32

Το καλοκαίρι ερχόταν αργά, διστακτικά, σαν κορίτσι στον πρώτο του χορό. Τα μπουμπούκια στις νεραντζιές δίσταζαν νανοίξουν κι ο ήλιος κρυβόταν συχνά πίσω από τα σύννεφα. Η Αγία Πετρούπολη έμνησκε γκρίζα και κουρασμένη η καπνιά των εργοστασίων κρεμόταν πάνω από τις στέγες κι ο άνεμος δεν είχε το κουράγιο να τη διώξει. Και τη στιγμή που η Βαλεντίνα είχε απογοητευτεί με τους παγωμένους ανέμους από τον κόλπο της Φινλανδίας, που της στερούσαν τις εκδρομές που έκανε κάθε χρόνο με την Κάτια, το καλοκαίρι έφτασε απότομα στην πρωτεύουσα και τη μεταμόρφωσε κάνοντας τη να λάμπει ολόχρυση.

Πρώτη φορά στη ζωή της δεν θα περνούσε το καλοκαίρι στο κτήμα τους στο Τέσοβο. Το γιατί, ήταν προφανές. Ο πατέρας της, απασχολημένος συνέχεια, περνούσε όλο του το χρόνο είτε στο υπουργείο είτε κλεισμένος στο γραφείο του μαζί με διάφορους κυρίους με καλοραμμένες ρεντινγκότες, μεταξωτά ημίψηλα και παραφουσκωμένους χαρτοφύλακες. Έτσι κι αλλιώς, η Βαλεντίνα δεν είχε σκοπό να ξαναπλησιάσει το Τέσοβο ύστερα από ό,τι είχε συμβεί, ύστερα από αυτό που έπαθε η Κάτια. Κι έπειτα, δεν μπορούσε με τίποτα ναφήσει τον Γιενς.

Το καλοκαίρι περνούσε γεμάτο περιπάτους, με τα κορμιά τους νακουμπούν το ένα στο άλλο. Το τραύμα εκείνου γιατρευόταν κι η δύναμη του που επέστρεφε έκανε τη Βαλεντίνα να τα χάνει με την ευκολία που τη σήκωνε και την περνούσε πάνω από κάποιο ρυάκι ή την έσφιγγε απ’ τη μέση όταν εκείνη έσκυβε πάνω από κάποια λιμνούλα. Ήταν ένα καλοκαίρι με παγωτά και αλογάκια της Παναγίτσας, με εξερευνήσεις της πόλης που η Βαλεντίνα την έβλεπε με ένα καινούργιο, κατάπληκτο βλέμμα.

Πήγε τον Γιενς σε συναυλίες του Τσαϊκόφσκι και του Στραβίνσκι στο «Θέατρο Αλεξαντρίνσκι» με τις ψηλές κορινθιακές κολόνες. Αυτός την πήγε στο σταθμό Νικολάιεφσκι για να της δείξει τη θαυμαστή κατασκευή της στέγης του που λες και κρεμόταν στο κενό, και να της εξηγήσει πώς λειτουργούσαν οι ατμομηχανές. Εκείνη όμως πιο πολύ κοιτούσε τη διάφανη επιδερμίδα του και το βάθος των πράσινων ματιών του - αντί για το μουγκρητό των ατμομηχανών, άκουγε μόνο το πάθος στη φωνή του.

Μια μέρα που κάθονταν στο παραπέτο του ποταμού με τα πόδια τους να κρέμονται πάνω από τα νερά του, με το φρεσκοκομμένο γρασίδι να μοσχομυρίζει, ο Γιενς της ανέπτυξε τα σχέδια του για εκβάθυνση του κόλπου του Νέβα για να διευκολυνθεί η ροή του νερού στην πόλη. Κι έφαγαν ένα μήλο, μια μπουκιά ο ένας, μια ο άλλος.

Μιαν άλλη μέρα πήγαν την Κάτια βόλτα στο δάσος, όπου ένα ελαφάκι ήρθε κι έφαγε απ’ το χέρι της, κι ύστερα πήγαν στον Άγιο Ισαάκ, όπου η Κάτια δάκρυσε από την ομορφιά του.

Μιαν άλλη, ο Γιενς τη φίλησε στα σκαλιά του «Ερμιτάζ»

με τόσο πάθος, που έσβησε για πάντα κάθε άλλη θύμηση από τα χείλη της.

Ήταν κι εκείνη η ημέρα που η Βαλεντίνα κι η μητέρα της στάθηκαν σένα παράθυρο και παρακολούθησαν τον Γιενς με την Κάτια κάτω στον κήπο. Εκείνος σκυφτός ίσιωνε μια ακτίνα από τη ρόδα του αναπηρικού καροτσιού της κι εκείνη κρατιόταν από τον ώμο του. Κι η μητέρα της ψιθύρισε: «Συνειδητοποιείς πόσο τον αγαπάει η αδελφή σου;»

Κι όπως το καλοκαίρι τελείωνε κι άρχιζε να μυρίζει φθινόπωρο, εκεί που κάθονταν οι δυο τους σένα ανοιχτό αμάξι κάτω από το βελούδινο νυχτερινό ουρανό και μετρούσαν ταστέρια, η Βαλεντίνα έγειρε πάνω του και του είπε ότι είναι έγκυος.

«Θα με παντρευτείς;» τη ρώτησε ο Γιενς.

Ο σφυγμός της Βαλε ντίνας βροντοχτυπούσε σταφτιά της. Εκείνος πήρε το χέρι της, το φίλησε, κι έπειτα το γύρισε κι απόθεσε ένα φιλί στον καρπό της. Το φεγγαρόφωτο έκανε το πρόσωπο του να φαντάζει σαν από μάρμαρο, αλλά τα μάτια του πετούσαν φωτιές.

«Βαλεντίνα Ιβάνοβα, θα μου κάνεις την τιμή να με παντρευτείς;»

«Ναι».

«Αύριο;»

Εκείνη γέλασε πνιχτά.

«Όποτε θέλεις».

«Τώρα».

Η Βαλεντίνα έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, εκείνος βρισκόταν πάντα εκεί να της κρατάει το χέρι.

«Γιενς, ορκίστηκα στην Κάτια ότι δεν θα την αφήσω ποτέ».

«Τότε, θα έρθει να ζήσει μαζί μας. Τα κτηματικά πάρε δώσε μου με τον Νταβίντοφ πήγαν πολύ καλύτερα από,τι περίμενα. Μπορώ λοιπόν να αγοράσω ένα τέλειο σπίτι που να έχει κι ένα δωμάτιο για την αδελφή σου».

Το είπε τόσο απλά, λες και δεν ήταν τίποτα σπουδαίο.

«Σ’ ευχαριστώ, αγάπη μου».

Ο Γιενς πήρε το πρόσωπο της στις παλάμες του.

«Σαγαπάω», ψιθύρισε και τη φίλησε πολύ απαλά.

«Δεν θα σπάσω αν με φιλήσεις πιο δυνατά», είπε η Βαλεντίνα γελώντας.

Την τράβηξε πάνω του και την έσφιξε τόσο, που της έκοψε την ανάσα.

«Αύριο θα έρθω να μιλήσω στον πατέρα σου».

«Δεν θα του αρέσει».

«Καλά θα κάνει να συνηθίσει στην ιδέα». Το χέρι του κατέβηκε στην επίπεδη ακόμα κοιλιά της κι άρχισε να τη χαϊδεύει.

«Θέλω να είναι αγόρι», ψιθύρισε εκείνη. «Να γίνει μηχανικός και να χτίσει μια καινούργια Πετρούπολη».

«Κορίτσι», είπε εκείνος και χαμογέλασε. «Εγώ θέλω κορίτσι».

«Με τα δικά μου μαλλιά και τα δικά σου μάτια».

«Και το ταλέντο σου στη μουσική. Ένα κορίτσι γεμάτο θάρρος και φιλοδοξίες. Με σβέλτο μυαλό σαν τη μητέρα της».

Μια σπιλιάδα ανέμου έφερε τα μαλλιά της στο πρόσωπο της κι η Βαλεντίνα ανατρίχιασε.

«Κρυώνεις», είπε ο Γιενς.

«Όχι. Από τη συγκίνηση είναι».

Ο Γιενς την τύλιξε με τη ζεστή κουβέρτα του αμαξιού που τη στερέωσε γύρω απτα πόδια της και το λαιμό της.

«Θα σε γυρίσω αμέσως σπίτι. Δεν κάνει να κρυολογήσεις».

«Γιενς, δεν είμαι άρρωστη! Έγκυος είμαι».

Εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά κάτω από το ασημένιο φως του φεγγαριού. Κροτάλισε αποφασιστικά τα χαλινάρια και το άλογο ξεκίνησε.

«Γιενς, αύριο είναι τα γενέθλια του πατέρα μου. Έχει κανονίσει να πάμε όλη η οικογένεια στο θέατρο κι ύστερα για φαγητό στο "Αλούρ". Άφησε τον να το χαρεί. Μίλησε του μεθαύριο».

Εκείνος γύρισε και την κοίταξε.

«Θεέ μου, δώσε μου δύναμη! Αρκετά δεν περίμενα;»

«Όχι». Του χαμογέλασε γλυκά.

«Μια μέρα, λοιπόν. Στιγμή παραπάνω».

Η Βαλεντίνα έγειρε πάνω του, κι όπως εκείνος οδηγούσε, τα όνειρα τους έγιναν ένα στο ρυθμό του αμαξιού.

Την άλλη μέρα, ένα ψιλόβροχο έδιωξε τη ζέστη που έπνιγε την πόλη. Το θέατρο ήταν ολόλαμπρα φωτισμένο όταν η οικογένεια Ιβάνοφ πήρε τις θέσεις της στην πρώτη σειρά των θεωρείων και κάθισε στις παχιές βελούδινες πολυθρόνες. Βουητό από φωνές ανέβαινε από την πλατεία. Η αφρόκρεμα της κοινωνίας της Πετρούπολης επιδείκνυε τα κοσμήματα και τα χρυσά παράσημα της, που η λάμψη τους συναγωνιζόταν εκείνη των πολυελαίων. Τυπικά χαμόγελα ήταν αποτυπωμένα κάτω από μεγαλόπρεπες διαμαντένιες τιάρες, για την αγορά των οποίων πολλοί είχαν καταχρεωθεί - κι οι τοκογλύφοι έτριβαν τα χέρια τους. Ωστόσο, δεν μπορούσες να εμφανιστείς χωρίς τέτοια κοσμήματα στην όπερα. Θα σε κορόιδευαν όλοι.

Η Βαλεντίνα τα σιχαινόταν όλα αυτά, μα η μουσική τη βοήθησε να τα ανεχτεί όπως πάντα. Μόλις τα φώτα χαμήλωσαν κι άρχισε η όπερα «Ο θρύλος του τσάρου Σαλτάν», οι δραματικές άριες του Ρίμσκι-Κορσακόφ έκαναν τη Βαλεντίνα να ξεχαστεί. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τις νότες να ζωντανέψουν μέσα της. Χαλάρωσε και μεταφέρθηκε με τη φαντασία της στο διαμέρισμα του Γιενς. Ένα χαλί από ελαφοτόμαρο απαλό σαν πατουσάκι γάτας μπροστά στη φωτιά να χαϊδεύει τη γυμνή της πλάτη, και τα χείλη του Γιενς να σέρνονται στην κοιλιά της και να μουρμουρίζουν στο παιδί που μεγάλωνε μέσα της.

«Αγαπητή μου Βαλεντίνα, απόψε είσαι υπέροχη. Λάμπεις περισσότερο κι από τους πολυελαίους».

Άνοιξε απότομα τα μάτια.

«Λοχαγέ Τσερνόφ!»

Η κατακόκκινη στολή είχε καθίσει ακριβώς δίπλα της.

Ταραγμένη η Βαλεντίνα συνειδητοποίησε ότι είχε γίνει διάλειμμα και οι άλλοι, μαζί κι η Κάτια στο αναπηρικό καροτσάκι της, είχαν περάσει στο μικρό προθάλαμο για να πιουν λίγο κρασί, να φάνε χαβιάρι και να χαιρετίσουν διάφορους γνωστούς που είχαν σπεύσει να υποβάλουν τα σέβη τους. Ο Τσερνόφ δεν είχε αλλάξει, παρόλα όσα είχε τραβήξει. Τα δόντια του μόνο φάνταζαν λίγο πιο κοφτερά και τα μάτια του λίγο πιο οργίλα.

«Βαλεντίνα, δεν μου απάντησες στα γράμματα μου».

«Λοχαγέ, χαίρομαι που σε βλέπω καλά ξανά. Δεν ήξερα ότι επέστρεψες στην Πετρούπολη».

«Στο έγραψα ότι θα ερχόμουν».

Εκείνη δεν είχε διαβάσει κανένα από τα γράμματα του.

«Σου έγραψα μία φορά», του είπε. «Για να σε ενημερώσω ότι ο αρραβώνας μας λύθηκε».

Ο Τσερνόφ άφησε ένα γέλιο σαν γάβγισμα και γύμνωσε τα δόντια του. Άδραξε το γαντοφορεμένο χέρι της και το σφίξε ανάμεσα στα δικά του.

«Σε σάς τις δεσποινίδες αρέσει να κοροϊδεύετε και να προκαλείτε».

«Όχι». Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, μα εκείνος το κρατούσε σφιχτά. Το σήκωσε αργά και το έφερε στα χείλη του. Μέσα από το λεπτό δέρμα του γαντιού, η Βαλεντίνα ένιωσε το σκληρό τσίμπημα του μουστακιού του.

«Άφησε με».

Είχαν γείρει ο ένας προς τη μεριά του άλλου, σαν εραστές θα έλεγε κανείς, κι η Βαλεντίνα είδε στο σαγόνι του μια ρόδινη ουλή που δεν υπήρχε παλιά. Με το άλλο της χέρι έπιασε δυο δάχτυλα του έτοιμη να τα τραβήξει. Κάτω στην πλατεία ο κόσμος άρχιζε να επιστρέφει στις θέσεις του μέσα σ ένα βουητό από φωνές. Μια έκτη αίσθηση ειδοποίησε τη Βαλεντίνα ότι εκεί πέρα βρισκόταν κι ο Γιενς. Και πραγματικά τον είδε στην πέρα άκρη της πλατείας. Ο Βίκινγκ της, ψηλός κι ευθυτενής, βρισκόταν εκεί, με τα μαλλιά του ανακατωμένα σαν να είχε τρέξει. Και την κοίταζε με το ένα της χέρι στα χείλη του Ουσάρου και το πρόσωπο της ξαναμμένο και κολλημένο σχεδόν στο δικό του. Μένα βογκητό κατάφερε να ελευθερωθεί και πετάχτηκε όρθια.

«Γιενς!» φώναξε, αδιαφορώντας για τα έκπληκτα βλέμματα που στράφηκαν προς το μέρος της. Μα εκείνος είχε εξαφανιστεί. «Ανάθεμα ,σε, Στεφάν!» είπε άγρια κι έφυγε τρέχοντας από το θεωρείο.

Τον βρήκε. Στεκόταν στο μπαρ και κάπνιζε ακουμπισμένος σε μια μαρμάρινη κολόνα, αδιάφορος για τον κόσμο που συνωστιζόταν γύρω του.

«Γιενς, δεν ήξερα πω;ς θα ερχόσουν».

«Είναι φανερό».

«Ο λοχαγός Τσερνόφιήρθε να με χαιρετίσει».

«Πολύ φιλικός χαιρετισμός».

«Όχι». Ακούμπησε :ο χέρι της στο μπράτσο του προσπαθώντας να αποκαταστήσει μια επαφή. «Δεν ήταν έτσι όπως σου φάνηκε. Άκουσε με σε παρακαλώ.»

Μια κραυγή ακούστηκε απέξω. Στο κατώφλι στεκόταν ένας άντρας με κάπα και ημίψηλο που έσταζαν από τη βροχή «Πυροβόλησαν τον πρωθυπουργό!» φώναζε ξανά και ξανά. «Πυροβόλησαν τον πρωθυπουργό!»

Τρομαγμένες φωνές γέμισαν το μπαρ. Ο Γιενς αγκάλιασε τη Βαλεντίνα από τη μέση κι άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για να πλησιάσει αυτόν που έφερε την είδηση.

«Τι συνέβη;»

«Μπόζι μόι! Θεέ μου! Ήταν στο θέατρο, στο Κίεβο, απόψε. Ένας απαυτούς τους δολοφόνους, τους επαναστάτες, τράβηξε όπλο και πυροβόλησε τον Στολίπιν κατάστηθα. Δεν φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο». Δάκρυα μούσκευαν το πρόσωπο του άντρα.

«Πέθανε; Λέγε άνθρωπε!» μούγκρισε ο Γιενς.

«Αένε ότι πεθαίνει».

«Ο Στολίπιν πεθαίνει! Ο Θεός να φυλάξει τη Ρωσία!»

«Γρήγορα!» φώναξε ο άγνωστος. «Φύγετε από δω! Λένε ότι οι επαναστάτες θα χτυπήσουν όλα τα θέατρα απόψε.

Στο Κίεβο. Στη Μόσχα. Για να μας σκοτώσουν. Ακόμα κι εδώ!»

Προτού προλάβει ναποσώσει τα λόγια του, το πλήθος το έβαλε πανικόβλητο στα πόδια πετώντας ποτήρια, τσιγάρα και πούρα εδώ κι εκεί.

Η Βαλεντίνα δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πανικό. Ουρλιαχτά, ποδοβολητά, κραυγές τρόμου. Στο πεζοδρόμιο καπέλα πεταμένα, τσαλαπατημένα μες στη βροχή. Με σπρωξιές κι αγκωνιές ο κόσμος έτρεχε να μπει στα αμάξια του, φώναζε στους αμαξάδες αδιαφορώντας για τις κραυγές των αστυνομικών που προσπαθούσαν να επιβάλουν κάποια τάξη.

«Γιενς, δεν μπορεί να είναι αλήθεια».

Έψαχναν για την οικογένεια της, αλλά ομπρέλες και ψηλά καπέλα έκρυβαν τα πανικόβλητα πρόσωπα.

«Το ότι ο Στολίπιν είναι νεκρός;»

«Όχι. Το ότι οι επαναστάτες επιτίθενται σόλα τα θέατρα. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια».

«Μάλλον πρόκειται για μια διάδοση που έχει σκοπό να προκαλέσει φόβο και χάος. Ας μην το διακινδυνέψουμε, όμως, ας απομακρυνθούμε».

«Γιατί;» Σταμάτησε απότομα κι ανάγκασε και τον Γιενς να σταθεί και να την κοιτάξει. «Γιατί; Τι θα κερδίσουν προκαλώντας το χάος;»

«Έλα να βρούμε την αμαξά σου».

«Όχι». Του τράνταξε το μπράτσο. «Πες μου τι φοβάσαι».

Εκείνος την κοίταξε γεμάτος ένταση.

«Φοβάμαι πως κάποιος το οργάνωσε για να κάνει κάτι επωφελούμενος από τον πανικό».

«Τι πράγμα;»

«Δεν ξέρω. Έλα, ας μη στεκόμαστε».

Την τράβηξε μπροστά, μα εκείνη του έδειξε ανάμεσα στις άμαξες που προκαλούσαν συμφόρηση στο δρόμο.

«Να ο μπαμπάς».

Ο Γιενς άνοιξε δρόμο και έφτασαν στους γονείς της Βαλεντίνας που στέκονταν δίπλα στην αμαξά τους. Μπροστά τους βρισκόταν άδειο το αναπηρικό καροτσάκι.

«Πού είναι η Κάτια;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Χάθηκε».

«Ποιος την πήρε;»

Ο Γιενς χρειάστηκε να επαναλάβει την ερώτηση. Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα στεκόταν με το χέρι στο στόμα, μάτια θολά, κινήσεις νευρόσπαστου. Ο άντρας της ακριβώς το αντίθετο: Χτυπούσε τα πόδια του στο χώμα, ένας οργισμένος χείμαρρος κυλούσε απ’ το στόμα του και κοπανούσε με το δάχτυλο το στήθος ενός από τους αστυνομικούς που είχαν μαζευτεί γύρω τους.

«Τρέχα να βρεις την κόρη μου, ηλίθιε!» ούρλιαξε. «Την απήγαγαν!»

Πήγαν και στάθηκαν έξω από μια πόρτα του θεάτρου με τη βροχή να τους μουσκεύει. Από κει είχαν βγει οι Ιβάνοφ με την Κάτια ασφαλή μαζί τους.

«Μαντάμ Ιβάνοβα», είπε ο Γιενς, «πείτε μου ξανά τι συνέβη».

Εκείνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Έτρεμε ολόκληρη, τα χείλη της κουνιόνταν, μα ήχος κανένας δεν έβγαινε.

«Ελιζαβέτα!» την προέτρεψε ο άντρας της.

Ο Γιενς στάθηκε μπροστά της, την έπιασε απτους αγκώνες και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.

«Έπαθε κάτι η Κάτια μες στον πανικό;» ρώτησε.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι, ξεροκατάπιε και είπε: «Νιετ. Αυτή δεν πανικοβλήθηκε. Κρατιόταν σφιχτά στο καρότσι της». Τα φρύδια της έσμιξαν καθώς ανακαλούσε στη μνήμη της τη σκηνή. «Αυτή.»

Ο Γιενς έσκυψε πάνω της.

«Τι συνέβη;»

«Ο σύζυγος μου πήγε να βρει την αμαξά μας».

«Σκεφτείτε, μαντάμ. Σκεφτείτε. Ο υπουργός άφησε εσάς και την Κάτια εδώ. Κι ύστερα;»

«Με ακολουθούσαν η πριγκίπισσα Μαρία κι ο σύζυγος της».

«Μιλήσατε;»

Η Ελιζαβέτα είχε αρχίσει να τα χάνει. Τα μάτια της έγιναν γυάλινα. Κούνησε σαν χαζή το κεφάλι.

«Εκείνη ούρλιαζε».

«Η Κάτια;»

«Όχι». Μόλις που ακούστηκε.

«Η πριγκίπισσα Μαρία ούρλιαζε;»

Καμιά απάντηση. Ο Γιενς την έπιασε και την τράνταξε.

Το κεφάλι της πήγε κι ήρθε.

«Ναι. Είχε πέσει. Το μάγουλο της ήταν.»

«Τους μιλήσατε;»

«Ναι». Ανατρίχιασε. «Πανικός παντού. Όταν γύρισα, το καροτσάκι ήταν άδειο».

«Μαμά». Η Βαλεντίνα μίλησε για πρώτη φορά. Η φωνή της ήταν ήρεμη, μα ακουγόταν σαν να ερχόταν από πολύ μακριά. «Είχε τρομάξει η Κάτια; Από τον πανικό και τις φωνές;»

«Όχι. Την είχαν συναρπάσει».

Η Βαλεντίνα έπιασε τον Γιενς από το χέρι και τον τράβήξε. «Γρήγορα. Έλα μαζί μου».

«Πού πας;» φώναξε ο πατέρας της. «Κι η αδελφή σου;»

«Πάω να τη βρω, μπαμπά».

Η βροχή έπεφτε πάνω της και της μούσκευε το πρόσωπο που τα φώτα του δρόμου το έκαναν να φαντάζει μαρμάρινο. Τα μάτια της είχαν το σκληρό χρώμα του κάρβουνου.

Καβάλησαν κι οι δυο το άλογο του πιο γρήγορα θα έκαναν έτσι παρά μένα αμάξι. Οι δρόμοι ήταν πηγμένοι, η βροχή είχε δυναμώσει κάνοντας τρομακτικό θόρυβο. Όλος ο κόσμος ήταν εκνευρισμένος, κι αυτό προκαλούσε ατυχήματα και ταραχή.

Ο Ήρωας, το άλογο του Γιενς, ανέβαινε όποτε χρειαζόταν σε πεζοδρόμια, οδηγημένο από τον κύριο του, και ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια. Προχωρούσαν γρήγορα. Ο Γιενς ένιωθε την κάψα που ανέδινε το κορμί της Βαλεντίνας, μύριζε τα βρεγμένα της μαλλιά. Την είχε τυλιγμένη με την κάπα του κι εκείνη κρατιόταν από τη χαίτη του αλόγου τόσο δυνατά, που κόντευε να του ξεριζώσει τις τρίχες. Είχαν καβγαδίσει άσχημα.

«Γιενς, οι επαναστάτες την πήραν».

«Όχι, Βαλεντίνα. Σκέψου προσεκτικά. Πρέπει να είναι απλοί απαγωγείς που θέλουν ναποσπάσουν λίτρα απτον πατέρα σου». Θεέ και Κύριε, συλλογιζόταν ο Γιενς, χς μην είναι επαναστάτες. Τα μαχαίρια τους δεν θα δίσταζαν να κόψουν το λαιμό μιας κοπέλας της ανώτερης τάξης.

«Όχι», επέμεινε η Βαλεντίνα. «Αυτοί είναι, είμαι σίγουρη. Βασανίζουν την οικογένεια μου και δεν θα ησυχάσουν μέχρι να μας δουν όλους νεκρούς».

Ο Γιενς ένιωθε τώρα μια παγωμένη ανάσα στο σβέρκο του. Είχε πάει μαζί της γιατί δεν άντεχε τη σκέψη ότι η αγαπημένη του θα τριγύριζε μόνη στις φτωχογειτονιές της Πετρούπολης. Μα αυτό που έκαναν ήταν τρέλα.

Ο μεταλλουργός εργάτης κι η γυναίκα του -αυτή που κοιμόταν με τα πεθαμένα παιδιά- ήταν σπίτι τους. Όταν μπήκαν, ο Γιενς κοίταξε ένα γύρω. Τουλάχιστον τώρα το δωμάτιο ήταν κάπως πιο καθαρό. Τον κοίταξαν κι οι δυο με στενεμένα μάτια, όπως κοιτάς μια κατσαρίδα που ετοιμάζεσαι να λιώσεις. Καθισμένοι στο τραπέζι, είχαν μπροστά τους δυο μεγάλα ποτήρια μπίρα. Έπιναν για κάποια επιτυχία; Έκαναν κάποια πρόποση; «Πέθανε», ανάγγειλε ευχαριστημένος ο Ιβάν. «Ο πρωθυπουργός Πιοτρ Στολίπιν είναι νεκρός».

«Όχι ακόμα», τον διόρθωσε ο Γιενς. «Απόσο ξέρω, τραυματίστηκε».

Η γυναίκα κοίταζε επίμονα τη Βαλεντίνα.

«Τι έχει αυτή;» ρώτησε.

«Πού είναι η αδελφή μου;» μίλησε η Βαλεντίνα.

«Η ανάπηρη;»

«Ναι. Την απήγαγαν». Η φωνή της ακούστηκε στεγνή.

«Πιστεύω ότι την αιχμαλώτισαν οι επαναστάτες σας. Θέλω να πάτε στους φίλους σας και να τους ρωτήσετε πού την κρατάνε».

Ο Ιβάν κι η Βάρενκα κούνησαν αόριστα τα κεφάλια. Ο Γιενς κοπάνισε τη γροθιά του στο τραπέζι κάνοντας την μπίρα να χυθεί απ’ τα ποτήρια.

«Θα δώσω στον καθένα σας μισθούς έξι μηνών».

Τα μάτια τους άστραψαν από ενδιαφέρον.

«Αρκεί να μάθετε πού κρατάνε την αδελφή της».

«Γιατί να την πάρουν οι επαναστάτες;» ρώτησε η Βάρενκα.

«Για να ασκήσουν πολιτική πίεση στον πατέρα της, τον υπουργό Ιβάνοφ».

Ο Ιβάν έγειρε τους ώμους του, λες κι ήταν έτοιμος να παλέψει.

«Κι αν αρνηθούμε;»

«Τότε θα υποχρεωθώ να επιμείνω».

Ο Γιενς περίμενε, όμως δεν είχε την υπομονή της Βαλεντίνας. Ένιωθε να πνίγεται μέσα σεκείνο το μικρό, υγρό δωμάτιο με το ραγισμένο ταβάνι. Κάθε φορά που η γυναίκα έριχνε ένα ξύλο στη φωτιά, καπνός σκέπαζε τα έπιπλα και γέμιζε τα πνευμόνια τους. Κάπως έτσι σκεπαζόταν χι •η αλήθεια, συλλογιζόταν ο Γιενς.

Η αλήθεια που πιστεύει κάποιος κι η αλήθεια που λέει είναι δυο διαφορετικά πράγματα- αλλάζουν συχνά σχήμα και μορφή. Οι μπολσεβίκοι κι οι μενσεβίκοι κόβουν και ράβουν κάθε τόσο τις υποτιθέμενες αλήθειες τους καθώς ανταγωνίζονται για ισχύ και δύναμη, σαν τα τσακάλια πάνω από ένα ψοφίμι, αλυχτώντας για δικαιοσύνη και ισότητα. Μα τι είδους δικαιοσύνη είναι η απαγωγή μιας ανάπηρης κοπέλας; Τι είδους ισότητα κάνει τους ισχυρούς να καταβροχθίζουν τους αδύναμους; Αχ, Βαλεντίνα, πρόσεχε. Πρόσεχε, αγάπη μου.

Κάθονταν στο τραπέζι, κι η Βαλεντίνα είχε το χέρι της χωμένο μες στο δικό του. Η γυναίκα τους παρακολουθούσε σιγοπίνοντας την μπίρα της, κι έσφιγγε κάθε τόσο το κεφαλομάντιλό της. Δύο ώρες πέρασαν έτσι. Ο Γιενς έβλεπε την ένταση στο βλέμμα της Βαλεντίνας, έβλεπε τις σκέψεις της να διαγράφονται στα μάτια της, άκουγε σχεδόν το μυαλό της να δουλεύει - και φοβόταν για την ασφάλεια της. Κάποια στιγμή του έσφιξε δυνατά το χέρι και τον κοίταξε κατάματα.

Και την άλλη στιγμή η πόρτα άνοιξε και, μαζί με το νυχτερινό παγωμένο αέρα, μπήκαν ο Ιβάν κι άλλοι τρεις άντρες με κουρελιασμένα σακάκια. Ο Γιενς σηκώθηκε. Η Βαλεντίνα δεν γύρισε να τους κοιτάξει, λες και ήξερε κιόλας τι θα έλεγαν. Ο Ιβάν πήγε κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί.

«Λοιπόν;» ρώτησε σιγανά η Βαλεντίνα με το βλέμμα καρφωμένο πάντα στον Γιενς.

«Εσύ», την έδειξε ο Ιβάν, «έλα μαζί μας. Εσύ», κι έδειξε τον Γιενς, «περίμενε εδώ».

«Όχι!» Ο Γιενς έκανε να την πάρει αγκαλιά, μα η Βαλεντίνα πήδηξε μπροστά του και πήρε το πρόσωπο του στις παλάμες της.

«Συγγνώμη, αγάπη μου», του ψιθύρισε χαι τον φίλησε.

Την ίδια στιγμή μια έκρηξη έγινε μέσ στο κεφάλι του Γιενς κι ένιωσε τον εγκέφαλο του να γίνεται μυριάδες κομματάκια. Κι ο πόνος από το χτύπημα τον έριξε σένα μαύρο απύθμενο πηγάδι.

Загрузка...