23

Χιονένια σεντόνια κυμάτιζαν με δύναμη στον ουρανό και μετά ηρεμούσαν, σαν τα στρατεύματα που ανασυγκροτούνται λίγο πριν από την επόμενη επίθεση. Οι στέγες κι οι δρόμοι ήταν κατάλευκοι, κι η πόλη που είχε δημιουργηθεί από τον Μεγάλο Πέτρο πάνω σε ένα βρόμικο τέλμα πριν από πολλά χρόνια, τώρα έμοιαζε πανέμορφη και υπερήφανη, ίδια με τους κύκνους του τσάρου.

Ο Αρκίν δεν έδινε καμιά σημασία στην τόση ομορφιά.

Οι αστυνομικοί με τις σκούρες στολές είχαν απορροφήσει όλη του την προσοχή. Ήταν μαζεμένοι δυο δυο και τρεις τρεις στις γωνίες, τα μάτια τους άγρυπνα σαν των λύκων.

Δεν τους περίμενε από τώρα. Είχαν κινηθεί γρήγορα, πράγμα που τον εξέπληξε, κι ήταν εμφανώς νευρικοί. Οι ανειδίκευτοι εργάτες του Ρασπόφ είχαν κατέβει στους δρόμους χτυπώντας δυνατά τα πόδια τους με θόρυβο και φασαρία, όπως τα σκυλιά που έκοψαν τα λουριά τους, φωνάζοντας τα συνθήματα που εκείνος τους είχε διδάξει κι ανεμίζοντας τα προχειροφτιαγμένα λάβαρα τους.

«Θέλουμε δικαιοσύνη!»

«Ενωμένοι θα πολεμήσουμε! Ενωμένοι θα νικήσουμε!»

«Απαιτούμε δίκαιο μισθό!»

«Νίκη στους εργάτες!»

Ξανά και ξανά οι ενωμένες τους φωνές ξεστόμιζαν λόγια που ήταν βάλσαμο για τις καρδιές τους: «Δώστε μας ψωμί! Χλεμπ!»

Πετσί και κόκαλο, αυτό ήταν όλοι τους, ένας σωρός από πετσιά και κόκαλα μέσα σε χιλιοτριμμένα σουρτούκα που δεν τους προφύλασσαν καθόλου απ’ το ρωσικό χειμώνα. Τόσο νέοι, αλλά με την παραίτηση ήδη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους. Αυτό τον έκανε έξαλλο. Είχε βάλει τα δυνατά του και κάτι παραπάνω να τους πείσει ότι μπορούσαν ναλλάξουν τις άθλιες συνθήκες στο χυτήριο, αν ήταν ενωμένοι. Ανέκφραστα χλομά πρόσωπα τον είχαν κοιτάξει στην αρχή με μάτια χωρίς ελπίδα, παραιτημένα στη μοίρα τους. Ο άνθρωπος που τον είχε βοηθήσει σημαντικά νανάψει τη φωτιά στις πεινασμένες τους κοιλιές ήταν ο Καρλ, ο νεαρός γιος ενός μηχανοδηγού που τον βοηθούσε να κουβαλάει λαθραία όπλα με το τρένο. Δεκαέξι χρόνων μόνο, αλλά ήδη καταλάβαινε πολλά.

«Σύντροφοι, τα πράγματα μπορούν ναλλάξουν», τους είχε πει ο Αρκίν. Ήταν ανεβασμένος πάνω σένα κασόνι έξω στην παγωμένη αυλή του χυτηρίου κι ένιωθε τον ενθουσιασμό τους νανακατεύεται με το χιόνι που πέφτε στα πρόσωπα τους. «Εσείς μπορείτε να ταλλάξετε. Εσείς η εργατιά είσαστε η αληθινή δύναμη - μόνο αν έχετε το κουράγιο να χειριστείτε την κατάσταση».

«Αδέλφια», είχε φωνάξει δυνατά ο νεαρός Καρλ, «ακούτε το σύντροφο μας. Τα αφεντικά μας φέρονται χειρότερα κι από τα ποντίκια. Χθες ο Πασίν έχασε το ένα του χέρι, την περασμένη βδομάδα ο Γκριγκόριεφ παραλίγο να χάσει το κεφάλι του. Ποιος θα είναι ο επόμενος;»

«Οι ώρες που δουλεύετε είναι πολλές», δήλωσε ο Αρκίν.

«Και γίνονται λάθη».

«Δεν υπάρχει καμιά ασφάλεια στη δουλειά», πρόσθεσε ο Καρλ.

«Δεν έχουμε δικαίωμα να παραπονεθούμε».

«Χωρίς νερό. Λες κι είμαστε στην κόλαση. Τόση ζέστη που κάνει στα καμίνια».

«Ενδιαφέρονται ταφεντικά σας;» ο Αρκίν είχε σηκώσει ψηλά τη γροθιά του, στον παγωμένο αέρα.

«Όχι», είχαν απαντήσει οι νεανικές φωνές.

«Ε, τότε ας τους μάθουμε να ενδιαφέρονται!» είχε φωνάξει ο Καρλ.

Κι αυτό ήταν το έναυσμα για την πορεία τους. Ο Ιβάν Σιντόροφ στεκόταν μπροστά στην πύλη του χυτηρίου, τον κοιτούσε με σεβασμό. Ο Ιβάν ήταν εντελώς άλλος άνθρωπος όταν δεν ήταν πιωμένος και πεσμένος πάνω σένα τραπέζι, ήταν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος στον Αρκίν. Ο Σιντόροφ ήταν αυτός που χε μαζέψει όλους τους ανειδίκευτους στην αυλή. Αντάλλαξαν ματιές, αυτό μόνο. Ήταν αρκετό.

Τους ακολούθησαν κι άλλοι. Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα.

Καθώς περνούσαν απ’ το εργοστάσιο παπουτσιών στη Στρέτσχα Ούλιτσα, μια ομάδα νεαρών αγοριών με δερμάτινες ποδιές ξέσπασαν σε φωνές, κι αμέσως όρμησαν να ενωθούν με το πλήθος του Ρασπόφ. Οι ανειδίκευτοι από το μηχανουργείο του Ταράσοφ ενώθηκαν μαζί τους κι έφτασαν τους τριακόσιους, περπατούσαν ώμο με ώμο και φώναζαν τα συνθήματα τους. Πίσω τους ακολουθούσε ο Σεργκέγιεφ, το χέρι του κρεμασμένο στην κούνια.

«Καλή δουλειά», σχολίασε στον Αρκίν.

Εκείνος ένευσε καταφατικά.

«Πώς είναι η γυναίκα σου;»

«Ανησυχεί για το πώς θα πάνε τα πράγματα σήμερα».

«Πες της ότι θα κάνουμε το βράχο να κατρακυλήσει με δύναμη απ’ το βουνό. Και τίποτα δεν θα μπορεί να τον σταματήσει».

Ο Σεργκέγιεφ σήκωσε τη γροθιά του σένδειξη συμφωνίας αλλά το χρώμα του ήταν σταχτί, λες και το αίμα του είχε γίνει τσιμέντο μέσα στις φλέβες του.

«Πήγαινε σπίτι», τον παρότρυνε ο Αρκίν. αΤο χέρι σου σήμερα δεν πάει καλά, φίλε μου. Είμαστε περιττοί τώρα σ αυτούς τους ανειδίκευτους που μύρισαν το άρωμα της νίκης».

«Χα! Είναι στραβάδια κι έχουν μάχες μπροστά τους».

«Αυτό εδώ είναι μόνο μια αψιμαχία. Αυτή είναι η αρχή.

Ας είναι δική τους η μέρα της δόξας». Τον κοίταξε με ανησυχία. «Πήγαινε σπίτι σου. Φρόντισε τη γυναίκα σου».

Προς μεγάλη του έκπληξη, ο Σεργκέγιεφ τον έσφιξε δυνατά απτον ώμο.

«Καλή τύχη, σύντροφε». Βγήκε από την πορεία των διαδηλωτών κι έφυγε. Στη θέση του μπήκε η ξερακιανή φιγούρα του Καρλ μένα χαμόγελο πλατύ στο νεανικό του πρόσωπο σαν βαθύ πιάτο σούπας.

Κατευθύνθηκαν προς τις σιδηροδρομικές γραμμές, ένα ανοιχτό κι ανεμοδαρμένο μέρος, όπου οι παλιές σκευοφόροι αποσύρονταν για να πεθάνουν μόνες τους. Με τις μπότες τους χτυπούσαν τη χιονισμένη γη. Ο Αρκιν τους άκουγε κι ένιωθε το αίμα του να χτυπάει στις φλέβες του. Ίδια με τον ήχο που κάνουν τα ρωσικά πόδια στις πορείες. Ούτε καν ο τσάρος στον αυτοκρατορικό του θρόνο θα τολμούσε να σφάξει αυτούς τους αθώους. Ένιωσε την ελπίδα, καυτή και υγρή, να κυλάει στα σωθικά του στη σκέψη πώς θα ήταν η πατρίδα του στο μέλλον.

«Αρκίν, καλέ μου άνθρωπε, έβαλες φωτιά στα μυαλά αυτών των νέων».

Ήταν ο πάτερ Μορόζοφ. Άρπαξε το χέρι του Αρκίν. Χιονονιφάδες σχημάτιζαν φωτοστέφανο πάνω στο ψηλό, μαύρο καμηλαύκι του, σαν από κομμένα διαμάντια.

«Αυτός είναι ο Καρλ, ο νεαρός από το χυτήριο του Ρασπόφ. Έχει ήδη αποδείξει ότι είναι δικός μας, πολύτιμος γι αυτή την περίσταση».

Ο παπάς του έδωσε το χέρι του. Το αγόρι το πήρε, έσκυψε το κεφάλι του πάνω από τα γαντοφορεμένα του δάχτυλα και πίεσε πάνω τους τα χείλη του. «Πάτερ», μουρμούρισε με σεβασμό.

Αυτή η απλή χειρονομία ενόχλησε πολύ τον Αρκίν αλλά δεν το σχολίασε. Καλά, δεν καταλάβαιναν; Αυτό ακριβώς ήταν το είδος της δουλοπρέπειας που προσπαθούσαν να ξεριζώσουν οι μπολσεβίκοι. Δεν υπήρχε θέση για θρησκεία στη μελλοντική Ρωσία, σεκείνη τη Ρωσία όπου όλοι θα ήταν ίσοι. Όχι υποκλίσεις, όχι γονυκλισίες. Ούτε καν στο Θεό.

«Έρχονται;» ρώτησε ανυπόμονα ο Αρκίν.

Ο Μορόζοφ χαμογέλασε.

«Ντα».

«Πότε;»

«Από λεπτό σε λεπτό».

«Ωραία. Κράτησαν την υπόσχεση τους».

Ο Καρλ κοιτούσε πότε τον ένα και πότε τον άλλο.

«Ποιοι; Ποιοι έρχονται;»

«Οι εργάτες των σιδηροδρόμων», τον ενημέρωσε ο Αρκίν. «Αυτό το ντεπό έχει κατέβει σε απεργία προκειμένου να υποστηρίξει τους ανειδίκευτους».

«Είναι κι αυτό μια αρχή», είπε ήρεμα ο Καρλ. «Έτσι δεν είναι;»

«Ναι».

Το αγόρι ίσιωσε την πλάτη του και διαγράφηκε καθαρά το κοκαλιάρικο στέρνο του.

«Σύντροφε Αρκίν, σύντροφε πάτερ, είμαι περήφανος που συμμετέχω σαυτή τη σπουδαία-»

«Να τοι!» ακούστηκε μια φωνή απ’ το πλήθος. «Οι σιδηροδρομικοί είναι εδώ!»

Την άλλη στιγμή ο αέρας δονήθηκε από ανυπόμονες φωνές και μια φάλαγγα περίπου εκατό ή και παραπάνω αντρών με ναυτικά κασκέτα και εργατικές φόρμες εμφανίστηκαν στις γραμμές με υψωμένες στον ουρανό τις γροθιές τους.

«Πάτερ», μουρμούρισε ο Αρκίν, «ευχαρίστησε εκ μέρους μου το Θεό».

Ο παπάς έκλεισε τα μάτια του και χαμογέλασε όση ώρα μιλούσε στον Κύριο του. Ένας από τους σιδηροδρομικούς, ένας γεροδεμένος άντρας με βροντερή φωνή, σκαρφάλωσε σε μια σκουριασμένη βάση κι έβγαλε ένα λόγο που έκανε τους ανειδίκευτους να παραληρούν από ενθουσιασμό. Ούτε καν η κρυσταλλιασμένη κουρτίνα του χιονιού μπορούσε να σβήσει τη λάβα που κυλούσε στις φλέβες τους ή το θυμό που γιγαντωνόταν, σκληρός και κοφτερός όπως ο πύργος του Ναυαρχείου. Ο Αρκίν ήταν ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα της πρωινής του δουλειάς.

«Έρχεται το ιππικό!» φώναξε κάπου από πίσω ένας εργάτης.

Είχαν στείλει το στρατό. Οι ανειδίκευτοι κι οι εργάτες των τρένων δεν αντέδρασαν σχεδόν καθόλου, αλλά ο Αρκίν πήδησε πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη άμαξα.

«Ετοιμαστείτε! Ο στρατός είναι εδώ».

Κάτω απτα σακάκια και τα παλτά εμφανίστηκαν ξαφνικά σιδερόβεργες. Ο ήχος από τις οπλές των αλόγων δυνάμωσε καθώς κάλπαζαν πάνω στο λιθόστρωτο, και το πέπλο του χιονιού σκίστηκε στη μέση, όπως η Ερυθρά Θάλασσα, για ναποκαλυφθεί μια διμοιρία από κατακόκκινες στολές πάνω σε άλογα, με τις κάπες τους νανεμίζουν στον αέρα. Σταμάτησαν κι απλώθηκαν σε μια μακριά γραμμή, μπλοκάροντας τις εισόδους για να μην μπορούν να διαφύγουν από πουθενά οι διαδηλωτές.

Ο πανικός έκανε την εμφάνιση του. Πέταξε από αγόρι σε αγόρι, λαχανιάσματα και νευρικές φωνές, ωστόσο τα παιδιά μιμήθηκαν τους σιδηροδρομικούς. Με τραβηγμένα πρόσωπα κοίταζαν τις σπάθες που ανέμιζαν οι στρατιώτες. Το χιόνι καθόταν πάνω τους λες κι ήθελε να απαλύνει την απειλή.

«Διαλυθείτε αμέσως!»

Η διαταγή ήρθε από το λοχαγό που ήταν επικεφαλής.

Καθόταν πάνω σένα υπέροχο άλογο, έτοιμο να ορμήσει, με το μπροστινό του πόδι ανάδευε τη σκόνη και το ποδοπατημένο χιόνι. Ο ιππέας κάρφωσε τη ματιά του στον εργάτη που στεκόταν πάνω στη σκουριασμένη βάση.

«Διαλυθείτε αμέσως!» διέταξε ξανά.

Ο Αρκίν κουνήθηκε. Πέρασε ανάμεσα από τους ανειδίκευτους κι έφτασε γρήγορα μπροστά, κοντά στους στρατιώτες.

«Τα παιδιά δεν πρόκειται να βλάψουν κανένα». Η φωνή του ήταν ήρεμη.

Ο λοχαγός του έριξε μια ματιά και κάτι σαυτό που είδε τον έκανε να σταματήσει και να τον ξανακοιτάξει.

«Ποιος είσαι εσύ;» απαίτησε να μάθει.

«Ένας σύντροφος των ανειδίκευτων εργατών», είπε κοφτά. «Λοχαγέ, μη δημιουργήσετε καμιά φασαρία. Δεν θέλουμε αιματοχυσίες».

Το στόμα του λοχαγού στράβωσε αποκαλύπτοντας ένα χαμόγελο ικανοποίησης.

«Δεν θέλουμε;»

«Όχι. Αυτά τα νεαρά αγόρια είναι.»

«Επικίνδυνα».

«Όχι. Εκφράζουν τη δυσαρέσκεια τους κι απαιτούν να ακουστούν».

«Θέλουμε δικαιοσύνη», είπε με επιμονή ο Καρλ. Έσφιγγε δυνατά στις χούφτες του μια σιδερόβεργα.

«Ε τότε, νεαρέ ταραχοποιέ, δικαιοσύνη θα έχεις».

Χωρίς καμιά προειδοποίηση ο λοχαγός τεντώθηκε κι ανέμισε τη σπάθα του στον αέρα. Ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα, αυτό ήταν όλο κι όλο. Ο Αρκίν ήταν γρήγορος, αλλά όχι όσο έπρεπε. Τράβηξε κάτω το νεαρό του φίλο κι έτσι η σπάθα που σκόπευε να κόψει το χλομό λαιμό του αγοριού πρόλαβε μόνο να του κόψει το ένα ρουθούνι. Κατακόκκινο αίμα πλημμύρισε το πιγούνι του.

Οι εργάτες των σιδηροδρόμων όρμησαν στη στιγμή. Βρισιές ξεστομίστηκαν εναντίον των ιππέων. Τα αίματα άναψαν. Σιδερόβεργες και βαριά εργαλεία έπιασαν δουλειά τώρα που στη διαδήλωση ξέσπασε η βία. Αυτό ακριβώς ήθελε ναποφύγει ο Αρκίν, γι’ αυτό είχε ανακατέψει τους ανειδίκευτους με τους έμπειρους σιδηροδρομικούς στην πρώτη γραμμή. Τράβηξε πίσω τον Καρλ και κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο του αγοριού. Με το ένα του χέρι κρατούσε τη μύτη του, αίμα κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα του, ενώ τα ανοιχτόχρωμα μάτια του έκαιγαν. Θυμός, όχι φόβος, ήταν αυτός που έκανε τη γροθιά του Αρκίν να τρέμει όταν τον άρπαξε απ’ το μπράτσο.

«Πήγαινε πίσω από τους σιδηροδρομικούς», τον διέταξε ο Αρκίν. «Προετοίμασε τους ανειδίκευτους για να μας υποστηρίξουν».

Το αγόρι εξαφανίστηκε. Το χιόνι έπεφτε πυκνό σαν ένα χοντροκαμωμένο άσπρο πανωφόρι κι οι φωνές δυνάμωσαν.

Η επιδρομή των Ουσάρων, όταν τελικά έγινε, ήταν γρήγο~ ρη σαν αστραπή. Τα άλογα πετάχτηκαν μπροστά, οι σπάθες θέριζαν δεξιά κι αριστερά με ωμότητα. Ουρλιαχτά ανάκατά με δυνατές φωνές υψώθηκαν στον ουρανό, ενώ το χιόνι στη γη μάτωνε από πόδια που τα ποδοπατούσαν οπλές αλόγων. Οι σιδερόβεργες ανεβοκατέβαιναν πάνω στους ιππείς, σπασμένα κόκαλα και φτέρνες που είχαν μπερδευτεί με τους αναβολείς έγιναν ένα, ώσπου οι στολές εξαφανίστηκαν κάτω από μια μάζα από εργατικές μπότες. Κι απ την άλλη οι σπάθες εξακολουθούσαν το έργο τους με εξαιρετική δεξιοτεχνία, ξανά και ξανά, πότε ξεσκίζοντας μια πλάτη, πότε πετσοκόβοντας ένα μάγουλο, ένα λαιμό. Υποχώρηση, ανασύνταξη, υποχώρηση. Μέχρι και το χιόνι που στροβιλιζόταν στον αέρα έγινε κόκκινο καθώς τα άλογα σε σχηματισμούς ανεβοκατέβαιναν στις ράγες.

Ο Αρκίν έβγαλε το μικρό πιστόλι του Σεργκέγιεφ που έκρυβε στο πανωφόρι του. Έξι φορές σκόπευσε, έξι φορές ισάριθμα στήθη βάφτηκαν κόκκινα. Οι εργάτες πολεμούσαν με θυμό. Τα άλογα έπεφταν στα γόνατα. Τα κράνη ακολουθούσαν. Ο Αρκίν ρίχτηκε στη μάχη, ξέφευγε απτις λεπίδες, απέφευγε χτυπήματα, όλη την ώρα πλησιάζοντας τον ψηλό ξανθό λοχαγό που ήταν πάνω στο μαύρο σαν το διάβολο άλογο του.

Ο Αρκίν βρήκε τον Καρλ με το στήθος του ματωμένο.

Τα νεανικά του μάτια ορθάνοιχτα κοιτούσαν το χιόνι που έπεφτε, όμως ήταν γυάλινα κι άψυχα. Νιφάδες σκέπαζαν τα βλέφαρα του κι έλιωναν στα ζεστά του μάτια σαν δάκρυα.

Ο Αρκίν έσπασε το λαιμό του στρατιώτη που στεκόταν από πάνω του με τη σπάθα του ακόμη να στάζει αίμα, κι αυτός κύλησε δίπλα στον Καρλ. Μετά έκλεισε τα μάτια του αγοριού. Όλα γίνονταν θυσία σε τούτο τον κόσμο. Ακόμη και οι αθώοι. Γράπωσε τη σπάθα και μένα άγριο μουγκρητό όρμησε στις κατακόκκινες στολές.

Οι γυναίκες δούλευαν πάρα πολύ σκληρά. Η Βαλεντίνα το συνειδητοποίησε πολύ γρήγορα. Στο νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας οι γυναίκες δούλευαν πάρα πολύ σκληρά και πληρώνονταν ελάχιστα, μα δεν παραπονιόντουσαν. Στους άντρες νοσοκόμους συμπεριφέρονταν διαφορετικά -η Βαλεντίνα πίστευε ότι δεν το άξιζαν-, ενώ στους γιατρούς φέρονταν λες κι ήταν η ενσάρκωση του Θεού.

Εκείνη ήταν συγκεντρωμένη στα καθήκοντα της και μιλούσε ελάχιστα. Δεν την πείραζε που τις περισσότερες ώρες έτριβε διάφορα πράγματα κι αποστείρωνε εργαλεία. Της άρεσε. Τα κρατούσε με σεβασμό, έβρισκε μιαν απρόσμενη ευχαρίστηση στις φίνες ατσαλένιες άκρες τους και στα περίεργα σχήματα τους. Της άρεσε που το καθένα εξυπηρετούσε και διαφορετικό σκοπό: μια τσιμπίδα, μια μήλη, μια σύριγγα και τόσα άλλα που μπορούσε μόνο να τα μαντέψει.

Κάθε μέρα αυτή κι άλλες ανειδίκευτες συνάδελφοι της έπαιρναν οδηγίες επί μια ώρα, στις οποίες ήταν απολύτως συγκεντρωμένη, όπως όταν μάθαινε ένα καινούργιο κομμάτι στο πιάνο. Μέσα στους θαλάμους έκανε έξυπνες ερωτήσεις και πρόσεχε πολύ τις απαντήσεις.

«Ξέρεις ν’ ακούσ», της είπε ένας ασθενής.

Το νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας ήταν για φτωχούς.

Είχε φτιαχτεί πριν από εκατό, ίσως και παραπάνω χρόνια, κατόπιν επιμονής της Μεγάλης Αικατερίνης, αλλά ποτέ δεν υπήρχαν αρκετά κρεβάτια, ούτε αρκετοί θάλαμοι. Ένα ατέλειωτο ποτάμι από αρρώστιες και θάνατο πλημμύριζε τις πόρτες του και πολλοί ήταν εκείνοι που πήγαιναν εκεί γιατί δεν είχαν καμιά ελπίδα να θεραπευτούν πουθενά αλλού. Η Βαλεντίνα όμως μάθαινε να αφήνει και κάποια πράγματα έξω απ’ το μυαλό της. Όπως σήμερα το πρωί που ένας άντρας ήταν πεσμένος στα σκαλοπάτια σαν ψόφιο γατί. Οι άνθρωποι που είχαν λεφτά δεν χρησιμοποιούσαν τα νοσοκομεία: Αυτά ήταν μέρη όπου πήγαινες για να πεθάνεις. Οι γιατροί πήγαιναν στα σπίτια των αξιοσέβαστων ανθρώπων, ακόμα και δέκα φορές την ημέρα αν χρειαζόταν, και θεράπευαν τους ασθενείς στο κρεβάτι τους ακόμη και μικροεπεμβάσεις έκαναν εκεί. Μόνο για μια σοβαρή επέμβαση ένας ευκατάστατος ασθενής θα χρησιμοποιούσε το νοσοκομείο.

Η Βαλεντίνα βύθισε τα χέρια της στη σαπουνάδα κι άρχισε να τρίβει ένα ιατρικό εργαλείο, αλλά έπειτα από ένα λεπτό σήκωσε τα χέρια της και τα κβίταξε προσεκτικά: Κόκκινα και τραχιά, με σκασίματα στους κόμπους. Ένιωσε ντροπή. Χέρια νοσοκόμας κι όχι χέρια πιανίστριας. Και τότε μίσησε τον εαυτό της που νοιαζόταν γιαυτά τα πράγματα.

Μια πόρτα άνοιξε διάπλατα πίσω της.

«Α, εδώ είσαι. Σε χρειαζόμαστε».

Η Βαλεντίνα γύρισε να δει, σαπουνάδες έσταζαν στο πάτωμα. Ήταν η νεαρή Ντάρια Σπατσιέβα, η νοσοκόμα που γνώρισε όταν ήρθε για τη συνέντευξη της, αυτή με τα μαύρα μαλλιά και το βρομόστομα. Το πλατύ της χαμόγελο είχε κάνει φτερά σήμερα.

«Ξέρεις», ρώτησε η Βαλεντίνα, «ότι είσαι βουτηγμένη στο αίμα;»

«Πρέπει να έρθεις», είπε η κοπέλα, «γρήγορα».

Ο αέρας ήταν αποπνικτικός και βαρύς. Μπαίνοντας στον ανδρικό θάλαμο νόμιζε ότι είχε χώσει το κεφάλι της μέσα σε μια πολυκαιρισμένη κουβέρτα. Αίμα και πόνος κι ένας βαθύς φόβος είχαν στοιβαχτεί στο δωμάτιο, κι ήταν τόσο γεμάτο που περίσσευε ελάχιστος χώρος. Κορμιά σκορπισμένα παντού: στα κρεβάτια, στα στρώματα, στο πάτωμα, σε φτενές κουβέρτες, σε γυμνές σανίδες. Τόσα κορμιά, μα τόσο πολλά.

«Τι συνέβη;» ζήτησε να μάθει η Βαλεντίνα.

«Οι Ουσάροι».

«Επίθεση;»

«Δεν κουνούσαν πέρα δώθε τις γυαλιστερές τους σπάθες για να σκοτώνουν μύγες».

Η Βαλεντίνα κοιτούσε τα αρυτίδωτα νεανικά τους μάγουλα. Νέοι άντρες, άντρες με όνειρα που τους τα είχαν κάνει κομμάτια. Αίμα ανάβλυζε απτα κεφάλια τους, πληγές σαν τεράστιες τρύπες έχασκαν ανοιχτές στους ώμους τους.

Άντρες πεζοί εναντίον ιππέων.

«Τσιορτ!» βλαστήμησε η Βαλεντίνα.

Ο λοχαγός Τσερνόφ είχε κρατήσει την υπόσχεση του.

«Ντάρια», είπε ενώ τα μηνίγγια της κόντευαν να σπάσουν, «από πού ναρχίσω;»

«Αδελφή Ιβάνοβα, πάρε αυτά. Κάνε γρήγορα».

Η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια της έχωσε στο χέρι ένα μάτσο λαβίδες και ήρεμα αλλά αποφασιστικά κίνησε να πάει στην άλλη άκρη του θαλάμου, εκεί που η Ντάρια προσπαθούσε να προλάβει έναν άντρα με επίδεσμο στα μάτια γιατί θα κουτούλαγε στην πόρτα. Η Βαλεντίνα ακούμπησε απαλά το χέρι της στον ασθενή που ήταν μπροστά της.

Ήταν πεσμένος μπρούμυτα.

«Γεια, είμαι η σανιτάρκα Ιβάνοβα».

Η φωνή της ακούστηκε σταθερή και καθησυχαστική.

Με το ψαλίδι έσκισε το σακάκι του από κάτω μέχρι πάνω, το γιακά του, μετά έκανε το ίδιο με το πουκάμισο του. Δυο μακριά κοψίματα, το ένα δίπλα στο άλλο είχαν κομματιάσει την πλάτη του σαν κόκκινες γραμμές τρένου. Έπλυνε τις τομές με αντισηπτικό, αλλά μόλις σκούπιζε το αίμα καινούργιο ανάβρυζε από τη λευκή του επιδερμίδα. Χρειαζόταν ράμματα. Όση ώρα έκανε δουλειά, του μιλούσε συνεχώς.

Τα φοβισμένα του μάτια, καθώς είχε γυρισμένο το κεφάλι του στο πλάι, ήταν καρφωμένα πάνω της.

«Σε λίγα λεπτά θα είναι εδώ ο γιατρός», τον καθησύχασε. «Το μόνο που χρειάζεσαι είναι λίγα ράμματα». Πήρε έναν επίδεσμο και πίεσε το τραύμα για να ανακόψει τη ροή του αίματος. «Σύντομα θα γυρίσεις στη δουλειά σου».

«Μας περίμεναν. Κι ήταν αποφασιαμένοι αυτή τη φορά να μας πετσοκόψουν».

«Κάνατε πορεία;»

«Νιετ. Όχι. Ήμασταν μαζεμένοι στην αυλή. Εγώ κι οι άλλοι ανειδίκευτοι εργάτες».

«Οι στρατιώτες σας επιτέθηκαν μες στην αυλή του εργοστασίου ;»

«Όχι». Τα μάτια του αν και κλειστά πετάρισαν, άνοιξαν πάλι κι έκλεισαν, μικρές ευαίσθητες κινήσεις, και μια γουλιά εμετού κύλησε απ’ το στόμα του. «Πήγαμε στο ντεπό του σιδηρόδρομου για να μιλήσουμε με τους εργάτες εκεί.

Ο αρχιεργάτης τους ήταν.» Άρχισε να κλαίει με λυγμούς σαν αγριεμένο ζώο.

«Σςς, εδώ είσαι μια χαρά». Τον χάιδεψε στα μαλλιά κι ήταν σκληρά και ξεραμένα απ’ το αίμα. Του χάιδεψε το μάγουλο. Το λαιμό.

«Αδελφή», ψιθύρισε εκείνος με τα μάτια του κλειστά, «δεν μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου».

«Μπίστρο! Γρήγορα!»

Ένας γιατρός με άσπρο σακάκι τη φώναζε. Όλη την ημέρα αυτό γινόταν: Νέοι άντρες μεταφέρονταν με τα καρότσάκια, στους ώμους, σε πρόχειρα φορεία. Η Βαλεντίνα θωρακίστηκε όσο μπορούσε απέναντι στα δάκρυα και τα βογκητά. Έμαθε να κρατάει το χέρι του τραυματία πάνω στο λαιμό της, γιατί ο δυνατός σφυγμός που υπήρχε εκεί του έδινε με κάποιον τρόπο κάτι για να κρατιέται ζωντανός.

Έμαθε να μη λέει: «Σςς», αλλά τους άφηνε να μιλάνε, να κλαίνε ή να φωνάζουν, να κάνουν οτιδήποτε τους εκτόνωνε.

Τους έγραφε ραβασάκια για τις αγαπημένες τους, έβρεχε με νερό τα ξεραμένα τους χείλη και ξετύλιξε τόσα καρούλια επιδέσμων που νόμιζε ότι είχαν πια γίνει προέκταση των χεριών της, λωρίδες από λευκές γάζες που τυλίγονταν γύρω από χέρια, πόδια, κεφάλια - για να κρατιούνται ατόφυα τα νεανικά τους κορμιά.

«Μπίστρο!»

«Μάλιστα, γιατρέ».

«Μια μονάδα μορφίνης εδώ».

«Μάλιστα, γιατρέ».

Ένα νεαρό αγόρι, μαυριδερό σαν Τσιγγανόπουλο, όχι πολύ μεγαλύτερο από την Κάτια, ήταν ξαπλωμένο ανάσκελα με τα αδύνατα μπράτσα του σταυρωμένα στο στήθος του.

Το κορμί του γυάλιζε απτον ιδρώτα. Χαμογέλασε στη Βαλεντίνα χωρίς να πάψει να μουρμουράει τις προσευχές του.

Εκείνη έριξε δυο σταγόνες παυσίπονου από ένα φιαλίδιο σ ένα μικρό ποτήρι και του σήκωσε το κεφάλι για να πιει το υγρό. Οι κόρες των ματιών του ήταν διασταλμένες.

«Σπασίμπα». Η λέξη ίσα που ακούστηκε. «Ντα σβιντάνια. Αντίο».

«Ποδοπατήθηκε», μουρμούρισε ο γιατρός, «από τάλογα τους».

«Υπάρχει εδώ παπάς;» ρώτησε γρήγορα η Βαλεντίνα.

«Είναι στο διπλανό θάλαμο». Έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό. «Σήμερα δεν προλαβαίνει να προσφέρει τις υπηρε σίες του». Σήκωσε το κεφάλι του και για πρώτη φορά κοίταξε καλά τη νεαρή νοσοκόμα που ήταν δίπλα του.

«Βαλεντίνα! Αγαπημένο μου κορίτσι, δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ. Με τη στολή σου είσαι άλλος άνθρωπος.»

«Ξέρω, δόκτωρ Φεντόριν. Μοιάζουμε όλες οι νοσοκόμες».

«Εντελώς». Έτριψε τα μάτια του. «Αλλά εσύ κι η προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια με το ζόρι ανήκετε στο ίδιο είδος».

Το χαμόγελο που σχηματίστηκε ήταν μια ανακούφιση στους σφιγμένους μυς του προσώπου της και την έκανε ν απλώσει το χέρι της στο λαιμό του, έτσι όπως είχε δει να κάνει η κόρη του όταν ήθελε να τον ευχαριστήσει.

«Γιατρέ, πρέπει να ξεκουραστείτε».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι.

«Όταν σε πρότεινα στην Αγία Ισαβέλα δεν σκεφτόμουν ακριβώς αυτό το σημερινό». Για ένα λεπτό ο δόκτωρ Φεντόριν πήρε τα μάτια του από τους τραυματίες του θαλάμου και κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπο της Βαλεντίνας. Εκείνη αναρωτήθηκε τι να έβλεπε. «Πρόκειται για το βάπτισμα του πυρός», της είπε ήρεμα.

Το αγόρι στο κρεβάτι σήκωσε το ένα του χέρι κι έκανε το σημάδι του σταυρού στον αέρα. «Το βάπτισμα του αίματος», διόρθωσε το γιατρό με τα μάτια του καρφωμένα στη Βαλεντίνα.

«Θα σου φέρω τον παπά», του είπε εκείνη, έσφιξε το χέρι του αγοριού κι εξαφανίστηκε.

Αλλά παπάς δεν υπήρχε στο διπλανό θάλαμο. Κι η Βαλεντινα παρέβη τους κανονισμούς. Σήκωσε τη φούστα της κι έτρεξε στο διάδρομο ψάχνοντας για μια μαυροντυμένη φιγούρα. Αρνιόταν ναφήσει το αγόρι να πεθάνει χωρίς άφεση αμαρτιών. Πρέπει να είσαι σκληρή, της είχε πει ο Γιενς.

Για ναντιμετωπίζεις το αίμα και τις πληγές.

Ένα χέρι έπεσε βαρύ στον ώμο της, τόσο βαρύ που παραλίγο να της τσακίσει τα κόκαλα, κι αυτή ξαφνιάστηκε.

«Παιδί μου, μη φοβάσαι».

Σταμάτησε το τρεχαλητό και πρόσεξε τον άντρα που λες κι είχε εμφανιστεί από το πουθενά. Έμοιαζε κάπως με παπάς. Ήταν εντυπωσιακός με τους φαρδείς του ώμους να τονίζονται από την απλή, μαύρη καζάκα του. Υπήρχε κάτι πάνω του που την έκανε να θέλει να φύγει. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και στρογγυλά, ένα απίστευτα ξέθωρο γαλανό, και χωμένα βαθιά στις κόγχες τους. Δεν πετάριζαν καθόλου, μόνο την κοιτούσαν επίμονα. Σαν να καίγονταν. Δεν μπορούσε να βρει καταλληλότερο χαρακτηρισμό. Είχαν καρφωθεί πάνω της κι είχαν τρυπώσει τόσο βαθιά στους διαδρόμους του μυαλού της, που εκείνη λαχταρούσε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε.

«Χρειάζομαι έναν παπά», του είπε γρήγορα.

«Παιδί μου.» Η φωνή του ήταν βαθιά, τα λόγια του μετρημένα. Στον παγωμένο διάδρομο αντηχούσαν επιβλητικά.

«Παιδί μου, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος χρειάζεται έναν παπά που θα του δείξει το μονοπάτι που οδηγεί στο Θεό.

Βλέπω ότι είσαι αναστατωμένη. Άσε Αυτόν να σεξαγνίσει».

Εκείνη σχεδόν έσκασε στα γέλια, γιατί αυτός ο παράξενος άντρας κάθε άλλο παρά αγνός έδειχνε. Το βλέμμα της καρφώθηκε στη μακριά, αχτένιστη γενειάδα του που ήταν βρομερή και γεμάτη αποφάγια. Η καζάκα του ήταν λεκιασμένη και τα χέρια του το ίδιο. Το χειρότερο απόλα ήταν ότι έζεχνε. Το μοναδικό καθαρό πράγμα πάνω του ήταν ο σταυρός που κρεμόταν σε μια αλυσίδα γύρω απ’ το λαιμό του.

«Ίσως θα έπρεπε να ζητήσεις από το Θεό να εξαγνίσει πρώτα εσένα», του πρότεινε. «Αλλά κάνε γρήγορα σε παρακαλώ. Πρέπει να-»

Την πρόλαβε. Με τα πελώρια βρομερά του χέρια. Της έσφιξε το κεφάλι και κάρφωσε τη δυνατή του ματιά πάνω «Εσύ είσαι αυτή που με έχεις ανάγκη, μαλίσκα, μικρούλα μου. Μπορώ να σου δώσω την ειρήνη που αποζητάς. Στο όνομα του Κυρίου».

Έσκυψε το κεφάλι του σαν για να τη φιλήσει στο μέτωπο, το φιλί του Χριστού, αλλά την τελευταία στιγμή τη φίλησε στα χείλη. Έκπληξη και σιχασιά ένιωσε η Βαλεντίνα καθώς το στόμα του, πελώριο και σπηλαιώδες, κατάπιε το δικό της.

Αντέδρασε βίαια. Τον χαστούκισε στο μάγουλο, ο ήχος του χαστουκιού πνίγηκε στην πυκνή του γενειάδα κι όλα τα βάσανα της ημέρας έγιναν θυμός που ξέσπασε λάβρος.

«Εσύ δεν είσαι άνθρωπος του Θεού. Είσαι ένας τιποτένιος, ένας σιχαμερός λάγνος που.»

Εκείνος γέλασε, ένα δυνατό γέλιο ευχαρίστησης, λες και τα λόγια που τον στόλιζε η κοπέλα ήταν λόγια επαινετικά.

Η Βαλεντίνα προσπάθησε να τον ξαναχαστουκισει, αλλά δεν άντεχε στην ιδέα να τον αγγίξει πάλι. Σκούπισε το στόμα με το χέρι της και τραβήχτηκε μακριά του.

«Σε χρειάζεται ένα αγόρι που πεθαίνει», της είπε.

«Δεν με χρειάζεται. Εσύ είσαι αυτή που με χρειάζεσαι».

«Δεν είσαι αληθινός παπάς, έτσι δεν είναι;»

«Εγώ είμαι ένας φτωχός στάριτς, ένας άγιος άνθρωπος.

Με ταπεινότητα προσφέρω τον εαυτό μου σε ψυχές που υποφέρουν, σαν τη δική σου την ψυχή. Ψυχές που δεν ξέρουν πώς να βρουν το δρόμο τους».

«Η ψυχή μου είναι δική μου υπόθεση», του είπε. «Εσύ δεν είσαι στάριτς. Αυτό το αγόρι χρειάζεται ένα σωστό παπα». Τα ξέθωρα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της κι εκείνη ένιωσε τη γλώσσα της να μουδιάζει και το μυαλό της να παρασύρεται. Με μεγάλη προσπάθεια ανάγκασε τον εαυτό της ναπομακρυνθεί από τη μαύρη φιγούρα και διέσχισε βιαστικά το διάδρομο. Έκανε πολύ κόπο για να βγάλει απ’ το μυαλό της την ακάθαρτη φιγούρα του.

«Αδελφή», τη φώναξε εκείνος με μπάσα φωνή, «μαλίσκα, θα ξανασυναντηθούμε εσύ κι εγώ, όταν θα είσαι έτοιμη να μου δώσεις ένα φιλί με αντάλλαγμα την ψυχή σου».

Η Βαλεντίνα βρήκε παπά, έναν αληθινό παπά. Φορούσε ένα χειροποίητο μάλλινο ράσο ξεφτισμένο στο στριφωμα, ένα πετραχήλι γύρω απ’ το λαιμό του κι ένα ψηλό, μαύρο καμηλαύκι που είχε δει και καλύτερες μέρες. Με την πρώτη ματιά τον πέρασε για κάποιον χωριάτη παπά που είχε έρθει στο νοσοκομείο από ένα μακρινό χωριό όταν έμαθε για το μακελειό, αλλά όταν εκείνος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της και σήκωσε το κεφάλι του από έναν πληγωμένο που τον έψελνε, τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο παπάς που είχε δει με τον Αρκίν, σαυτόν που είχε πέσει πάνω του όταν ο σοφέρ ξεφόρτωνε σακιά με πατάτες στην εκκλησία. Καθώς έτρεχε βιαστικά προς το μέρος του αναρωτήθηκε πόσα μυστικά είχαν ακούσει οι παπάδες, πόσες εξομολογήσεις τους τριβέλιζαν το μυαλό.

αΠάτερ, χρειάζομαι τη βοήθεια σου».

«Τι συμβαίνει, αδελφή;»

«Ένας νεαρός πεθαίνει».

Η αντίδραση του δεν ήταν αυτή που περίμενε, γιατί ενώ βάδιζε δίπλα της φαινομενικά ήρεμος, όταν εκείνη τον οδήγησε στον άλλο θάλαμο, οι μπότες του κλότσησαν με λύσσα το ξεφτισμένο του στρίφωμα.

«Πάτερ, ξέρεις τι συνέβη;»

«Οι ανειδίκευτοι δουλεύουν σε τραγικές συνθήκες». Αντίθετα από τα πόδια του, η γλώσσα του ήταν προσεκτική.

«Είχαν ένα σημείο συνάντησης αφότου ένας από αυτούς έχασε το χέρι του σε μια μηχανή, αλλά υπάρχουν παντού κατάσκοποι της Αστυνομίας». Κούνησε το κεφάλι του, σήκωσε τη Βίβλο που κρατούσε και την έφερε μπροστά στα μάτια του. «Είθε ο Κύριος να δείξει έλεος στις ψυχές των στρατιωτών, γιατί εμένα μου στέρεψε. Τους καταριέμαι, πολλούς από αυτούς, να καούν στην Κόλαση». Έσφιξε δυνατά τη Βίβλο, λες και θα μπορούσε να του απαντήσει το μαύρο της κάλυμμα. «Οι ανειδίκευτοι είναι λίγο μεγαλύτεροι από μικρά παιδιά».

«Μου είπαν, όμως, ότι ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους εργάτες των σιδηροδρόμων».

«Ναι».

«Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να ήταν καλά οργανωμένοι».

Καθώς άνοιξε τις πόρτες, ο παπάς σταμάτησε κι εκείνη αναγκάστηκε να τον κοιτάξει.

«Ποια είσαι;» τη ρώτησε επιτακτικά.

«Μια νοσοκόμα. Προσπαθώ να σώσω τις ζωές των ανειδίκευτων σου».

νοσοκόμα. Απλές λέξεις. Ο παπάς φάνηκε να ηρεμεί. Τα μάτια του απέκτησαν ευγένεια κι άρχισε πάλι να περπατάει.

«Είμαι ταραγμένος. Κανένας να μην αξιωθεί να δει τις σπάθες να πετσοκόβουν όπως τις είδα εγώ σήμερα». Έσφιξε τη Βίβλο στο στήθος του σαν πανοπλία.

Η Βαλεντίνα άπλωσε το χέρι της κι άγγιξε τον ανάγλυφο σταυρό του.

«Ήσουν εκεί;»

«Ναι».

«Πάτερ Μορόζοφ, πες μου, ήταν κι ο Βίκτορ Αρκίν βκεί;»

Το πρόσωπο του κρέμασε.

«Ποια είσαι εσύ;»

«Πληγώθηκε;»

Αυτός κούνησε το κεφάλι του πολύ ανεπαίσθητα.

«Πες του», είπε η Βαλεντίνα, «να πάρει το κουτί που είναι κρυμμένο στο πίσω μέρος του γκαράζ προτού τον επισκεφτεί η Οχράνα».

Загрузка...