13

Ο γιος της κόμισσας ήταν ατρόμητος, αυτό ο Γιενς δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Πηδούσε πάνω από κάθε εμπόδιο που του έβαζε. Το παιδί δεν ήταν ομιλητικό, αλλά ποιος μπορούσε να το κατηγορήσει έτσι που περνούσε όλες του τις μέρες κλειδωμένο μέναν ξερακιανό και στρυφνό δάσκαλο; Έξω στην ύπαιθρο, όμως, άφηνε δυνατές κραυγές παιδιάστικης χαράς όταν το γεροδεμένο μικρό του πόνι τιναζόταν σαν βέλος όποτε του χτυπούσε τα παχουλά πλευρά με τις φτέρνες του.

Μια δέσμη ηλιαχτίδες φώτισε σαν προβολέας το μονοπάτι.

«Αλεξέι», φώναξε πάνω από τον ώμο του ο Γιενς, «πάμε κάτω στο χείμαρρο!»

αΜπορώ να πηδήξω από πάνω του;» φώναξε το παιδί.

«Την τελευταία φορά που το κάνες, έπεσες».

«Δεν χτύπησα όμως».

Η μητέρα του γκρίνιαζε ότι ο ώμος του γιου της ήταν μελανιασμένος για δεκαπέντε μέρες και τους είχε απαγορέψει να ξαναπηδήξουν πάνω από το ποταμάκι μέχρι να μεγαλώσει ο Αλεξέι, που τώρα χαμογελούσε στον Γιενς.

«Δεν θα πέσω».

«Μου το υπόσχεσαι;»

«Σου το υπόσχομαι!» .

«Χαμηλά τα πόδια σου λοιπόν!» Όρμησαν ανάμεσα στους θάμνους μέχρι το σημείο που ο χείμαρρος χάραζε την πορεία του μέσα στη μαύρη γη. Τα μάγουλα του αγοριού ήταν κατακόκκινα. Ο Γιενς είδε τα χεράκια του να σφίγγουν τα χαλινάρια, να κλοτσάει τα πλευρά του αλόγου, το πόνι να ετοιμάζεται να πηδήξει - αλλά την τελευταία στιγμή ο Αλεξέι τράβηξε δυνατά τα χαλινάρια αναγκάζοντας το να σταματήσει. Το αγόρι πήδηξε απ τη σέλα και στάθηκε γονατιστό στο φαγωμένο νερό.

«Βγες από κει!» πρόσταξε ο Γιενς.

Το αγόρι όμως κρατούσε το κεφάλι ενός σκυλιού. Το σήκωνε ψηλά για να μπορέσει το ζώο να αναπνεύσει. Του χάιδευε τη μουσκεμένη μουσούδα και του έβγαζε μούσκλια από τα μάτια.

«Άφησε το, Αλεξέι. Είναι ψόφιο».

«Όχι».

«Βγες απ’ το νερό, θα ξεπαγιάσεις».

«Όχι».

Ποτέ άλλοτε δεν τον είχε αψηφήσει ο Αλεξέι. Ο Γιενς έσκυψε από τη σέλα και τράβηξε το άψυχο ζώο από το νερό. Ήταν ένα μεγαλόσωμο κυνηγόσκυλο με άγριο μαύρο τρίχωμα και τα δόντια του έδειχναν πως ήταν νεαρό. Έσταζε νερά μουσκεύοντας τα ρούχα του. Με τον Αλεξέι ξοπίσω του να κρατάει το ένα αφτί του ζώου γύρισαν στην όχθη.

«Θέλω να το πάρω σπίτι», είπε ο Αλεξέι.

«Γιατί;»

Το αγόρι έσφιξε στο στήθος του το υγρό κεφάλι.

«Αν πεθάνω μέσα σένα ποτάμι, θέλω κι εγώ να με βγάλουν και να με θάψουν».

Ο Γιενς δεν βρήκε τίποτα να του πει. Έδεσε με τη ζώνη του το σκυλί στη ράχη του πόνυ, ανέβασε τον Αλεξέι στον Ήρωα και καβάλησε κι αυτός πίσω του. Τύλιξε με το σακάκι του το παιδί που έτρεμε και ξεκίνησε βιαστικά.

«Θείε Γιενς, είχες ποτέ σου σκύλο;»

«Ναι. Όταν ήμουν παιδί, είχα ένα δυνατό σκύλο απαυ τους που τραβάνε τα έλκηθρα. Όλο μούσκουλα και δόντια.

Μου άφησε μερικά σημάδια για να τον θυμάμαι. Όλα τα παιδιά πρέπει να έχουν σκύλο».

Το κεφαλάκι του μικρού κουνήθηκε καταφατικά κι ύστερα στράφηκε και τον κοίταξε με τα μάτια του ολοστρόγγυλα από αποθυμιά.

Ο Γιενς αναστέναξε.

«Εντάξει, θα μιλήσω στη μητέρα σου».

Загрузка...