19

Τελικά είναι παράξενο το πόσο εύκολα μπορείς να φέρεις τούμπα ολόκληρο τον κόσμο. Όταν η Βαλεντίνα ξαναπερπάτησε πάνω στο γεμάτο λεκέδες πράσινο δάπεδο και κατέβηκε τα μπροστινά σκαλοπάτια του νοσοκομείου, τίποτα δεν ήταν ίδιο, λες κι είχε καθρεφτιστεί λίγο πριν σ’ έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, αλλά τώρα ήταν όλα ξανά πεντακάθαρα. Η καρδιά της την έσφιγγε, χτυπούσε σαν τύμπανο δυνατά μες στ’ αφτιά της.

Λίγο πριν φύγει είχε σταματήσει μπροστά στη βαριά πόρτα ενός από τους θαλάμους κι είχε κοιτάξει μέσα από το τζάμι, έκπληκτη από το τεράστιο μέγεθος του χώρου. Έμοιαζε να μην είχε τέλος, γεμάτος με μια ατέλειωτη σειρά από κρεβάτια σαν μακριά λευκά φέρετρα. Είχε προσπαθήσει ν ανοίξει την πόρτα και να εισχωρήσει σαυτό τον άγνωστο κόσμο, όπου χλομά πρόσωπα ήταν ξαπλωμένα πάνω σε τσαλακωμένα μαξιλάρια. Μερικοί μιλούσαν, άλλοι ήταν ξαπλωμένοι ανάσκελα, σιωπηλοί και με τα μάτια τους κλειστά.

«Φύγε από μπροστά μου».

Μια νεαρή νοσοκόμα γρύλισε βγαίνοντας από το θάλαμο κρατώντας στα χέρια της ένα εμαγιέ μπολ γεμάτο με ματωμένους επιδέσμους.

«Τι χαζεύεις; Είναι ο φιλαράκος σου εκεί μέσα;» Το κορίτσι χασκογέλασε. «Μην ανησυχείς, τους φίλησα όλους για καληνύχτα. Ο αγαπημένος σου είναι σε καλά χέρια. Είμαι η αδελφή Ντάρια Σπατσιέβα, αν δεν το ξέρεις».

Ήταν ψηλότερη από τη Βαλεντίνα κι έμοιαζε σαν νυφίτσα με τα μεγάλα ζυγωματικά και τη μελαψή επιδερμίδα της Νότιας. Μαύρα τσουλούφια έβγαιναν κάτω απ’ το καπελάκι της στολής της, αλλά τα χέρια της φάνταζαν ικανά, χέρια χωριάτισσας αργασμένα από τη δουλειά. Το χαμόγελο της ήταν από καρδιάς. «Κατάπιες τη γλώσσα σου;» τη ρώτησε με απαιτητικό ύφος.

«Είμαι εδώ σαν εκπαιδευόμενη νοσοκόμα».

Η κοπέλα σήκωσε το μπολ και το έβαλε κάτω από τη μύτη της Βαλεντίνας. Έζεχνε.

«Πάρε μιαν ιδέα. Αυτό θα είναι το καινούργιο σου άρωμα όταν θα δουλεύεις εδώ».

«Έχω μυρίσει και χειρότερα».

Τα μαύρα μάτια της ατσούμπαλης νοσοκόμας αλληθώρισαν.

«Μη μου πεις μετά ότι δεν σε προειδοποίησα».

Η Βαλεντίνα χαμογέλασε.

«Δεν θα στο πω».

«Θα σε πεθάνουν τα πόδια σου».

«Τα πόδια μου είναι γερά». Εξαιτίας της ιππασίας όλα αυτά τα χρόνια. «Αν τα πράγματα είναι τόσο άσχημα, εσύ γιατί είσαι εδώ;»

Το κορίτσι σκούπισε το χέρι της στην ποδιά, προσθέτοντας άλλον ένα λεκέ μέσα στους τόσους άλλους.

«Μου τη δίνει ναρμέγω γαμημένες κατσίκες σένα γαμημένο βουνό». Άδραξε το μπολ κάτω από τη μασχάλη της, έτσι όπως θα γράπωνε κι ένα νεογέννητο κατσίκι, κι έφυγε γρήγορα με τα γεροδεμένα της πόδια.

Η Βαλεντίνα ποτέ πριν δεν είχε ακούσει άλλη γυναίκα να βρίζει έτσι. Χαμογέλασε και κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά της εισόδου του κτιρίου - και τότε είδε τον Γιενς. Στεκόταν ακίνητος και με αυστηρό ύφος στη σκιά ενός δέντρου με μοσχολέμονα, τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά στο στήθος του, αγέλαστος. Την περίμενε.

Περπατούσαν δίπλα δίπλα χωρίς ναγγίζονται. Εκείνη έπρεπε να περπατάει γρήγορα λόγω του μεγάλου διασκελισμού του και γιατί δεν τη λάβαινε καθόλου υπόψη του, σαν ν αδιαφορούσε για την παρουσία της. Ο Γιενς είχε έρθει την ώρα ακριβώς που είχαν ραντεβού. Κι η Βαλεντίνα το είχε προσέξει αυτό.

Ο Γιενς ήταν χάλια. Γκρίζα σκόνη είχε απλωθεί παντού, στο παλτό και το μαύρο γούνινο καπέλο του, στα μαλλιά του, ακόμα και στα φρύδια του. Η Βαλεντίνα ούτε ήξερε πού πήγαιναν, αλλά εκείνος φαινόταν να ξέρει καλά καθώς κατηφόριζαν τη Λεωφόρο Ζαγκορόντναγια. Δεν μιλούσαν, κι εκείνη μπορούσε να τον παρατηρεί έτσι όπως περπατούσε δίπλα του: το μήκος του χεριού του, τον τρόπο που το παλτό του ανέμιζε πάνω στα πόδια του, το θόρυβο που έκαναν οι μπότες του μες στο χιόνι, την ανάσα του που έβγαινε σε αχνιστά συννεφάκια, λευκή κι ακατάστατη στον παγωμένο αγέρα, το τριγωνικό σημάδι κάτω δεξιά στο σαγόνι του που ανεβοκατέβαινε λες και διέκοπτε τις σκέψεις του. Εκείνος κοιτούσε μόνο μπροστά, την είχε βγάλει εντελώς από το μυαλό του κι εκείνη αναρωτιόταν μπας και την είχε ξεχάσει.

Όταν διέσχισαν το κανάλι Μόικα, εκείνη του είπε: «Σε παρακαλώ, ευχαρίστησε εκ μέρους μου το δόκτορα Φεντόριν».

«Μπορείς να τον ευχαριστήσεις και μόνη σου. Στο σπίτι του πηγαίνουμε».

«Γιατί πάμε εκεί;»

«Θέλει να σου μιλήσει για το τι σε περιμένει στο νοσοκομείο. Θα σου εξηγήσει πώς έχουν εκεί τα πράγματα και τι θα πρέπει να μάθεις. Είναι σε θέση να σου πει από πού θα πάρεις τη στολή σου και πώς ναποφεύγεις τις προτάσεις των αντρών ασθενών. Ο Νικολάι Φεντόριν είναι καλός άνθρωπος. Τον περισσότερο καιρό πηγαίνει σε αποστολές για τους φτωχούς και σε νοσοκομεία απόρων. Δεν είναι μόνο γιατρός των πλούσιων και των καλοζωισμένων».

Ήθελε να του πει: Ευχαριστώ. Ήθελε να του πει: Νοιάζεσαι. Δεν θα το έκανες αυτό αν δεν το ήθελες. Αλλά αντί γι’ αυτό τον πήρε αγκαζέ κι έχωσε τα δάχτυλα της στο σκονισμένο του παλτό.

«Γιενς. Σταμάτα».

Ήθελε να σταματήσει όλες εκείνες τις λέξεις που μεγάλωναν το κενό ανάμεσα τους. Να σταματήσει ναρνείται να την κοιτάξει. Να σταματήσει τον πόνο που σάρωνε τη φωνή του και της προκαλούσε έναν κόμπο στο λαιμό. Σταμάτα. Σταμάτα. Τελικά, όμως, τα δικά της πόδια ήταν εκείνα που σταμάτησαν. Στη μέση της γέφυρας σταμάτησαν απότομα, το χέρι της εξακολουθούσε να τον κρατάει δεμένο, ένα δέσιμο απ’ το οποίο εκείνος μέχρι τώρα δεν είχε θελήσει ν απαλλαγεί. Για πρώτη φορά γύρισε και την κοίταξε, κι η έκφραση των πράσινων ματιών του της έσκισε την καρδιά.

«Μου το υποσχέθηκες», της είπε. «Μου ορκίστηκες ότι δεν έχεις τίποτα με το λοχαγό Τσερνόφ».

Κι όπως στέκονταν στη μέση του δρόμου, εκείνη αργά ξεκούμπωσε ένα προς ένα τα κουμπιά του παλτού του τον αγκάλιασε από τη μέση.

«Τορκίζομαι», του απάντησε. «Τορκίζομαι στη ζωή της αδελφής μου ότι η καρδιά μου ποτέ δεν θα πονέσει για το λοχαγό Τσερνόφ».

Ακούμπησε το μάγουλο της πάνω στο στήθος του, οσφράνθηκε τη μυρωδιά της νοτισμένης γης πάνω στα ρούχα του κι ένιωσε τη ζεστασιά του κορμιού του, καθώς εκείνος τύλιγε γύρω της το παλτό του και την έσφιγγε πάνω του όσο πιο δυνατά μπορούσε. Από κάτω τους, στο παγωμένο κανάλι Μόικα, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με όμοια καστόρινα καπέλα πατινάριζε προσεκτικά προς την Ταυρίδα, πιασμένοι χέρι χέρι. Η Βαλεντίνα χώθηκε κι άλλο μέσα του κι αφουγκράστηκε την καρδιά του που χτυπούσε δυνατά στο στήθος του.

Ο γιατρός τους υποδέχτηκε και τους δύο θερμά και σερβίρισε για τον Γιενς και τον εαυτό του από ένα ποτήρι φίνο γεωργιανό κρασί, ενώ η Βαλεντίνα κι η μικρή του κόρη, η Άννα, έπιναν ζεστή σοκολάτα μπροστά στο τζάκι. Της άρεσε πολύ αυτός ο άντρας που ήταν τόσο αφοσιωμένος πατέρας, της άρεσε η μεγαλοψυχία του κι ο τρόπος που τα λεπτά του δάχτυλα χάιδευαν τη διαμαντένια καρφίτσα της γραβάτας του όση ώρα μιλούσε. Ήταν παραπάνω από εμφανές ότι για κείνον ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο.

«Και τώρα, νεαρή μου κυρία, ας συζητήσουμε τι σε περιμένει».

«Ντοκτόρ Φεντόριν, σας είμαι ευγνώμων για τη βοήθεια σας. Η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια μου ξεκαθάρισε ότι δεν θα τα καταφέρω».

Εκείνος πήρε το πιγούνι της στα χέρια του και την παρατήρησε προσεκτικά, όπως έκανε και με την κόρη του.

«Θα τα καταφέρεις», της είπε. «Αν είναι αυτό που πραγματικά θέλεις».

«Αυτό θέλω. Έχω ήδη μελετήσει ανατομία και-»

«Ένα βήμα τη φορά. Ας συζητήσουμε πρώτα για το στρώσιμο των κρεβατιών, τις καθαρές στολές και τον ελεεινό χαρακτήρα της Γκορντάνσκαγια».

Κάθισε να τον ακούσει. Της γέμισε το μυαλό με πρόσωπα και πράγματα σχετικά με το νοσοκομείο, την ιστορία του, τους κανόνες του. Της είπε πώς θα πρέπει να προσφωνεί ένα γιατρό, ότι θα πρέπει να τον ακολουθεί όλη την ώρα, της περιέγραψε με ενθουσιασμό τη μεγάλη γκάμα φαρμάκων που ήδη υπάρχουν, συμπερλαμβανομένης και της μορφίνης που ανακουφίζει σημαντικά από τον πόνο. Για πολλοστή φορά έδωσε έμφαση στο θέμα της καθαριότητας: Καθαρά χέρια, καθαρά σεντόνια, καθαρή στολή, αποστειρωμένα εργαλεία. Της μίλησε για τις εγχειρήσεις, έλεγξε τις γνώσεις της με ανάλογες ερωτήσεις, ενώ όλη αυτή την ώρα έστριβε το μουστάκι του ή έπαιζε με τη διαμαντένια καρφίτσα της γραβάτας του.

Ήταν μια περίεργη αίσθηση - κατά ένα παράξενο τρόπο εκείνη ένιωσε ότι με τις ερωταπαντήσεις άνοιξαν πόρτες μέσα της που εκείνη δεν ήξερε ότι ήταν κλειστές. Στην άλλη άκρη του δωματίου, κοντά στο παράθυρο, ο Γιενς και η Άννα έπαιζαν χαρτιά και κάθε φορά που η μικρή κέρδιζε μια παρτίδα χοροπηδούσε σαν παιχνιδιάρικο γατάκι.

Τελικά ο δόκτωρ Φεντόριν έγειρε πίσω στην καρέκλα του, έχωσε τους αντίχειρες του στο γιλέκο του κι αναστέναξε ικανοποιημένος.

«Θα τα καταφέρει, Φρίις, και μάλιστα πολύ καλά».

Ο Γιενς χαμογέλασε.

«Το ξέρω», είπε.

Κάτι στον τρόπο του την τάραξε. Ήταν σαν να την άφηνε να φύγει. Εκείνη ήθελε να τρέξει προς το μέρος του και να καθίσει πάνω του για να τον εμποδίσει ναπομακρυνθεί από κοντά της. Ήθελε να του χαμογελάσει και να τον ακούσει να της λέει: Θα με καταφέρεις κι εμένα πολύ καλά. Σηκώθηκε και κίνησε προς το μέρος του.

«Γιενς-» πήγε να του πει.

«Άννα», τη διέκοψε ο Φεντόριν, «είναι ώρα να πάμε να βρούμε την γκουβερνάντα σου και να δούμε τι σου έχει κανονίσει σήμερα».

Το κοριτσάκι μούτρωσε αλλά έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο του Γιενς, υποκλίθηκε στη Βαλεντίνα και βγήκε τρέχοντας απ’ το δωμάτιο για νακολουθήσει τον πατέρα της.

«Γιενς», είπε η Βαλεντίνα γλυκά.

Εκείνος χτύπησε μαλακά την καρέκλα που βρισκόταν δίπλα του κι εκείνη βιάστηκε να καθίσει, γιατί δεν ήθελε ν αρχίσει να της λέει πράγματα που δεν ήθελε ν’ ακούσει.

Μόλις όμως κάθισε δίπλα του ένιωσε να βυθίζεται στη ζεστασιά του. Το πόδι του δίπλα στο δικό της. Ο γοφός του νακουμπάει το φόρεμα της. Ο στιβαρός του ώμος δίπλα της. Κομμάτια του να γίνονται κομμάτια της. Της πήρε το χέρι.

«Γιενς, άκουσε με». Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο χέρι του και τα δάχτυλα της πλεγμένα με τα δικά του. «Είναι το πλεονέκτημα μου, Γιενς, είναι ο κρυφός μου άσος.

Είναι το μόνο που έχω».

«Να χρησιμοποιείς τον Τσερνόφ;»

«Ναι».

«Να κάνεις παζάρια;»

«Ναι. Χωρίς αυτόν δεν έχω τίποτα».

«Έχεις εμένα».

Έχεις εμένα. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του κι απόμεινε εκεί με τις δυο λέξεις καλά κρυμμένες μέσα της.

«Πρέπει να μεμπιστευτείς», του ψιθύρισε. «Είναι ο μόνος τρόπος για να γίνω νοσοκόμα. Οι γονείς μου δεν πρόκείται να μου το επιτρέψουν, αν δεν ψυχαγωγήσω το λοχαγό Τσερνόφ».

«Ψυχαγωγήσεις;»

Έτριψε το μάγουλο της πάνω στο ύφασμα του παλτού του.

«Λίγα χαμόγελα, λίγοι χοροί, τίποτα παραπάνω». Εκείνος ξέμπλεξε τα δάχτυλα του από τα δικά της κι η Βαλεντίνα ένιωσε αληθινή στέρηση. «Γιενς, δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ αυτό. Σύντομα θα βαρεθεί κι εμένα και τις σιωπές μου. Εσύ κι εγώ θα μπορούμε μβτά να.»

«Να τι;»

«Να μιλάμε».

Έβγαλε ένα βογκητό, την τύλιξε στα μπράτσα του, την σήκωσε και την ακούμπησε πάνω του, την έγειρε πίσω μέχρι που εκείνη βρέθηκε να τον κοιτάζει στα μάτια. «Τώρα», της είπε, «ας αρχίσουμε να "μιλάμε" οι δυο μας».

Χαμήλωσε το κεφάλι του και τη φίλησε στα χείλη. Εκείνη χάιδεψε τα μαλλιά του κι έμπλεξε τα δάχτυλα της στις μπούκλες του.

«Ξέρεις», του ψιθύρισε ενώ τα χείλη του τρίβονταν πίσω απ’ το αφτί της και κατέβαιναν στη γούβα του λαιμού της, «μοιάζω με τις στοές σου».

«Σκοτεινές και περίπλοκες;»

Τον γράπωσε πιο σφιχτά απ’ το σβέρκο και τον κούνησε όπως θα πιάνε ένα αδέσποτο σκυλί.

«Κι όχι εύκολο να καταστραφούν».

Οι επαναστάτες δούλευαν σε θύλακες μέσα στην πόλη, σε μεμονωμένους πυρήνες, διατηρώντας ελάχιστες επαφές μεταξύ τους προκειμένου να ελαχιστοποιούνται οι περιπτώπροδοσίας. Μικρές ομάδες μαζεύονταν κρυφά σε διαμερίσματα, στοιβαγμένες στα πίσω δωμάτια που μύριζαν κακής ποιότητας καπνό και πικρή δυσαρέσκεια. Του Αρκίν του ήταν σχεδόν αδύνατο να παραμένει ήρεμος. Η έλλειψη τροφίμων όλο και χειροτέρευε, οι τιμές ήταν στα ύψη, τα εργατικά σωματεία έκλειναν, ενώ οι υπόνομοι ξεχείλιζαν κάθε βράδυ από αρρώστους και άστεγους. Η μεσαία τάξη των διανοούμενων εξακολουθούσε να ζητάει μεταρρύθμιση κι έπρεπε να της γίνει μάθημα ότι αυτή η μεταρρύθμιση ποτέ δεν θα ήταν αρκετή από μόνη της. Μόνο η επανάσταση θα μπορούσε να ξανακάνει αξιοπρεπείς τους Ρώσους.

Δίπλα στον Αρκίν καθόταν ο Σεργκέγιεφ. Έτριβε το χέρι του και κάπνιζε πίπα. Μόνο ο Θεός ήξερε τι καπνός ήταν αυτός που έκανε το βρομερό δωμάτιο να ζέχνει σαν κοπριά αλόγου. Δώδεκα από αυτούς ήταν μαζεμένοι στην αποθήκη ενός κηροποιείου κι ο αέρας ήταν αποπνικτικός από τη στεατίνη των κεριών. Ο Αρκίν την ένιωθε κολλημένη στο λαιμό του, γλίτσα και λίπος μαζί.

Στην κεφαλή του τραπεζιού ο Κραζκόφ, ένας μουσάτος άντρας που είχε πολεμήσει με τον Αυτοκρατορικό Στρατό εναντίον των Γιαπωνέζων, κι έφτυνε κάθε φορά που αναφερόταν το όνομα του τσάρου Νικολάου. Ήταν ο μεγαλύτερος απόλους τους και του λείπε ένα πόδι. Χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και τους είπε να κάνουν ησυχία.

«Αρκίν», γρύλισε. «Είσαι αμίλητος απόψε. Τι νέα έχεις;»

«Ξεκίνησαν ταντίποινα».

«Τα καθίκια, οι φονιάδες!»

«Άκουσα τον υπουργό Ιβάνοφ μέσα στο αυτοκίνητο να μιλάει σ’ έναν από τους βοηθούς του. Και του έλεγε ότι ο Στολίπιν έχει διατάξει την Οχράνα να ξεχειλίσουν οι φυλακές».

Άγριος θυμός ξεχύθηκε στο τραπέζι.

Ο Σεργκέγιεφ ήταν αυτός που τους επανέφερε στην ταξη «Σύντροφοι, όσο περισσότερο προσπαθούν να μας διαλύσουν τόσο περισσότερο οι εργάτες συντάσσονται στον αγώνα μας».

«Έχει δίκιο ο Σεργκέγιεφ», συμφώνησε ο Κραζκόφ. «Κάθε φορά που φυτεύουμε μια βόμβα ή πετάμε μια χειροβομβίδα, η Οχράνα κι ο τσάρος», έφτυσε στο πάτωμα και παραλίγο να πετύχει το σκυλί του, «βλέπουν τη δύναμη μας και μας φοβούνται. Το προλεταριάτο, όμως, βλέπει τη δύναμη μας και μας σέβεται. Όλο και περισσότεροι θα συρρεύσουν στο πλευρό μας όταν πιστέψουν ότι έχουμε τη δύναμη νανατρέψουμε τους κανόνες των καταραμένων Ρομανόφ».

«Το πρόβλημα μας είναι ότι έχουμε ξεμείνει απελπιστικά από κεφάλαια», σημείωσε ατάραχος ο Αρκίν. «Χωρίς ρούβλια πώς θα εξοπλίσουμε το στρατό του προλεταριάτου;»

Ο Κραζκόφ δεν έδωσε καμιά σημασία σαυτό.

«Τι άλλο άκουσες;»

«Η Αστυνομία σκοπεύει να δώσει το παράδειγμα με τους αρχηγούς των σωματείων», προειδοποίησε ο Αρκίν. «Ο υπουργός ήταν κατηγορηματικός σαυτό».

«Θα τους ειδοποιήσουμε όλους αμέσως», είπε ο Κραζκόφ συνοφρυωμένος. «Θα πρέπει, ίσως, μερικούς από αυτούς να τους κρύψουμε».

Ο Σεργκέγιεφ χτύπησε το τραπέζι με την πίπα του.

«Ο ανιψιός μου ο Γιόζεφ δουλεύει στο εργοστάσιο των Γαράσοφ». Οι αδελφοί Ταράσοφ είχαν ένα απτα μεγαλύτερα εργοστάσια κατασκευής εργαλείων στην Πετρούπολη αι οδηγούσαν μιαν αστραφτερή λιμουζίνα «Μπεντζ», ενώ οι εργάτες τους ζητιάνευαν στους δρόμους για λίγο ψωμί.

«Ο Γιόζεφ ορκίζεται ότι οι ανειδίκευτοι εργάτες είναι έτοιμοι να εξεγερθούν. Μόλις χθες δυο ακόμη αγόρια πέθαναν όταν μια πρέσα έπεσε πάνω τους». Με την πίπα του έδειξε τον Αρκίν. «Το ένα αγόρι ήταν αυτό που κάνατε μαζί τη δουλειά στο τρένο».

«Ο Καρλ;»

«Όχι, ο κοντούλης ο Μαράτ. Είναι νεκρός».

Ο θυμός του Αρκίν ήταν το ίδιο αποπνικτικός με τη στεατίνη που πλανιόταν στον αέρα.

Ο Κραζκόφ έσκυψε μπροστά με μάτια γεμάτα αδημονία.

«Σύντροφε Αρκίν, τι προτείνεις;»

«Ο τσάρος Νικόλαος είναι αρκετά ανελέητος ώστε να στείλει το ιππικό του και να σφαγιάσει τον ίδιο του το λαό, ί αν κατέβει στους δρόμους. Δεν θα διστάσει να σφάξει και τα αθώα παιδιά της Ρωσίας. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσουμε τους ανειδίκευτους εργάτες αυτής της πόλης».

Έφυγαν από τη συνάντηση ανά ζευγάρια, πέντε λεπτά το ένα μετά το άλλο. Ο Αρκίν κι ο Σεργκέγιεφ χάθηκαν πρώτοι μες στο σκοτάδι τρέχοντας σε σκοτεινά σοκάκια κι όταν πια ξεμάκρυναν αρκετά απ’ το κηροποιείο έκοψαν το βήμα τους. Είχε αρχίσει να χιονίζει κι επειδή δεν φύσαγε οι νιφάδες του χιονιού έμοιαζαν με λευκά πούπουλα που πεφταν από το μαύρο ουρανό. Ο Αρκίν ευχαριστιόταν έτσι όπως άγγιζαν μαλακά το πρόσωπο του. Στο πίσω μέρος του μυαλού του ήξερε ότι απόψε στον ύπνο του θα τον επισκέπτονταν οι εφιάλτες.

«Βίκτορ», είπε από δίπλα του ο Σεργκέγιεφ, «μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Δεν φταις εσύ για τα αντίποινα στους αρχηγούς των συνδικάτων σε σχέση με την επίθεση κατά του Στολίπιν».

«Πώς μπορώ να μην κατηγορώ τον εαυτό μου;»

«Πάντα ξέραμε ότι θα βάφαμε με αίμα τα χέρια μας. Ο Τρότσκι μας είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό».

«Μήπως μας είχε προειδοποιήσει και για-» σταμάτησε απότομα. Αρκετά προβλήματα είχε στο κεφάλι του ο φίλος του. «Πες μου, φίλε, πώς είναι η γυναίκα σου; Γέννησε;»

«Από ώρα σε ώρα».

Ο Αρκίν διέκρινε περηφάνια στην απάντηση του Σεργκέγιεφ κι ένιωσε για άλλη μια φορά εκείνο το απρόσμενο αίσθημα της ζήλιας μέσα του. Λες κι έα καρφί χωνόταν στα πλευρά του. Μια μέρα, σκέφτηκε. Μια μέρα θα χεις κι εσύ τη δική σου γυναίκα. Και το δικό σου παιδί.

«Να της δώσεις τις ολόθερμες ευχές μου», του είπε γελώντας, «και να της πεις ότι-»

Ένα χέρι τον γράπωσε απτον ώμο. Εκείνος έπεσε με δύναμη πάνω σε έναν τούβλινο τοίχο και το χτύπημα του κόψε την ανάσα. Τίναξε τη γροθιά του και λύγισε το γόνατο του. Άκουσε αυτόν που του επιτέθηκε να γρυλίζει, ένιωσε το χέρι στον ώμο του να λασκάρει κι ένα κορμί σωριάστηκε χάμω στο έδαφος. Μια άλλη φιγούρα ξεπρόβαλε μέσα από τα σκοτάδια.

«Σήκω πάνω, αλλιώς θα σου φυτέψω μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια».

Ο Αρκίν σηκώθηκε. Κοίταξε αμέσως δεξιά του για τον Σεργκέγιεφ, αλλά ο φίλος του ήταν ακίνητος χάμω, ενώ χιόνι σκέπαζε τους ώμους του. Ήταν κουλουριασμένος κι είχε το χέρι του αγκαλιά λες και κάποιος του το είχε χτυπήσει δυνατά.

«Τι θέλετε, καθίκια;» ρώτησε αγριεμένος ο Αρκίν.

«Θέλουμε να μας δώσεις μερικές απαντήσεις».

Ο άντρας με το «Μάουζερ» στο χέρι είχε φαρδύ στέρνο, κοιλιά φουσκωμένη από τις μπίρες κι ένα σωρό δίπλες αντί μυς. Ο άλλος, που ήταν και πιο κοντός, ήταν πεσμένος στο παγωμένο χώμα, έσφιγγε χαμηλά την κοιλιά του κι έβριζε. Και οι δύο φορούσαν μαύρα δερμάτινα παλτά, γυαλιστερά σαν από δέρμα φιδιού κι είχαν τα ψυχρά και υπολογιστικά μάτια των κυνηγών. Ήταν άντρες της Οχράνας, της Μυστικής Αστυνομίας.

«Εξαρτάται», απάντησε ευγενικά ο Αρκίν, «ποιες θα είναι οι ερωτήσεις».

Αυτός που ήταν πεσμένος χάμω δεν εκτίμησε την απάντηση του Αρκίν και σηκώθηκε τρικλίζοντας για να του ρίξει μια αγκωνιά στην κοιλιά.

«Πάρε μακριά μου αυτόν το γαμημένο», μούγκρισε ο Αρκίν, «αλλιώς θα του ξεριζώσω ταρχίδια».

«Βροστσίν, κόφτο!»

«Τι ερωτήσεις;» ξαναείπε ο Αρκίν.

«Τι κάνεις άγρια χαράματα στους δρόμους;»

Ο Αρκίν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

«Έπαιζα χαρτιά. Τίποτα το φοβερό. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο φίλος μου από δω έχασε τα λεφτά του, που ήταν δανεικά, και βελάζει σαν αρνί που το σφάζουν γιατί πρέπει να το πει στη γυναίκα του. Έτσι δεν είναι, Μιχαήλ;»

Ο Σεργκέγιεφ μούγκρισε. Ο Αρκίν γέλασε κι είδε ικανοποιημένος τα σκληρά στόματα της Μυστικής Αστυνομίας να χαμογελούν περιφρονητικά. Το δάχτυλο στη σκανδάλη χαλάρωσε.

«Αρκετές σκοτούρες έχει στο κεφάλι του», πρόσθεσε ο Αρκίν και χτύπησε απαλά τον Σεργκέγιεφ στην πλάτη σπρώχνοντας τον για να σταθεί όρθιος. «Αφήστε με να τον πάω το βλάκα στο σπίτι του». Έβαλε το μπράτσο του κάτω απ’ το γερό χέρι του φίλου του κι άρχισε να τον τραβάει μακριά τους. «Καληνύχτα, φίλοι μου. Δεν είναι να στέκεσαι πολύ έξω με τέτοιο ψόφο». Τώρα το χιόνι έπεφτε πολύ πυκνό και του Αρκίν πολύ του άρεσε αυτό.

«Σταθείτε».

Αίγα ακόμη βήματα και το χιόνι θα τους είχε καταπιεί.

«Ναι;»

«Σταθείτε με τη μούρη στον τοίχο, τα χέρια σας πίσω απτα κεφάλια σας».

«Ναι, αλλά γιατί.»

«Στον τοίχο».

Ο Αρκίν έκανε αυτό που του είπανε κι έσυρε μαζί του και τον Σεργκέγιεφ, αλλά παρατήρησε ότι ο φίλος του έτρεμε. Οι άντρες της Οχράνας θα τους έψαχναν με τα άγαρμπα χέρια τους, θα τους άδειαζαν τις τσέπες, θα τους άνοιγαν τα παλτά κι ο Σεργκέγιεφ φύλαγε κάτι μέσα στην κούνια του σπασμένου χεριού του. Το μυαλό του Αρκίν δούλευε ασταμάτητα. Κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Από πού ερχόσαστε;» ρώτησε ξανά ο χοντρός με το πιστόλι στο χέρι.

«Σας είπα, από χαρτιά».

«Ή από συνάντηση μάλλα επαναστατικά καθίκια;»

«Όχι, νιετ, όχι βέβαια. Εγώ δουλεύω σε έναν απτους υπουργούς του τσάρου Νικολάου».

Αυτό τους ξάφνιασε, και το άγριο γράπωμα του μανικιού χαλάρωσε για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Ιδρώτας κύλησε στη ραχοκοκαλιά του Αρκίν, παρά το κρύο. Από κάποιο παράθυρο ψηλά έπεφτε λίγο φως, μια κίτρινη λεπτή φέτα διέκοπτε το απόλυτο σκοτάδι κι εκείνος διέκρινε την απελπισία στο πρόσωπο του Σεργκέγιεφ.

«Εδώ! Τι είναι αυτό;» Ο κοντός αστυνόμος τράβηξε απότομα το κουτσουρεμένο χέρι του Σεργκέγιεφ απτην κούνια του. «Ο γαμιόλης κάτι κρύβει εδώ μέσα». Ο άντρας έχωσε τα δάχτυλα του κάτω από τον επίδεσμο κι έβγαλε ένα μικρο πιστόλι που χωρούσε ίσα ίσα στην παλάμη του. Το Μαργαριταρένιο του χρώμα ξεχώριζε μες στο χιόνι.

Ανάθεμα σε, Σεργκέγιεφ. Ανάθεμα σε.

Οι άντρες με τα μαύρα παλτά έδειξαν τα δόντια τους.

Με τον υποκόπανο του πιστολιού του ο ένας χτύπησε το μπράτσο του Σεργκέγιεφ που μπουρδουκλώθηκε κι έπεσε χωρίς να βγάλει κιχ, αλλά ο Αρκίν πρόλαβε και τον άρπαξε και τον κοπάνισε σαν πολιορκητικό κριό πάνω στους δύο άντρες. Πήδηξε κι αυτός πίσω του μόλη του τη δύναμη κι εκείνοι σωριάστηκαν κάτω σαν καρπούζια. Ο πάγος κάτω απτα πόδια τους ήταν ο νικητής. Όλοι κυλίστηκαν χάμω.

Ο Αρκίν άκουσε κάποιο κεφάλι να σπάει, αλλά δεν έκατσε να δει ποιανού τα μυαλά είχαν πάει περίπατο. Άρπαξε το μικρό πιστόλι που ήταν πεταμένο και γράπωσε το γερό μπράτσο του Σεργκέγιεφ.

«Τρέξε».

Έτρεξαν. Μπαινόβγαιναν σε σοκάκια, γλιστρούσαν σε παγωμένες κατηφοριές, πηδούσαν πάνω σε ράγες και χώνονταν κάτω από αψίδες, η καρδιά τους κόντευε να σπάσει στον παγωμένο αγέρα της νύχτας. Φρόντιζαν να κινούνται σε σκοτεινούς δρόμους. Ο Αρκίν έκοψε λίγο εξαιτίας του τραυματισμένου φίλου του αλλά δεν τον άφησε από το χέρι, ενώ πίσω τους άκουγαν τις διαπεραστικές φωνές των διωκτών τους και τις βρισιές που ξεστόμιζαν. Μονάχα μια φορά ο Αρκίν διακινδύνευσε να τους κοιτάξει κι είδε τον πιο κοντό να τους πλησιάζει με πρόσωπο αλλοιωμένο σαν το λαγωνικό που μυρίζει. Ο χοντρός προσπαθούσε να μη μένει πίσω μα δεν τα κατάφερνε. Τέσσερις πυροβολισμοί ακούστηκαν, όμως μες στο πυκνό σκοτάδι οι σφαίρες αστόχησαν.

Συνέχισαν να τρέχουν, ναλλάζουν συνέχεια δρόμο, να πετάγονται από δω κι από κει.

Με τον Σεργκέγιεφ να τον ακολουθεί, ο Αρκίν χώθηκε στην εσοχή μιας γέφυρας του καναλιού κι έμειναν εκεί κουλουριασμένοι με τα πνευμόνια τους έτοιμα να σκάσουν για λίγο αέρα. Κάτω απτα πόδια τους ο πάγος ήταν έτοιμος να σπάσει, αν κουνιόντουσαν έστω και μια σπιθαμή.

«Πού είμαστε;» ψιθύρισε ο Σεργκέγιεφ στο αφτί του.

«Δεν έχω ιδέα, αλλά μη μιλάς».

Για μισή ώρα έμειναν εκεί ακίνητοι, ούτε οι σκιές δεν μένουν. Μόνο ένα γατί έκανε τη νυχτερινή του βόλτα πάνω στο παγωμένο κανάλι. Όταν τελικά σκαρφάλωσαν στην παγωμένη όχθη, επικρατούσε παντού ησυχία. Το χιόνι έπεφτε ακόμη πιο πυκνό, τους τρυπούσε τα μάτια κι οι μπότες τους δεν φαίνονταν. Βιαστικά άρχισαν να περπατάνε στους δρόμους, με τα κεφάλια κατεβασμένα, προτιμώντας τις πιο σκοτεινές περιοχές της πόλης κι όταν τελικά έφτασαν στην περιοχή του ποταμού Λιτάνι σταμάτησαν.

Κάτω από την πυκνή κουρτίνα που σχημάτιζε το χιόνι, ο Αρκίν κοίταξε το τραβηγμένο πρόσωπο του φίλου του.

«Πώς είναι το χέρι σου;»

«Είναι ακόμη στη θέση του».

«Σου έκαναν μεγάλη ζημιά τα καθίκια;»

Ο Σεργκέγιεφ αδιαφόρησε.

«Όπου εμφανίζεται η Οχράνα, γίνονται ζημιές».

«Δεν έπρεπε να κουβαλάς όπλο. Γιατί το χες μαζί σου;»

«Το αντάλλαξα μένα γερό φτυάρι σένα μπαρ. Νόμιζα ότι θα ήμουν πιο ασφαλής μαυτό». Μόρφασε ξανά. «Έκανα λάθος».

Ο Αρκίν έχωσε το κομψό πιστόλι στην τσέπη του Σεργκέγιεφ.

«Πούλα το», του πρότεινε. «Θα σε βάλει σε μπελάδες.

Πάρε λίγο φαγητό για τη γυναίκα σου».

«Όχι». Ο Σεργκέγιεφ τον κοίταξε με απολογητικό ύφος.

«Παρτο εσύ».

Ο Αρκίν συμφώνησε - χωρίς αυτό ο Σεργκέγιεφ δεν επρόκειτο να μπλέξει σε φασαρίες.

«Πρόσεχε, φίλε μου». Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του. «Να πεις στη γυναίκα σου καλή λευτεριά από μένα».

αΝα γιατί πολεμάω. Για να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μέλλον για το γιο μου. Σ’ ευχαριστώ, σύντροφε», ένιωθε αμήχανα, «που με βοήθησες. Η γυναίκα μου θα πεινάσει αν μπω φυλακή».

Ο Αρκίν κούνησε το κεφάλι και σκέφτηκε την πελώρια κοιλιά της, καθώς περιπλανιόταν μες στη νύχτα με το χιόνι να πέφτει πάνω του πυκνό και τον αέρα παγωμένο σαν κρύσταλλο. Στην τσέπη του το χέρι του ψηλάφισε το πιστόλι στο χρώμα του μαργαριταριού. Είχε δίκιο ο Σεργκέγιεφ. Μαυτό, ένιωθε πιο ασφαλής.

Загрузка...