28

Ο Αρκίν απομακρύνθηκε από τον τοίχο που ρουφούσε σαν βδέλλα τη ζέστη του σώματος του και προχώρησε προσεκτικά στο γεμάτο κόσμο πεζοδρόμιο, στο χαμηλότερο σημείο της Νέφσκι Προσπέκτ. Περίμενε περισσότερο από μία ώρα. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος είχε ένα σχεδόν μολυβένιο χρώμα που έκανε την πόλη να φαντάζει εύθραυστη. Οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν βιαστικοί στα μαγαζιά χωρίς να κοιτάζουν ψηλά. Μια άμαξα με τον αμαξά της ντυμένο με χρυσή και μαρόν λιβρέα σταμάτησε τριζάτη δίπλα στο κράσπεδο κι ο αμαξάς χώθηκε σένα μικροσκοπικό μαγαζί με έναν πίνακα με αμπέλια στην μπροστινή βιτρίνα του.

Στο παρελθόν, ο Αρκίν είχε επαναλάβει πολλές φορές την ίδια αποστολή. Χώθηκε ανάμεσα στους καταστηματάρχες και πλησίασε την άμαξα. Εκείνη ήταν εκεί, μόνη της ως συνήθως. Μέσα απ’ τη βιτρίνα μπορούσε να διακρίνει το προφίλ της Ελιζαβέτας Ιβάνοβα κι είδε το γεμάτο προσδοκία χαμόγελο στα χείλη της. Κάθε Πέμπτη, μετά την πρωινή της βόλτα για τα κοινωνικά στα μέγαρα των πλουσίων κυριών της Αγίας Πετρούπολης, ο Αρκίν σταματούσε το «Τουρικούμ» εδώ. Θα έβγαινε από το μαγαζάκι μ ένα φλιτζάνι ζεστό αρωματικό κρασί από καλά γεωργιανά σταφύλια κι εκείνη θα το απολάμβανε αργά και σιωπηλά.

Ήταν μια καθιερωμένη ιεροτελεστία.

Πάντα υπήρχε ουρά στο ταμείο, ήξερε λοιπόν ότι είχε αρκετά λεπτά πριν επιστρέψει ο αμαξάς, αλλά ήξερε ότι θα ήταν και χαζό να ρισκάρει. Και γι’ αυτόν, και για εκείνη.

Άνοιξε την πόρτα της άμαξας γρήγορα κι έκατσε στο σκαμνάκι απέναντι της. Το μαρόν δέρμα με τις χρυσές φούντες και τις μπρονζέ γιρλάντες μύριζε από το άρωμα της. Είχε προβάρει τα λόγια που θα της έλεγε αν εκείνη άρχιζε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια, αλλά η Ελιζαβέτα τον άφησε εμβρόντητο. Τα μπλε της μάτια άνοιξαν διάπλατα και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου το στόμα της απόμεινε να χάσκει, μα μετά του χάρισε ένα τόσο ζεστό κι ειλικρινές χαμόγελο, που ένιωσε εκείνον το φοβερό πόνο στο στήθος του να χαλαρώνει, εκείνον τον πόνο που είχε φωλιάσει στα πλευρά του ύστερα από το περιστατικό με τον Σεργκέγιεφ.

«Μου έλειψες, Αρκίν», του είπε.

Λέξεις τόσο απλές.

«Σας ευχαριστώ, μαντάμ».

«Ανησυχούσα μήπως η Αστυνομία σε είχε.» Άφησε τις λέξεις να ταξιδεύουν στον αέρα.

«Όπως βλέπετε, δεν μέχουν πιάσει ακόμα».

Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Το ξέρω ότι δεν ήθελες να βλάψεις την οικογένεια μου. Ο οποιοσδήποτε υπηρέτης θα μπορούσε να έχει βάλει το κουτί με τις χειροβομβίδες στο γκαράζ».

Δεν τη διέψευσε αλλά άφησε τα μάτια του ναπολαύσουν για άλλη μια φορά τη μορφή της. Φορούσε ένα ρόδινο φόρεμα, οι ώμοι της ήταν σκεπασμένοι με γούνα μπλε αλεπούς κι η θέα των κοσμημάτων της και της καλής της υγείας δεν τον θύμωσε όπως περίμενε.

«Μαντάμ Ιβάνοβα, πρέπει να κάνω γρήγορα. Πρέπει να σας πω κάτι». Έγειρε μπροστά της, τα γόνατα του σχεδόν ακούμπησαν τα δικά της. «Άκουσα κάτι στα μπαρ της πόλης και πολύ φοβάμαι ότι θα ταραχτείτε».

«Τι πράγμα;»

«Ότι ο λοχαγός Τσερνόφ θα μονομαχήσει με το μηχανικό, τον Γιενς Φρίις».

Εκείνος περίμενε να τη δει να ξαφνιάζεται, αλλά όχι και να γίνεται τόσο χλομή και τα χείλη της να παίρνουν το χρώμα του χαρτιού.

«Γιατί;» ψιθύρισε.

«Για την κόρη σας».

«Τη Βαλεντίνα;»

«Ναι».

«Θεέ μου, όχι». Το στόμα της άνοιξε κι ένα άγριο βογκητό βγήκε απ’ το λαρύγγι της. «Ο άντρας μου είναι κατεστραμμένος», μούγκρισε μέσα απτα δάχτυλα της κι άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω στο κάθισμα φράζοντας το στόμα της με το χέρι της.

Εκείνος εξεπλάγη. Κατεστραμμένος; Τι να εννοούσε; Η αντίδραση της ήταν τόσο ακραία, που εκείνος σχεδόν μετάνιωνε που της το είχε πει. Αλλά είχε το λόγο του που της το είπε. Ο Σερκέγιεφ ήταν νεκρός. Πολλοί ανειδίκευτοι εργάτες είχαν πεθάνει. Κι αν το επόμενο σχέδιο πήγαινε καλά, θα πέθαινε κι ο Στολίπιν. Το ρωσικό έδαφος έτρεμε κάτω από την Αγία Πετρούπολη και τα οικοδομήματα θάρχιζαν να καταρρέουν το ένα ύστερα από το άλλο κι εκείνος έπρεπε οπωσδήποτε να βεβαιωθεί ότι η Ελιζαβέτα Ιβάνονα θα ήταν ασφαλής.

«Μαντάμ», της είπε γλυκά, όπως θα μιλούσε σένα παιδάκι φοβισμένο, «ο λοχαγός Τσερνόφ είναι φημισμένος σκοπευτής. Θα σκοτώσει το μηχανικό. Δεν χρειάζεται να φοβάστε για-»

«Όχι, όχι, όχι. Αν σκοτώσει το μηχανικό, εκείνη δεν πρόκειται ποτέ να παντρευτεί τον Τσερνόφ, την ξέρω τη Βαλεντίνα». Μέσα στην τρέλα της κρατούσε με το χέρι της το πιγούνι της κι εκείνος άκουγε τα δόντια της που χτυπούσαν.

«Κι αυτό είναι τόσο σοβαρό;» τη ρώτησε. «Αν δεν παντρευτεί τον Τσερνόφ;»

Εκείνη δεν απάντησε. Πλησίασε πολύ το χλομό της πρόσωπο κοντά στο δικό του κι εκείνος μπόρεσε να διακρίνει τις μικρές λεπτομέρειες των ματιών της, το μπλε χρώμα που ήταν γύρω από τις κόρες της, τις λιλά κουκκίδες σαν μικρά μπαλωματάκια μέσα στο μπλε που ήταν οι ίριδες της. Μια λεπτή κόκκινη σαν κλωστή γραμμούλα διακρινόταν στο ένα της μάτι. Η ανάσα της μύριζε ανεπαίσθητα μέντα.

Τύλιξε και τα δύο της χέρια γύρω απ’ το δικό του και το τράβηξε στην ποδιά της. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του.

«Θα με βοηθήσεις, σε παρακαλώ;» τον ικέτευσε.

Ακόμα και πάνω από τα γκρίζα της γάντια εκείνος μπορούσε να νιώσει ότι τα χέρια της ήταν παγωμένα. Λες κι όλη η ζεστασιά του κορμιού της είχε διοχετευτεί στο δικό του, κι εκείνος ένιωθε το σβέρκο του να καίγεται.

«Πώς θα μπορούσα να βοηθήσω;»

«Βίκτορ, εσύ είσαι επινοητικός άνθρωπος».

Τον είχε αποκαλέσει Βίκτορ. Και ήταν σίγουρος ότι δεν ήξερε το μικρό του. Κοίταξε έξω από το παράθυρο για να ελέγξει ότι ο αμαξάς δεν είχε βγει από το μαγαζί με τα κρασιά, αλλά εκείνη σήκωσε το χέρι της, του πιάσε το σαγόνι και του γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος της. Τα χείλη της έτρεμαν μισάνοιχτα σε σιωπηλή επίκληση.

Εκείνος τη φίλησε. Ένα γρήγορο και κοφτό άγγιγμα με το στόμα του πάνω στο δικό της, τα χείλη της μια συναίσθηση πληρότητας και γλύκας, η γλώσσα της να τρυπώνει μέσα στα δόντια του.

«Βοήθα με», του είπε λαχανιασμένη.

Εκείνος ήξερε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει τη γυναίκα του υπουργού. Αλλά δεν ήξερε πώς.

Το αγοραίο αμάξι άφησε τη Βαλεντίνα έξω από το στρατόπεδο των Ουσάρων της Φρουράς και τα κεφάλια των στρατιωτών γύρισαν να την κοιτάξουν, καθώς εκείνη διέσχιζε την αυλή για να πάει στην αίθουσα των επισκεπτών. Το ντύσιμο της το είχε επιλέξει με πολλή προσοχή. Έπειτα από πολλή σκέψη είχε διαλέξει μια μεταξωτή εμπριμέ τουαλέτα μ ένα κατακόκκινο καπέλο, που στο τελείωμα του είχε φτερά στρουθοκαμήλου και κουνιόνταν στο παραμικρό φύσημα. Το παλτό της ήταν κρεμ, εφαρμοστό για να τονίζεται η μέση της, και στολισμένο με μαύρο γούνινο γιακά και μικρά κατακόκκινα κουμπάκια. Η μητέρα της είχε κάνει ειδική παραγγελία το παλτό επειδή κι η στολή των Ουσάρων ήταν κόκκινη, άσπρη και μαύρη. Σήμερα θα της φαινόταν χρήσιμο. Γιατί σήμερα έπρεπε να γοητεύσει το λοχαγό.

Η αίθουσα ήταν εντελώς ανδρική. Έπιπλα από σκούρα βελανιδιά, ένα απλό ξύλινο πάτωμα κι αυτό από βελανιδιά, και στον τοίχο δύο πορτρέτα αυστηρών στρατιωτικών, ντυμένων με όλα τα παράσημα, τα χρυσά και τα ασημένια γαλόνια τους. Η Βαλεντίνα τους κοίταξε συνοφρυωμένη κι αναρωτήθηκε πόσους άντρες είχαν σκοτώσει. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Άκουσε τα βήματα του Τσερνόφ στον προθάλαμο, γρήγορα κι ανυπόμονα, πεινασμένα βήματα. Η καρδιά της χτύπησε πιο γρήγορα. Έτσι νιώθει ο στρατιώτης πριν από τη μάχη; Με τη ζωή του σε ασταθή ισορροπία; Η ενέργεια του και το χαμόγελο του γέμισαν την αίθουσα. Τα χείλη του απαίτησαν το Ταντι της. Δεν της άφηνε για κανένα λόγο το χέρι, το κρατούσε φυλακισμένο στο δικό του, το είχε πάρει για όμηρο.

«Βαλεντίνα, καλό μου κορίτσι-, τι απρόσμενη ευχαρίστηση. Μια χαρά είσαι».

Εννοούσε πως του άρεσε που την έβλεπε να μην είναι μεθυσμένη, να μην κατεβάζει τη μια βότκα μετά την άλλη.

«Είμαι μια χαρά, Σ’ ευχαριστώ, Στεφάν».

«Και πόσο γοητευτική είσαι.» Τα μάτια του ταξίδεψαν πάνω της κι όταν τελικά η ματιά του κατέληξε στο πρόσωπο της, της φάνηκε ότι άκουσε κάτι σαν ρονρόνισμα να βγαίνει από μέσα του. «Συγχώρεσέ με για τη δική μου εμφάνιση», της είπε, «αλλά μόλις ήρθ»

«πό άσκηση στο Πεδίον του Άρεως».

«Τι εύστοχη ονομασία».

«Βαλεντίνα, πολεμιστές είμαστε. Αυτή είναι η λειτουργία του στρατού. Τι άλλο περίμενες;»

Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια.

«Ο λαός της Ρωσίας είναι περήφανος για σας».

Ο Τσερνόφ αντί άλλης απάντησης της φίλησε ξανά το χέρι. Φορούσε ένα κατάλευκο πουκάμισο, ανοιχτό στο λαιμό, και το μαύρο παντελόνι των Ουσάρων με την κόκκινη ρίγα στο πλάι. Τα μαλλιά του ήταν βρεμένα, φρεσκολουσμένα και χτενισμένα προς τα πίσω. Σγουρές ξανθές μπούκλες λαμπύριζαν κοντά στο λαιμό του.

«Στεφάν, ελπίζω να μη σενοχλώ».

«Καθόλου. Για πες μου, τι σε φέρνει σήμερα εδώ; Χωρίς τη συνοδό σου;» Αυτό ήταν ένα είδος ήπιας παρατήρησης.

«Ήθελα να μιλήσουμε. Μόνοι μας».

«Σχετικά με ποιο θέμα;»

«Σχετικά με τον Γιενς Φρίις»

Το στόμα του εξακολουθούσε να χαμογελάει αλλά τα μάτια του άλλαξαν έκφραση, έγιναν ψυχρά σαν πάγος. Η Βαλεντίνα ακούμπησε το ελεύθερο χέρι της στο μανίκι του πουκαμίσου του.

«Θέλω να εγκαταλείψεις το σχέδιο της μονομαχίας μαζί του», του είπε γλυκά. «Δεν είναι δα και τόσο σπουδαίο και», η ανάσα της έβγαινε με το ζόρι, «δεν θα το άντεχα αν πάθαινες κάτι».

Ο θρίαμβος -τον είδε στο πρόσωπο του, έστω και στιγμιαία- συνοδευόταν κι από κάτι άλλο, από κάτι που εκείνη δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Μια σκοτεινή σπίθα φώτισε τα ξέθωρα γαλανά του μάτια κι ένιωσε το χέρι του να σφίγγει το δικό της.

«Βαλεντίνα, τι παιχνίδια παίζεις;»

Η καρδιά της χτύπησε δυνατά.

«Τι παιχνίδια;»

«Υποκρίνεσαι ότι δεν ενδιαφέρεσαι για μένα και προσπαθείς να με κάνεις να ζηλέψω φλερτάροντας με κάποιον άλλον άντρα. Γιατί σοκάρεσαι τόσο πολύ; Για κοιτάξου, εγώ μπορώ να διακρίνω την ανησυχία σου κάτω από τα πανέμορφα χαρακτηριστικά σου και ξέρω για ποιο λόγο είσαι εδώ».

Εκείνη δεν άλλαξε καθόλου την έκφραση της.

«Φοβάσαι για μένα, έτσι δεν είναι;»

Εκείνη ένευσε καταφατικά.

«Δεν χρειάζεται. Με όποιον μονομαχώ, τον σκοτώνω».

Της ξέφυγε μια φωνούλα.

«Μην κάνεις έτσι, καλή μου. Είμαι δεινός σκοπευτής και σκοπεύω να δώσω ένα μάθημα σαυτόν το μηχανικό, να τον μάθω τι παθαίνει όποιος προσπαθεί να κλέψει κάτι που είναι δικό μου».

«Στεφάν, χθες βράδυ στο χορό σου είπα ότι δεν θα σε παντρευτώ αν επιμένεις να μονομαχήσεις».

Εκείνος γέλασε και την τράβηξε απ’ το χέρι για να τη φέρει πιο κοντά του.

«Αλλο ένα παιχνιδάκι σου». Το γέλιο κόπηκε απότομα.

«Τέρμα όμως τα παιχνίδια. Η μονομαχία θα γίνει. Έχω προκαλέσει τον Φρίις κι εκεί τελειώνει η ιστορία. Κι εκεί θα τελειώσει κι αυτός». «Στεφάν, όχι!»

Την κοίταξε έκπληκτος.

«Τι είναι πάλι;»

«Αν δεν μονομαχήσεις, θα σε παντρευτώ».

Οι λέξεις ξεστομίστηκαν. Στη στιγμή, τα χείλη του βρέθηκαν στα δικά της, η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα της κι είχε γεύση μπίρας. Η ανάσα του ζεστή στο πρόσωπο της, ενώ τα χέρια του ζουλούσαν τα στήθη της κι εκείνη δεν ντρεπόταν καθόλου. Κι όταν ένιωσε ότι δεν θα άντεχε άλλο, έγειρε πίσω το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν αναψοκοκκινισμένα, οι κόρες του διασταλμένες κι άπληστες, δυο μαύρες τρύπες.

«Σύμφωνοι;» τον ρώτησε.

«Σύμφωνοι». Την τράβηξε πάνω του και την ξαναφίλησε. «Περίμενε εδώ».

Εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. Η Βαλεντίνα έκλεισε το στόμα της με το χέρι της για να μην της ξεφύγει τίποτα και μέσα σε λίγα λεπτά εκείνος είχε επιστρέψει μένα επίπεδο βελούδινο κουτί. Με θεατρινίστικο τρόπο γονάτισε μπροστά της και της το έτεινε με πολύ σοβαρό υφός.

«Δώρο αρραβώνα», είπε.

Η Βαλεντίνα το πήρε, το άνοιξε κι ένιωσε την καρδιά της να σπάει. Ένα περιδέραιο πάνω σε άσπρο μετάξι, ένα μεγάλο διαμάντι με χρυσό δέσιμο να κρέμεται από μια βαριά επίσης χρυσή αλυσίδα. Το διαμάντι είχε μέγεθος φουντουκιού. Δίπλα σαυτό βρίσκονταν ένα ζευγάρι ασορτί διαμαντένια σκουλαρίκια. Το στήθος της έκαιγε, λες κι είχε καταπιεί οξύ. Ώστε λοιπόν αυτό ήταν το τίμημα της πόρνης.

«Είναι πανέμορφο», ψέλλισε.

Ο Τσερνόφ σηκώθηκε και με πολύ σοβαρό ύφος το κούμπωσε γύρω από το λαιμό της, αφού πρώτα ξεκούμπωσε το πάνω κουμπί του παλτού της. Μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν καλά στερεωμένο χαμογέλασε, με τον ίδιο τρόπο που χαμογελάει ένας άντρας στο σκύλο του όταν του φέρνει το λουρί του και περιμένει.

«Αυτό ανήκε στη γιαγιά μου όταν ήταν στην ηλικία σου», της είπε. Ακούμπησε το δάχτυλο του πάνω στο διαμάντι, μετά στη χλομή της επιδερμίδα. «Υπέροχο», μουρμούρισε.

Την είχε αγοράσει και την είχε πληρώσει.

«Σ’ ευχαριστώ, Στεφάν».

«Αυτό ήταν μόνο;» Κι έκανε να τη φιλήσει πάλι.

«Άρα δεν θα μονομαχήσεις;»

«Μην ανησυχείς, άγγελε μου, δεν θα πάθω ούτε γρατζουνιά». Τα χείλη του σχεδόν άγγιζαν τα δικά της.

«Μα συμφώνησες να μη μονομαχήσετε».

«Συμφώνησα να σε παντρευτώ, τίποτάλλο». Τραβήχτηκε κι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Ασφαλώς και θα μονομαχήσω. Είναι θέμα τιμής».

«Όχι!» Εκείνη του ξέφυγε και τον κοίταξε άγρια. «Δεν θα σε παντρευτώ, αν πραγματοποιήσεις αυτή τη γελοία μονομαχία».

«Βαλεντίνα, μη γίνεσαι χαζή. Είμαστε αρραβωνιασμένοι».

«Όχι!»

Τα χέρια της προσπάθησαν ναπαλλαγούν από το κούμπωμα της αλυσίδας, όμως εκείνος πήγε κοντά της και της έπιασε και τα δυο χέρια. Πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της.

«Είμαστε αρραβωνιασμένοι», επανέλαβε παγερά. «Αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις».

Εκείνη σταμάτησε να προσπαθεί κι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

«Σε παρακαλώ, Στεφάν», του είπε γλυκά. «Όχι μονομαχία».

Εκείνος της άφησε το ένα χέρι και της σήκωσε το πιγούνι, τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. Την πονούσε που την έσφιγγε.

«Το κάνεις γι’ αυτόν τον αναθεματισμένο μηχανικό, έτσι δεν είναι;»

«Σε παρακαλώ, μη μονομαχήσεις. Μην τον σκοτώσεις, Στεφάν. Σου είπα ότι θα σε παντρευτώ, δεν σου φτάνει αυτό;»

Τη φίλησε άγρια στο στόμα.

«Βαλεντίνα, σου ορκίζομαι ότι θα το χαρώ πολύ όταν θα του φυτέψω μια σφαίρα στην καρδιά».

Η Βαλεντίνα τα έβαλε με τον εαυτό της, τον έβριζε και τον καταριόταν που είχε αναβάλει εδώ και πολύ καιρό την αγορά ενός όπλου. Τώρα ήταν αναγκασμένη να μπει κρυφά στο γραφείο του πατέρα της και να κλέψει την κυνηγετική καραμπίνα που κρεμόταν στον τοίχο. Από ένα συρτάρι.πήρε μια χούφτα σφαίρες κι έφυγε τρέχοντας για τους στάβλους.

«Ορίστε». Η Βαλεντίνα άφησε το όπλο πάνω στο κρεβάτι του Ποπκόφ. «Μάθε με να το χειρίζομαι».

Εκείνος ήταν αραγμένος στην καρέκλα, ο καπνός του τσιγάρου του γέμιζε σαν ομίχλη το δωμάτιο. Με την ανάποδη του χεριού του έτριψε το πιγούνι του.

«Έχεις ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ σου όπλο;»

«Λιεβ, αν είχα ξαναχρησιμοποιήσει δεν θα σου ζητούσα να με μάθεις, έτσι δεν είναι;»

«Ένα όπλο τόσο μεγάλο θα μπορούσε με το τίναγμα να σου σπάσει τον καχεκτικό σου ώμο. Χρειάζεσαι ένα μικρότερο».

«Είναι το μόνο που έχω. Λιεβ, σε παρακαλώ, πρέπει να με μάθεις γρήγορα. Πώς να το γεμίζω και πώς να πετυχαίνω το στόχο».

Αλλά ο Κοζάκος δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του. Άπλωσε το χέρι του, σήκωσε το όπλο λες κι ήταν πούπουλο και το ακούμπησε στα γόνατα του.

«Εγγλέζικο είναι», της είπε. Με ευλαβικές σχεδόν κινήσεις το χάιδεψε από πάνω μέχρι κάτω, από τη βάση του με το λείο κοντάκι με το μπλε μέταλλο μέχρι τη γυαλιστερή του κάννη. Όση ώρα το έκανε αυτό κουνούσε το κεφάλι του, λες και μιλούσε στο όπλο.

Κατάπιε ύστερα με θόρυβο άλλη μια γουλιά απ’ το μισοάδειο μπουκάλι που ήταν πεσμένο στο πάτωμα.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα», είπε.

Η Βαλεντίνα τράβηξε τα γκέμια κι η μικρή κοντόχοντρη φοράδα τινάχτηκε μπροστά με τα αυτιά της τεντωμένα.

Πρώτη φορά στη ζωή της οδηγούσε άμαξα. Το άλογο, αν και βαρύ, αντέδρασε γρήγορα όταν εκείνη το οδήγησε με γρήγορο καλπασμό στην Μπόλσαγια Μόρσκαγια. Σ’ ευχαριστώ, Λιεβ. Μου έκανες καλή επιλογή. Η άμαξα ήταν παλιά κι έτριζε, μικρή με δύο θέσεις και μια κουκούλα ανοιχτή κι από τις δυο μεριές. Δεν είχε ιδέα πού την είχε ξεθάψει ο Λιεβ, αλλά εξυπηρετούσε καλά το σκοπό τους - ήταν ελαφριά, γρήγορη κι εύκολη στις μανούβρες. Την είχε ξαφνιάσει όταν κάθισαν μαζί στο στενό παγκάκι κι ο Ποπκόφ της έδωσε τα γκέμια.

«Εσύ οδηγείς», γρύλισε.

Εκείνη κοίταξε το μπανταρισμένο του πρόσωπο, πήρε τα ηνία και πλατάγισε τη γλώσσα της στη μικρή φοράδα.

Ο Ποπκόφ καθόταν στον ένα του γοφό όσο μπορούσε πιο σταθερά για να μην ακουμπάει πολύ στο κάθισμα.

«Λιεβ, πονάς. Κατέβα τώρα. Μπορώ να το κάνω και μόνη μου. Γύρνα στο κρεβάτι σου μέχρι να γίνεις τελείως καλά».

Τα μαύρα του μάτια στένεψαν καθώς την κοιτούσε.

«Μη μου χαλάς τη διασκέδαση», γρύλισε, κι η Βαλεντίνα δεν διαφώνησε.

Το δάσος είχε ζωή. Οι ισχνοί σαν σκελετοί κορμοί των σημύδων άστραφταν στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου και η νυχτερινή καταχνιά που έβγαινε από το χώμα τύλιγε με τα πέπλα της τα λεπτά τους κλαδιά. Νυχτόβια πλάσματα φανέρωναν τη θέση τους όταν θρόιζαν στους θάμνους κι ετοιμάζονταν για τη νύχτα που ερχόταν. Η Βαλεντίνα κι ο Ποπκόφ ήταν ακίνητοι πολλές ώρες κι ένιωθαν ότι κόντευαν να βγάλουνε κι αυτοί ρίζες. Η Βαλεντίνα ανάσαινε τη μούχλα του δάσους και χάζευε ένα κουνάβι που με τα μυτερά του νύχια σκάλιζε τον κορμό ενός πεσμένου δέντρου, ελάχιστα πιο μακριά τους, και ξέθαβε σκαθάρια.

Ο αέρας ήταν τόσο παγωμένος, που η ανάσα της άχνιζε πάνω στα πεσμένα φύλλα, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη καταγής. Είχε δέσει την άμαξα και το άλογο αρκετά μακριά τους και είχε ξεφορτώσει μόνη της τις δυο βαριές γούνινες κουβέρτες. Ο Ποπκόφ κουβαλούσε το όπλο. Περπατούσε αργά, κι εκείνη υπέφερε που τον έβλεπε σαυτή την κατάσταση, αλλά δεν δεχόταν καμιά βοήθεια, και δεν του έδειξε ότι στενοχωριέται γιατί ήξερε ότι αυτός θα γινόταν θηρίο. Όταν έφτασαν στο ξέφωτο που υπήρχε στην κορφή μιας ανηφοριάς, ο Ποπκόφ μίλησε για πρώτη φορά.

«Εδώ είμαστε».

«Η "ανηφοριά της μονομαχίας";»

«Ντα».

Εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει πώς έμαθε ο Λιεβ το μέρος όπου θα γινόταν η μονομαχία. Είχε εξαφανιστεί για δυο ώρες, κι όταν επέστρεψε παραπατώντας από τη βότκα, της ανακοίνωσε το μέρος της μονομαχίας. «Εκεί θα πάμε», της είπε. Υποψιαζόταν ότι εκείνος τα είχε πιει στα μπαρ όπου σύχναζαν οι Ουσάροι κι είχε λαδώσει μερικές γλώσσες με μπόλικη μπίρα. Προσφέρθηκε να του δώ,σει μορφίνη από το φαρμακείο της Κάτιας, όμως εκείνος είχε αρνηθεί κατηγορηματικά κι η Βαλεντίνα κατάλαβε ότι δεν θα πρεπε να επιμείνει. Την είχε πληροφορήσει ότι αυτό το σημείο ήταν γνωστό για τις μονομαχίες που γίνονταν εκεί, εξού και το όνομα του. Ήταν αρκετά κοντά στην πόλη, αλλά παράλληλα απόμερο και ασφαλές από αδιάκριτα μάτια, κρυμμένο στην άκρη του δάσους. Η Βαλεντίνα σκεφτόταν συνεχώς πόσοι νέοι άντρες είχαν ποτίσει με το αίμα τους εκείνο το μέρος, όλα στο όνομα της τιμής.

Τυλιγμένη μέχρι το κεφάλι με τη γούνα, ήταν πεσμένη μπρούμυτα δίπλα στον Ποπκόφ ανάμεσα στους θάμνους στη ρίζα μιας σημύδας. Από εκεί έβλεπαν καλά το ξέφωτο. Δεν απείχε περισσότερο από σαράντα βήματα, οι σκιές από τα κλαδιά που φωτίζονταν από το τελευταίο φως του ήλιου δημιουργούσαν σκούρα σχήματα πάνω του. Τα δάχτυλα της ομίχλης πλησίαζαν όλο και πιο κοντά. Μια ώρα, δύο ώρες.

Ο Ποπκόφ ήταν στήλη άλατος, τόσο ακίνητος, που η Βαλεντίνα ήταν σίγουρη ότι κοιμόταν. Τα μπράτσα της την πονούσαν, αλλά δεν κουνήθηκε ούτε καν όταν άκουσε το υπόκωφο σούρσιμο που έκαναν οι ρόδες μιας άμαξας στο χώμα. «Έρχονται», του ψιθύρισε.

«Τους ακούω».

Ο λαιμός της στέγνωσε.

«Λιεβ, μην τον σκοτώσεις».

Το είχε πει και πριν, κι εκείνος είχε ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους του, αλλά αυτή τη φορά ούτε καν αυτό δεν έκανε. Ξεδίπλωσε το όπλο απ’ τη μαξιλαροθήκη όπου το είχε τυλιγμένο και το ακούμπησε στον ώμο του. Η Βαλεντίνα τρόμαξε από την επιθυμία της να το χρησιμοποιήσει η ίδια.

Μια μαύρη άμαξα έκανε την εμφάνιση της στην κορφή του ξέφωτου, και μέσα σε λίγα λεπτά την ακολούθησε μια δεύτερη. Από την πρώτη κατέβηκαν τέσσερις άντρες, όλοι με τα κόκκινα χιτώνια των Ουσάρων, όλοι εμφανώς νευρικοί, κι ο ένας απαυτούς ήταν ο Τσερνόφ. Τον κατάλαβε από τον τρόπο που περπατούσε με το στήθος προτεταμένο.

Από τη δεύτερη άμαξα κατέβηκαν άλλοι τρεις, οι δυο με χοντρά παλτά, ο τρίτος με μια μαύρη κάπα. Μιλούσαν σιγανά, μετά ο ένας από αυτούς, αυτός με την κάπα, απομακρύνθηκε και πήγε προς τους άντρες με τα κόκκινα. Η Βαλεντίνα τρόμαξε που αναγνώρισε το δόκτορα Φεντόριν. Η θέα αυτού του ανθρώπου, του γιατρού, την έκανε να συνειδητοποιήσει τι θα έκαναν αυτοί οι άντρες, τον πόνο που θα δημιουργούνταν. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει, της ήταν αδύνατο να καταπιεί.

Ο Ποπκόφ τη σκούντησε στα πλευρά - είχε βγάλει ένα βογκητό γιατί είχε δει τον Γιενς. Στεκόταν αμίλητος κι ένα τελευταίο μπάλωμα ήλιου ακουμπούσε στο λαιμό του σαν χρυσαφένια λεπίδα. Μπορούσε ν’ ακούσει ακόμα κι από αυτή την απόσταση τη σταθερή του ανάσα, μια τόση δα ρυτίδα στον γκριζωπό αέρα, χωρίς καμιά ένδειξη πανικού. Ήθελε πολύ να του φωνάξει, να τον παρακαλέσει να μην ενδώσει σαυτή την αυτοκτονική ανοησία περί ανδρικής τιμής και φήμης, αλλά δεν το έκανε γιατί ήξερε ότι ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Βαθιά μέσα της πίστευε ότι ο Γιενς ήθελε να σκοτώσει τον Τσερνόφ, γι’ αυτό βρισκόταν εδώ.

Ακούμπησε το χέρι του Ποπκόφ που κρατούσε το όπλο.

«Μόνο να τον πληγώσεις τον Ουσάρο», του υπενθύμισε.

Εκείνος χτύπησε χαϊδευτικά τα μεταλλικά σκαλίσματα στο κοντάκι του όπλου με τον αντίχειρα του, τρυφερά σαν να χάιδευε το αφτί ενός αλόγου.

«Σε ποιο μέρος», της σφύριξε μέσα απτα δόντια του, «θέλεις να του ανοίξω μια τρύπα; Στο στιβαρό του μπούτι;» Χασκογέλασε. «Τα μπούτια βγάζουν μπόλικο αίμα».

«Όχι. Στο δεξή ώμο του, για να μην μπορεί να κρατήσει τόπλο».

Ο Ποπκόφ κούνησε το φουντωτό του κεφάλι.

Η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε γίνει αυτή η συζήτηση. Σε τι πλάσμα μεταμορφωνόταν; Τουλάχιστον ήταν εδώ ο γιατρός Φεντόριν κι αυτό πρόσφερε έστω και μια ελάχιστη ελπίδα. Όλοι στο ξέφωτο στέκονταν γύρω από έναν Ουσάρο που κρατούσε ένα καλογυαλισμένο μαονένιο κουτί. Η Βαλεντίνα είδε τον Γιενς να παίρνει κάτι από μέσα - είχε διαλέξει το πιστόλι του.

Ο ήλιος ξαφνικά χάθηκε κι οι δυο άντρες πήραν τις θέσεις τους, πλάτη με πλάτη στο κέντρο του ξέφωτου, με τα πιστόλια μπροστά τους. Ο Γιενς ήταν ψηλότερος, αλλά ο Τσερνόφ έδινε την εντύπωση ότι η διαδικασία ήταν γι’ αυτόν εύκολη σαν παιδικό παιχνίδι η αυτοπεποίθηση του μπερδευόταν με την ομίχλη κι έφτανε μέχρι τη Βαλεντίνα.

Οι δυο άντρες ήταν αργοί και ακριβείς στις κινήσεις τους.

Τριάντα βήματα. Τα μετρούσε κι εκείνη ένα ένα από μέσα της, κι ένιωσε τον ώμο του Ποπκόφ να τσιτώνεται. Τώρα, σκέφτηκε, τώρα, τώρα. Όσο ο Γιενς θα είναι ακίνητος. Προτού γυρίσουν πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα, κάνε το τώρα, Ποπκόφ.

Ένας πυροβολισμός ακούστηκε. Αλλά δεν ήρθε από δίπλα της, από τον Ποπκόφ. Ο Τσερνόφ σωριάστηκε στο χώμα λες και του είχαν κοπεί τα πόδια και σχεδόν αμέσως ακούστηκε δεύτερος πυροβολισμός. Έπεσε κι ο Γιενς.

Ο κόσμος της Βαλεντίνας σταμάτησε να γυρίζει. Οι δύο άντρες στο κέντρο του ξέφωτου ήταν σωριασμένοι στο υγρό χώμα, κατακόκκινες σταγόνες από αίμα έβαφαν το παγωμένο χορτάρι από κάτω τους. Στην άκρη του δάσους στέκονταν δέκα σκούρες φιγούρες, σαν άγγελοι θανάτου, με τουφέκια στα χέρια. Να σημαδεύουν τους υπόλοιπους μετέχοντες στη μονομαχία.

«Γιενς!» φώναξε με πνιχτή φωνή η Βαλεντίνα.

Πέταξε τη γούνα από πάνω της κι έκανε να σταθεί στα πόδια της αλλά ο Ποπκόφ γύρισε ανάποδα, την έπιασε απ το σβέρκο και την πέταξε με δύναμη σένα δέντρο. Έχασε τον κόσμο. Ο ουρανός άρχισε να γυρίζει κι ο Ποπκόφ την τράβηξε χάμω.

«Γιενς», μούγκρισε από μέσα της. Έβλεπε το κορμί του ακίνητο. Να στάζει το αίμα που εκείνη είχε ορκιστεί να προστατέψει.

Οι βρισιές ήταν βαριές και προέρχονταν απ’ το στόμα του Ποπκόφ.

«Μην κουνηθείς».

«Πρέπει να πάω κοντά του. Χρειάζεται-»

«Ποιοι είναι αυτοί;» Της έδειξε τις σκοτεινές φιγούρες που στέκονταν ανάμεσα στα δέντρα.

«Δολοφόνοι», του είπε. «Αν είναι νεκρός, εγώ θα.»

Αν ο Γιενς Φρίις είχε πεθάνει, θα πέθαινε κι η καρδιά της. Μπορεί στις φλέβες της να κυλούσε αίμα, τα κόκαλα και οι μύες να κινούνταν, να λειτουργούσαν, αλλά χωρίς λόγο, χωρίς σκοπό. «Γιενς, μη μαφήσεις», ψιθύρισε, λες και μπορούσε να τον φέρει κοντά της.

«Αυτή η συνάντηση δεν έγινε τυχαία», είπε ο Ποπκόφ κι έστρεψε το όπλο του σ’ έναν απτους άντρες.

«Λιεβ, κοίτα, κοίτα αυτόν», του έδειξε η Βαλεντίνα. Το χέρι της έτρεμε. «Αυτόν που είναι μπροστά».

Η σκοτεινή φιγούρα που στεκόταν επικεφαλής αυτών με τα τουφέκια είχε πάψει να προσέχει τους Ουσάρους και κοιτούσε συλλογισμένος τα δυο κορμιά που ήταν πεσμένα χάμω. Κίνησε προς τον Γιενς με πόδια άκαμπτα και βήματα επιφυλακτικά. Το καπέλο του έφτανε μέχρι το κούτελο του αλλά καθώς η ομίχλη άλλαζε θέσεις, μια ηλιαχτίδα του φώτισε το πρόσωπο. Η Βαλεντίνα τον αναγνώρισε αμέσως.

Ήταν ο Βίκτορ Αρκίν. Ο σοφέρ του πατέρα της. Με μια θυμωμένη κραυγή ξέφυγε από τον Ποπκόφ κι άρχισε να τρέχει προς το ξέφωτο.

Загрузка...