18

Σκοτεινές παράλληλες αρμονίες.

Στη μουσική. Στη ζωή. Η Βαλεντίνα μπορούσε να τις νιώσει στις άκρες των δαχτύλων της, στα μυστικά περάσματα της καρδιάς της. Κάθισε εντελώς στητή σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας, ενώ τα μαγουλά της πονούσαν από την προσπάθεια που έκανε για να χαμογελάσει. Μάλιστα, λοχαγέ. Όχι, λοχαγέ. Πόσο ενδιαφέρον, λοχαγέ. Εκπληκτικό. Πόσο έξυπνος είστε.

Πόσο ασυγχώρητη είναι η ενοχλητική σας εμφάνιση στη ζωή μου.

Μες στο μυαλό της, πιασμένη λες από αγκίστρι, παρέμενε η εικόνα του προσώπου του Γιενς, όταν η μητέρα της μπήκε στο δωμάτιο της μουσικής κι ανήγγειλε την άφιξη του λοχαγού Τσερνόφ. Καμιά αρμονία εκείνη τη στιγμή, είτε παράλληλη είτε όπως αλλιώς. Μόνο σκοτάδι. Οι φαρδείς του ώμοι είχαν τραβηχτεί πίσω, σημάδι ότι τα νεύρα του ήταν έτοιμα να σπάσουν. Οι χορδές είχαν αρχίσει να πάλλονται επικίνδυνα. Βάλθηκε να τσαλακώνει και να ισιώνει με τα δάχτυλα της ένα κομμάτι ύφασμα από τη φούστα της.

«Δεν νιώθετε καλά;»

Η έκφραση ενδιαφέροντος που ζωγραφίστηκε στο γόητευτικό πρόσωπο του λοχαγού Τσερνόφ δεν κατάφερε να την απαλλάξει από τις μύχιες σκέψεις της.

«Όχι, είμαι πολύ καλύτερα, σπασίμπα».

«Χαίρομαι πάρα πολύ που το ακούω. Αναστατώθηκα όταν.»

«Τώρα πια έχω συνέλθει».

«Ωραία».

Του είχαν τελειώσει οι λέξεις. Ίσως γιατί το μυαλό του ήταν γεμάτο από σπαθιά και τουφέκια και στρατιωτικούς κανόνες και δεν είχε χώρο για άλλες λέξεις. Η στολή του ήταν αψεγάδιαστη και λαμπερή σέντονο κόκκινο χρώμα, με αστραφτερά γαλόνια, οι μπότες του τόσο γυαλισμένες, που έβλεπες τη μούρη σου πάνω τους λες κι ήταν καθρέφτης. Τα λευκά του γάντια ήταν αφημένα στην καρέκλα δίπλα του σαν να ταν άλλα δύο χέρια τα οποία εξακολουθούσε να πασπατεύει, να τα κουνάει λες κι ήθελε να τα ζωντανέψει. Ένιωθε νευρικότητα μπροστά της. Το στόμα του, κρυμμένο κάτω από το ξανθό του μουστάκι, δεν φανέρωνε τίποτα.

Μικρές σιωπές. Εύθραυστες ανάπαυλες στη συζήτηση.

Εκείνη ένιωθε ότι θα μπορούσε να τις αδράξει μέσα στα δάχτυλα της.

«Λοχαγέ, πείτε μου κάτι. Αν υπάρχει κάτι που θέλετε, πραγματικά το θέλετε, τι κάνετε για να το αποκτήσετε;»

«Αυτό είναι πολύ εύκολο. Το βάζω στο μυαλό μου και συγκεντρώνομαι σαυτό, όπως όταν οδηγώ το ιππικό μου με τα σπαθιά τραβηγμένα, έτοιμο για επέλαση. Χωρίς παρεκκλίσεις. Αφοσιωμένος στο σκοπό μου. Πάω για να σκοτώσω».

«Καταλαβαίνω».

Εκείνος έστριψε το ένα γάντι.

«Δεν εννοούσα ότι.»

Η Βαλεντίνα χαμογέλασε.

«Κατάλαβα τι εννοούσατε».

Εκείνος αναψοκοκκίνισε και τώρα έμοιαζε με σχολιαρόπαιδο αντί για τον εικοσιτριάχρονο λοχαγό στον ένδοξο ρωσικό στρατό του τσάρου Νικολάου.

«Και οι γυναίκες; Θα μπορούσαν κι εκείνες να κάνουν το ίδιο;»

Ο Τσερνόφ χτύπησε το μηρό του και γέλασε.

«Όχι. Αν μια γυναίκα θέλει πραγματικά κάτι, πρέπει να το ζητήσει από έναν άντρα».

Η Βαλεντίνα χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε τα χέρια «Υπάρχει κάτι», ρώτησε ο Τσερνόφ με πρόθυμο ύφος, «που θα θέλατε να κάνω για σας; Θα ήταν μεγάλη μου τιμή».

«Όχι». Αναγκάστηκε να τον κοιτάξει. «Πριν από λίγες εβδομάδες είδα τους απεργούς εργάτες να κάνουν πορεία στη Λεωφόρο Μόρσκαγια».

«Ταραχοποιοί, οι περισσότεροι από αυτούς. Τώρα έχουμε πάρει πιο σκληρές εντολές για να τους αντιμετωπίσουμε. Θα τους απωθήσουμε με το ιππικό αν το ξαναεπιχειρήσουν. Μην τους επιτρέπετε να σας αναστατώνουν, πρόκειται για άξεστους χωρικούς».

Εκείνη τον περίμενε να τελειώσει.

«Ανάμεσα στους διαδηλωτές υπήρχαν κι αρκετές γυναίκες».

«Έτσι μου είπαν».

«Γυναίκες που ήταν αφοσιωμένες στο σκοπό τους. Χωρίς παρεκκλίσεις. Πήγαιναν για να σκοτώσουν, προκειμένου να πάρουν αυτό που ήθελαν». Μίλησε ήρεμα κι ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα δείχνοντας του επιτέλους κάποιο ενδιαφέρον.

«Κάνουν ό,τι τους λένε οι άντρες τους. Μη νοιάζεστε εσείς - δεν πρόκειται να σας ενοχλήσουν περαιτέρω. Δεν πρόκειται να επιτρέψουμε την οποιαδήποτε αναρχία που θα απειλήσει τη σταθερότητα του έθνους. Για πόσο ακόμη θα απαιτούν αυτοί οι απεργοί; Τους έχει παραχωρηθεί μια δική τους Δούμα κι αυτό θα πρέπει να τους είναι αρκετό. Αλλά αντί γι’ αυτό, όπως προφήτεψε κι ο πατέρας μου, όσο πιο πολλά τους δίνεις τόσο πιο πολλά θέλουν».

«Ευχαριστώ πολύ που μου το εξηγήσατε, λοχαγέ. Δηλαδή την επόμενη φορά που θα κάνουν πορεία, εσείς θα τους απωθήσετε και θα επιτεθείτε με τα σπαθιά και τα τουφέκια και στις γυναίκες;»

Το πρόσωπο του ξαφνικά σκοτείνιασε.

«Δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να συζητάμε τέτοια ζητήματα εσείς κι εγώ. Μια δεσποινίδα δεν πρέπει νασχολείται με τέτοια πράγματα». Τα δάχτυλα του έπαψαν να κουνιούνται. «Μια δεσποινίδα θα έπρεπε ναπασχολεί το μυαλό της με άλλα πιο ευχάριστα θέματα. Για παράδειγμα, σήμερα ήρθα να σας καλέσω σε γεύμα».

«Τιμή μου, λοχαγέ», είπε η Βαλεντίνα σεμνά.

«Δεν είναι εδώ».

«Νόμιζα ότι θα περίμενε».

«Γιατί το νόμιζες αυτό;» ρώτησε η Κάτια.

«Γιατί.» Η Βαλεντίνα κοίταξε γύρω γύρω στο δωμάτιο μουσικής μήπως ο Γιενς μπορεί να ήταν κρυμμένος κάτω από καμιά καρέκλα. «Γιατί ήθελα να του εξηγήσω».

«Θα έπρεπε να το είχες σκεφτεί νωρίτερα αυτό».

«Σου είπε τίποτα;»

«Μου έδωσε αυτό το γράμμα για σένα».

Η Βαλεντίνα το άνοιξε και διάβασε τις λίγες αράδες.

«Καλά νέα;» ζήτησε η Κάτια να μάθει.

«Ναι. Είναι από ένα φίλο του γιατρό».

«Ναι, έτσι μου είπε».

«Εγώ νόμιζα ότι θα ήταν από τον Γιενς».

Πήγε και κάθισε στην καρέκλα όπου είχε καθίσει εκείνος κι έκλεισε τα μάτια της.

Σήμερα η Βαλεντίνα ήταν αποφασισμένη να ευχαριστήσει τον πατέρα της. Πήγε και στάθηκε μπροστά στο γραφείο του, το οποίο ήταν φορτωμένο μέχρι πάνω με χαρτιά και φακέλους, και αναρωτήθηκε πώς έβρισκε λογαριασμό μέσα σόλο αυτό το χαρτομάνι. Σε μιαν άκρη του γραφείου ήταν ακουμπισμένος ένας μεγάλος φάκελος με το χρυσό οικόσημο του τσάρου Νικολάου.

«Ζήτησες να μου μιλήσεις;»

«Ναι, μπαμπά».

«Σε παρακαλώ κάνε γρήγορα. Έχω πολλή δουλειά». Πάντα είχε πολλή δουλειά.

Εκείνη ξεκίνησε επιφυλακτικά.

«Μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω, μπαμπά; Ξέρω ότι έχεις τους βοηθούς και τους γραμματείς σου στο υπουργείο, αλλά έλεγα μήπως μπορώ να σε βοηθήσω εδώ στο σπίτι με όλον αυτό το συρφετό». Κούνησε το χέρι της δείχνοντας το γραφείο του.

Εκείνη την ώρα ο πατέρας της έλεγχε προσεκτικά ένα φύλλο γεμάτο νούμερα, όμως τώρα η προσοχή του μετατοπίστηκε σεκείνη. Με τα δάχτυλα του τράβηξε το κολάρο της ρεντινγκότας του κι η Βαλεντίνα ένιωσε εκείνο το γνωστό αίσθημα αγάπης γι’ αυτόν και μετά παρατήρησε ότι τα νύχια του ήταν σαν της Κάτιας, στρογγυλά και άχρωμα.

«Σπασίμπα. Σ’ ευχαριστώ που το σκέφτηκες, αλλά όχι.

Λοιπόν, τι θέλεις να συζητήσουμε;»

«Σκέφτηκα πως θα ήθελες να ξέρεις ότι ο λοχαγός Τσερνόφ με κάλεσε σε γεύμα».

Τα σκούρα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από ευχαρίστηση και της χαμογέλασε εγκάρδια.

«Μπράβο!» Άφησε κάτω το χαρτί κι ένωσε τα χέρια του σαν για να προσευχηθεί. «Δόξα τω Θεώ», μουρμούρισε, μετά τσιτώθηκε ξαφνικά κι έσκυψε μπροστά. «Κι εσύ δέχτηκες, ελπίζω.»

«Δέχτηκα».

«Άριστα. Είναι ένας σπουδαίος νέος κι ο πατέρας του έχει μεγάλη επιρροή στην τσαρική Αυλή, γι’ αυτό φρόντισε να μην τα κάνεις θάλασσα, Βαλεντίνα. Θέλω να το χειριστείς πολύ προσεκτικά».

Εκείνη χαμογέλασε γλυκά και κούνησε τα μαλλιά της που φάνηκαν σαν να χορεύουν. Χρησιμοποίησε τα όπλα σου, της είχε πει ο Νταβίντοφ. Η ανταμοιβή της ήταν να δει την ανακούφιση στα μάτια του πατέρα της και να ξέρει ότι τον είχε κάνει ευτυχισμένο, έστω και για λίγο.

«Να μη σενοχλώ άλλο, μπαμπά». Σηκώθηκε και κίνησε για την πόρτα, αλλά στα μισά σταμάτησε και κοίταξε πάνω απτον ώμο της, σαν να είχε ξεχάσει κάτι.

«Μπαμπά, κάτι ακόμα».

Εκείνος είχε σηκώσει την πένα του, το μεγάλο του κεφάλι ήταν ήδη σκυμμένο σε μια άλλη στοίβα χαρτιά.

«Τι είναι;»

«Έκανα αίτηση για εκπαιδευόμενη νοσοκόμα στο νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας».

Οι λέξεις είχαν ειπωθεί.

«Όχι!» Η γροθιά του χτύπησε πάνω στο γραφείο τόσο δυνατά, που τα χαρτιά πέσανε απ’ τη στοίβα κι η πένα του βρέθηκε στο πάτωμα. «Δεν θα το κάνεις αυτό το πράγμα».

«Μπαμπά, άκουσε με. Σε παρακαλώ. Θέλω να το κάνω γιατί-»

«Βαλεντίνα, σου έχω ξαναπεί να ξεχάσεις αυτή τη βλακώδη ιδέα». Σταγόνες ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπο του.

«Σκέφτηκα», είπε εκείνη ήρεμα, «ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συμφωνία».

«Τι είδους συμφωνία;»

Θίξτο προσεκτικά.

«Θέλω την υπογραφή σου σένα έντυπο γιατί είμαι κάτω από είκοσι χρόνων. Μπαμπά, σε παρακαλώ, υπόγραψε για μένα. Κι εγώ, σε αντάλλαγμα, θα χορεύω με το χαριτωμένο και σπουδαίο σου λοχαγό Τσερνόφ. Θα γελάω συνέχεια και θα πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου με σκέρτσο σαν να είμαι κανένα ηλίθιο κουτορνίθι». Στην παύση που ακολούθησε εκείνη χαμογέλασε με υποταγμένο ύφος στον πατέρα της. «Αν υπογράψεις».

«Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο».

«Μπαμπά, για σκέψου το. Την ημέρα θα είμαι ήρεμη κι άφαντη, μια άγνωστη νοσοκόμα σένα άγνωστο νοσοκομείο. Αλλά τη νύχτα θα μεταμορφώνομαι σε μια αξιολάτρευτη δεσποινίδα της κοινωνίας της Πετρούπολης, περιτριγυρισμένη από όση σαμπάνια και χαβιάρι και χορούς μπορείς να φανταστείς». Κούνησε τους γοφούς της σένα φανταστικό βαλς. «Το όνομα του υπουργού Ιβάνοφ θακούγεται συνέχεια στην τσαρική Αυλή, θα ζηλεύουν τη θέση σου. Αυτό δεν θέλεις; Αυτό θέλω κι εγώ για σένα». Του χαμογέλασε. «Έτσι βολευόμαστε κι οι δυο. Σύμφωνοι, μπαμπά;»

Εκείνος έβγαλε ένα μεγάλο λευκό μαντίλι απτην τσέπη του και σφούγγισε το πρόσωπο του.

«Σύμφωνοι».

«Σ’ ευχαριστώ, μπαμπά».

Κι έφυγε αμέσως προτού εκείνος αλλάξει γνώμη. Ήξερε ότι στον πατέρα της δεν άρεσε καθόλου αυτό -εξάλλου ούτε στην ίδια άρεσε- αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να της επιτραπεί να προσληφθεί σένα νοσοκομείο. Αργά αργά ξεκούμπωσε τα φιλντισένια κουμπιά του πουκαμίσου της, τα σύγκρινε με το χλομό της δέρμα κι απόμεινε να φαντάζεται τα δάχτυλα του Γιενς να κάνουν αυτό το πράγμα.

Γιενς, σε παρακαλώ, προσπάθησε να καταλάβεις ότι πρέπει να βγω με τον Τσερνόφ.

Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Τη θέλω τη δουλειά της νοσοκόμας. Τη χρειάζομαι. Σε παρακαλώ, Γιενς, μη μου τη στερήσεις.

«Γυάλισες ποτέ σου παπούτσια, όπως αυτά εδώ τα παιδιά;»

Ο Αρκίν ξαφνιάστηκε με τούτη την ερώτηση. Οδηγούσε το αυτοκίνητο με την Ελιζαβέτα Ιβάνοβα στο πίσω κάθισμα και περνούσαν δίπλα από τον καθεδρικό ναό του Αγίου Ισαάκ κι ο περίφημος χρυσός τρούλος του θύμισε αμέσως τον πατέρα Μορόζοφ. Ένας τόσο έξυπνος και μορφωμένος άντρας να είναι καταδικασμένος να ζει σε μια χαμοκέλα και να φοράει μπότες φτιαγμένες από τον ίδιο, γεμάτες τρύπες.

«Λοιπόν, Αρκίν;» ξαναρώτησε η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα.

«Όχι, μαντάμ». Μόλις είχαν περάσει τέσσερις λουστράκους στην πλατεία, απασχολημένους με τις βούρτσες τους και με αυθάδικα χαμόγελα στις μούρες τους, πεινασμένους για καπίκια. «Εγώ μεγάλωσα σε αγρόκτημα».

Πίσω του άκουσε ένα επιδοκιμαστικό επιφώνημα, λες κι η ζωή στη φάρμα να ήταν κάτι πολύ ωραίο.

«Τι σέκανε να φύγεις;» τον ρώτησε.

«Το δέλεαρ της μεγάλης πόλης».

«Παραδέχομαι ότι η Πετρούπολη είναι πολύ όμορφη. Είναι ανάλογη των προσδοκιών σου;»

«Μάλιστα», είπε ψέματα εκείνος. Αλλά η Ελιζαβέτα δεν ξεγελιόταν εύκολα. Έβαλε τα γέλια.

«Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένος εδώ», του είπε ύστερα από λίγη σκέψη, «που δουλεύεις για το σύζυγο μου».

«Ασφαλώς. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω κάτι καλύτερο».

«Ελπίζω να λες αλήθεια, Αρκίν, και να μην το λες μόνο και μόνο για να μευχαριστήσεις».

«Αλήθεια λέω».

Με το ένα μάτι στο δρόμο έστριψε λίγο το κεφάλι του και της έριξε μια ματιά, όπως ήταν τυλιγμένη στο μαύρο γούνινο παλτό της, γυαλιστερό σαν το τρίχωμα του πάνθηρα. Η γυναίκα χαμογελούσε. Παραδόξως, του άρεσε αυτό που είδε.

«Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη».

Από τον τρόπο που το είπε, εκείνος κατάλαβε αμέσως ότι δεν είχε να κάνει σε τίποτα με το σοφεριλίκι του.

«Μαντάμ, είμαι πάντα στις υπηρεσίες σας».

«Σταμάτα για ένα λεπτό».

Εκείνος σταμάτησε σε μια στροφή απέναντι από ένα πάγκο με ψάρια. Η μυρωδιά της ψαρίλας γέμισε το αυτοκίνητο. Στριφογύρισε στο κάθισμα του και πρόσεξε το μικρό δαντελωτό μαντίλι που είχε φέρει στη μύτη της η Ελιζαβέτα.

«Μαντάμ, τι μπορώ να κάνω για σας;»

Τα μάτια της πλανήθηκαν πάνω του για ένα λεπτό κι εκείνος διέκρινε μιαν αβεβαιότητα. Αναρωτιόταν πόσο θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

«Είναι ένα. λεπτό θέμα», του είπε και τα μαγουλά της κοκκίνισαν. Κοίταξε μακριά και καθώς κουνήθηκε τα μαύρα φτερά του καπέλου της τρεμόπαιξαν. «Δεν ξέρω άλλον που να μπορώ να του το ζητήσω».

«Είμαι εχέμυθος», της είπε ήρεμα ο Αρκίν.

Σκέφτηκε εκείνες τις φορές που είχε βάλει στο αυτοκίνητο τις νεαρές ερωμένες του υπουργού ή τότε που είχε πάει τον εργοδότη του στο αγαπημένο του μπορντέλο, «Το Χρυσό Μήλο», όπου η Γαλλίδα Τσιγγάνα, η νεαρή Μιμή, περίμενε τον υπουργό για να του κάνει τα χατίρια. Μα ναι, ο Αρκίν ήξερε να κρατάει το στόμα του κλειστό.

«Αν μπορώ, θέλω πολύ να σας βοηθήσω», προσφέρθηκε.

Η ματιά της έπεσε στο γαντοφορεμένο χέρι του που ήταν απλωμένο στη ράχη του καθίσματος σαν να περίμενε την απάντηση της. Ξεροκατάπιε.

«Θέλω νανακαλύψεις αν η μεγαλύτερη κόρη μου. συναντιέται με κάποιον».

Ο Αρκίν παραλίγο να βάλει τα γέλια. Εκείνη ήθελε να τον κάνει κατάσκοπο της Οχράνας. Τι ειρωνεία.

«Ποιο είναι το πρόσωπο;» ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον.

«Ο Δανός μηχανικός με τον οποίο παγιδεύτηκε στους υπονόμους. Το όνομα του είναι Γιενς Φρίις».

Ώστε αυτό ήταν. Ξαφνικά ένιωσε λύπη για τούτη την περήφανη γυναίκα που ήταν αναγκασμένη να χώνει τη μύτη της στη ζωή της κόρης της.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ», της αποκρίθηκε, ενώ τα μάτια της έφυγαν απ’ το χέρι του και πήγαν στο πρόσωπο του.

«Καταλαβαινόμαστε, έτσι;» τον ρώτησε.

«Απολύτως».

Η Ελιζαβέτα του χαμογέλασε, αλλά εκείνος θύμισε στον εαυτό του ποια ήταν και τι αντιπροσώπευε. Δεν ήθελε να τη συμπαθήσει.

«Μαντάμ, μπορώ τώρα να ξεκινήσω;» τη ρώτησε με ύφος άκρως τυπικό.

«Ναι». Μα καθώς εκείνος γύρισε να πάρει το γεμάτο χιόνια δρόμο, πρόσθεσε με σιγανή φωνή: «Σου είμαι ευγνώμων, Αρκίν. Γι’ αυτό. και για την άλλη φορά που ήμουν-»

«Χαρά μου, μαντάμ», τη διέκοψε αυτός.

Προτιμούσε να μην το σκέφτεται καθόλου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να λυπάσαι τον ταξικό σου εχθρό. Είναι επικίνδυνο. Κι ο Αρκίν δεν μπορούσε ακόμα να το διαχειριστεί αυτό το συναίσθημα.

Το πρωινό έλαμπε κρυστάλλινο σαν κςλογυαλισμένο ποτήρι. Ούτε ένα τόσο δα κουρελάκι ομίχλης, μονάχα ο ατέλειωτος θόλος του ουρανού κι ο αέρας που μύριζε θάλασσα.

Ο Αρκίν όμως ήταν πολύ ανήσυχος. Στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο, το «Τουρικούμ», που έλαμπε σαν αλκυόνα κάτω απ’ το λαμπερό φως του ήλιου. Περίμενε τη Βαλεντίνα να κάνει την εμφάνιση της.

«Καλημέρα, Αρκίν».

«Καλημέρα, δεσποινίς Βαλεντίνα». Του φάνηκε χλομή κι αδύνατη. Φορούσε ένα απλό παλτό και μαντίλι στο κεφάλι της, κι υπήρχε μια νευρικότητα στο βάδισμα της σαν να βιαζόταν.

«Δεσποινίς Βαλεντίνα, χαίρομαι πολύ που σας βλέπω καλά».

Το σχόλιο την εξέπληξε.

«Σ’ ευχαριστώ, Αρκίν».

«Ελπίζω η δεσποινίς Κάτια να σας έλεγε τα περαστικά μου όταν ήσασταν άρρωστη».

«Ναι, Σ’ ευχαριστώ».

Στεκόταν εκεί ακίνητος, είχε ξεχάσει το αυτοκίνητο. Η Βαλεντίνα ετοιμάστηκε να μπει μέσα, αλλά αυτός σήκωσε το χέρι του και χωρίς να την αγγίξει την ανάγκασε να σταματήσει.

«Τι συμβαίνει, Αρκίν;»

«Οι άνθρωποι που προκάλεσαν την έκρηξη στο τούνελ δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να βλάψουν εσάς. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν συγκεκριμένο στόχο - απλώς εσείς βρεθήκατε στο δρόμο τους». Ήθελε να το ξέρει.

«Για πες μου λοιπόν, Αρκίν, ποιος είναι ο στόχος τους;»

Εκείνος χαμήλωσε τη φωνή του.

«Ο στόχος τους είναι να χτίσουν μια καινούργια και πιο δίκαιη κοινωνία. Θέλουν να ρίξουν τον τσάρο και όχι να θέσουν σε κίνδυνο νέες γυναίκες».

«Κι εσύ, Αρκίν, αυτό θέλεις; Να πέσει ο τσάρος;»

«Όχι, δεσποινίς Βαλεντίνα».

«Ωραία. Γιατί αν πίστευες κάτι τέτοιο θα έπρεπε να σε συλλάβουν».

Τον προσπέρασε και κάθισε στο γυαλιστερό μπλε δερμάτινο κάθισμα κοιτάζοντας ίσια μπροστά. Εκείνος γύρισε τη μανιβέλα του αυτοκινήτου για να το βάλει μπροστά. Κανείς τους δεν μίλησε.

Η Βαλεντίνα ήταν πολύ ευχαριστημένη που κατέβηκε από το «Τουρικούμ» δυο χιλιόμετρα πριν από το νοσοκομείο, και μετά έστειλε το αυτοκίνητο στο σπίτι για να το χρησιμοποιήσει η μητέρα της. Απόλαυσε τη σύντομη διαδρομή και προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη όσα σκόπευε να πει τώρα κι όχι όσα είπε την προηγούμενη φορά. Μπήκε στο νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας κι ακολούθησε την ίδια διαδικασία όπως την άλλη φορά: Τσεκάρισε το όνομα της στον πίνακα και προχώρησε στο διάδρομο, παράλληλα με την πράσινη γραμμή του σχισμένου λινέλαιου φτάνοντας στην πόρτα που έγραφε: «ΓΚΟΡΝΤΑΝΣΚΑΓΙΑ». Χτύπησε.

«Περάστε».

Ό,τι κι αν περίμενε να δει δεν είχε καμιά σχέση μαυτό που είδε: Η πληθωρική φιγούρα της προϊσταμένης Γκορντάνσκαγια εγκλωβισμένη μες στη λευκή στολή κι ακόμη πιο φουσκωμένη από την τελευταία φορά, σκυμμένη μπροστά σε μια σειρά από αρχειοθήκες με μια μακριά τσιμπίδα ανάμεσα στα δάχτυλα της. Η ματιά που έριξε στη Βαλεντίνα δεν κράτησε περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο.

«Αχά, μάλιστα, η μικρή αριστοκράτισσα που νομίζει ότι μπορεί να γίνει νοσοκόμα». Χαμογέλασε στον καθρέφτη που ήταν στερεωμένος πάνω από την αρχειοθήκη, αλλά δεν υπήρχε κανένα αστείο. Η Βαλεντίνα κατάλαβε ότι επιθεωρούσε ένα δόντι της στο πλάι, μαύρο και σπασμένο.

«Καλημέρα, προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια».

«Ξέρεις τίποτα από δόντια;»

«Όχι, προϊσταμένη».

«Άρα δεν μου είσαι χρήσιμη, έτσι δεν είναι;»

«Είμαι καλή στις τσιμπίδες».

«Ορίστε». Η γυναίκα έδωσε το εργαλείο στη Βαλεντίνα.

Η Βαλεντίνα το πήρε κι αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν ένα είδος τεστ της προϊσταμένης προς τις μέλλουσες νοσοκόμες. Μα αν ήταν, δεν θα πρεπε να της είχε μείνει δόντι για δόντι.

«Να υποθέσω ότι έχεις φίλους σε υψηλές θέσεις», είπε η Γκορντάνσκαγια χωρίς μνησικακία σαν να ταν κάτι δεδομένο. «Μα ασφαλώς και έχεις. Για κοιτάξου λίγο». Γέλασε τόσο πολύ, που τα μαγουλά της πήγαν κι ήρθαν. «Δεν μπορείς να κρυφτείς πίσω από ένα κεφαλομάντιλο κι ένα ζευγάρι γάντια απαυτά που φοράνε οι υπηρέτριες. Ξέρω ποια είσαι».

«Δεν κρύβομαι».

«Σίγουρα;»

«Θέλω να γίνω νοσοκόμα, να κάνω κάτι παραπάνω στη ζωή μου από το να τακτοποιώ τα λουλούδια και να σερβίρω τσάι. Σας ορκίζομαι ότι μπορώ να δουλεύω σκληρά κι έχω ήδη διαβάσει το βιβλίο του Ντουπιέρ σχετικά με την ανθρώπινη ανατομία. Φρόντιζα τη μικρότερη αδελφή μου κι έχω εξασκηθεί στην επίδεση τραυμάτων».

«Μιλάς πολύ. Έτσι κάνετε πάντα εσείς οι μορφωμένοι.

Να μάθεις να κρατάς το στόμα σου κλειστό».

Η Βαλεντίνα ένευσε καταφατικά.

«Μάλιστα, προϊσταμένη».

«Αν πήγαινες στο στρατό εγώ θα σε αποκαλούσα τροφή για τα κανόνια, αλλά εδώ εσύ -κι άλλα κοριτσόπουλα σαν και του λόγου σου- θα είσαι για ναδειάζεις πάπιες. Αυτό θα κάνεις τις περισσότερες ώρες κι αυτό είναι που στο τέλος θα σε ξεκάνει. Οι περισσότερες από εσάς θαδειάζετε πάπιες. Μεγαλόχαρη μου, γιατί δεν μου στέλνεις μερικές νέες γυναίκες που να πιάνουν τα χέρια τους; Και μου στέλνεις αυτά τα μαμμόθρεφτα;»

Η Βαλεντίνα δεν έβγαλε λέξη.

Η Γκορντάνσκαγια της άρπαξε το ένα χέρι, το γύρισε απτην άλλη και με τον αντίχειρα της ψηλάφισε τη χλομή της χούφτα. Η Βαλεντίνα ένιωσε σαν ζώο που επρόκειτο να το πουλήσουν στο παζάρι.

«Δέρμα λευκό σαν τις ρώγες του μικρού γουρουνιού». Η προϊσταμένη κούνησε το κεφάλι της. «Αλλά εδώ βλέπω κάτι σαν κάλους. Πώς τους έκανες αυτούς;»

«Παίζω πιάνο».

Η Γκορντάνσκαγια κόντεψε να πνιγεί από το γέλιο, γέλιο σκληρό και περιφρονητικό.

«Θεέ μου, δώσε μου δύναμη». Απότομα άνοιξε διάπλατα το στόμα της και ξεπρόβαλε ένα μαύρο δόντι που κρεμόταν. «Τράβηξε το».

Ένα κοφτό τράβηγμα με την τσιμπίδα και το μαύρο δόντι βγήκε σαν πρόκα από σάπιο ξύλο. Μια ρανίδα αίμα κύλησε και μια μυρωδιά από πύον ακολούθησε. Ανακούφιση ζωγραφίστηκε στο φαρδύ πρόσωπο της νοσοκόμας και της έδειξε την καρέκλα μπροστά απ’ το γραφείο της. Η Βαλεντίνα κάθισε κι ακούμπησε την τσιμπίδα με το δόντι μακριά από την Γκορντάνσκαγια.

«Ο δόκτωρ Φεντόριν σε σύστησε σε μένα για να σεκπαιδεύσω», είπε κοφτά η Γκορντάνσκαγια. «Θα χρειαστώ τη συγκατάθεση των γονιών σου γιατί είσαι κάτω από είκοσι ετών. Διάβασε αυτό το έντυπο xau. δώστους το να το υπογράψουν». Και μετά πρόσθεσε μένα χαιρέκακο χαμόγελο: «Να υποθέσω ότι ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις;»

«Προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια», είπε η Βαλεντίνα, «να υποθέσετε ότι μπορώ να κάνω τα πάντα».

Загрузка...