41

Ένας ήχος σαν αυτόν που έκανε το σφυρί του αρχαίου θεού Θωρ όταν βροντούσε πλανήθηκε απ’ τη μια άκρη της πόλης του Πέτρογκραντ ως την άλλη κι έκανε τα παράθυρα να κροταλίζουν σαν κόκαλα νεκρών. Η Βαλεντίνα τινάχτηκε κι άφησε το βιβλίο της κι η Λίντια ξύπνησε κι ήρθε να χωθεί στο κρεβάτι της μητέρας της. Η Βαλεντίνα την έσφιξε πάνω της κι άκουσε την καρδούλα της να χτυπάει σαν τρελή.

Κοίταξε το ρολόι. Ήταν δέκα παρά τέταρτο, βράδυ της 24ης Οκτωβρίου 1917.

«Κεραυνός είναι, μαμά;»

«Όχι, αγάπη μου. Σαν κανόνι μου φάνηκε».

Τα μάτια της Λίντιας γούρλωσαν.

«Μεγάλο θα είναι».

«Ναι. Πολύ μεγάλο. Νομίζω πως είναι από πλοίο».

«Από ποιο πλοίο;»

«Δεν ξέρω». Το αίμα της όμως πάγωσε στις φλέβες της γιατί ήταν σίγουρη τι ήταν: Σύνθημα για ναρχίσει η επανάσταση.

Αν ήταν εκεί ο Αρκίν, θα της έλεγε πως το πλοίο ήταν το θωρηκτό «Αουρόρα».

Η ώρα ήταν τέσσερις το πρωί κι η Βαλεντίνα στεκόταν κάτω απτον παγερό ουρανό και κοίταζε τον κόσμο της να καίγεται. Ούτε άστρα ούτε κομήτες σημάδευαν πανηγυρικά το γεγονός. Πάνω από τις στέγες της πόλης μια φωτιά έκαιγε τον ουρανό κι η ανταύγεια της πυρπολούσε και τα τελευταία κουρέλια ελπίδας πως η Ρωσία θα σταματούσε την τελευταία στιγμή το κατρακύλισμά της στην άβυσσο.

Τι σήμαινε αυτό; Για τον Γιενς, για την κόρη της, για τους γονείς της; Ο κόσμος τους είχε χαθεί. Το έδαφος κάτω από τα πόδια της χανόταν κι εκείνη κρατιόταν από τη σιδερένια εξώπορτα του σπιτιού της για να μην παρασυρθεί μαζί του.

Γιενς, βρίσκεσοα εδώ, στην πόλη; Ακούς το κανόνι, του πλοίου; Ήταν πεπεισμένη ότι ο Γιενς ζούσε κι ανάσαινε τον ίδιο νυχτερινό αέρα μεκείνη. Δεν είχε ιδέα γιατί ο Αρκίν δεν θα τίναζε στον αέρα τα μυαλά του ανθρώπου που τον είχε σακατέψει, αλλά τίποτα δεν θα την έπειθε ότι ο Γιενς ήταν νεκρός. Τίποτα. Γιατί, ό,τι κι αν έκανε, η σκέψη του ήταν κοντά της. Όπως για παράδειγμα τότε που είδε οργισμένη τα αλητάκια του κάτω πατώματος να σπάνε με την μπάλα τους ένα τζάμι, τη στιγμή που στην πόλη δεν υπήρχε τζάμι ούτε για δείγμα. Εκείνη τη στιγμή, άκουσε μέσα της τη σκέψη του Γιενς να της λέει ότι τα παιδιά της χώρας ήταν αγράμματα και πως το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει η επανάσταση ήταν να δώσει ελεύθερη και υποχρεωτική παιδεία σε όλους.

Τις κρατούσε σαν φυλακτό τις σκέψεις του Γιενς. Ακόμα και τώρα που έβλεπε τις φλόγες να καταπίνουν το σκοτάδι πάνω απτην πόλη.

«Δεν θα τον βρεις μέσα στις φλόγες», ακούστηκε μια φωνή.

«Λιεβ!»

Ο τεράστιος όγκος του Λιεβ Ποπκόφ εμφανίστηκε κάτω από το φως μιας λάμπας του δρόμου. Πιο μεγάλος από κάθε άλλη φορά. Ένας επίδεσμος σκέπαζε την άδεια κόγχη του ενός ματιού του και μαύρα κατσαρά τσουλούφια έπεφταν στο σημαδεμένο μέτωπο του. Η Βαλεντίνα χάρηκε που τον είδε. Κι αυτό την εξέπληξε.

«Δεν έχουμε πια άλογα;» τη ρώτησε δείχνοντας κατά το στάβλο όπου καθόταν κι έπαιζε χαρτιά με τον Γιενς, κι η Βαλεντίνα κατάλαβε πως του έλειπε ο φίλος του.

«Όχι, τα πούλησα», του απάντησε.

Χωρίς να ζητήσουν την άδεια κανενός, οικογένειες ολόκληρες είχαν εγκατασταθεί στους στάβλους μόλις άδειασαν.

Κοιμόντουσαν στα παχνιά τυλιγμένοι με άχυρα κι έτρωγαν τη βρόμη των αλόγων. Η Βαλεντίνα δεν είχε αντίρρηση, δεν την ένοιαζε. Δεν μπορούσε καν να νιώσει κάτι γιαυτούς.

Εξαιτίας τους είχε χάσει τον άντρα της, την αδελφή της.

Ήταν οι άνθρωποι για τους οποίους αγωνιζόταν ο Αρκίν.

Δεν βλέπετε τι χάνετε; ήθελε να τους φωνάξει. Λεν καταλαβαίνετε πως καταστρέφετε ό,τι καλό υπάρχει στη Ρωσία μαζί μό,τι κακό έχει; Τράβηξε βιαστικά τον Ποπκόφ μακριά απ’ το φως.

«Έχεις νέα;»

«Ναι».

«Για τον Γιενς;»

«Όχι».

Η απογοήτευση της τσάκισε τα κόκαλα.

«Για ποιον τότε;»

Ο Λιεβ χασκογέλασε και της Βαλεντίνας της ήρθε να τον αρπάξει από τα γένια και να τον ταρακουνήσει.

«Για κάποιον Ερικόφ, που μαθαίνω ότι είναι έμπιστος του Λένιν».

«Και τι με αφορά εμένα;»

«Όλο το όνομα του είναι Βίκτορ Ερικόφ».

Η καρδιά της σταμάτησε.

«Βίκτορ Ερικόφ;»

«Ο Αρκίν άλλαξε τόνομα του. Γι’ αυτό δεν μπορούσαμε να τον βρούμε τον μπάσταρδο».

«Ξέρεις πού βρίσκεται;»

«Όχι ακόμα, μα θα μάθω».

«Θα μου το πεις;»

«Ντα. Θα στο πω κι ας σε σκοτώσει. Μη βγεις απ’ το , σπίτι μέχρι τότε».

«Πού βρίσκονται οι επαναστάτες;»

«Παντού. Οι καταραμένοι οι μπολσεβίκοι έχουν καταλάβει τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και το τηλεφωνικό κέντρο, ακόμα και την Κρατική Τράπεζα. Δεν αστειεύονται. Γι’ αυτό μη βγαίνεις έξω».

«Σ’ ευχαριστώ, Λιεβ».

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και γύρισε να φύγει. Η Βαλεντίνα τον έπιασε απ’ το μπράτσο, που ήταν σκληρό σαν βράχος.

«Λιεβ, λυπάμαι για το μάτι σου. Να προσέχεις».

Κάτι γρύλισε εκείνος κι εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι.

«Λίντια, μη φύγεις από δω. Έχε κλειδωμένη την πόρτα και μην ανοίξεις σε κανένα».

«Κι αν θέλω να πάω στην τουαλέτα;»

«Χρησιμοποίησε τον κουβά».

Η μυτούλα της Λίντιας ζάρωσε με αηδία.

«Λίντια, μιλάω σοβαρά».

«Πού θα πας;»

«Να βρω τον μπαμπά».

Το προσωπάκι του κοριτσιού έλαμψε από χαρά.

«Να ρθω κι εγώ;»

«Όχι. Ο μπαμπάς θα γυρίσει μόνο αν είσαι καλό κορίτσι».

«Θα είμαι καλό κορίτσι, μαμά».

Πήρε μια αγγελική έκφραση, που όμως δεν ξεγέλασε τη μητέρα της.

«Μιλάω σοβαρά. Τποσχέσου μου πως δεν θα ξεκλειδώσεις την πόρτα».

«Στο υπόσχομαι».

Η Βαλεντίνα φίλησε τα ανυπόταχτα μαλλιά της κόρης της, υποχρεωμένη να την πιστέψει.

«Βαλεντίνα!»

Όρθια στο κατώφλι του γιατρού Φεντόριν, η Βαλεντίνα κοίταζε ανήσυχα πίσω της. Η πόλη ήταν ήσυχη τώρα, σαν λύκος που κοιμάται ύστερα από ένα καλό τσιμπούσι. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως δεν θα ξανασκότωνε για να ξαναφάει.

Ο Φεντόριν την τράβηξε μέσα κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα.

«Δεν πρέπει να γυρίζεις στους δρόμους σήμερα, είναι πολύ επικίνδυνο».

«Ήρθα να μου πεις τι έχεις ακούσει».

«Καλό μου κορίτσι, η πόλη έγινε γης Μαδιάμ. Η επανάσταση των μπολσεβίκων ξεκοιλιάζει το Πέτρογκραντ κι η Κόκκινη Φρουρά συλλαμβάνει οποιονδήποτε δεν είναι δικός τους. Βιομηχάνους, τραπεζίτες, πολιτικούς.» Σταμάτησε βλέποντας τη Βαλεντίνα να χλομιάζει.

«Ο πατέρας μου είναι πολιτικός».

Ο γιατρός κούνησε απελπισμένος το κεφάλι.

«Μην πας σπίτι του, καλή μου».

«Πρέπει να πάω. Εσύ τι θα κάνεις;»

«Μην ανησυχείς, είμαι ασφαλής. Είμαι γιατρός και θα με χρειαστούν. Κι εσύ καλά έκανες και φόρεσες τη στολή της νοσοκόμας».

Τα πράγματα είχαν πάει πολύ καλύτερα από,τι ονειρευόταν ο Αρκίν. Η κυβέρνηση του Κερένσκι είχε καταρρεύσει κι είχε αφήσει τους Κόκκινους να καταλάβουν την εξουσία. Απόψε όμως και ο Αρκίν χαμογέλασε με τη βλακία του Κερένσκι- απόψε θα τους συλλάμβαναν όλους στα Χειμερινά Ανάκτορα. Οι υπουργοί του Κερένσκι θα κλειδώνονταν στα κελιά του Φρουρίου Πέτρου και Παύλου. Βηματίζοντας πάνω κάτω για να ξεπιαστεί το πόδι του που τον πονούσε πολύ, περίμενε να του πάνε την επόμενη φουρνιά κρατουμένων.

Η σκέψη του πήγε στον Φρίις. Κάθε μέρα τον σκεφτόταν, κι αυτόν και τη Βαλεντίνα Ιβάνοβα. Ήταν σαν αγκάθια στην ψυχή του. Ο καπνός του τσιγάρου του που πλημμύρισε τα πνευμόνια του δεν κατάφερε να σβήσει την εικόνα τους απ’ το μυαλό του. Να κοιτάζονται στα μάτια αγκαλιασμένοι.

Η Ιβάνοβα ήξερε καλά τι του έλεγε, όταν του είπε πως θα τη θυμόταν καθημερινά. Η ειρωνεία ήταν πως, αν δεν είχε σακατευτεί το πόδι του, τώρα θα ήταν νεκρός. Η Βαλεντίνα του είχε σώσει τη ζωή. Γιατί αν ήταν γερός θα τον είχαν ντύσει στρατιώτη και θα τον είχαν στείλει στο μέτωπο, σεκείνον τον άχρηστο πόλεμο με τους Γερμανούς. Θα είχε γίνει τροφή για τα κανόνια, κι η Βαλεντίνα θα είχε απαλλαγεί απ’ αυτόν. Θα έμενε όμως το παιδί, το παιδί του. Αυτό το κομμάτι του είναι του θα το είχε πάντα μαζί της. Αν ήταν δικό του, δηλαδή. Γι’ αυτό δεν θα βεβαιωνόταν ποτέ.

Έτριψε το πρόσωπο του με την παλάμη του κι έπνιξε εκείνο το σκίρτημα που ένιωθε μέσα του όποτε σκεφτόταν το παιδί. Ήταν κουρασμένος. Ξάγρυπνος. Τον έπνιγαν οι φόβοι για όσα θα γίνονταν απόψε, για τα συντροφικά μαχαιρώματα στην πλάτη του, τώρα που ασκούσε κι αυτός κάποια εξουσία.

Κάθισε στο γραφείο του και φώναξε στο σκοπό που στεκόταν έξω από την πόρτα του.

«Ο επόμενος κρατούμενος!»

Ο Αρκίν δεν σηκώθηκε, κι ας του ήταν δύσκολο να μην της δείξει έστω κι ελάχιστο σεβασμό.

«Κρατούμενε Ιβάνοφ», είπε στον άντρα της που τη συνόδευε, «θα παρουσιαστείς στο λαϊκό δικαστήριο όπου θα δικαστείς για προδοσία ενάντια στην πατρίδα σου».

«Ελεεινό μηδενικό! Τι ξέρετε εσύ κι οι όμοιοι σου για την πατρίδα μας; Εγώ την υπηρέτησα πιστά επί-»

Ο Αρκίν έκανε νόημα στο φρουρό κι ο υποκόπανος του όπλου του προσγειώθηκε στο πρόσωπο του υπουργού. Τα χέρια εκείνου ήταν δεμένα στην πλάτη του κι έτσι δεν μπόρεσε να σκουπίσει το αίμα που έτρεξε απ’ το στόμα του.

«Μη». Η Ελιζαβέτα μίλησε για πρώτη φορά. «Μη, σε παρακαλώ».

Ο Αρκίν αφέθηκε να την κοιτάξει, να καταγράψει στο μυαλό του την ακριβή απόχρωση των χρυσαφένιων μαλλιών της, τις γραμμές του προσώπου και του λαιμού της.

«Μαντάμ Ιβάνοβα». Δεν μπόρεσε να κρύψει το σεβασμό του. Έσκυψε και κοίταξε τα δυο φύλλα χαρτί πάνω στο γραφείο του. Στο ένα ήταν γραμμένο τόνομα «Νικολάι Ιβάνοφ», στο άλλο «Ελιζαβέτα Ιβάνοβα». Πήρε μια πένα και με τα δάχτυλα του χάιδεψε το όνομα της γυναίκας. «Θα δικαστείς κι εσύ για προδοσία, επειδή βοηθούσες το σύζυγο σου να εκμεταλλεύεται το προλεταριάτο και να γεμίζει τα θησαυροφυλάκια των Ρομανόφ».

Εκείνη δεν είπε τίποτα.

«Πάρτε τους».

«Αμέσως, σύντροφε Ερικόφ».

Όταν όμως ο φρουρός άρπαξε τον άντρα της απ’ το μπράτσο, η Ελιζαβέτα μίλησε.

«Σταθείτε».

Ο φρουρός δίστασε συνηθισμένος να υπακούει. Με τα χέρια της δεμένα στην πλάτη η Ελιζαβέτοβκττράφηκε στον άντρα της και τον φίλησε στο μάγουλο.

«Αντίο, Νικολάι. Ο Θεός να σευλογεί. Δεν θα ξαναϊδωθούμε σε τούτη τη ζωή».

«Ελιζαβέτα, γυναίκα μου, θέλω.»

«Πάρτε τον», διέταξε ο Αρκίν. «Αυτή να παραμείνει».

«Ελιζαβέτα!» φώναξε ο Ιβάνοφ καθώς τον έσερναν έξω από το δωμάτιο. «Σαγαπάω.»

Ο φρουρός έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του. Μόνοι στο δωμάτιο, ο Αρκίν κι η Ελιζαβέτα κοιτάχτηκαν στα μάτια.

«Δεν μπορώ να σε σώσω», είπε εκείνος.

«Το ξέρω».

Του χαμογέλασε γλυκά, όπως τότε πάνω στα μαξιλάρια του «Ξενοδοχείου της Ρωσίας». Τα σαρκώδη χείλη της δεν έκρυβαν καμιά μεταμέλεια, καμιά θλίψη.

«Σκατά!» Ο Αρκίν πέταξε την πένα και πήγε να σταθεί κοντά της. Πολύ κοντά της. «Ελιζαβέτα, αν μπορούσα θα σ έσωζα. Όμως είσαι σύζυγος υπουργού. Μάρτυς μου ο Θεός ότι θα σέσωζα αν το μπορούσα».

Τα γαλάζια της μάτια άστραψαν από ευχαρίστηση.

«Το ξέρω. Μην ανησυχείς για μένα». Τα κομψά της ρούχα ήταν βρόμικα, το ένα μανίκι της κρεμόταν σκισμένο.

«Θέλω μόνο να σε κοιτάξω για μια τελευταία φορά».

Τότε εκείνος άγγιξε το χλομό της μάγουλο. Η Ελιζαβέτα έγειρε μαλακά το κεφάλι της στην παλάμη του.

«Να προσέχεις, Βίκτορ. Οι καιροί είναι πολύ επικίνδυνοι και εσύ θέλω να.» Ξεροκατάπιε και του φίλησε τα δάχτυλα. «Να είσαι ασφαλής. Σιχαίνομαι όλα σου τα πιστεύω, σιχαίνομαι αυτά που θα κάνετε στην πατρίδα μου εσείς οι μπολσεβίκοι, μα.» Σήκωσε το κεφάλι. «Εσένα δεν μπορώ να σε σιχαθώ».

«Ελιζαβέτα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε γλιτώσω απ την οργή του λαϊκού δικαστηρίου, αλλά.»

«Όχι, Βίκτορ, μην κάνεις τίποτα για χάρη μου. Σε ικετεύω». Το είπε αργά, συλλογισμένα. «Τούτα τα τελευταία χρόνια έζησα περισσότερα πράγματα απόσα σόλη την υπόλοιπη ζωή μου. Έζησα περισσότερο, αγάπησα περισσότερο. Κι αυτό μου φτάνει. Μου έδωσες ανείπωτη χαρά.

Σπασίμπα».

Εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά κι ας ξεσκίζονταν τα σωθικά του.

«Σπασίμπα», αντιλάλησε.

«Ο Θεός να σε προστατεύει», μουρμούρισε η Ελιζαβέτα και τράβηξε κατά την πόρτα.

Όταν η Βαλεντίνα γύρισε σπίτι, βρήκε τη Λίντια γονατισμένη στο πάνω κεφαλόσκαλο να ρίχνει σταφίδες στα δυο κουρελιάρικα παιδιά κάτω στο χολ. Η Βαλεντίνα δεν μπήκε στον κόπο να τη μαλώσει, μόνο την άδραξε απτον καρπό, την έσυρε στα δωμάτια τους και γονάτισε μπροστά της για να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο.

«Λίντια, έχω κλείσει ραντεβού μέναν άντρα και θέλω ναρθεις μαζί μου».

«Με τον μπαμπά;»

«Όχι. Μη στενοχωριέσαι έτσι, κορούλα μου. Αν παίξουμε σωστά, θα δούμε σύντομα τον μπαμπά».

«Έτσι μου λες συνέχεια».

«Σήμερα σου λέω αλήθεια».

Ντύθηκαν προσεκτικά, με απλά ρούχα χωρίς φιοριτούρες και γούνες. Η Βαλεντίνα έκρυψε τα φλογάτα μαλλιά της κόρης της κάτω από ένα καφέ κεφαλομάντιλο κι από πάνω της έβαλε ένα τσόχινο καπέλο.

«Σήμερα πρέπει να μοιάζεις με κόρη εργάτη», της είπε.

Κοιτάχτηκαν κι οι δυο στον καθρέφτη»

«Εσύ, μαμά, είσαι όμορφη, αλλά εγώ είμαι άσχημη».

Η Βαλεντίνα τη σήκωσε στην αγκαλιά της και τη φίλησε στο μέτωπο.

«Όσο και να προσπαθήσεις, δεν μπορείς να γίνεις άσχημη. Άκουσε με καλά τώρα. Πρέπει να πεις ορισμένα πράγματα».

«Σε θεωρούσα πεθαμένο».

Η Βαλεντίνα μπήκε στο γραφείο του συντρόφου Ερικόφ και κοίταξε καλά καλά το πρόσωπο του Αρκίν, την γκρίζα στολή του, την καινούργια αλαζονεία στο βλέμμα του - και για πολλοστή φορά ευχήθηκε να του είχε καρφώσει το νυστέρι του δόκτορα Φεντόριν στο λαιμό αντί για τα πλευρά, τότε, τη μέρα της μονομαχίας.

«Έλεγα πως θα χες πεθάνει από γάγγραινα», πρόσθεσε.

«Δεν είναι τόσο εύκολο να σκοτωθώ», αποκρίθηκε εκείνος με το βλέμμα του καρφωμένο στο παιδί.

«Βίκτορ, αυτή είναι η κόρη σου η Λίντια».

Το πρόσωπο του Αρκίν παρέμεινε ανέκφραστο. Η Βαλεντίνα άφησε το χέρι της κόρης της κι εκείνη πήγε και στάθηκε σαν νάνος μπροστά στην ψηλή μορφή που στεκόταν πίσω απ’ το γραφείο. Το κουράγιο της έκανε τη Βαλεντίνα νανατριχιάσει.

«Καλησπέρα, μπαμπά».

Μια φλέβα άρχισε να πάλλεται στο σαγόνι του Αρκίν.

Τα γκρίζα του μάτια θόλωσαν και το χέρι του άγγιξε διστακτικά το κεφάλι της μικρής.

«Πώς το ξέρω ότι είναι δική μου;» ρώτησε.

«Επειδή στο ορκίζομαι. Ήμουν έγκυος όταν παντρεύτηκα τον Γιενς Φρίις». Ευτυχώς, ο Αρκίν δεν ήξερε την ημερομηνία γέννησης της Λίντιας.

«Αυτό δεν σημαίνει τίποτα», είπε ο Αρκίν και τράβηξε το χέρι του. «Και πάλι μπορεί να είναι του Φρίις».

«Όχι». Η Βαλεντίνα γύρισε ενοχλημένα αλλού το βλέμμα. «Ο Γιενς κι εγώ προσέχαμε πάντα να μη μείνω έγκυος».

«Μπορεί να λες ψέματα».

«Δεν λέω. Στο ορκίζομαι στη ζωή του παιδιού μου. Κοίτα το στόμα του, το σαγόνι του. Είναι ίδια με τα δικά σου».

Ψέματα, μα ήταν φανερό πως εκείνος ήθελε να τα πιστέψει.

«Τα μαλλιά της;» Το χέρι του κινήθηκε προς το καπέλο της μικρής. Η Βαλεντίνα όμως της είχε πει πως το καπέλο της δεν έπρεπε να βγει με τίποτα. Χωρίς να διστάσει η Λίντια άδραξε σφιχτά το χέρι του Αρκίν κι ακούμπησε πάνω του το μάγουλο της. Και τον κοίταξε μεκείνη την αθωότητα και την αποθυμιά που μόνο τα παιδιά διαθέτουν.

Εκείνος δεν τράβηξε το χέρι του, μόνο την κοίταξε εξεταστικά.

«Τα μάτια της δεν είναι σαν τα δικά μου. Ούτε και σαν τα δικά σου».

«Τα μάτια της είναι αποκλειστικά δικά της. Πολλά πράγματα πάνω της είναι αποκλειστικά δικά της».

Ο Αρκίν λύγισε το ένα του γόνατο, τέντωσε το άλλο στο πλάι και εξέτασε τη μικρή προσεκτικά. Το χέρι του, ωστόσο, το άφησε αιχμάλωτο στο δικό της.

«Ώστε εσύ είσαι η Λίντια», είπε καλοσυνάτα.

«Κι εσύ είσαι ο μπαμπάς μου», είπε μαπαλή φωνή η Λίντια. Έγειρε στο πλάι το κεφάλι, του χαμογέλασε ντροπαλά, και ξαφνικά τον αγκάλιασε σφιχτά από το λαιμό, κρεμάστηκε πάνω του, νιαούρισε: «Μπαμπά.» και τον φίλησε στο μάγουλο.

Η Βαλεντίνα παρακολουθούσε κατάπληκτη. Δεν είχε δώσει τέτοιες οδηγίες στην κόρη της - και τώρα έβλεπε αυτόν τον άνθρωπο που μισούσε να λιώνει. Με το μάγουλο του παιδιού ακουμπισμένο στο δικό του, τα μάτια του έχασαν τη σκληράδα τους και τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν. Για ένα ατέλειωτο λεπτό άντρας και παιδί έμειναν έτσι κολλημένοι κι ύστερα εκείνος τη φίλησε στο μέτωπο, ίσιωσε το κορμί του κι επέστρεψε στο γραφείο του χωρίς να κοιτάξει καμιά τους. Έβγαλε από το συρτάρι του ένα έντυπο, το συμπλήρωσε και το έτεινε στη Βαλεντίνα.

«Ορίστε», της είπε. «Άδεια για να φύγεις από το Πέτρογκραντ. Πήγαινε».

Εκείνη το διάβασε. Κοίταξε τη Λίντια και το έσκισε.

«Δεν αναφέρει και το όνομα του συζύγου μου», είπε.

«Όχι».

«Δεν φεύγω από το Πέτρογκραντ χωρίς αυτόν».

«Βαλεντίνα, αν μείνεις στο Πέτρογκραντ κάποια στιγμή θα σε αναζητήσει η Κόκκινη Φρουρά, όσο κι αν κρύβεσαι κάτω από εργατικά ρούχα. Είσαι κόρη υπουργού. Θα σε κυνηγήσουν. Μη ρισκάρεις τη ζωή του παιδιού μας».

«Αν μείνει εδώ ο Γιενς Φρίις, θα μείνουμε κι εμείς».

«Βαλεντίνα, μη γίνεσαι ηλίθια. Σκέψου τη Λίντια».

«Αν πεθάνει αυτός, θα πεθάνουμε κι εμείς».

«Δεν μπορώ να σας σώσω όλους».

«Αν θέλεις να ζήσει η κόρη σου, βάλε και το δικό του όνομα στην άδεια εξόδου».

Την έπνιγε η αγωνία. Πίστευε ότι τον είχε χάσει. Ο Αρκίν είχε κλειστεί ξανά στον εαυτό του και το γκρίζο δωμάτιο φάνταζε άδειο. Ξαφνικά κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της.

«Η μητέρα σου την αγαπάει τη Λίντια;» ρώτησε.

Η Βαλεντίνα άρχισε να μετράει τα λόγια της.

«Ναι, ασφαλώς και την αγαπάει την εγγονή της».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι, πήρε άλλο ένα έντυπο, το συμπλήρωσε και το έδωσε στη Βαλεντίνα.

Δίπλα στο όνομα το δικό της και της Λίντιας ήταν γραμμένο και το όνομα του Γιενς.

«Σπασίμπα».

«Σε προειδοποιώ όμως πως μόλις αποφυλακιστεί θα τον κυνηγήσουν ξανά, κι ας είναι το όνομα του γραμμένο στην άδεια. Έχεις μια ώρα, ίσως και λιγότερο, μέχρι κάποιοι άλλοι να παρακάμψουν τη δική μου υπογραφή. Ο Φρίις δούλευε για τον τσάρο, και τέτοιες προδοτικές ενέργειες δεν είναι ανεκτές». Η φωνή του γέμισε θυμό. «Έχει έρθει η ώρα της πληρωμής για ανθρώπους σαν αυτόν, για ανθρώπους που πιστεύουν πως δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν επειδή έχουν φιλελεύθερες ιδέες και πολλά ταλέντα, ανθρώπους που νομίζουν πως η ευφυΐα τους είναι ασπίδα που τους προστατεύει».

«Ο Γιενς δούλευε για το λαό της Ρωσίας, για να τον βοηθήσει. Τι θέλετε δηλαδή εσείς οι μπολσεβίκοι, να καταστρέψετε οποιονδήποτε έχει μυαλό και σκέφτεται ανεξάρτητα; Ποιες είναι οι ελπίδες για το μέλλον της Ρωσίας αν το κάνετε αυτό;»

«Η Ρωσία τώρα έχει ένα λαμπρό μέλλον μπροστά της.

Απαλλαγμένη επιτέλους από τους τυράννους της».

Η Βαλεντίνα έπιασε τη Λίντια απ’ το χέρι και την τράβηξε κοντά της.

«Αρκίν, ελπίζω να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ».

«Πάρε λοιπόν το παιδί και τρέχα. Ξέρεις από τέτοια.

Έτσι έτρεχες και κρυβόσουν από δέντρο σε δέντρο και στο δάσος».

Η Βαλεντίνα τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.

«Τι εννοείς;»

Ο Αρκίν χαμογέλασε ικανοποιημένος.

«Ούτε τώρα το κατάλαβες; Εγώ ήμουν τότε στο δάσος που μας βρήκες να κάνουμε τις ετοιμασίες μας. Εγώ έβαλα τη βόμβα στο σπίτι σου στο Τέσοβο».

«Καλά τα κατάφερα, μαμά;»

«Πάρα πολύ καλά, κορούλα μου».

«Θα θυμώσει μαζί μου ο μπαμπάς επειδή είπα μπαμπά εκείνον τον άλλο;»

«Όχι. Θα σου δώσει χίλια φιλιά».

«Τότε γιατί κλαις;» Τη χάιδεψε με το χεράκι της. «Μην κλαις».

«Περπατά γρήγορα! Έχουμε μια ώρα μόνο».

«Για ποιο πράγμα;»

«Για να φύγουμε από το Πέτρογκραντ».

Загрузка...