11
Πίσω στο ανάκτορο Ανιτσκόφ στάθηκαν μπροστά στην τριπλή αψίδα της εισόδου. Χίλια φώτα έλαμπαν σε μια επίδειξη βάρβαρου πλούτου. Το ανάκτορο ανήκε στη βασιλομήτορα, τη μητέρα του τσάρου, που διατηρούσε μια μεγαλοπρεπή Αυλή η οποία επισκίαζε την Αυλή της νύφης της.
Τούτη την προχωρημένη ώρα, οι καλεσμένοι είχαν αρχίσει να αγριεύουν. Αρκετοί έμπαιναν στα αμάξια τους για να πάνε σε άλλους χορούς που θα κρατούσαν μέχρι τις πέντε τα ξημερώματα. Η νύχτα ήταν γεμάτη θορύβους από ρόδες, χαλινάρια, κουδουνάκια, φωνές. Η Βαλεντίνα κι ο Γιενς στέκονταν εκεί χωρίς να θέλει κανείς τους να ξαναπάει στη γιορτή.
«Η συνοδός σου θα περιμένει», είπε ο Γιενς.
«Πραγματικά».
«Θα χεις μπλεξίματα;»
Ο τρόπος που την κοίταζε την έκανε να θέλει να μείνει για πάντα εκεί, δίπλα σε τούτον τον ψηλό άντρα με την γκρίζα πατατούκα. Έσπρωξε πίσω την κουκούλα της κι αποκρίθηκε: «Απόψε συνοδός μου είναι η μητέρα της φίλης μου. Τώρα που άρχισε η σεζόν των χορών συνοδεύει πολλές από μας. Υποθέτω ότι θα είναι έξω φρενών, αλλά.» του χαμόγέλασε συνωμοτικά, «θα της πω ότι διεύρυνα το πεδίο των γνώσεων μου μαθαίνοντας για τάστρα. Έτσι κι αλλιώς, θα είναι τόσο αφοσιωμένη στη δική της διασκέδαση, που δεν ξέρω αν θα έχει καταλάβει καν την απουσία μου».
«Όλο το παλάτι θα το έχει καταλάβει».
Η Βαλεντίνα ξεροκατάπιε προσπαθώντας να βρει κάτι να πει.
«Γιενς, Σ’ ευχαριστώ που μου έδειξες ταστέρια απόψε».
Εκείνος κοίταξε το λαμπροφωτισμένο παλάτι, κάτι θέλησε να πει, το μετάνιωσε και υποκλίθηκε ελαφρά.
«Η χαρά ήταν όλη δική μου».
Γιατί τόση τυπικότητα ξαφνικά; Το πρόσωπο του δεν ήταν ίδιο μεκείνο που είχε σκύψει πάνω της εκεί στο δάσος. Τόσο πολύ αλλάζουν κάποιον οι αυλικές γιορτές; «Σου εύχομαι καλή τύχη με τις σήραγγες σου». Δεν ήξερε τι άλλο να του πει.
«Σ’ ευχαριστώ».
«Να σου πω κάτι;»
«Παρακαλώ».
«Ξέρω τόσα από σήραγγες, όσα ξέρεις εσύ από άστρα».
Η μακριά κομψή μύτη του σούφρωσε.
«Μπορεί να μην ξέρω από χημεία και βιολογία, αλλά από αστρονομία ξέρω», συνέχισε η Βαλεντίνα.
Ήθελε να τον κάνει να γελάσει, αλλά εκείνος την κοίταζε ερευνητικά.
«Τι στην ευχή σου χρειάζονται η χημεία κι η βιολογία;»
«Σκοπεύω να γίνω νοσοκόμα».
Εκείνος δεν έβαλε τα γέλια. Κι η Βαλεντίνα ένιωσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό. Όπως την κοίταζε εξεταστικά, τα πράσινα μάτια του γέμιζαν σκιές. Η ανάσα του έγινε βαριά.
«Έχω ένα φίλο γιατρό», μίλησε διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις. «Μου λέει ότι η νοσοκόμα για να τα βγάλει πέρα με τα αίματα και τις πληγές πρέπει να είναι σκληρή. Η δουλειά είναι βαριά».
«Ξέρω να δουλεύω σκληρά».
Τα χείλη του μισάνοιξαν σένα λοξό χαμόγελο.
«Σε πιστεύω», της είπε.
«Δεν θα λιποθυμήσω στη θέα του αίματος. Και μπορώ να γίνω σκληρή».
«Γι’ αυτό δεν είμαι και πολύ σίγουρος».
«Πίστεψε με, μπορώ να το κάνω».
Δεν της πήγε κόντρα. Κι εκείνη υψώνοντας το σαγόνι τράβηξε προς την είσοδο του ανακτόρου.
«Βαλεντίνα!»
Στράφηκε και τον είδε ακίνητο, ψηλό σαν κατάρτι με τα ρούχα του να ανεμίζουν στο βοριά.
«Μπορώ να σεπισκεφτώ;»
Χωρίς νάζια και προσποιήσεις η Βαλεντίνα του απάντησε αμέσως.
«Μπορείς».
«Πέρασα ωραία απόψε».
«Ακόμα κι όταν μας πυροβολούσαν;»
«Ιδίως τότε».
Η Βαλεντίνα κατάλαβε πολύ καλά τι εννοούσε.
Τεράστια χάλκινα μαγκάλια έκαιγαν έξω από το ανάκτορο Ανιτσκόφ κι οι φλόγες τους έγλειφαν πορτοκαλιές το σκοτάδι. Εκατοντάδες αμαξάδες με τα γένια τους γεμάτα παγοκρύσταλλα στέκονταν γύρω τους ζεσταίνοντας τα χέρια τους κι απομακρύνονταν μόνο όταν τους καλούσαν ταφεντικά τους για να φύγουν.
Ο Αρκίν κοίταζε τις γούνες και τις τιάρες που κατέβαιναν τα σκαλιά του παλατιού. Τόσο ακριβά όλα, τόσο επίδεικτικά, τόσο άχρηστα. Όλες αυτές οι γυναίκες ήταν σαν πεταλούδες που δεν άξιζε να μπεις στον κόπο να τις λιώσεις. Αντίθετα, υπήρχαν γυναίκες σαν εκείνη του Σεργκέγιεφ που, αν και ετοιμόγεννη, δούλευε σαν σκλάβα για να μπορέσει να ζήσει. Δεν είχαν συνείδηση τούτες εδώ οι πεταλούδες; Απόψε, ωστόσο, ο Αρκίν δεν ενδιαφερόταν για τις γυναίκες που βρίσκονταν εδώ, αλλά για τους άντρες. Έναν άντρα ιδιαίτερα.
Τον πρωθυπουργό Στολίπιν.
Ο Αρκίν είχε φορέσει τη στολή του σοφέρ κι ας μην ήταν στο χορό ο υπουργός Ιβάνοφ. Με τη στολή περνούσε απαρατήρητος ανάμεσα στους άλλους σοφέρ και αμαξάδες ήταν άλλη μια απτις σκιές που τριγύριζαν στις παγωμένες όχθες του Νέβα.
Το περιστατικό στο δάσος είχε κάνει τα νεύρα του να τεντωθούν. Μήπως ήταν ένας οιωνός που ήθελε να πει ότι τα πράγματα θα πήγαιναν στραβά απόψε; Πρώτη φορά τους είχαν πιάσει να μεταφέρουν όπλα, άσε που ποτέ του δεν ένιωθε άνετα στην ύπαιθρο. Δυο σφαίρες στα γρήγορα, δυο πτώματα στο χιόνι και κανείς δεν θα μιλούσε. Η Αστυνομία όμως θα έκανε έρευνες και θα εντόπιζε τα ίχνη του κάρου στο χιόνι, ανάμεσα στα δέντρα. Όχι. Έφταναν οι προειδοποιητικές βολές που είχε ρίξει πάνω απτα κεφάλια των παραχαϊδεμένων επιβατών του έλκηθρου. Έσφιξε τα δόντια και είπε μέσα του πως δεν πίστευε στους οιωνούς.
Ένα μουρμουρητό απλώθηκε γύρω απτα μαγκάλια κι ο Αρκίν τινάχτηκε και πλησίασε σιωπηλά στο παλάτι. Κάποιο σημαντικό πρόσωπο έφευγε από το χορό κι όλοι οι αμαξάδες είχαν στραφεί και κοίταζαν. Η ψηλή μορφή του πρωθυπουργού Πιοτρ Στολίπιν κατέβαινε τα σκαλιά, μαζί με άλλα τρία άτομα: Δυο νέους άντρες με λαμπερές στολές και μια όμορφη νέα με ξανθά, σχεδόν λευκά, μαλλιά και μεγάλο γελαστό στόμα. Μα ο Αρκίν έβλεπε μόνο τον Στολίπιν.
Έπιασε το σακούλι που κρεμόταν απ’ τη ζώνη του, κάτω από το σακάκι της στολής του. Είναι μια. πολιτική ενέργεια, είπε μέσα του. Πολιτική. Ο άνθρωπος αυτός τρομοκρατεί το λαό της Ρωσίας. Εξήντα χιλιάδες. Εξήντα χιλιάδες! Τόσοι ήταν οι πολιτικοί κρατούμενοι που χε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα ή σε καταναγκαστικά έργα μέσα στα πρώτα τρία χρόνια της πρωθυπουργίας του.
Χιλιάδες άλλοι αγρότες είχαν δικαστεί από έκτακτα στρατοδικεία, όταν ο Στολίπιν αποφάσισε ότι έπρεπε να διαλυθούν όλες οι αγροτικές συνεργατικές εκατοντάδες εφημερίδες και εργατικά σωματεία είχαν απαγορευτεί δια της βίας, επειδή οι σκοποί τους δεν ταυτίζονταν με του Στολίπιν.
Πολεμάω την επανάσταση.
Τα λόγια του πρωθυπουργού είχαν χαραχτεί βαθιά στο μυαλό του Αρκίν. Όσες φορές κι αν έλεγε ο Στολίπιν ότι ήταν υπέρ των μεταρρυθμίσεων, όσα ψέματα κι αν κατέβαζε, στην πραγματικότητα πίστευε ότι ο μόνος δρόμος που υπήρχε ήταν η αιματοβαμμένη καταπίεση. Ο Αρκίν έβλεπε γύρω του τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής, άκουγε τις κραυγές μες στη νύχτα, αντίκριζε πόνο, τσακισμένα κορμιά εργατών. Η αποψινή ενέργεια ήταν μια υπηρεσία για τη Ρωσία. Κι αν σκοτωνόταν κι αυτός.
Ανασήκωσε τους ώμους και πήγε να σταθεί στη σκιά ενός μεγάλου αυτοκινήτου. Άναψε τη θρυαλλίδα κι η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν παλαβή ξέροντας πως είχε στη διάθεση του μόνο δύο λεπτά. Εκατόν είκοσι δευτερόλεπτα.
Και τέλος.
Τούτη η ενέργεια είναι πολιτική! Στη σκέψη του ήρθε η εικόνα του πατέρα του, ενός περήφανου αγρότη με στήθος πλατύ σαν βαρέλι, ναψηφάει έναν άντρα σαν αρκούδα που γύριζε στις επαρχίες βγάζοντας λόγους σε συγκεντρώσεις αγροτών. Ο άντρας αυτός ήταν ο Στολίπιν.
Κι ύστερα ήρθε μια άλλη εικόνα: Η πλάτη του πατέρα του να γίνεται μια ματωμένη μάζα από τα χτυπήματα του κνούτου. Η ντροπή που ένιωθε για τον πατέρα του ο Αρκίν δεν θα σβήνε ποτέ.
Αυτό που κάνω τώρα δεν είναι προσωπικό, μα. πολιτικό, συλλογίστηκε.
Όλος ο κόσμος γνώριζε ότι ο πρωθυπουργός φορούσε πάντα αλεξίσφαιρο θώρακα κι είχε γύρω του άντρες της Ασφάλειας. Τούτη εδώ δεν θα ταν η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του. Ο Αρκίν έβλεπε τώρα τους άντρες της Ασφάλειας να μαζεύονται σαν τις κατσαρίδες γύρω απτην πρωθυπουργική άμαξα που είχε πλησιάσει στη βάση της σκάλας. Οι νέοι συνοδοί του Στολίπιν ανέβηκαν στην άμαξα, που την περικύκλωσαν άλλα αμάξια κι αυτοκίνητα.
Εκατόν είκοσι δευτερόλεπτα.
Το γέλιο του πρωθυπουργού αντήχησε βροντερό καθώς πατούσε στο μαρσπιέ της άμαξας.
Εκατό δευτερόλεπτα.
Ένα σφύριγμα έβγαινε από το σακούλι που κρατούσε σφιχτά ο Αρκίν και μύριζε καμένο. Με τον Στολίπιν ασφαλή μες στην άμαξα, οι φρουροί του χαλάρωσαν κάπως και κινήθηκαν μπροστά. Ο Αρκίν χώθηκε στις σκιές πίσω απτην άμαξα, πέταξε το σακούλι του από κάτω της κι απομακρύνθηκε βιαστικά.
Εβδομήντα πέντε δευτερόλεπτα.
Τα μετρούσε σιωπηλά μέσα του.
«Ε, εσύ!»
Ένα χέρι τον άδραξε απ’ τον ώμο χάνοντας την καρδιά του να σταματήσει. Στράφηκε και είδε ένα γίγαντα της Φρουράς να στέκεται σαν πύργος από πάνω του.
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε γκρινιάρικα ο Αρκίν. «Βιάζομαι. Ο υπουργός μου με πρόσταξε να φέρω το αυτοκίνητο του».
Ο φρουρός κοίταξε τη στολή του Αρκίν.
«Πώς λέγεσαι;»
«Γκριγκόριεφ».
«Λοιπόν, Γκριγκόριεφ, πες του υπουργού σου να περιμένει έως ότου…»
Ο Αρκίν όμως δεν τον άκουγε. Ο Στολίπιν κατέβαινε από την άμαξα φωνάζοντας στους συνοδούς του πίσω του: «Περιμένετε εδώ. Πρέπει να θυμίσω στο Μεγάλο Δούκα Μιχαήλ ότι θα πάμε βόλτα με τάλογα αύριο».
Ο Αρκίν τα βλέπε όλα σε αργή κίνηση. Το καλογυαλισμένο παπούτσι του πρωθυπουργού να πατάει στο κόκκινο χαλί της σκάλας, το γαντοφορεμένο χέρι του να κινείται, τη γενειάδα του νανεμίζει.
Εξ-ήντα δευτερόλεπτα; Είχε χάσει το μέτρημα.
Προσπάθησε να ξεφύγει από το άδραχμα του φρουρού, αλλά εκείνος τον κρατούσε γερά. Του δείξε τα δυο άλογα της άμαξας που χτυπούσαν ανυπόμονα με τις οπλές τους το έδαφος και τίναζαν νευρικά τα κεφάλια. Μήπως είχαν μυρίσει τη θρυαλλίδα που καιγόταν; «Βοήθησε τους να ηρεμήσουν τα άλογα, γιατί έτσι που κάνουν η άμαξα θα φύγει χωρίς τον πρωθυπουργό».
Μονομιάς ο φρουρός έπαψε να ενδιαφέρεται για τον Αρκίν κι έτρεξε μπροστά. Κι άλλα άλογα άρχισαν να χλιμιντρίζουν και να προσπαθούν να τραβηχτούν πέρα. Ο Αρκίν κοίταξε κάτω από την πρωθυπουργική άμαξα αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα.
Τριάντα δευτερόλεπτα; Ή λιγότερο; Το βαλε στα πόδια μετρώντας από μέσα του. Τριάντα βήματα. Έφταναν; Έτρεχε βρίζοντας τα εμπόδια, τον Στολίπιν, το φρουρό.
Την τύχη του.
Βούτηξε πίσω από μια μεγαλοπρεπή «Ρολς Ρόις», τεράστια σαν βράχο, τη στιγμή που έφτασε στο εκατόν είκοσι.
Με το μυαλό του να χει σταματήσει, στάθηκε κουλουριασμένος εκεί πέρα.
Η έκρηξη ξέσκισε τη νυχτιά. Μια γιγάντια λάμψη φώτισε τα σκοτάδια κι η βαριά «Ρολς Ρόις» ταλαντεύτηκε πάνω στις ρόδες της με τα τζάμια της να γίνονται θρύψαλα. Τ αφτιά του Αρκίν πονούσαν τρομακτικά. Τζάμια έπεφταν πάνω του κοφτερά σαν μαχαίρια. Πήρε με το ζόρι μιαν ανάσα κι ανάγκασε τα πόδια του να τον στηρίξουν και να σηκωθεί. Αυτό που είδε, όμως, τον έκανε να ευχηθεί να μην είχε γυρίσει να κοιτάξει τη σκηνή.
Εκεί που βρισκόταν η άμαξα προηγουμένως, τώρα υπήρχε ένα κενό που το γέμιζαν κομματιασμένα κορμιά, αίματα και ουρλιαχτά. Ένα γλιστερό κατακόκκινο ρυάκι έτρεχε στο δρόμο κι η μυρωδιά του εκρηκτικού και του φόβου πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Άνθρωποι έτρεχαν εδώ κι εκεί πανικόβλητοι. Του ερχόταν εμετός. Ακριβώς μπροστά του ήταν πεσμένα τα δυο ωραία άλογα που έσερναν την άμαξα του Στολίπιν. Το ένα ήταν νεκρό με την πλάτη του τσακισμένη. Το άλλο είχε χάσει και τα δυο του πίσω πόδια και ούρλιαζε μισοπεθαμένο. Ένστολοι έτρεχαν παντού με όπλα στα χέρια κι άρπαζαν όποιον έβρισκαν να στέκεται ακόμα στα πόδια του. Ο Αρκίν ήθελε να χαθεί μες στο σκοτάδι, μακριά από αυτό το σφαγείο, μακριά από το γιγαντόσωμο άντρα που στεκόταν σαν εκδικητικός δαίμονας στην κορφή της σκάλας του παλατιού, ουρλιάζοντας οργισμένος μες στη νύχτα. Ο πρωθυπουργός Πιοτρ Στολίπιν ήταν ζωντανός.
Ο Αρκίν τον καταράστηκε. Αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, τράβηξε ένα πιστόλι από τη ζώνη του, έτρεξε κοντά στο κομματιασμένο άλογο και το πυροβόλησε στο κεφάλι.
Τα μάτια του ζώου διαστάλθηκαν, τα μπροστινά του πόδια τινάχτηκαν κι απόμεινε ακίνητο. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του Αρκίν.
Η αποτυχία τύλιγε σαν γκρίζα στάχτη το μυαλό του.
«Καλά τα κατάφερες».
Ο Αρκίν κούνησε το κεφάλι. Τα λόγια δεν σήμαιναν τίποτα.
«Όχι».
«Βίκτορ, τώρα πια ο τσάρος θα προσέχει τα βήματα του.
Τρόμαξες κι αυτόν και την κυβέρνηση του. Στο μέλλον δεν θα απορρίπτουν τα αιτήματα μας για.»
«Πάτερ Μορόζοφ, δεν σκέφτεσαι σωστά. Ο Στολίπιν ζει».
«Το ξέρω». Ο παπάς ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Αρκίν και τον κοίταξε βυθίζοντας το βλέμμα του ως τα κατάβαθα της ψυχής του. «Μην αρνείσαι στον εαυτό σου την ικανοποίηση ότι έδωσες ένα γερό χτύπημα υπέρ του νέου κόσμου που χτίζουμε. Ξέρουμε καλά κι οι δυο μας πως πρώτα πρέπει να γκρεμίσουμε τον παλιό κόσμο».
«Ο Στολίπιν θα προβεί σε αντίποινα», αποκρίθηκε ο Αρκίν και τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Θα έχουμε κι άλλους νεκρούς».
«Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να καταβάλουμε».
«Πες μου, πάτερ, πώς νομίζεις ότι το αντιμετωπίζει αυτό ο Θεός σου; Πώς συμβιβάζεις τη θρησκευτική σου συνείδηση με τις βόμβες που βάζεις; Τι δικαιολογία λες στις προσευχές σου;»
Ο παπάς έπιασε το σκαλιστό σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του, τον φίλησε κι ύστερα ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπο του Αρκίν. Τα χείλη του ήταν δροσερά, κι ενάντια στη θέληση του ο Αρκίν ένιωσε γαλήνη να διαπερνά το κρανίο του και να σβήνει τις φλόγες που καιγαν στο μυαλό του.
«Ο αγώνας μας είναι δίκαιος», είπε ο Μορόζοφ με σταθερή φωνή. «Μην αμφιβάλλεις στιγμή γι’ αυτό. Διεξάγουμε έναν ιερό πόλεμο για τη σωτηρία των ψυχών του λαού του Θεού στη Ρωσία. Εκείνος είναι ο φλεγόμενος πυλώνας μας τη νύχτα και το νέφος που μας καλύπτει την ημέρα.
Μας θωρακίζει η δικαιοσύνη Του».
Ο Βίκτορ Αρκίν γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Πάτερ, θα ψάξουν να μας βρουν». Έδειξε ένα γύρω το υπόγειο. «Πρέπει να φύγεις αμέσως από δω».
«Θα επιστρέψω στο χωριό μου. Δεν απέχει πολύ κι έτσι μπορώ να ρθω αμέσως αν χρειαστεί. Εσύ τι θα κάνεις;»
«Θα μείνω κοντά στον υπουργό μου. Θα έχει εξοργιστεί από την επίθεση κατά του πρωθυπουργού, κι όταν είναι οργισμένοζ λέει πολλά. Με αντιμετωπίζει σαν μια σκέτη καφέ στολή με τίποτα μέσα της, κι όταν είναι στο αυτοκίνητο λέει πολλά που δεν θα πρεπε να ειπωθούν».
«Όπως είπα και πριν, Βίκτορ, ο Θεός είναι μαζί μας».
Ο Αρχίν μάζεψε το πηλήκιο του και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Καταλαβαίνεις ότι στο τέλος θα αναγκαστούμε να τους σκοτώσουμε όλους», είπε χαμηλόφωνα. «Ακόμα και τις γυναίκες και τα παιδιά».
«Ο θάνατος είναι μια καινούργια αρχή. Δες το έτσι. Η αρχή της αιωνιότητας για εκείνους και η αρχή ενός δίκαιου και έντιμου καινούργιου κόσμου για αυτούς που επέλεξαν να τον χτίσουν εδώ, τον Παράδεισο επί της Γης».
Στο μυαλό του Αρκίν ήρθαν δυο μεγάλα καστανά μάτια κι ένα απαλό σαρκώδες στόμα. Κάνε ό,τι πρέπει, του είχε πει στη Μόρσκαγια, όταν οι διαδηλωτές πλησίαζαν στο αυτοκίνητο τους. Ψύχραιμη σαν γάτα που λιάζεται, με την ξανθούλα αδελφή της δίπλα της να κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια.
Όλους τους. Νχ τους σκοτώσουμε όλους, όταν θα έρθει -η στιγμή.
Το χέρι του έτρεμε καθώς έπιανε το πόμολο της πόρτας.