20
«Λοιπόν, πώς είμαι;»
«Σαν γκουβερνάντα». Η Κάτια επιθεώρησε την αδελφή της με αυστηρό μάτι. «Λόγω του καπέλου».
Η Βαλεντίνα στροβιλίστηκε εκεί που στεκόταν για να δείξει τη στολή της νοσοκόμας απόλες τις μεριές. Ήταν λευκή και κολλαριστή και την έκανε να νιώθει άλλος άνθρωπος. Στον καθρέφτη είδε το σφιχτό σκούφο που ήταν δεμένος ολόισια στο μέτωπο της και τις πλισέ πτυχές του που πεφταν στους ώμους της, κρύβοντας και την παραμικρή τρίχα από τα μαλλιά της. Ήταν η πρώτη της μέρα και τα νεύρα της είχαν γίνει κρόσσια. Ίσιωσε την άκαμπτη ποδιά της πάνω απτην ολόλευκη απέριττη στολή της και χαμογέλασε στην Κάτια.
«Κοίτα με καλά».
«Γιατί;»
«Γιατί όταν γυρίσω απ’ το νοσοκομείο θα είμαι εντελώς διαφορετική».
Η Κάτια γέλασε.
«Βρομερή και τρισάθλια και πεθαμένη από την κούραση, εννοείς».
«Ακριβώς!»
Αλλά η ματιά που αντάλλαξαν οι δυο αδελφές κράτησε λίγο παραπάνω, γιατί κι οι δυο τους ήξεραν ότι άλλο εννοούσε η Βαλεντίνα.
Το νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας ήταν σαν τα λαγούμια, γεμάτο διαδρόμους. Τεράστιοι θάλαμοι έμοιαζαν ναπορροφούν όλους τους θορύβους μέσα στους γρανιτένιους τοίχους τους, κάνοντας το μέρος να φαντάζει σιωπηλό κι άδειο.
Οι φωνές ήταν ψιθυριστές, τα βογγητά κι ο βήχας έβγαιναν με το ζόρι, λες κι η ζωή σεκείνους τους χοντρούς τοίχους πάλευε να κρατηθεί με το ζόρι. Την πρώτη μέρα η Βαλεντίνα είχε την αίσθηση της καταδίωξης. Ένιωσε ότι η σανιτάρκα Ιβάνοβα δεν ήταν πια κάτι ιδιαίτερο αλλά ένα ασήμαντο κομμάτι μιας αδιάφορης μηχανής, κι αυτό της πήρε πολύ χρόνο για να το χωνέψει. Άλλα πράγματα περίμενε, αυτό πάντως όχι.
Η μέρα ξεκίνησε με μια επιθεώρηση. Νοσοκόμες στη σειρά κι η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια με μισόκλειστα μάτια γεμάτα ευχαρίστηση να κάνει παρατηρήσεις: για τα παπούτσια, για τη ζώνη της ποδιάς, για τα ξέφτια στα μανικέτια, για τα νύχια τους. Η Βαλεντίνα έδειξε τα χέρια της και την άκουσε να δυσανασχετεί εκνευρισμένη που δεν της βρήκε κανένα ψεγάδι.
Θαδειάζεις πάπιες. Είχε δίκιο η Γκορντάνσκαγια. Είχε πάψει ακόμη κι η μπόχα τους να την ενοχλεί. Έμαθε πώς να διπλώνει σε φάκελο τις κουβέρτες και τα σεντόνια στις γωνίες, να τα χώνει κάτω απτα λεπτά στρώματα, της το είχαν πει χιλιάδες φορές μέχρι να το κάνει σωστά. Είχε εξασκηθεί να γυρίζει τους ασθενείς πάνω στα κρεβάτια τους προκειμένου να τραβάει από κάτω τους τα λερωμένα σεντόνια.
Την τοποθέτησαν σένα γυναικείο θάλαμο με λυπημένα και γεμάτα φόβο μάτια κι αχτένιστα μαλλιά. Αλλά η υπομονή σε συνδυασμό με την καρτερικότητα ήταν σχεδόν χειροπιαστές ανάμεσα σαυτές τις γυναίκες κι η Βαλεντίνα έμαθε να μην προσπερνάει γρήγορα. Έμαθε να κοιτάζει, να γυρίζει παντού το κεφάλι της, είδε τις ασθενείς νασχολούνται με μικροπράγματα: να παίζουν χαρτιά, να πλέκουν, να σκαλίζουν τα πόδια τους, να σκέφτονται τι φαγητό θα φάνε το μεσημέρι. Τα άκαμπτα κορμιά και τα κλειστά μάτια της δημιουργούσαν νευρικότητα. Όταν μια νεαρή ασθενής με κατσαρά μαλλιά σηκώθηκε ξαφνικά κ,ι άρχισε να φωνάζει ότι ένα σκουλήκι της έτρωγε την καρδιά, ενώ παράλληλα η ίδια ξέσκιζε το νυχτικό της με αποτέλεσμα το στήθος της να απομείνει γυμνό και ματωμένο, η Βαλεντίνα έτρεξε κοντά της και φώναξε για βοήθεια. Γι’ αυτό το στραβοπάτημα της άκουσε τα εξ αμάξης από την Γκορντάνσκαγια.
«Μην τρέχεις».
«Μη φωνάζεις».
«Μην πανικοβάλλεσαι».
«Μη φοβίζεις τους ασθενείς».
«Μη δείχνεις πόσο βλαμμένη είσαι».
«Μην ντροπιάζεις το νοσοκομείο».
Μη.
Η Βαλεντίνα κοιτούσε μπροστά της, έσφιγγε τα δάχτυλα των ποδιών της μες στα παπούτσια της.
«Θα βάλω τα δυνατά μου».
«Καλά θα κάνεις».
Γαμώτο, θα βάλω τα δυνατά μου.
Στο τέλος της ημέρας τα χέρια της ήταν τραχιά και τα ποδιά της λες και της τα είχαν μασουλήσει σκυλιά και μετ« τα είχαν φτύσει. Αλλά τα είχε καταφέρει χωρίς να σκοτώσει κανέναν ασθενή - κι αυτό ήταν ένα κατόρθωμα. Φόρεσε πάνω απ’ τη στολή της το ναυτικό της σακάκι και, ερείπιο από την κούραση, έβαλε τις μπότες της και βγήκε σένα σκοτεινό και χιονισμένο κόσμο. Της φαινόταν αδιανόητο που για την Αγία Πετρούπολη ήταν άλλη μια συνηθισμένη μέρα όταν η δική της μέρα ήταν πέρα για πέρα ασυνήθιστη: Οι άμαξες περνούσαν κροταλίζοντας, οι λακέδες φώναζαν ο ένας στον άλλον καθώς τις κουμαντάριζαν, τα τραμ έκαναν το γνωστό μεταλλικό τους ήχο, αγόρια έτρεχαν πάνω σε σιδερένια έλκηθρα και τα φώτα έλαμπαν μέσα απ’ το χιόνι που έπεφτε. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Εκτός από εκείνη.
Σήκωσε την κουκούλα της και τάχυνε το βήμα.
Ο Γιενς ήταν εκεί, την περίμενε στη γωνία κάτω από τη λάμπα του δρόμου, όπως ακριβώς της είχε υποσχεθεί. Χώθηκε στην αγκαλιά του κι ένιωσε τις λαχτάρες και τους πόνους μαζί με την ντροπή για τα λάθη της να εξαφανίζονται.
Το μέτωπο της ακούμπησε στο νοτισμένο του παλτό κι οσφράνθηκε τον ιδρώτα του και την κούραση του, χιλιάδες φορές χειρότερη απ’ τη δική της.
«Καλή μέρα;» τη ρώτησε.
«Ναι, καλή. Είναι καλό να βγάζεις το δόντι σου όταν σε πονάει».
Εκείνος γέλασε και την έσφιξε κι άλλο.
«Η δική σου;» του ψιθύρισε.
«Τώρα είναι καλή. Τώρα ξεκινάει για μένα η μέρα μου.
Τα προηγούμενα τα έχω ξεχάσει. Σανιτάρκα Ιβάνοβα, μου φαίνεσαι κουρασμένη».
«Όχι, είμαι ενθουσιασμένη». Σφίχτηκε κι άλλο πάνω του. «Κι ευτυχισμένη».
Έβαλε το χέρι του στη μέση της κι αγκαλιασμένοι άρχισαν να περπατάνε στην Αγία Πετρούπολη, χωμένοι ο ένας μες στον άλλον, με τις νιφάδες του χιονιού να τρυπώνουν στις γλώσσες τους κάθε φορά που γελούσαν.
«Πες μου κι άλλα», του είπε, «για τη μέρα σου».
«Τι θέλεις να μάθεις; Τα καλά νέα ή τα κακά;»
«Τα καλά».
«Άκουσα ότι η κατασκευή του διυλιστηρίου για πόσιμο νερό στα βόρεια της πόλης θα γίνει μέσα σαυτό το χρόνο.
Η πίστωση εγκρίθηκε και τα χρήματα δόθηκαν».
«Πώς θα κάνουν πόσιμο το νερό;»
«θέλεις να στο πω με πολλά ή με λίγα λόγια;»
«Με λίγα».
Εκείνος γέλασε, μένα γέλιο γάργαρο.
«Το βρόμικο νερό καθαρίζεται μένα αντιπηκτικό -είμαι σίγουρος ότι καίγεσαι να μάθεις ποιο, γι’ αυτό και εγώ θα σε βγάλω από αυτή τη δύσκολη θέση λέγοντας σου ότι πρόκειται για το θειικό άλας- και μετά το αντλούν σε δεξαμενές που κατακρατούν τα ιζήματα».
«Αυτό είναι όλο κι όλο;»
«Όχι, όχι βέβαια. Είμαστε στο 1911 και χρησιμοποιούμε την πιο προηγμένη τεχνολογία που υπάρχει».
«Και μετά τι γίνεται;»
«Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι».
«Ανυπομονώ ν’ ακούσω».
«Μετά ρίχνουμε μέσα ειδικά φίλτρα που.» Σταμάτησε για να προσδώσει θεατρικό χαρακτήρα για το φινάλε.
«Μη σταματάς τώρα».
«Το γεμίζουν με όζον. Και.» της είπε μένα βαθύ αναστεναγμό, «ελπίζω να τα θυμάσαι όλα αυτά που σου είπα κάθε φορά που θα πίνεις το τσάι σου στο κομψό σου σαλόνι».
«Ορκίζομαι ότι δεν θα ξανακοιτάξω με τον ίδιο τρόπο ο νερό όταν θα χύνεται έξω από το σαμοβάρι του τσαγιου». Έτριψε το μάγουλο της στον ώμο του. Ήταν υγρός.
«Άκου ειδικά φίλτρα!»
Περπατούσαν στους μισοσκότεινους δρόμους ο ένας δίπλα στον άλλον, ο γοφός της ακουμπούσε στο γεροδεμένο μηρό του. Ένιωθε όμορφα που τόσο εύκολα και τόσο φυσιολογικά ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά τη διαφορά του ύψους τους.
«Και τώρα», της είπε γυρίζοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας την κατάματα, «πες μου πώς ήταν η δική σου μέρα.»
Νιφάδες χιονιού είχαν σκαλώσει στα φρύδια του.
«Πριν σου πω, πες μου εσύ τα κακά νέα».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και το στόμα του, πάντα τόσο εκφραστικό, στράβωσε. Μια ανατριχίλα, για την οποία δεν ευθυνόταν καθόλου το αγιάζι του ποταμού, ένιωσε να τη συνεπαίρνει μέχρι τα κουρασμένα της πόδια κι ανησύχησε.
«Πες μου, Γιενς», μουρμούρισε.
Εκείνος δίστασε, και για ένα λεπτό η Βαλεντίνα σκέφτηκε ότι θα της έλεγε κάτι άσχετο προκειμένου να μην της πει αυτό που πραγματικά τον απασχολούσε - αλλά όχι, δεν έγινε έτσι. Σταμάτησε και την τράβηξε κάτω απ’ το αμυδρό φως που έριχνε η λάμπα του δρόμου. Η κουκούλα της κάπας της ήταν πάνω από το σκουφί της στολής της κι εκείνος έχωσε μέσα τα χέρια του, ξεκούμπωσε τις κόπιτσες που το συγκρατούσαν κι άγγιξε τα μαλλιά της.
«Μια μέρα», της είπε, «θα ήθελα να βουρτσίσω τα πανέμορφα μαλλιά σου». Τα δάχτυλα του θάφτηκαν στις μπούκλες της. Χέρια δυνατά και ικανά, χέρια που ήξεραν να κάνουν πολλά πράγματα. «Βαλεντίνα», της είπε ήρεμα. «Φοβάμαι για σένα».
Με τα γαντοφορεμένα της χέρια αγκάλιασε το πιγούνι του, λες κι έτσι θα μπορούσε να χειριστεί τις λέξεις που σκόπευε εκείνος να ξεστομίσει.
«Γιατί, Γιενς; Γιατί θα πρέπει να φοβάσαι για μένα;»
«Αδελφή Ιβάνοβα, δεν έχεις ακούσει τίποτα;»
«Τι να χω ακούσει;»
«Ότι ξαναεμφανίστηκε η χολέρα».
«Λοιπόν; Πώς ήταν;»
«Καλά ήταν, μαμά. Σ’ ευχαριστώ που ρωτάς. Έμαθα πολλά».
Είχε εκπλαγεί που η μητέρα της την περίμενε στο μικρό αναγνωστήριο. Φορούσε μια βραδινή μπορντό τουαλέτα, τα μαλλιά της κοσμούσε μια τιάρα με ρουμπίνια.
«Βαλεντίνα, έλα εδώ σε παρακαλώ».
«Μαμά, είμαι κουρασμένη. Κάτσε πρώτα να πλυθώ και ναλλάξω».
«Αγάπη μου, συγγνώμη, αλλά πρέπει να σου μιλήσω τώρα αμέσως».
«Μαμά, τι είναι τόσο επείγον; Δεν συμβαίνει τίποτα με την Κάτια;»
«Όχι, όχι, δεν έχει να κάνει με την αδελφή σου». Η μητέρα της δεν ένιωθε και πολύ βολικά. «Θα πρέπει να τηρείς κι εσύ τους όρους της συμφωνίας». Της μιλούσε ευγενικά. «Το ξέρω ότι είσαι κουρασμένη αλλά.»
Η Βαλεντίνα κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο.
«Βαλεντίνα, έχεις μια ώρα στη διάθεση σου. Για να ετοιμαστείς».
«Να ετοιμαστώ για ποιο πράγμα;»
«Για να βγεις έξω. Μην ξεχνάς ότι ο λοχαγός Τσερνόφ σε κάλεσε για φαγητό».
«Μαμά», της είπε επιφυλακτικά, «θα μπορούσες να ζητήσεις από το λοχαγό νακυρώσει την έξοδο μας; Δεν θα είμαι καλή παρέα απόψε για κείνον. Ειλικρινά, από την κούραση δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ, πόσω μάλλον να διασκεδάσω κάποιον».
«Βαλεντίνα». Η φωνή της μητέρας της ήταν επίπεδη.
«Έχεις ήδη συμφωνήσει. Κι είναι όλα κανονισμένα».
«Σε παρακαλώ, όχι σήμερα». Δεν μπορούσε με τίποτα να υποστεί τον Τσερνόφ.
«Μας έδωσες το λόγο σου. Και πρέπει να τον κρατήσεις.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, Βαλεντίνα;»
«Ναι, μαμά. Καταλαβαίνω».
Η μητέρα της χαμογέλασε με το στόμα, αλλά όχι και με τα μάτια της.
«Σ’ ευχαριστώ», της αποκρίθηκε κι αφού φίλησε την κόρη της στο μάγουλο βγήκε απ’ το δωμάτιο. Η Βαλεντίνα έκλεισε τα μάτια κι άφησε απέξω τις λέξεις. Με αργές κινήσεις σήκωσε τις ραφές της υγρής κάπας της, κόλλησε το πρόσωπο της κι ανάσανε. Μύριζε εκείνον; Αυτή η μυρωδιά ήταν καινούργια. Ή ήταν η μυρωδιά του νοσοκομείου; Τρέχοντας ανέβηκε πάνω κι ένιωσε τους μυς της να την τραβάνε από την κούραση.
Έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Έφαγε αυτό που έπρεπε να φάει. Μίλησε όταν έπρεπε να μιλήσει. Τίποτα παραπάνω.
Ο λοχαγός Στεφάν Τσερνόφ έφτασε με μια λαμπερή μαύρη άμαξα, με το οικογενειακό του οικόσημο στις πόρτες της, που την έσερναν δυο πανέμορφα άλογα. Την πήγε στου «Ντονόν», ένα μοδάτο γαλλικό ρεστοράν. Όταν άκουσε ότι εκείνος είχε κλείσει έναν πριβέ χώρο ταράχτηκε, αλλά τελικά ήταν περιττό που ανησύχησε. Ήταν πάρα πολύ ευγενικός και πολιτισμένος, κάποιες φορές διστακτικός στο τι να πει τώρα που ήταν μόνοι οι δυο τους. Εκείνη δεν τον βοηθούσε καθόλου.
Ανάμεσα στα στρείδια και στο χαβιάρι οι αμήχανες σιωπές κυριαρχούσαν, αλλά εκείνη δεν έκανε το παραμικρό για να διευκολύνει την κατάσταση. Κάποια στιγμή τα βλέφαρα της βάρυναν και με πολύ κόπο κρατήθηκε να μην κοιμηθεί πάνω στο πιάτο με τον ψητό οξύρυγχο σε σάλτσα μουστάρδας και ελαιόλαδου. Την ώρα του καφέ εκείνος έσβησε το μαύρο τσιγάρο του με το χρυσό φίλτρο, μια κίνηση εμφανώς γεμάτη ανυπομονησία. «
«Σε κάνω να βαριέσαι;» τη ρώτησε.
Η ερώτηση ήταν κάτι παραπάνω από περιττή κι εκείνη έβαλε τα γέλια. Δεν το ήθελε, αλλά ήταν πολύ αυθόρμητο, κι όταν άρχισε της ήταν αδύνατον να σταματήσει. Ήταν ένα γέλιο που ξεχείλιζε από τα βάθη της ψυχής της. Απόρροια της κούρασης και της γελοιότητας του πράγματος τι γύρευε εδώ με αυτόν τον άντρα, εξαιτίας της βλακείας του πατέρα της που νόμιζε ότι θα την ανάγκαζε να παντρευτεί ένα ξανθό μουστάκι επειδή είχε πίσω του περιουσία; Ο λοχαγός Τσερνόφ ακούμπησε στην καρέκλα του και την παρακολουθούσε. Με τα δυο της χέρια έφραξε το στόμα της για να μην ακούγεται τόσο πολύ, αλλά το γέλιο λες και γλιστρούσε ανάμεσα από τα δάχτυλα της. Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μαγουλά της.
«Βαλεντίνα, σταμάτα σε παρακαλώ».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. Κι άλλα δάκρυα.
Ο Τσερνόφ άναψε με το πάσο του κι άλλο τσιγάρο παρατηρώντας τη μέσα από τον καπνό.
«Άρα λοιπόν σε διασκεδάζω. Αλλά και σε κάνω να βαριέσαι».
Έγειρε το πρόσωπο του πιο κοντά στο τραπέζι κι εκείνη μπόρεσε να διακρίνει τα γαλανά του μάτια να σπιθίζουν καθώς την κοιτούσε προσεκτικά: Ήταν περιέργεια; Σαστιμάρα; Ή απλώς έβραζε απ’ το θυμό του για την ανάρμοστη συμπεριφορά της; Δεν είχε ιδέα.
«Οπότε», είπε εκείνος και με μια ξαφνική και θεατρική κίνηση του χεριού του πέταξε από το τραπέζι όλα τα ποτήρια και τα πιάτα στο πάτωμα, ενώ κρυστάλλινα γυαλάκια σκορπίζονταν παντού στην πριβέ τραπεζαρία, «τώρα έχουμε ένα άδειο τραπέζι μπροστά μας. Μπορούμε ναρχίσουμε πάλι από την αρχή, εσύ κι εγώ. Εσύ μπορείς να βάλεις ό,τι διαλέξεις πάνω του».
Εξακολουθούσε να την κοιτάζει από κοντά όση ώρα κάπνιζε το μαύρο τσιγάρο του που μύριζε έντονα. Το γέλιο σταμάτησε μαζί με την απίστευτη ανία. Η Βαλεντίνα σήκωσε τη μια άκρη του δαμασκηνού τραπεζομάντιλου, σκούπισε τα μάτια της κι ένας διακριτικός λόξιγκας έκανε την εμφάνιση του.
«Μερικούς κανόνες», αποκρίθηκε εκείνη.
«Ονόμασε τους».
«Αν θέλεις κάτι να μου πεις, θα το λες σε μένα. Όχι στους γονείς μου».
Ξαφνιάστηκε, οι αδιόρατες φακίδες στη μύτη του σκούρυναν.
«Σύμφωνοι».
«Ξέρω ότι έχεις μιλήσει ήδη στον πατέρα μου, αλλά εγώ δεν είμαι έτοιμη ναποφασίσω. Τουλάχιστον για τους επόμενους δώδεκα μήνες».
«Ένας ολόκληρος χρόνος! Αυτό είναι. αψηφισιά εκ μέρους σου».
«Επιμένω σαυτό το θέμα». Προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο.
«Τότε συμφωνώ».
«Ευχαριστώ».
«Τώρα η σειρά μου, Βαλεντίνα».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της.
«Μόνον ένας κανόνας».
«Ποιος είναι;»
«Όχι άλλοι άντρες. Θα τους σκοτώσω όλους».
Εκείνη κοίταξε τα σπασμένα γυαλιά που είχαν σκορπίσει κοντά στα πόδια τους σαν τα ξεπουπουλιασμένα φτερά ενός δόλιου πουλιού. Ένας σερβιτόρος ήρθε για να τα μαζέψει, αλλά ο Τσερνόφ έκανε νόημα να μην πλησιάσει κανείς στην πριβέ τραπεζαρία. «Δεν φοβάσαι να σπας πράγματα, έτσι, Στεφάν; Προκειμένου να πάρεις αυτό που θέλεις».
Τα μαγουλά του κοκκίνισαν, κι η κοκκινίλα απλώθηκε και στη μύτη του.
«Είμαι στρατιώτης, Βαλεντίνα».
Λες κι αυτό τα εξηγούσε όλα.
«Στεφάν». Εκείνος κοιτούσε το στόμα της. «Αν μιλήσω με άλλους άντρες ή πάω βόλτα με άλλους άντρες ή ακόμη χορέψω με άλλους άντρες, δεν θα ήθελα να τους βρω πεθαμένους στα πόδια μου».
«Ασφαλώς όχι». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του, οι επωμίδες του μετατοπίστηκαν απ’ τη θέση τους. «Δεν εννοούσα.»
Τα χείλη της χαμογέλασαν. «Ξέρω τι εννοούσες».
«Ωραία, και τώρα τι κάνουμε; Ένα νάιτ κλαμπ; Προτείνω το "Ακουάριουμ". Θα σου αρέσει εκεί. Η πίστα χορού είναι πάνω σε ενυδρείο».
«Τώρα θα πάω σπίτι και θα κοιμηθώ».
Η Βαλεντίνα μάθαινε να προσέχει τα μικρά πράγματα. Μικρά σημάδια που αποκάλυπταν πολλά. Ένα στόμα που έχασκε, νύχια που μελάνιαζαν, μια ξαφνική αναφυλαξία στο δέρμα, κοντανάσασμα, έμαθε να τα προλαμβάνει. Ακόμη και μια αλλαγή μυρωδιάς στις σιχαμένες πάπιες.
Βίωσε τον πρώτο της θάνατο στο τέλος της πρώτης εβδομάδας της. Επρόκειτο για μια γυναίκα με αραιά μαλλιά που έφυγε διακριτικά απ’ τη ζωή όπως ακριβώς είχε ζήσει, κι η θλίψη που πλημμύρισε την ψυχή της Βαλεντίνας ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Κρύφτηκε στο μηχανοστάσιο, θυμωμένη απίστευτα με τον εαυτό της. Ήξερε ελάχιστα την καημένη τη γυναίκα, αλλά τα δάκρυα της έτρεχαν ασταμάτητα στα μαγουλά της, ενώ μένα βρεμένο πανί σκέπαζε το στόμα της για να μην ακούγονται οι λυγμοί της. Θα πέθαινε από ντροπή αν την έβρισκε σαυτή την κατάσταση η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια.
Εκείνο το βράδυ που κατέβηκε τα σκαλοπάτια, ο Γιενς κατάλαβε αμέσως.
«Βαλεντίνα», της είπε, «ποτέ δεν θα το ξεπεράσεις αυτό».
«Το ξέρω».
Περπατούσαν αργά κι εκείνη δεν ήξερε για ποιον από τους δυο το κάνε ο Γιενς - ή μήπως, απλώς, ήθελε να καθυστερήσει κι άλλο τη στιγμή που θα χώριζαν. Επιτέλους σήμερα, ο χειμώνας είχε δείξει την καλή του όψη στην Αγία Πετρούπολη και μια απαλή βροχούλα έπεφτε απ’ το σκοτεινό ουρανό αναζωογονητική με το απαλό της άγγιγμα και τη θαλασσινή της μυρωδιά, μετά τους παγωμένους κι άθλιους διαδρόμους του νοσοκομείου. Τα ρουθούνια της έτσουζαν από τη μυρωδιά του απολυμαντικού.
«Λοιπόν», τη ρώτησε, «πώς ήταν σήμερα η φοβερή και τρομερή προϊσταμένη;»
«Σωστός δουλέμπορος. Με είχε όλη την ημέρα να γυρίζω στρώματα και να σφουγγαρίζω πατώματα».
«Μπράβο της. Αυτό χρειάζεται σεσάς τις νεαρές τεμπέλες».
Η Βαλεντίνα του έδωσε μια στα πλευρά του.
«Θα σου κάνω μια ένεση με αναισθητικό, αν μου λες τέτοια πράγματα».
«Ω, είμαι εντυπωσιασμένος. Εννοείς ότι άρχισες ήδη να κάνεις ενέσεις;»
«Όχι, όχι ακόμη. Αλλά», γύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος του, «θα μπορούσα να εξασκηθώ σε σένα».
Εκείνος γέλασε και την αγκάλιασεμε το χέρι του.
«Μπορείς να μου κάνεις ό,τι θέλεις».
Της άρεσε αυτό, ο τρόπος που της το είπε. Ένα άλογο κάλπασε δίπλα τους κι ο αναβάτης φώναξε: «Ντόμπρι βέτσερ, καλησπέρα», λες κι επρόκειτο για κάποιο παντρεμένο ζευγάρι που πήγαινε σπίτι του να μαγειρέψει σνίτσελ και να διαβάσει τα βιβλία του μπροστά στο τζάκι. Η σκέψη αυτή έκανε την καρδιά της να σκιρτήσει περίεργα. Αναρωτήθηκε αν ένιωθε κι εκείνος την ίδια πληρότητα.
«Πώς είναι η Κάτια;» ρώτησε ο Γιενς. Απρόσμενη ερώτηση.
«Θυμωμένη. Η διάθεση της είναι πολύ κακή».
«Γιατί;»
«Γιατί προς το παρόν πάει καλά. Πονάει λιγότερο».
«Κι αυτός δεν είναι λόγος για να είναι ευτυχισμένη;»
«Όχι. Αυτό σημαίνει ότι ο καθηγητής έρχεται κάθε μέρα και της κάνει μαθηματικά, πράγμα που σιχαίνεται».
Εκείνος γέλασε. Η Βαλεντίνα αγαπούσε το γέλιο του.
Ηταν μέρος του εαυτού του όπως τα κόκκινα μαλλιά του και τα μακριά και μυώδη πόδια του. Ο ήχος του γέλιου του ερχόταν κάποιες φορές στα όνειρα της και την ξυπνούσε.
Το κορμί της ξαπλωμένο τον καλούσε να τον νιώσει, ήθελε το χέρι του να τυλιχτεί γύρω απ’ τη μέση της. Στα όνειρα της αυτός καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της, τα κόκκινα μαλλιά του να λάμπουν στο φεγγαρόφωτο και να της λέει διάφορα πράγματα, κι η μαύρη σκιά του να χορεύει από τοίχο σε τοίχο. Ήταν σίγουρη ότι αυτά που της έλεγε ήταν ζωτικής σημασίας κι έπρεπε να τα ξέρει, μα κάθε πρωί μόλις άνοιγε τα βλέφαρα της τα ξεχνούσε.
«Γιενς», τον ρώτησε εκεί που διέσχιζαν μια γέφυρα, «προχωράνε οι εργασίες στο τούνελ που έπεσε;»
«Πολύ αργά».
«Θα πρέπει να είσαι πολύ απογοητευμένος».
Εκείνος έκανε μια αδιάφορη κίνηση αλλά η Βαλεντίνα δεν ήταν χαζή.
«Εκμεταλλεύομαι την οργή της Δούμας», πρόσθεσε ο Γιενς, «για ναποσπάσω περισσότερα κεφάλαια και ναντικαταστήσω ένα άλλο τμήμα με παλιές αποχετευτικές σωληνώσεις και να βελτιώσω την κλίση προς τον κόλπο του Νέβα».
Είχαν σταθεί σένα σταυροδρόμι, δυο βαριές άμαξες πέρασαν μπροστά τους ενώ η βροχή λαμπύριζε πάνω στις βαριές κουβέρτες των αλόγων.
«Γιενς, γιατί νοιάζεσαι τόσο πολύ για τις σήραγγες;»
«Είναι η δουλειά μου».
Εκείνη γέλασε και κούνησε το κεφάλι της. Η κουκούλα από την κάπα της έπεσε πίσω. Είχε βγάλει το σκούφο της.
«Καταλαβαίνω ότι είναι η δουλειά σου, αλλά είναι εμφανές ότι αυτές οι σήραγγες είναι κάτι παραπάνω από δουλειά».
Έδεσε τα χέρια της στο μπράτσο του, τον κράτησε εκεί στο κράσπεδο, αν κι ο δρόμος τώρα πια ήταν άδειος. Η βροχή είχε δυναμώσει μες στο σκοτάδι, πλημμύριζε τις στέγες και γέμιζε τις λακκούβες του δρόμου. Αργότερα αυτή η βροχή θα γινόταν πάγος.
«Τι είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να φτιάχνεις στοές; Αντί για γέφυρες, όπως ο Ίσαμπαρντ Μπράνελ στην Αγγλία. Αυτός δεν είναι που έχτισε την περίφημη "Κρεμαστή Γέφυρα του Κλίφτον";»
«Μεντυπωσιάζεις».
Στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και του φίλησε το πιγούνι.
«Ξέρεις τι νομίζω εγώ;»
«Για πες μου τι σκέφτεσαι με το πολύπλοκο μυαλουδάκι σου». «Έχω μια θεωρία. Νομίζω ότι σου αρέσει να επιβάλλεις την τάξη μέσα στο χάος».
«Χα! Αυτό κι αν είναι θεωρία».
«Μια ντάνα τούβλα τα μετατρέπεις σε υπόνομο. Μια πόλη που χρειάζεται υπόγειες αποχετεύσεις, εσύ φροντίζεις να έχει τη σωστή κλίση. Μια σειρά από σπίτια βυθισμένα στις βρομιές και με πλημμυρισμένα διαμερίσματα, εσύ τους φτιάχνεις αποχετευτικό σύστημα. Τάξη μέσα στο χάος».
Το πρόσωπο του ακίνητο, τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της. Μόνο η ανάσα του φαινόταν ναχνίζει ανάμεσα στις σταγόνες της βροχής. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τις στέγες της πόλης πάνω τους μια κουβέρτα υφασμένη από χαμηλά σύννεφα απέκλειε κάθε πιθανότητα να ξεμυτίσουν ταστέρια.
«Η Πετρούπολη χρειάζεται γενικό καθάρισμα. Όχι μόνο υδροδότηση».
«Γιενς, έλα μαζί μου. θέλω να δεις κάτι». Τον πήρε απ το χέρι και μαζί διέσχισαν το δρόμο.
Ο Αρκίν έγινε σαν χαλκομανία στον τοίχο, στην είσοδο του καταστήματος. Έγινε ένα με τις σκιές μες στο χιονόνερο, καθώς οι προβολείς ενός αυτοκινήτου έπεσαν στη Βαλεντίνα και στο μηχανικό της. Έτρεχαν, η κάπα της ανέμιζε σαν φτερούγες πουλιού, λες και τον είχαν αντιληφθεί να είναι κολλημένος πίσω τους, αν κι ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχε καμιά τέτοια πιθανότητα. Ήταν πολύ προσεκτικός.
Η βροχή εξυπηρετούσε το σκοπό του. Οι κάτοικοι της Αγίας Πετρούπολης χωμένοι κάτω απτις ομπρέλες τους έτρεχαν στα πεζοδρόμια δημιουργώντας το καλύτερο προπέτασμα. Τους έβρισκε εύκολα, τους ακολουθούσε όταν έστριβαν κι άλλαζαν κατεύθυνση. Περίμενε υπομονετικά στις σκοτεινές γωνιές όταν σταματούσαν στα καταστήματα, περίεργος τι έκρυβαν μες στους μπόγους κάτω από τις μασχάλες τους.
Είδε περισσότερα απόσα ήθελε. Είδε τον τρόπο που αγγίζονταν μεταξύ τους, τον τρόπο που κοιτάζονταν στα μάτια, ξανά και ξανά, τόσο συχνά που όλο σκόνταφταν στο δρόμο, τον τρόπο που τα κορμιά τους ήταν δίπλα δίπλα, λες και τα ένωνε μια αόρατη κλωστή. Τα είχε δει όλα.
Τώρα πήγαιναν πιο γρήγορα, διάλεγαν σκοτεινούς δρόμους. Τον διευκόλυναν ακόμη περισσότερο.