρφωνε με το βλέμμα.

«Μου είχες πει ότι τον ερωτεύτηκες».

Η Βαλεντίνα της πίεσε τον αστράγαλο.

«Κι αν είπα κάτι τέτοιο, ήταν μια από εκείνες τις ανοησίες που λένε τα σκολιαρούδια. Ούτε που του είχα μιλήσει.

Μόλις που θυμάμαι πώς ήταν». Ωστόσο, τα μαγουλά της είχαν κοκκινίσει.

«Μου είχες πει», μίλησε απαλά η Κάτια, «ότι το έβαλες σκοπό να τον παντρευτείς αυτόν τον πολεμιστή Βίκινγκ».

«Τότε έλεγα χαζομάρες. Δεν έχω σκοπό να παντρευτώ».

Η Κάτια είχε δίκιο για τον Βίκινγκ. Η Βαλεντίνα είχε προσπαθήσει να ξεγλιστρήσει, μα δεν τα κατάφερε. Τώρα ήταν θυμωμένη μαζί του. Ήταν φανερό πως εκείνος δεν την είχε θυμηθεί. Μα δεν είχε σημασία αυτό. Όχι. Άλλο ήταν που την εκνεύριζε: Ο τρόπος που είχε σηκωθεί κι είχε φύγει. Η βιαστική του αποχώρηση ήταν προσβλητική. Πετάχτηκε όρθιος, αντάλλαξε μερικές λέξεις με τον τσάρο κι έφυγε ολοταχώς. Τόσο πολύ τον είχε απογοητεύσει το παίξιμο της; Η ίδια, ωστόσο, ήταν πολύ περήφανη για την απόδοση της τούτη τη φορά, όμως η αδιαφορία του την είχε πονέσει.

Τώρα, καθόταν μπροστά στο πιάνο της αίθουσας μουσικής στο σπίτι των γονιών της. Χάιδεψε την επιφάνεια του.

Ήταν ένα όμορφο, γυαλιστερό μαύρο «Εράρ» με ουρά, που το αγαπούσε πολύ. Τα δάχτυλα της ταξίδεψαν στα πλήκτρα του και μονομιάς όλη της η ένταση εξαφανίστηκε. Έπαιξε μερικά αρπέζ σε διάφορες ταχύτητες για να ζεστάνει τους μυς της. Ο βαθύς, πλούσιος ήχος του «Εράρ» την ηρέμησε.

Γιατί ήταν πραγματικά ταραγμένη: Ήθελε να ξαναδεί τον Βίκινγκ.

Η Κάτια είχε δίκιο.

Η Βαλεντίνα είχε μείνει κεραυνόπληκτη όταν τον είδε να μπαίνει στην αίθουσα, λίγο μετά τον τσάρο, ψηλός και στητός μέσα στο φράκο του. Δεν τον περίμενε. Ήταν πολύ ψηλότερος απ’ όλους μέσα στην αίθουσα, λεπτός και με φαρδείς ώμους και μ’ έναν αέρα κατακτητή. Πριν από δύο χρόνια, είχε έρθει ξανά στη συναυλία του «Ινστιτούτου Αικατερίνσκι», μαζί με την ακολουθία του τσάρου, και τα δεκαπεντάχρονα μάτια της θαμπώθηκαν από τα φλογισμένα μαλλιά του και την ενεργητικότητα του. Το ζωηρό πράσινο βλέμμα του είχε σαρώσει την αίθουσα μένα ύφος σαν να το διασκέδαζε που βρισκόταν εκεί πέρα, σε μια εκδήλωση που δεν ήταν να την παίρνει καθείς στα σοβαρά.

Όλη την ώρα που οι συμμαθήτριες της τραγουδούσαν και χόρευαν, εκείνη τον παρακολουθούσε και ήταν φανερό ότι εκείνος βαριόταν. Η Βαλεντίνα προσπαθούσε να διασταυρώσει το βλέμμα της με το δικό του, αλλά εκείνος είχε μάτια μόνο για την όμορφη γυναίκα που καθόταν δίπλα του, ντυμένη με πράσινα μετάξια και φορτωμένη σμαράγδια. Κι όταν ήρθε η ώρα της να παίξει, η παρουσία του την τάραξε και δεν έπαιξε καλά. Η Βαλεντίνα ήταν έξω φρενών με τον εαυτό της. Μα δεν είναι δυνατόν να είσαι ερωτευμένη με κάποιον που δεν του έχεις μιλήσει καν, που απλώς τον έχεις δει στην άλλη άκρη μιας αίθουσας. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα.

Τα δάχτυλα της έπαψαν να κάνουν ασκήσεις κι άρχισε να παίζει τη «Σονάτα σε ντο μείζονα» του Μότσαρτ, ένα κομμάτι που της άρεσε ιδιαίτερα. Ξαφνικά, όμως, σήκωσε απότομα τα χέρια της από τα πλήκτρα. Δεν ήθελε να παρασύρεται έτσι από τη μουσική. Δεν άρεσε της μητέρας της.

Έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν καθωσπρέπει κοπέλα, κι όχι σαν μουζικάντης.

Σηκώθηκε απότομα κι ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιο της.

«Καλημέρα, κύριε υπουργέ».

«Καλησπέρα, κύριε υπουργέ».

«Καληνύχτα, κύριε υπουργέ».

Τούτα τα λόγια δεν άρεσαν καθόλου στον Βίκτορα Αρκίν. Εκείνος ήθελε να λέει: «Καλημέρα, σύντροφε».

«Μάλιστα, αφέντη».

«Όχι, αφέντη».

Τούτα τα λόγια του γύριζαν τ’ άντερα.

Κάθε μέρα ο Αρκίν οδηγούσε το «Τουρικούμ» για να πάει τον υπουργό Ιβάνοφ στο υπουργείο Οικονομικών, και κάθε μέρα άκουγε πολλά και διάφορα. Ο υπουργός δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό κι ο Αρκίν τον άκουγε να μιλάει με τους συνεργάτες του, όταν τους πήγαινε σε διάφορες συσκέψεις. Μια φορά, μάλιστα, ο υπουργός, έχοντας πιει πάρα πολλά κονιάκ, έκανε τη χαζομάρα ν’ αφήσει το χαρτοφύλακα του στο αυτοκίνητο. Ο Αρκίν διάβασε προσεκτικά το περιεχόμενο του και κράτησε σημειώσεις για μια περίπου ώρα, προτού επιστρέψει το χαρτοφύλακα στον υπουργό.

Το χειρότερο απ’ όλα ήταν τα βράδια που περίμενε στο κρύο σαν σκυλί έξω από διάφορα εστιατόρια, νάιτ κλαμπ, πορνεία. Έξω από το διαμέρισμα της ερωμένης του υπουργού, στο Ισμαηλόφσκι Προσπέκτ. Κάποιες μέρες, όμως, η μαντάμ Ιβάνοβα ζητούσε το αυτοκίνητο αντί για την άμαξα, και τότε ο Αρκίν χαμογελούσε.

Μια τέτοια μέρα ο Αρκίν στεκόταν και κοίταζε την Ελιζαβέτα Ιβάνοβα να κατεβαίνει τη σκάλα της εισόδου και συλλογιζόταν ότι τις γυναίκες της τάξης της μπορούσες να τις τυλίξεις με κουρέλια κι αυτές να εξακολουθούν να δείχνουν αυτό που είναι: Όμορφα, κομψά, αρωματισμένα παράσιτα.

Πλησίασε πατώντας προσεκτικά στα χαλίκια που είχαν σκεπαστεί από ένα λεπτό στρώμα χιονιού κι ας τα είχαν σκουπίσει πριν από μία μόλις ώρα. Εκείνος στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο ντυμένος με την καφέ στολή του και το πηλήκιο με τη χρυσή ταινία, περιμένοντας τις οδηγίες της.

«Αρκίν, σήμερα θέλω να πας και τις δύο κόρες μου στο εστιατόριο "Γκορντίνο", στη Μόρσκαγια». Τα γαλάζια της μάτια τον κοίταζαν σαν να τον ζύγιζαν, ήθελε να δει αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

Και τις δύο κόρες. Σπάνιο πράγμα αυτό. Η ανάπηρη δεν έβγαινε συχνά, κι ας είχε βγάλει ο Αρκίν το κάθισμα του συνοδηγού για να μπορεί να μπει το αναπηρικό καροτσάκι της. Φαίνεται πως της το είχε επιβάλει η μεγαλύτερη αδελφή της, η μελαχρινή, εκείνη που τον κοίταζε σαν να μην την ξεγελούσε η στολή του σοφέρ κι ο υποτακτικός τρόπος που κατέβαζε τα μάτια του ο Αρκίν.

Παραλίγο να του ξεφύγει και ν’ αποκριθεί πως σήμερα δεν ήταν ημέρα για να πάνε τα κορίτσια στην πόλη. Κράτησε τες ε5ώ, κόντεψε να της πει. Κατένευσε όμως ευγενικά κι άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.

Ο Αρκίν άκουγε την κάθε λέξη. Όπως πάντα. Αυτή ήταν η δουλειά του.

Το «Τουρικούμ» ήταν ένα υπέροχο θηρίο. Φερμένο από την Ελβετία, με σκούρα μπλε δερμάτινη ταπετσαρία και εντυπωσιακά μπρούντζινα στολίδια, που ο σοφέρ τα γυάλιζε καθημερινά. Τώρα, καθόταν στη θέση του κουκουλωμένος με το καφέ παλτό του - το κρύο δάγκωνε σαν τίγρη σήμερα. Οι κόρες ήταν κουκουλωμένες κι αυτές μένα βαρύ αρκουδοτόμαρο και στα κεφάλια τους φορούσαν γούνινες κουκούλες.

Οι διαδηλωτές θα κρυώνουν σήμερα. Αυτοί δεν έχουν αρκουδοτόμαρα ούτε γούνινες κουκούλες. Το μόνο που ζεσταίνει τις άδειες κοιλιές τους είναι η οργή.

Διέσχιζαν τους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης με τα ψηλά παστέλ κτίρια και τους κατοίκους της να περπατάνε βιαστικά για να μην παγώσουν. Στον Αρκίν άρεσε να βλέπει πολλά αμάξια κι αυτοκίνητα να διασταυρώνονται στους δρόμους. Όσο πιο πολλή κίνηση είχε, τόσο μεγαλύτερο θα ήταν το χάος που θ’ ακολουθούσε.

Με το αφτί τεντωμένο, άκουγε τις κοριτσίστικες κουβέντες τους. Ανοησίες. Ενθουσιασμένες φωνές καθώς πέρασαν μπροστά από το κατάστημα μόδας της μαντάμ Ντικλέ. Μουρμουριστοί έπαινοι έξω από του Ζιρκόφ, που οι βιτρίνες του ξεχείλιζαν από εξωτικές ανατολίτικες πορσελάνες κι εγγλέζικα ασημικά. Κοίταξε λοξά την Κάτια κι είδε πως παρακολουθούσε τον έξω κόσμο όπως εκείνος θα παρακολουθούσε ένα τσίρκο.

«Σήμερα», ανακοίνωσε η Βαλεντίνα, «θα κάνουμε ό,τι μας αρέσει».

«Ναι», αποκρίθηκε η Κάτια. «Ό,τι μας αρέσει».

Την τύλιγε μια αίσθηση ελευθερίας, αφού σπάνια ξέφευγε από την επίβλεψη της μητέρας της και της αδελφής Σόνιας.

Ο Αρκίν πάτησε απότομα φρένο. Μια σειρά αστυνομικών με σκούρες στολές και απειλητικό ύφος έκλειναν το δρόμο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, αλλά η άμαξα που προπορευόταν γλίστρησε άσχημα, καθώς το άλογο που την έσερνε ταράχτηκε από ένα θόρυβο σαν μακρινό μπουμπουνητό που ερχόταν από μπροστά και πλησίαζε.

Η κίνηση στη Μόρσκαγια σταμάτησε και οι πεζοί γύριζαν προς τα πίσω κοιτάζοντας νευρικά πάνω απ’ τους ώμους τους. Οι οδηγοί είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται, καβγάδες ξεσπούσαν.

«Τι συμβαίνει, Αρκίν;» ρώτησε η Βαλεντίνα. Έσκυψε μπροστά, προσπαθώντας να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. «Τι προκαλεί αυτή την καθυστέρηση;»

«Οι απεργοί κάνουν διαδήλωση στη Μόρσκαγια», αποκρίθηκε εκείνος προσπαθώντας να μην την τρομάξει.

«Οι απεργοί; Αυτοί που δημιουργούν τόσα προβλήματα στα εργοστάσια; Διάβασα σχετικά στις εφημερίδες».

Εκείνος δεν το σχολίασε.

«Ο πρωθυπουργός Στολίπιν τους κατηγόρησε ότι προσπαθούν να καταστρέψουν την οικονομία της Ρωσίας», συνέχισε η Βαλεντίνα. «Έχουν καταφέρει να κλείσουν τα ορυχεία μας και να σταματήσουν τους σιδηροδρόμους μας».

Κανένα σχόλιο.

«Δεν μπορώ να τους δω», γκρίνιαξε η Κάτια. «Είναι μπροστά μας οι αστυνομικοί».

«Να, κοίτα, φαίνονται οι κορφές από τα πλακάτ τους», της έδειξε η Βαλεντίνα. Ο Αρκίν διέκρινε ανησυχία στη φωνή της.

Περιμένετε λίγο και θα δείτε περισσότερα απ’ όσα θα θέλατε.

Οι πλάτες των αστυνομικών σχημάτιζαν ένα συμπαγές τείχος από τη μια άκρη του δρόμου ως την άλλη.

«Λες να γίνουν φασαρίες;» Η Βαλεντίνα είχε γείρει τόσο πολύ μπροστά, που ο Αρκίν ένιωθε τη ζεστή της ανάσα στο σβέρκο του. Τη φανταζόταν να ανατριχιάζει νευρικά.

«Αρκίν, γιατί κάνουν απεργία αυτοί οι άνθρωποι;»

Λεν το ξέρει; Πώς είναι δυνατό να μην το ξέρει; «Ζητάνε δίκαιους μισθούς, δεσποινίς Βαλεντίνα. Να, η Αστυνομία προχωράει καταπάνω τους».

Οι αστυνομικοί προχωρούσαν αργά, αμείλικτα. Στα χέρια τους κρατούσαν μακριά κλομπ. Ή μήπως ήταν όπλα; Οι ρυθμικές κραυγές των διαδηλωτών πλησίασαν κι άλλο, κι ο κίνδυνος έγινε χειροπιαστός. Οι διαβάτες άρχισαν να τρέχουν γλιστρώντας στον πάγο και στο χιόνι. Ο σφυγμός του Αρκίν δυνάμωσε.

«Αρκίν», ακούστηκε η φωνή της Βαλεντίνας. «Πάρε μας από δω. Κάνε ό,τι θέλεις, αλλά πάρε μας από δω».

«Δεν μπορώ. Έχουμε παγιδευτεί ανάμεσα στα οχήματα».

«Αρκίν!» τον πρόσταξε η Βαλεντίνα. «Σε παρακαλώ να φύγεις αμέσως από δω».

Ένα νεύρο πετάρισε στο σαγόνι του και τα γαντοφορεμένα χέρια του έσφιξαν το τιμόνι.

«Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να κουνήσω το αυτοκίνητο», είπε ξερά κοιτάζοντας ίσια μπροστά. «Έχουμε κολλήσει».

«Αρκίν, άκουσε με. Έχω δει τι είναι σε θέση να κάνουν οι μπολσεβίκοι. Δεν θα καθίσω εδώ σαν πρόβατο επί σφαγή μαζί με την αδελφή μου, και να περιμένω να μας ξανακάνουν τα ίδια».

Ο Αρκίν διέκρινε το φόβο στη φωνή της. Γύρισε και την κοίταξε κατάματα. Τον κοίταξε κι αυτή, κι ύστερα ο Αρκίν κατέβασε το βλέμμα.

«Καταλαβαίνω, δεσποινίς Βαλεντίνα».

«Κάνε κάτι, σε παρακαλώ».

«Δεν υπάρχει λόγος να τους φοβάστε αυτούς», είπε ψέματα ο Αρκίν. «Το μόνο που θέλουν οι διαδηλωτές είναι καλύτερες αμοιβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Κανείς δεν πρόκειται να βλάψει ούτε εσάς ούτε τη δεσποινίδα Κάτια».

Εκείνη άπλωσε τα χέρια της λες κι ήθελε να τον αρπάξει και να τον ταρακουνήσει.

«Βγάλε έξω το αναπηρικό καροτσάκι», τον πρόσταξε.

«Θα την πάω σπρώχνοντας εγώ».

«Δεν είναι ανάγκη».

Ο Αρκίν έστριψε απότομα το τιμόνι όλο δεξιά. Ακούμπησε με τον προφυλακτήρα του «Τουρικούμ» την άμαξα που βρισκόταν μπροστά τους και την έσπρωξε στο πλάι.

Ένα άλογο χλιμίντρισε, αλλά οι τροχοί του βαρίου αυτοκινήτου ήταν τώρα ελεύθεροι κι ο Αρκίν μπόρεσε να το ανεβάσει στο πεζοδρόμιο, να στρίψει και να βρεθεί σ’ έναν κενό χώρο.

«Θα σας πάρω από δω», είπε.

Загрузка...