35
Ήταν αργά όταν ξύπνησε η Βαλεντίνα. Ένα τσεκούρι ψιλόκοβε το μυαλό της και στο στόμα της είχε μια ξινή γεύση. Προτού ανοίξει τα μάτια της, θυμήθηκε το ξέχειλο βότκα ποτήρι μετά. Μετά. Η λέξη έκαιγε σαν τσουρουφλιστό λάδι τη γλώσσα της. Το κορμί της την πόναγε ολόκληρο, μα αυτός ο πόνος δεν ήταν τίποτα μπροστά σεκείνον τον άλλο πόνο που της ξέσκιζε την καρδιά.
«Βαλεντίνα».
Άνοιξε τα μάτια. Η Κάτια έσκυβε από πάνω της.
«Είσαι καλά; Βογκούσες.»
Η Βαλεντίνα ανακάθισε και περίμενε να πάψει να γυρίζει το δωμάτιο.
«Καλά είμαι».
«Δεν το δείχνεις».
«Ούτε κι εσύ δείχνεις καλά». Η επιδερμίδα της αδελφής της φάνταζε σαν τσιγαρόχαρτο που θα σκιζόταν έτσι και το άγγιζες. «Θα γυρίσουμε σπίτι σήμερα. Ο Αρκίν υποσχέθηκε να μας ελευθερώσει».
Η Κάτια συνοφρυώθηκε.
«Τον πιστεύεις;»
«Ναι. Το υποσχέθηκε. Θα τον φωνάξω να έρθει».
«Έχει φύγει».
«Έφυγε;»
«Τον άκουσα να φεύγει πριν φωτίσει. Ο άλλος με τα γένια, όμως, είναι εδώ».
Κάτι παγερό άδραξε τα σωθικά της Βαλεντίνας. Ενστικτωδώς έφερε το χέρι της στην κοιλιά της, στο αγέννητο παιδί της. Πήγε τρέχοντας στην πόρτα και βάλθηκε να την κοπανάει φωνάζοντας το όνομα του Αρκίν. Της απάντησε μια βρισιά του Μάζικ κι ένα διπλωμένο χαρτί χώθηκε κάτω από την πόρτα. Το άρπαξε.
Βαλεντίνο. Ιβάνοβα, Περιμένεις πάρα. πολλά από τη ζωή. Ήμουν μεθυσμένος. Η υπόσχεση μου ήταν άνευ αζίας. Σήμερα βλέπω καθαρά ότι εσύ κι η αδελφή σου πρέπει να γίνετε παράδειγμα για την τάζη σας κι όλους τους καταπιεστές. Αυτό με στενοχωρεί, αλλά πρέπει να γίνει. Οι μικρές προσωπικές μας τραγωδίες δεν είναι τίποτα μπροστά στη θύελλα που σαρώνει τη Ρωσία. Θα σου ζητούσα να με συγχωρέσεις, μα ξέρω πως δεν υπάρχει συγχώρεση για μένα.
Η Βαλεντίνα πάγωσε.
«Τι είναι;» ρώτησε η Κάτια.
Η Βαλεντίνα τσαλάκωσε το χαρτί μες στη χούφτα της.
«Από τον Αρκίν είναι», αποκρίθηκε.
Ο τόνος της έκανε την Κάτια να καταλάβει πολλά.
«Τι συμβαίνει; Βαλεντίνα, έλα εδώ και πες μου τι έχει γίνει».
Αυτή όμως δεν ήθελε να την αγγίξει η αδελφή της, να μυρίσει την οσμή εκείνου πάνω της.
«Πάτησε το λόγο του», είπε ξερά. «Άλλαξε γνώμη».
«Δηλαδή δεν θα μας ελευθερώσει; Ίσως ο μπαμπάς μπορέσει να βρει τα λεφτά».
«Όχι. Σου είπα ότι είναι χρεοκοπημένος».
«Μπορεί να μας βρει η Αστυνομία».
Η Βαλεντίνα γέλασε ειρωνικά.
«Δεν έχουν ιδέα πού βρισκόμαστε. Ο Αρκίν είναι πάρα πολύ έξυπνος».
«Μάλιστα.» Η φωνή της Κάτιας ακούστηκε λες και ερχόταν από πολύ μακριά. «Άρα πιστεύεις ότι θα μας σκοτώσουν».
Η Βαλεντίνα ήθελε να της πει ψέματα, μα δεν το μπορούσε.
«Ναι. Πιστεύω πως γι’ αυτό βρίσκεται ακόμα εδώ ο Μάζικ».
«Για να μας καθαρίσει».
«Ναι».
Τα έχασε βλέποντας τα μάτια της Κάτιας να λάμπουν και να της χαμογελάει.
«Τι κάνουμε λοιπόν; Ξεκινάμε μια καινούργια περιπέτεια;»
Η Βαλεντίνα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
«Έχω μια ιδέα», είπε.
«Μάζικ!»
«Τι; Τρώω τώρα». Δεν είχε μπει στον κόπο να τους πάει ψωμί και νερό. Γιατί να ταΐσει τις μελλοθάνατες; «Μάζικ, ξέρουμε τι θα μας συμβεί», είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε η Βαλεντίνα πίσω από την πόρτα. «Δεν κατηγορούμε εσένα, όμως δεν θέλουμε να πεθάνουμε με τις ψυχές μας βαριές. Γι’ αυτό προσευχόμαστε στον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, το Σωτήρα μας. Και ζητάμε τη μεσολάβηση της Παναγίας».
«Και λοιπόν;»
«Λοιπόν, σε ικετεύω να μας επιτρέψεις ν΄ανάψουμε ένα κερί με τις προσευχές μας».
«Άντε γαμήσου».
«Μάζικ, σε ικετεύω, μη μας στείλεις στην Κόλαση. Ένα κεράκι για να εξαγνιστούν οι ψυχές μας. Δεν είναι τίποτα για έναν από τους ανθρώπους του λαού που σύντομα θα διαφεντεύειι ολόκληρη τη Ρωσία».
Η Κά.τια πρόσθεσε ικετευτικά και τη δική της θρηνητική φωνή.
«Σε παρακαλούμε, Μάζικ».
Ακούστηκε ένα γκρινιάρικο μουρμουρητό και μια καρέκλα σύρθηκε στο πάτωμα. Η Βαλεντίνα κι η Κάτια είχαν τα μάτια τους καρφωμένα στην πόρτα που άνοιξε ελάχιστα κι ένα μαυρισμένο απολειφάδι κεριού πετάχτηκε μέσα. Η χαραμάδα ξανάκλεισε με βρόντο.
«Σπίρτο;» φώναξε η Βαλεντίνα.
Ένα σπίρτο γλίστρησε κάτω απτην πόρτα. Η Βαλεντίνα το άρπαξε και πήρε μια μπάλα κλωστές που είχαν μαδήσει από μια κουβέρτα και το μεταξωτό της φόρεμα.
«Θ’ αρπάξει αμέσως», είπε η Κάτια. «Θα μείνεις με το πουκάμισο και το παντελόνι».
«Έτοιμη;» τη ρώτησε η Βαλεντίνα.
Τα μάτια της Κάτιας έλαμψαν κι έβαλε στη μύτη της το μαντίλι της που ήταν μουσκεμένο στο νερό.
«Έτοιμη», αποκρίθηκε.
Η Βαλεντίνα έτριψε το σπίρτο στα σανίδια κι άναψε το κερί. Μόλις η φλόγα του μεγάλωσε, το ακούμπησε στο σωρό από ε:ύφλεκτα υλικά που είχε φτιάξει μπροστά στον ένα ξύλινο τοίχο. Καπνός άρχισε νανεβαίνει. Η Βαλεντίνα πήγε πισωπατώντας στο κρεβάτι και κουκουλώθηκε μαζί με την Κάττια με τη δεύτερη κουβέρτα τους, αφήνοντας μια τρυπούλα μονάχα για να παρακολουθεί τη φωτιά. Με το ένα της χέρι αγκάλιασε την αδελφή της, που της χαμογέλασε πλατιά.
«Βαλεντίνα, θέλω να ξέρεις ότι μόνο μ’ εσένα θα ήθελα να καώ ζωντανή».
Εκείνη γέλασε.
«Δεν θα καούμε. Στο ορκίζομαι».
Προτού περάσει πολλή ώρα πνίγηκαν κι οι δυο στο βήχα καθώς οι φλόγες σκαρφάλωναν στους ξύλινους τοίχους. Η Βαλεντίνα έφερε στη μύτη της την άκρη του πουκαμίσου που φορούσε και πήγε να σταθεί δίπλα στν πόρτα.
«Φωτιά! Φωτιά! Μάζικ, έλα γρήγορα! Βοήθεια! Βοήθεια! Γρήγορα!» και βάλθηκε να γρονθοκοπάει την πόρτα.
«Μάζικ! Φωτιά!»
Ο καπνός που είχε αρχίσει να βγαίνει κάτω απτην πόρτα έκανε τον Μάζικ να ξεκλειδώσει βρίζοντας. Ανακούφιση κι έλλειψη οξυγόνου έκαναν τη Βαλεντίνα να ζαλιστεί.
«Ηλίθια! Τι έκανες εκεί;»
«Νερό!» τσίριξε η Βαλεντίνα.
Ο Μάζικ έφυγε τρέχοντας. Μέχρι να βρει κουβά και να τρέξει στην αντλία της αυλής, η Βαλεντίνα είχε τυλίξει την Κάτια με την κουβέρτα, την είχε φορτωθεί στην πλάτη κι έβγαινε απ’ το σπίτι πνιγμένη στο βήχα και με τα μάτια της να τσούζουν από τον καπνό.
«Πάρε κι εσύ ένα κουβά, ηλίθια!» της φώναξε ο Μάζικ.
«Έτσι και καεί το σπίτι, θα σας σκοτώσω!»
Της ήρθε να γελάσει. Έτσι κι αλλιώς θα τις σκότωνε. Ακούμπησε την Κάτια στο χώμα δίπλα στο υπόστεγο με τα ξύλα και πήρε κι αυτή έναν κουβά. Τον γέμισε από την ποτίστρα, έτρεξε μέσα και τον άδειασε πάνω στο φλεγόμενο τοίχο. Οι φλόγες πηδούσαν κιόλας ως τα πάτερα της στέγης έτοιμες να καταπιούν την ίζμπα. Για αρκετά λεπτά Βαλεντίνα και Μάζικ έτρεχαν πέρα δώθε κουβαλώντας κουβάδες με νερό.
Την πέμπτη φορά που εκείνος έβγαινε από το σπίτι με τον άδειο κουβά, η Βαλεντίνα όρμησε από πίσω του και του κατέβασε ένα χοντρό κλαρί στο κεφάλι. Ο Μάζικ σωριάστηκε στο χώμα σαν μαριονέτα που της έκοψαν τους σπάγκους. Η κοπέλα τον έσυρε στο υπόστεγο με τα ξύλα.
«Πέθανε;» ψιθύρισε η Κάτια.
Η Βαλεντίνα γονάτισε και του έπιασε το σφυγμό.
«Όχι».
«Δόξα τω Θεώ».
«Μην ξεχνάς πως αυτός ο μπάσταρδος θα μας σκότωνε».
«Βαλεντίνα! Εμείς δεν είμαστε σαν αυτούς».
«Δεν είμαστε;» Η Βαλεντίνα κοίταξε την αδελφή της πάνω από το κορμί του Μάζικ και αναρωτήθηκε ξανά, συλλογισμένη: Αλήθεια; Η Κάτια δεν της απάντησε. Κοίταζε με ανοιχτό στόμα το σπίτι. Είχε τυλιχτεί ολόκληρο στις φλόγες που χοροπηδούσαν ψηλά, πορτοκαλιές και μαύρες. Έτσι όπως φώτιζαν το πρόσωπο της, της Βαλεντίνας της φάνηκε πιο αληθινή, πιο ζωντανή από κάθε άλλη φορά μετά το Τέσοβο, λες και τούτη η φωτιά είχε ζωντανέψει κάτι μέσα της.
Ώρα. να φεύγουμε, σκέφτηκε. Πίσω απ’ το υπόστεγο των ξύλων βρήκε ένα κομμάτι σκοινί και έδεσε τα χέρια και τα πόδια του Μάζικ.
«Τώρα θα δεις κι εσύ τι σημαίνει να μην μπορείς να κάνεις τίποτα», μουρμούρισε. Κι ύστερα, με βιαστικές κινήσεις, έσυρε κοντά στην Κάτια ένα πρόχειρο χειράμαξο που είχαν για να κουβαλάνε τα ξύλα. Ήταν ένα μεγάλο ορθογώνιο κουτί με ρόδες κι ένα σκοινί για να το τραβάς.
«Η αμαξά σας, δεσποινίς!» φώναξε και με χίλιους κόπους κατάφερε να βάλει μέσα του την αδελφή της, που όσο κι αν πονούσε δεν έβγαλε μιλιά.
«Πάμε λοιπόν», είπε η Βαλεντίνα.
Έδεσε γύρω απτους ώμους της το σκοινί, όπως δένουν τα σκυλιά που τραβάνε τα έλκηθρα, και ξεκίνησε με γρήγορο βήμα. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Ήξερε πως το χωριατόσπιτο καιγόταν σαν λαμπάδα, κι αυτό της έδινε μεγάλη χαρά. Ήθελε να γίνει στάχτη. Και μαζί του να καούν όλη της η ατίμωση, όλη της η ντροπή, όλη της η προδοσία. Και τη στάχτη να τη σκορπίσει ο άνεμος σόλα τα βαλτοτόπια. Να μη μείνει τίποτα. Κανένα μυστικό.
Προχωρούσαν δύσκολα. Ο δρόμος ήταν γεμάτος πέτρες και λακκούβες που ταρακουνούσαν άγρια το καρότσι, αλλά η Βαλεντίνα δεν έκοβε ταχύτητα. Μετά την μπόχα της ίζμπας, ο αέρας της φαινόταν καθαρός, κι ας υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις με στάσιμα νερά που τα σκέπαζαν σύννεφα κουνουπιών. Κουρέλια καταχνιάς σέρνονταν εδώ κι εκεί.
Το σκοινί της έκοβε τους ώμους και δυσκολευόταν να κουμαντάρει το καρότσι. Μα παρόλα αυτά η Βαλεντίνα ξεχείλιζε από μια άγρια χαρά.
Τώρα τα πάντα είχαν αλλάξει. Το μόνο που υπήρχε μέσα της ήταν ο Γιενς και το παιδί τους. Ανησυχούσε για τον αγαπημένο της, όμως προσπαθούσε να διώξει την ανησυχία κάνοντας τη φαντασία της να ζωγραφίζει τη ζωή που θα περνούσαν μαζί για χρόνια και χρόνια. Έβλεπε τον εαυτό της ξαπλωμένο στα γόνατα του, τα δάχτυλα του να της χτενίζουν τα μαλλιά, τις σκέψεις τους ένα. Φανταζόταν πως έμενε στο πλευρό του μέχρι που τα μαλλιά του να γίνονταν κάτασπρα κι οι ρυτίδες να σκέπαζαν το χαμογελαστό πρόσωπο του. Κι αυτή θα μάθαινε τις πιο μύχιες σκέψεις του, τον τρόπο που δούλευε το δυνατό μυαλό του.
Εκείνο που συνέβη στην ίζμπα πάει, πέρασε κι έγινε σταχτη. Κλείδωσε την προδοσία της σένα βαθύ σκοτεινό μέρος, όπου δεν θα την έβρισκε κανείς. Μόνο εκείνη θα ήξερε πού βρισκόταν, θα την εντόπιζε από τη βρομερή οσμή της. Η Κάτια όμως ήταν ασφαλής. Κι ήταν κι οι δυο τους ζωντανές.
«Τραγουδά, Κάτια!» φώναξε.
Άκουσε ένα γέλιο κι ύστερα ο αέρας γέμισε από ένα ζωηρό στρατιωτικό εμβατήριο που τραγουδούσε η κρυστάλλινη φωνή της αδελφής της. Πού το είχε μάθει; Μια δυνατή κραυγή έκοψε σαν μαχαίρι το τραγούδι. Η Βαλεντίνα στριφογύρισε και είδε πίσω της στο δρόμο έναν άντρα να προχωράει τρέχοντας σχεδόν, τραβώντας πίσω του ένα άσπρο άλογο που πάνω του καθόταν μια έγκυος γυναίκα.
«Ε!» φώναξε η γυναίκα. «Έχετε πρόβλημα, κοπελιές μου, μόνες σας εδώ στις ερημιές;»
Της Βαλεντίνας της ήρθε να αγκαλιάσει το άλογο απ’ το λαιμό και να το γεμίσει φιλιά.
«Δεν θα μας έβλαπτε λίγη βοήθεια», παραδέχτηκε.
Ο άντρας είχε γενειάδα και του έλειπαν τα μπροστινά δόντια, αλλά το βλέμμα του ήταν καλοσυνάτο και τα χέρια του μαλακά καθώς έζεψε το καρότσι πίσω από το άλογο του.
«Χάλια είσαι», μάλωσε η γυναίκα τη Βαλεντίνα. «Ανέβα κι εσύ στο καρότσι».
«Ευχαριστώ, προτιμώ να περπατήσω».
«Έχουμε τρεις ώρες δρόμο ως την Πετρούπολη».
Τι είναι τρεις ώρες μπροστά σε μια καινούργια ζωή; Μια ώρα αργότερα, η πρώτη σφαίρα ήρθε και καρφώθηκε στο πίσω μέρος του καροτσιού κι έκανε την Κάτια ναναπηδήσει τσιρίζοντας. Η Βαλεντίνα στράφηκε και είδε στο βάθος του δρόμου τον Μάζικ. Γαμώτο! Είχε καταφέρει να λυθεί. Η δεύτερη σφαίρα χτύπησε μια πέτρα μπροστά της.
Με μια βουτιά έσπρωξε κάτω το κεφάλι της Κάτιας κι ο γενειοφόρος άντρας τράβηξε από τη θήκη της σέλας του ένα αρχαίο γιγάντιο τουφέκι.
Ο κρότος της τουφεκιάς -αληθινό μουγκρητό- κόντεψε να της σπάσει τα τύμπανα. Το άλογο τρόμαξε κι ο Μάζικ κοκάλωσε. Τους έριξε άλλη μια τουφεκιά κι ύστερα άλλαξε κατεύθυνση.
Το άλογο που είχε τρομάξει για τα καΜ έχασε την ψυχραιμία του με την τελευταία τουφεκιά και χλιμιντρίζοντας πανικόβλητο το βαλε στα πόδια. Η γυναίκα πάνω του ήξερε από άλογα και κρατιόταν γερά, αλλά το καρότσι που έσερνε πίσω του δεν ήταν φτιαγμένο για τέτοια πράγματα. Ουρλιάζοντας η Βαλεντίνα έτρεξε ξοπίσω του, μα τα πόδια της ήταν βαριά, σαν να κολλούσαν σε λάσπη. Η Κάτια ανοιγόκλεινε το στόμα, αλλά η Βαλεντίνα δεν άκουγε τίποτα. Η δική της μακρόσυρτη κραυγή σκέπαζε κάθε θόρυβο.
Η μία ρόδα του καροτσιού ξεκόλλησε κι η άκρη του βρόντησε στο χώμα. Καρφιά και κομμάτια ξύλου πετάχτηκαν στον αέρα. Το σκοινί που το έδενε στο άλογο έσπασε. Η Βαλεντίνα τα βλέπε όλα σε αργή κίνηση. Η ρόδα ερχόταν προς το μέρος της, το καρότσι διέγραφε μια μεγάλη καμπύλη κι έπεφτε σένα λασπωμένο κανάλι στο πλάι του δρόμου. Τα νερά που πετάχτηκαν σχημάτισαν ένα ουράνιο τόξο κι ακούστηκε ένας φρικαλέος ήχος, καθώς η λάσπη αγκάλιαζε το καρότσι και το φορτίο του κουκουλώνοντας τα.
«Κάτια!»
Η Βαλεντίνα πήδηξε στο κανάλι. Το νερό της έφτανε ως τη μέση. Άδραξε το αναποδογυρισμένο καρότσι και το έστριψε. Το κεφάλι της Κάτιας βγήκε στην επιφάνεια πασαλειμμένο λάσπες και βρομιές που την έκαναν να μοιάζει με άγρια μάγισσα και, φτύνοντας λασπόνερα, άρχισε να βρίζει τον Μάζικ. Η Βαλεντίνα την πήρε στην αγκαλιά της.
«Χόρτασες περιπέτειες;» τη ρώτησε έξω φρενών.
Η Κάτια χαμογέλασε στραβά.
«Πάντα μου άρεσε το κολύμπι», είπε.
«Την άλλη φορά να μη βουτήξεις μαζί με το καρότσι».
«Την άλλη φορά θα.» Σταμάτησε κι άρχισε να τρέμει.
«Βοήθεια!» φώναξε στον άντρα η Βαλεντίνα. Η γυναίκα του είχε καταφέρει να συγκρατήσει το άλογο και τους άπλωνε μια κουβέρτα.
«Σπασίμπα», της είπε με ευγνωμοσύνη η Βαλεντίνα.
Οι Ρώσοι είναι ένας λαός γεμάτος καλοσύνη, συλλογίστηκε συγκινημένη. Η βρομιά κι ο εγωισμός μολύνουν την ψυχή τους όταν ζουν πολύ στην Πετρούπολη, αλλά εδώ στις ανοιχτές εκτάσεις της πατρίδας η καρδιά της Ρωσίας χτυπάει ακόμα δυνατά. Κι αυτό γέμιζε ελπίδα τη Βαλεντίνα.
Πέρα στο βάθος φάνηκε ένας μοναχικός καβαλάρης να πλησιάζει καλπάζοντας με την μπέρτα του νανεμίζει. Ο γενειοφόρος μουρμούρισε κάτι κι έκανε να πιάσει ξανά το τουφέκι του, αλλά η Βαλεντίνα τον άρπαξε απ’ το χέρι.
«Όχι!»
Τον είχε γνωρίσει από μακριά. Ήταν ο Γιενς.