39

Φεβρουάριος 1917

Αγία Πετρούπολη


«Σταμάτα!» φώναξε η Βαλεντίνα καθώς ο Γιενς οδηγούσε το αυτοκίνητο μες στη μεγάλη κίνηση της πλατείας του Αγίου Ισαάκ. Η βροχή έπεφτε πυκνή, χτυπούσε πάνω στις ομπρέλες των πεζών και στη στέγη του αυτοκινήτου και κατρακυλούσε στα χαντάκια. Η Βαλεντίνα είχε προσέξει πως όποτε έβρεχε κι ο Γιενς βρισκόταν έξω, εξέταζε με προσοχή το κάθε φρεάτιο για να δει αν ρουφάει σωστά το νερό.

«Σταμάτα, σε παρακαλώ», είπε ξανά η Βαλεντίνα.

«Τι συμβαίνει;»

Είχαν πάει επίσκεψη στη μητέρα της Βαλεντίνας μαζί με τη Λίντια, όμως ο Γιενς είχε επιμείνει να φύγουν νωρίς, δεν ήθελε να βρίσκονται στους δρόμους η γυναίκα κι η κόρη του όταν έπεφτε το σκοτάδι. Η Βαλεντίνα δεν του έριχνε άδικο. Το Φεβρουάριο οι μέρες ήταν σύντομες κι η ατμόσφαιρα της πόλης βαριά. Έκανε τρομερό κρύο και τρία σχεδόν χρόνια πολέμου με τη Γερμανία είχαν φορτώσει με τρομακτικές ήττες και ταπεινώσεις τη Ρωσία εξαιτίας της ανικανότητας των στρατηγών της. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα τραυματίες που γύριζαν απ’ το μέτωπο και ζητιάνευαν, καθώς κανείς δεν τους τάιζε, ούτε τους φρόντιζε. Η οργή του λαού ενάντια στον τσάρο ξεσπούσε όχι απλά με απεργίες, αλλά και με οδοφράγματα. Καταστήματα καταστρέφονταν, πέτρες και τούβλα σφύριζαν στον αέρα, βόμβες ανατίναζαν επιχειρήσεις.

«Θάνατος στους καπιταλιστές!» άκουγες να αντιλαλούν οι δρόμοι.

Τα τρόφιμα δίνονταν με το δελτίο. Υπήρχε μεγάλη έλλειψη χλιεμπ, ψωμιού, για να γεμίσει τις άδειες κοιλιές των εργατών. Τέρμα το αλεύρι, το γάλα, το βούτυρο, η ζάχαρη.

Τεράστιες ουρές σχηματίζονταν έξω από φούρνους και κρεοπωλεία - και το κρύο παρέμενε τρομερό.

Τόσο ξεχείλιζε από μίσος η ατμόσφαιρα, που η Βαλεντίνα ένιωθε τον αέρα πικρό σαν δηλητήριο. Οκτώ εκατομμύρια Ρώσοι στρατιώτες νεκροί, τραυματίες ή αιχμάλωτοι, οι μάζες να αποκαλούν προδότρα Γερμανίδα πουτάνα την τσαρίνα Αλεξάνδρα, κι ο τσάρος Νικόλαος φευγάτος από το Πέτρογκραντ να βρίσκεται στο Γενικό Επιτελείο στο μέτωπο.

Πέτρογκραντ. Τρία χρόνια τώρα χρησιμοποιούσαν αυτό το όνομα για την πρωτεύουσα, μα η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να το συνηθίσει ακόμα. Το παλιό όνομα της Αγίας Πετρούπολης, το Πέτερσμπουργκ, είχε γερμανική προέλευση και το είχαν αλλάξει για να μη θυμίζει το μισητό εχθρό. Από την αρχή του πολέμου στα 1914, οτιδήποτε γερμανικό ήταν μισητό - συμπεριλαμβανομένης και της συζύγου του τσάρου.

Μόλις ο Γιενς σταμάτησε το αυτοκίνητο, η Βαλεντίνα πήδηξε έξω και διέσχισε τρέχοντας την πλατεία με το παλτό της να κολλάει επάνω της μουσκεμένο. Έτρεξε στα πλακάτ, στους πίνακες με εφημερίδες και ανακοινώσεις. Εξαιτίας του απαίσιου καιρού δεν υπήρχε πλήθος συγκεντρωμένο μπροστά τους να διαβάζει, κι έτσι η Βαλεντίνα μπόρεσε να το δει.

Εκείνο το κόκκινο κουρέλι που η Βάρενκα της είχε υποσχεθεί να κρεμάσει για προειδοποίηση. Η καρδιά της σφίχτηκε. Ήταν προετοιμασμένη για τούτη τη στιγμή, αλλά δεν ήθελε να έρθει ακόμα. Όχι ακόμα.

Ο άνεμος ταρακουνούσε τις σκισμένες αφίσες που απαιτούσαν: «Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ΛΑΟ!» και πίσω τους τέσσερα κοράκια κάθονταν κατάμαυρα πάνω στον τρούλο της εκκλησίας. Το κόκκινο κουρέλι ήταν καρφωμένο στον πίνακα των ανακοινώσεων και την περίμενε. Άπλωσε το χέρι της και το κατέβασε.

«Μαμά, είσαι μούσκεμα».

Μόλις η Βαλεντίνα μπήκε στο αυτοκίνητο, τα χεράκια της Λίντιας της σκούπισαν τα μάγουλα.

«Τι ήταν αυτό;» τη ρώτησε ο Γιενς.

«Αυτό είναι από τη Βάρενκα». Του άπλωσε το κόκκινο κουρέλι που έσταζε νερά.

Ο Γιενς κούνησε αργά το κεφάλι.

«Ύστερα από πέντε χρόνια σιωπής», είπε.

«Γιενς, μας προειδοποιεί. Είχε πει ότι θα το κρεμούσε για να μας ειδοποιήσει ότι η επανάσταση πλησιάζει. Το θυμάσαι;»

«Ναι, το θυμάμαι». Κοίταξε με ζοφερό ύφος τις θολές φιγούρες των ανθρώπων που έτρεχαν μες στη βροχή. «Οχ, Θεέ μου. Τώρα θαρχίσει η αιματοχυσία».

κοίταξε και χαμογέλασε. Πεσμένος στα τέσσερα μαζί με τη Λίντια, έφτιαχνε με κύβους ένα σιδηροδρομικό σταθμό.

Τεσσάρων χρόνων η μικρή, ζάρωνε απορροφημένη το μέτωπο προσπαθώντας να ισορροπήσει τους κύβους, αντιγράφοντας τις κινήσεις και το ύφος του πατέρα της. Φορούσε ένα ναυτικό φουστανάκι από βελούδο με δαντελένιο κολάρο και μανικέτια, που τα είχε ανασηκώσει για να μην την εμποδίζουν στη δουλειά της. Και τη φούστα της την είχε χώσει μέσα στο βρακάκι της για να μην μπερδεύεται στα πόδια της. Η Βαλεντίνα αναστέναξε υπομονετικά. Η κόρη της με τα φλογάτα μαλλιά δεν γινόταν αυτό ακριβώς που περίμενε. Δεν ξέφευγε τίποτα από τα ελαφίσια μάτια της και προτιμούσε να παίζει με μακέτες και τρενάκια παρά με το υπέροχο κουκλόσπιτο που της είχε αγοράσει στα γενέθλια της η Βαλεντίνα.

«Το ράψιμο το κάνει η υπηρέτρια», είπε ο Γιενς κοιτάζοντας τη μανασηκωμένα φρύδια. «Τι κάνεις λοιπόν εκεί;»

«Ετοιμάζομαι», του απάντησε χαμηλόφωνα η Βαλεντίνα.

Έβγαλε ένα χρυσό ρούβλι απτην τσέπη της και το έχωσε στην τρύπα που είχε ανοίξει στο στρίφωμα ενός απλού καφέ φορέματος.

Ο Γιενς την κοίταξε και ξεροκατάπιε.

«Εκεί φτάσαμε, αγαπημένη μου;»

«Ναι, θαρρώ πως εκεί φτάσαμε».

Η Λίντια τέλειωσε με τους κύβους κι έβαλε τα γέλια ικανοποιημένη.

«Μαμά, μπορώ να παίξω μαζί σου;» φώναξε.

«Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε ο Γιενς.

Η Βαλεντίνα σήκωσε τα μάτια από αυτό που έραβε, τον Ο Λένιν γύριζε στη Ρωσία. Ο δοξασμένος Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν επέστρεφε επιτέλους από την εξορία του στην Ελβετία. Κι ο Αρκίν συνειδητοποιούσε τι σήμαινε αυτό: Το τέλος των Ρομανόφ.

Ύστερα από πεντακόσια χρόνια τυραννίας είχαν ξοφλήσει. Τώρα που ο λαός θα είχε έναν ηγέτη-σύμβολο, τίποτα και κανείς δεν θα τον σταματούσε. Ούτε ο τσάρος ούτε τα στρατεύματα του, ούτε οι γελοίες απόπειρες του να φιμώσει το προλεταριάτο διαλύοντας τη Δούμα, το Κοινοβούλιο. Η ατμόσφαιρα έσταζε οργή. Οι δρόμοι του Πέτρογκραντ είχαν πάρει φωτιά. Όχι μόνο τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις των καπιταλιστών, αλλά και το χώμα που πατούσαν τυλιγμένο στις φλόγες έκαιγε τα παλιά συστήματα, απαλλάσσοντας τη Ρωσία από την αδικία και το φόβο.

Ο Αρκίν άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά καθώς τέντωνε και μάζευε το τραυματισμένο του γόνατο. Κοίταξε ένα γύρω. Το γραφείο ήταν μικρό, μα του έφτανε. Στους τοίχους είχε αφίσες που έγραφαν: «ΕΡΓΑΤΕΣ ΕΝΩΘΕΙΤΕ!» και «Η ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΛΑΟ!» Μια τεράστια εικόνα έδειχνε μια σφιγμένη γροθιά κι ένα χωρικό να τσαλαπατάει το δικέφαλο αετό των Ρομανόφ. Ένα τραπέζι, ένα τηλέφωνο, ένα ντουλάπι, μια γραφομηχανή και σωροί από τετράγωνες λευκές κάρτες. Εκατοντάδες. Σαυτές έγραφε ονόματα, στοιχεία και λεπτομέρειες.

Πάνω πάνω στη στοίβα που ήταν μπροστά του ήταν γραμμένο: «Γιενς Φρίις, Δανός μηχανικός». Την έπιασε με τα δυο του δάχτυλα κι έτριψε ένα σπίρτο στο πόδι του τραπεζιού. Η φλόγα ξεπήδησε πεινασμένη κι ο Αρκίν την κράτησε κάτω από την κάρτα. Την παρακολούθησε να καταβροχθίζει το χαρτί που τριζοκόπησε κι έγινε στάχτη.

Το πέταξε στο σκουπιδοτενεκέ δίπλα του και χαμογέλασε σκληρά. Σύντομα, πολύ σύντομα, ο Γιενς Φρίις θα έπαυε να υπάρχει.

Ο Γιενς βρισκόταν στο στάβλο και ξύστριζε το άλογο του, τον Ήρωα, με γρήγορες, θυμωμένες κινήσεις. Μόλις είχε μάθει ότι ο στρατηγός Κριμόφ είχε επιστρέψει από το ρωσογερμανικό μέτωπο. Και διηγήθηκε ιστορίες για χιλιάδες νεκρούς και τρομακτικές ελλείψεις εφοδίων. Οι στρατιώτες χάνονταν απ’ το κρύο και την πείνα κι όσοι επιζούσαν βάδιζαν με σκισμένες αρβύλες που τις έδεναν με σπάγκους.

Τα κρυοπαγήματα θέριζαν στα χαρακώματα. Τα πυρομαχικά δεν ήταν αρκετά. Τα τοξικά, αέρια τους τύφλωναν.

Τρόφιμα δεν υπήρχαν, ούτε κουβέρτες. Κι όπως δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στους διοικητές τους, η απελπισία κι η αθλιότητα τους έκαναν να λιποτακτούν κατά χιλιάδες.

«Είναι να τους κατηγορείς;» μονολόγησε ο Γιενς - και την άλλη στιγμή άκουσε ένα αμάξι να σταματάει έξω από το σπίτι του.

«Ήρθε η κόμισσα σου!» φώναξε ο Λιεβ Ποπκόφ μορφάζοντας.

«Δεν είναι δική μου κόμισσα, βόδι!»

Ο μεγαλόσωμος Κοζάκος τρελαινόταν να πειράζει τον Γιενς και να τον κάνει να χάνει την ψυχραιμία του. Όταν η Βαλεντίνα έφυγε από το σπιτικό των Ιβάνοφ, είχε φύγει κι αυτός. Κανείς δεν ήξερε πού ζούσε και πώς. Τούτα τα τελευταία χρόνια είχε αφήσει τη γενειάδα του να φουντώσει κατάμαυρη κι έδειχνε ναπολαμβάνει την ελευθερία του.

Όταν τα βράδια η Βαλεντίνα μελετούσε κάποιο καινούργιο κομμάτι στο πιάνο για ένα από τα ρεσιτάλ της κι ήθελε να είναι μόνη, ο Γιενς έβγαινε να φροντίσει τον Ήρωα και να καπνίσει κάτω από το φως των αστεριών. Και τις πιο πολλές φορές έβρισκε εκεί και τον Ποπκόφ, με μια τράπουλα κι ένα μπουκάλι βότκα.

Μια φορά μονάχα είχαν τσακωθεί, και μάλιστα για τη Βαλεντίνα. Ήταν στα τέλη της περασμένης χρονιάς, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, τη νύχτα που δολοφόνησαν τον Ρασπούτιν και πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι. Ο Ποπκόφ ήθελε να πει στη Βαλεντίνα πως άκουσε ότι ο Βίκτορ Αρκίν είχε εμφανιστεί πάλι στο Πέτρογκραντ. Ο Γιενς όμως του το απαγόρεψε. Τσακώθηκαν και στο τέλος ο Γιενς χρησιμοποίησε τη μοναδική γλώσσα που καταλάβαινε ο πεισματάρης Κοζάκος: Τον πέταξε στο χώμα. Κι ακολούθησε μια γερή κλοτσοπατινάδα.

«Τι στην ευχή σου συνέβη;» τον ρώτησε τρομαγμένη η Βαλεντίνα όταν τον είδε να μπαίνει σαν θύελλα στο σπίτι.

«Ο Ποπκόφ σου μου συνέβη», γρύλισε εκείνος.

Η Βαλεντίνα έσκασε στα γέλια και του καθάρισε τα γδαρσίματα χωρίς καθόλου συμπόνια.

«Μπορεί να σε κολλήσει λύσσα», του είπε κοροϊδευτικά.

Τέλος πάντων, τούτη την ώρα ο Γιενς δεν είχε καμιά όρεξη για επισκέψεις από την κόμισσα Σερόβα. Δεν είχε ξανάρθει στο σπίτι του. Τι της ήρθε τώρα να κουβαληθεί; Γέμισε έναν κουβά φρέσκο νερό για τον Ήρωα κι όταν γύρισε προς την πόρτα του στάβλου τα χασέ βλέποντας όχι την κόμισσα, αλλά το γιο της, το νεαρό Αλεξέι.

«Αλεξέι! Καλή σου μέρα. Πέρασε. Έχει έρθει κι η μητέρα σου;»

Το αγόρι πλησίασε κι ο Ήρωας το χαιρέτισε μένα απαλό χλιμίντρισμα. Ο Αλεξέι είχε ψηλώσει κι οι κινήσεις του ήταν άγαρμπες. Στα δώδεκα του χρόνια κοίταζε θαρραλέα τον κόσμο με τα πράσινα μάτια του.

«Είναι στο αμάξι. Θείε Γιενς, ήρθα να σε αποχαιρετίσω.

Ήθελα να σε δω, επειδή η μαμά κι εγώ φεύγουμε από το Πέτρογκραντ».

«Φεύγετε από το Πέτρογκραντ;»

«Η μαμά λέει πως εδώ δεν υπάρχει ασφάλεια».

«Πού θα πάτε;»

«Στο Παρίσι».

Ο Γιενς ένιωσε μια σουβλιά στο στήθος. Δεν ήθελε να το χάσει αυτό το αγόρι. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του και τον ένιωσε να τσιτώνεται.

«Θα μου λείψεις, Αλεξέι. Θα μου λείψουν οι βόλτες μας με τ’ άλογα στο δάσος».

Το αγόρι έκανε μια στενοχωρημένη χειρονομία.

«Εγώ δεν θέλω να φύγω».

«Όμως η μητέρα σου έχει δίκιο. Εδώ δεν υπάρχει ασφάλεια».

«Εσύ δεν θα φύγεις;»

«Οι σοσιαλιστές δεν θα ενδιαφερθούν για μένα. Είμαι Δανός, κι άρα δεν διατρέχω κίνδυνο. Μην ανησυχείς».

Ο Αλεξέι τον κοίταξε κατάματα.

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε.

«Απολύτως».

Το αγόρι έδειξε νανακουφίζεται.

«Κι έτσι κι αλλιώς», πρόσθεσε ο Γιενς, «πρέπει να μείνω εδώ για να φροντίζω τους γιους του Αττίλα». Εδώ και καιρό δύο από τα παιδιά του λευκού ποντικιού βρίσκονταν στο ποντικοπαλάτι κι η Λίντια διασκέδαζε μαζί τους.

Ο Αλεξέι έσυρε τα πόδια του στο χώμα.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε μαλακά ο Γιενς.

«Σου έφερα αυτό». Σήκωσε μια καφετιά χαρτοσακούλα που κρατούσε και κοκκίνισε.

Ο Γιενς την άνοιξε και σφύριξε κατάπληκτος. Μέσα της βρίσκονταν ένα διαμαντένιο βραχιόλι κι ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια.

«Δεν νομίζω να μου πάνε», αστειεύτηκε.

«Όχι, δεν είναι για σένα.» Το αγόρι είχε γίνει σαν παντζάρι. Έβαλε τα γέλια και κοίταξε μήπως τους κρυφακούει κανείς. Ο Ποπκόφ είχε εξαφανιστεί. «Η μαμά έβγαλε απ΄τη θυρίδα όλα της τα κοσμήματα και τα έκρυψε ανάμεσα στα ρούχα της, ακόμα και στα βαζάκια με τις κρέμες τα έβαλε».

«Αλήθεια;»

«Ναι. Λέει πως θα προσπαθήσουν να της τα κλέψουν».

«Μάλλον έχει δίκιο».

«Αυτά τα άφησε γιατί λέει πως δεν έχουν αξία, κι έτσι κι αλλιώς έχει πάρα πολλά». Κοίταξε τη χαρτοσακούλα. «Εμένα δεν μου φαίνονται άνευ αξίας».

«Όχι, δεν είναι άνευ αξίας. Η μαμά σου όμως έχει πάρα πολλά πανάκριβα κοσμήματα».

«Τέλος πάντων, θέλω να τα πάρεις εσύ. Να τα κρύψεις, για ώρα ανάγκης.» Ανασήκωσε τους κοκαλιάρικους ώμους του.

«Σ’ ευχαριστώ, Αλεξέι». Συγκινημένος ο Γιενς αγκάλιασε το αγόρι. «Θα μου λείψεις πάρα πολύ». Τον κοίταξε στα μάτια, εντυπωσιασμένος από την αξιοπρέπεια της σκέψης του. «Να μη σταματήσεις να ιππεύεις», του είπε.

«Μάλιστα». Το αγόρι πετάρισε τα βλέφαρα. «Θείε Γιενς, Σ’ ευχαριστώ για.»

Ο Γιενς του ανακάτωσε τα μαλλιά.

«Πήγαινε να χαιρετίσεις τον Ήρωα μέχρι να πω δυο λόγια με τη μητέρα σου».

Βγήκε από το στάβλο και είδε την κόμισσα να κάθεται στην άμαξα ντυμένη μένα πράσινο φόρεμα και με μια έκφραση σοβαρή και θλιμμένη.

«Ώστε φεύγετε από τη Ρωσία».

«Ναι».

«Πάτε στο Παρίσι».

Εκείνη χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι.

«Έτσι λέω σόλους. Στην πραγματικότητα πάμε στην Ανατολή».

«Μεγάλο ταξίδι αυτό».

«Πολύ πιο ασφαλές όμως από το να προσπαθήσω να περάσω μέσα από τις γραμμές του μετώπου τραβώντας προς τα δυτικά».

«Πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια πια. Να προσέχεις».

Η κόμισσα άπλωσε το χέρι και χάιδεψε απαλά το δικό του που ακουμπούσε στην πόρτα της άμαξας.

«Άκου, Γιενς. Μαθαίνω πως υπάρχει μια συνωμοσία αριστοκρατών για να κηρυχθεί έκπτωτος ο τσάρος Νικόλαος».

«Ξύπνησαν επιτέλους;»

«Όχι. Έξι από τους Μεγάλους Δούκες ενώθηκαν με τον πρίγκιπα Γκεόργκι Λβοφ από τη Δούμα, για να προσφέρουν το θρόνο στο Μεγάλο Δούκα Νικόλαο Νικολάεβιτς».

«Θέλουν ναλλάξουν ένα Ρομανόφ μέναν άλλο; Είναι τρελοί! Ο πρωθυπουργός Γκολίτσιν δεν έχει τη δύναμη να επιβάλει την τάξη για λογαριασμό τους. Δεν το καταλαβαίνουν πως είναι πολύ αργά για τέτοια;»

«Όχι, Γιενς. Αγαπάνε την πατρίδα τους και ξέρουν πως θα πρέπει να την εγκαταλείψουν αμέσως αν οι Ρομανόφ χάσουν το θρόνο».

«Κι εσύ αγαπάς τη Ρωσία, μα αυτό δεν σε εμποδίζει να την εγκαταλείψεις».

Το βλέμμα της πέταξε στο γιο της που έβγαινε απ’ το στάβλο κι ερχόταν προς το μέρος τους.

«Γιενς, σου είπα ψέματα ότι πατέρας του είναι ένας αξιωματικός που σκοτώθηκε». Η φωνή της έγινε ένας ψίθυρος.

«Ο πατέρας του είναι Ρομανόφ. Αν μαθευτεί, ο Αλεξέι θα κινδυνέψει θανάσιμα». Ανατρίχιασε ολόκληρη. «Γι’ αυτό φεύγουμε».

Ο Γιενς γύρισε, έπιασε το αγόρι από το μπράτσο και το ανέβασε στην άμαξα. Έκλεισε πίσω του την πόρτα.

«Φύγετε γρήγορα», είπε. «Σήμερα κιόλας».

«Αύριο», μουρμούρισε η κόμισσα.

«Θα έρθω να σας αποχαιρετίσω το πρωί».

Το αγόρι του χαμογέλασε.

«Να πάμε μια τελευταία βόλτα με τάλογα», είπε.

Εκείνη η μέρα ήταν η αρχή του τέλους. Η Βαλεντίνα σηκώθηκε νωρίς, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ακόμα και στην ήσυχη, γεμάτη φυλλωσιές λεωφόρο τους, άκουγε βαριά την ανάσα της πόλης. Παντού άκουγες ιστορίες για εργάτες που στρέφονταν κατά των αφεντικών τους, για κάποιους ταχυδρομικούς που ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον άνθρωπο που υπάκουαν δέκα χρόνια, για ένα ζευγάρι κοσμηματοπωλών που τους πέταξαν στο δρόμο οι υπάλληλοι τους. Η Βαλεντίνα φοβόταν για τον Γιενς. Με τη φαντασία της έβλεπε τους εργάτες να βγαίνουν σαν τυφλοπόντικες από τις στοές και να κομματιάζουν τον ντιρεκτόρ τους.

Ενστικτωδώς άπλωσε το χέρι της να τον χαϊδέψει για να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν δίπλα της, κι εκείνος την τράβηξε αμέσως πάνω του. Η Βαλεντίνα του έκανε έναν έρωτα άγριο, τον σημάδεψε στο στήθος, του μάτωσε τα χείλη. Σήμερα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από το σμίξιμο των κορμιών τους, από την αίσθηση του ανδρισμού του μέσα της.

Χρειαζόταν το αίμα του. Το χτύπο της καρδιάς του. Κι όταν τελικά έπεσε εξαντλημένη δίπλα του με τα μαλλιά της ανακατωμένα, εκείνος στηρίχτηκε στον αγκώνα του και την κοίταξε.

«Σαν πολύ πεινασμένη μου φαίνεσαι σήμερα», αστειεύτηκε.

Η Βαλεντίνα ανακάθισε και μάζεψε τα πόδια της από κάτω της.

«Μην πας στη δουλειά σήμερα», του είπε.

«Γιατί ειδικά σήμερα;»

«Έχω ένα άσχημο προαίσθημα. Μείνε σπίτι σήμερα».

«Αγάπη μου, πρέπει να πάω να αποχαιρετίσω τον Αλεξέι. Και στη δουλειά έχουμε μεγάλα προβλήματα».

Η καρδιά της πήδησε στο στήθος της.

«Με τους εργάτες;»

«Όχι, αν και τα σωματεία τους με ξεκουφαίνουν με τις απαιτήσεις τους. Το πρόβλημα αφορά τους παλιούς ξύλινους αγωγούς. Σαπίζουν. Το νερό μολύνεται σε πολλά σημεία, και ξέσπασε πάλι τυφοειδής πυρετός. Έβγαλα ανακοίνωση να μην πίνει το νερό ο κόσμος. Μα τι να κάνουν κι αυτοί;»

Κατέβηκε από το κρεβάτι με το μυαλό του ήδη στα προβλήματα της ημέρας.

Η Βαλεντίνα είχε χάσει την ευκαιρία.

Ο Γιενς δεν πήγε ιππασία με τον Αλεξέι. Παρόλο που ήταν νωρίς όταν έφτασε στο μέγαρο των Σερόφ, η άμαξα της κόμισσας ήταν φορτωμένη και έτοιμη κι ο Αλεξέι καθόταν και τον περίμενε στη σκάλα της εισόδου. Πετάχτηκε όρθιος μόλις είδε τον Γιενς πάνω στον Ήρωα, μα ο αποχαιρετισμός τους ήταν σύντομος.

Η κόμισσα ήταν εκνευρισμένη.

«Δεν έμπαινε στην άμαξα πριν σε αποχαιρετίσει», γκρίνιαξε.

Ο Γιενς έδωσε το χέρι του στο αγόρι σαν να ήταν ενήλικος.

«Να προσέχεις τη μητέρα σου, ε;»

«Μάλιστα».

«Να μου γράφεις. Να μου πεις τι αποφάσισες να κάνεις στη ζωή σου».

«Έχω αποφασίσει ήδη. Θα γίνω στρατιωτικός».

Η καρδιά του Γιενς σφίχτηκε.

«Καλά, είναι νωρίς ακόμα», είπε. «Καλή τύχη στην καινούργια σας ζωή. Είμαι σίγουρος πως θα ξαναβρεθούμε όταν περάσει όλη αυτή η αναστάτωση».

«Το θέλω πολύ», αποκρίθηκε το αγόρι βουρκωμένο.

Ο Γιενς τον έσφιξε στην αγκαλιά του, φίλησε τη μητέρα του στο μάγουλο και υποσχέθηκε να βρει ένα καλό σπιτικό για το άλογο του Αλεξέι. Κι ύστερα μάνα και γιος έφυγαν μες στη μαύρη τους άμαξα από την οποία είχαν αφαιρεθεί τα χρυσά οικόσημα. Ο Γιενς την κοίταζε να χάνεται στο βάθος, έξω φρενών με τούτη τη χώρα που έδιωχνε τους νέους της.

Πήδηξε στη σέλα κι ο Ήρωας ξεκίνησε με ζωηρό τροτ.

Έξω από την πύλη του μεγάρου περίμενε ένα άσχημο άλογο με άγρια μάτια που πάνω του καθόταν ο Ποπκόφ, ξύνοντας τα γένια του σαν τεμπέλικη αρκούδα.

«Τι διάβολο κάνεις εδώ πέρα;» τον ρώτησε ο Γιενς.

«Μέστειλε η γυναίκα σου».

«Γιατί;»

«Για να σε προσέχω», αποκρίθηκε αυτός κι έκανε μια ξινή γκριμάτσα.

«Δεν πας στο διάβολο κι εσύ!» μούγκρισε ο Γιενς κι έβαλε το άλογο του να καλπάσει.

Εκείνη την ημέρα ογδόντα χιλιάδες εργάτες του Πέτρογκραντ παράτησαν τα εργαλεία τους και κατέβηκαν στους δρόμους. Στο νησί Βασιλιέφσκι έγιναν συμπλοκές κι οι δρόμοι της πόλης γέμισαν βίαιες πορείες. Σύννεφα καπνού γέμισαν τον ουρανό, τρένα, μεταφορικά μέσα και γραμμές παραγωγής παρέλυσαν. Καταστήματα και εργοστάσια κλείδωσαν τις πόρτες τους. Λάβαρα ανέμιζαν παντού. Όπως διέσχιζε τους δρόμους της πρωτεύουσας, ο Γιενς οσμιζόταν το μίσος, την εχθρότητα, την αναρχία, την επιθυμία του κόσμου να καταστρέψει, να κάψει, να σπάσει τα πάντα.

Αυτοκίνητα κείτονταν αναποδογυρισμένα με φανάρια και τζάμια σπασμένα. Πόρτες μαγαζιών κρέμονταν απτους σπασμένους μεντεσέδες τους και τα εμπορεύματα τους λεηλατούνταν. Κιβώτια βότκας αρπαγμένα από τις κάβες φούντωναν τη διάθεση των διαδηλωτών, άντρες με κόκκινα περιβραχιόνια και πρησμένα μάτια άρπαζαντα χαλινάρια του Ήρωα και προσπαθούσαν να πετάξουν κάτω τον καβαλάρη του. Ο Γιενς ένιωθε τη μελαγχολία να τον πνίγει. Τούτη η χώρα που λάτρευε έκοβε μόνη της τις φλέβες της και το αίμα της κυλούσε πηχτό στους δρόμους. Χίλιες περίπου πλούσιες οικογένειες κρατούσαν τούτη την αχανή χώρα στις χούφτες τους επί αιώνες και την έστυβαν σαν λεμόνι. Αυτό θα το πλήρωνε τώρα ολόκληρη η Ρωσία.

Κατάθλιψη έπιασε τον Γιενς καθώς προσπερνούσε το ένα μετά το άλλο λεηλατημένα εργαστήρια και εργοστάσια. Δεν θα χρειάζονταν πολλά κι οι δικοί του εργάτες για ναρχίσουν να γκρεμίζουν τις σήραγγες. Το εργατικό δυναμικό της πόλης είχε αφηνιάσει, κατέστρεφε μηχανήματα, έσπαζε τζάμια, ξήλωνε πόρτες. Όπως τραβούσε για το γραφείο του, ο Γιενς άκουγε συνέχεια πίσω του τις οπλές του αλόγου του Ποπκόφ.

«Τράβα σπίτι σου!» του φώναζε.

Μα το άλογο τον ακολουθούσε πάντα σαν σκιά. Όταν έστριψε στην οδό Λιζκόφσκαγια, του φάνηκε πως έπεσε πάνω σ’ έναν τοίχο. Ο δρόμος ήταν ξέχειλος από άντρες με κόκκινες ταινίες στο στήθος και σιδερένιους λοστούς στα χέρια. Ήταν οι απεργοί των χυτηρίων Ρασπόφ, που διαδήλωναν φωνάζοντας: «Αγώνας για δικαιοσύνη! Θάνατος στους καταπιεστές!» Συγχυσμένος ο Ήρωας σκιρτούσε ανάμεσα στα σκέλια του Γιενς. Τον αναστάτωνε η οσμή του μίσους. Ο μηχανικός του χάιδεψε το λαιμό κι έκανε να τον στρίψει, να γυρίσουν πίσω.

Και τότε άρχισαν τα ουρλιαχτά. Κόκκινες μπέρτες ανέμισαν, σπάθες άστραψαν. Χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά γέμισαν τον αέρα. Καταστροφή, συλλογίστηκε ο Γιενς. Ο τσάρος αποφάσισε να μη διαπραγματευτεί κι έστειλε το στρατό. Πυροβολισμοί ακούστηκαν, φόβος και πανικός κατέλαβε το πλήθος. Ο Γιενς είδε ένα αγόρι να πέφτει και να το τσαλαπατούν. Έσπρωξε μπροστά τον Ήρωα, το φαρδύ στήθος του αλόγου άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και το αγόρι μπόρεσε να ξανασταθεί στα πόδια του.

Ο Ποπκόφ φώναξε προειδοποιητικά πίσω του κι ο Γιενς στράφηκε απότομα. Μόλις που πρόλαβε να σκύψει και ν αποφύγει τη σπάθα ενός Ουσάρου. Ο Γιενς είδε τον Ποπκόφ στριμωγμένο με το άλογο του σ’ έναν τοίχο, το μπράτσο του να στάζει αίμα κι έναν ξανθό λοχαγό να σηκώνει τη σπάθα του για να τον ξαναχτυπήσει. Ήταν ο Τσερνόφ. Ο Γιενς έκανε τον Ήρωα να πηδήξει μπροστά σκορπίζοντας τους διαδηλωτές και την τελευταία στιγμή κουτούλησε το μαύρο κέλητα του Τσερνόφ. Η σπάθα του λοχαγού ξέφυγε και αντί να χτυπήσει το λαρύγγι του Ποπκόφ του ξέσκισε το πρόσωπο.

Έξω φρενών ο Γιενς κατέβασε τη γροθιά του στο στήθος του λοχαγού και τον πέταξε από τη σέλα με σπασμένα πλευρά. Ο Ποπκόφ είχε γείρει μπροστά, το αίμα του έτρεχε ποτάμι στο λαιμό του αλόγου του. Ο Γιενς τον στερέωσε με το ένα χέρι και με το άλλο άρπαξε τα χαλινάρια του αλόγου. Η δύναμη του Ήρωα άνοιξε δρόμο ανάμεσα στους απεργούς που προσπαθούσαν να αντισταθούν στο στρατό.

Οι σιδερένιοι λοστοί ενάντια σε σπάθες και τουφέκια δεν αρκούσαν, αλλά οι εργάτες είχαν αριθμητική υπεροχή. Και οι σέλες των στρατιωτών όλο και άδειαζαν.

Σένα πλαϊνό στενό ο Γιενς ξεκαβάλησε κι έπιασε τον ώμο του Ποπκόφ, που ανατρίχιασε. Δόζα τω Θεώ, ζει ακόμα, σκέφτηκε. Προσεκτικά σήκωσε το κεφάλι του Κοζάκου από το λαιμό του αλόγου. Ήταν μια ματωμένη μάζα.

Οργή και θλίψη τον έπνιξαν. Έβγαλε το μαντίλι απ’ το λαιμό του κι έδεσε σφιχτά το πρόσωπο του Ποπκόφ, αφήνοντας ελεύθερο μόνο το ένα μάτι που του είχε απομείνει γερό. Το τεράστιο σώμα του κλυδωνιζόταν επικίνδυνα πάνω στη ράχη του αλόγου, καθώς ο Κοζάκος μόλις που διατηρούσε τις αισθήσεις του.

«Κρατήσου, Ποπκόφ», του είπε ο Γιενς. «Θα σε πάω σπίτι».

Έβγαλε τη ζώνη του και έδεσε τα χέρια του Ποπκόφ γύρω απ’ το λαιμό του αλόγου και κρατώντας τα χαλινάρια του πήδηξε στη ράχη του Ήρωα.

«Πάλι μπερδεύεσαι στα πόδια μου, Φρίις».

Ο Γιενς σήκωσε τα μάτια. Ένας άντρας με σκληρό πρόσωπο και μακρύ πανωφόρι στεκόταν στη μέση του δρόμου μένα τουφέκι στο χέρι κι ένα μικρό στρατό πίσω του. Όλοι τους φορούσαν κόκκινα περιβραχιόνια.

«Φύγε από μπροστά μου, Αρκίν», είπε ο Γιενς που δεν είχε χρόνο για συζητήσεις, και προχώρησε τραβώντας πίσω του το άλογο του Ποπκόφ.

Τουφεκιές ακούστηκαν ξαφνικά σαν μπουμπουνητά στο στενό δρόμο. Ο Γιενς δεν άκουσε τίποτάλλο. Ούτε πονεμένα χλιμιντρίσματα ούτε τίποτα. Ο Ήρωας κατέρρευσε σιωπηλός.

«Όχι, όχι, όχι!» βρυχήθηκε ο Γιενς και πήδηξε από τη σέλα πριν τον πάρει από κάτω το άλογο. Αγκάλιασε τη μουσούδα του Ήρωα, μα τα μάτια του είχαν ήδη θαμπώσει κι η ανάσα του είχε σβήσει. «Όχι!» μούγκρισε ξανά ο Γιενς κι όρμησε στον Αρκίν.

«Την περίμενα καιρό αυτή τη στιγμή», είπε εκείνος μ ένα στραβό μορφασμό, και κατέβασε τον υποκόπανο του τουφεκιού του στο κεφάλι του Γιενς.

Загрузка...