26

Η Βαλεντίνα έκανε αέρα μένα λευκό φτερό κύκνου καθώς ανέβαινε το κλιμακοστάσιο του Ιορδάνη. Το πράγμα είχε επισημοποιηθεί: Ήταν πόρνη. Προσφορά στον καλύτερο πλειοδότη. Χρήματα στο τραπέζι; Την παίρνεις, είναι δική σου.

Ο αυτοκρατορικός χορός στο Χειμερινό Ανάκτορο ήταν μια απίστευτη επίδειξη μεγαλείου και παράλογου πλούτου, ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της σεζόν της Αγίας Πετρούπολης. Οι άκαμπτες πολυτελείς προσκλήσεις σε χαρτί πανάκριβο, με τυπωμένους πάνω τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, ήταν το πιο επιθυμητό πράγμα στην πόλη κι ο ανταγωνισμός για την εξασφάλιση τους ήταν φοβερός.

Εκατοντάδες πολυέλαιοι φώτιζαν ολόκληρο το παλάτι και το φως τους αντανακλούσε στους καθρέφτες και στα χρυσά βάζα. Η Μαρία, η ανιψιά της κόμισσας Σερόβα, της ψιθύρισε ότι οι ορχιδέες είχαν έρθει από την Κριμαία μέσα σε ειδικά βαγόνια τρένων, αλλά η Βαλεντίνα ούτε που έδωσε σημασία. Είχε έρθει στο χορό, είχε κάνει αυτό που της είχε ζητήσει ο πατέρας της. Δίπλα της η Μαρία έβγαζε μικρές κραυγούλες έκπληξης καθώς διέσχιζαν την Αίθουσα του Νικολάου.

«Βαλεντίνα», είπε, «νομίζω ότι πεθάναμε και είμαστε στον παράδεισου.

«Εγώ έχω πεθάνει και είμαι στην κόλαση».

«Μη γίνεσαι γελοία. Κοίτα όλους εκείνους τους γοητευτικούς αξιωματικούς που περιμένουν πώς και πώς να γίνουν ανάρπαστοι».

Το πλήθος των καλεσμένων φάνταζε στα μάτια της Βαλεντίνας σαν ένα πολύχρωμο φως. Οργιώδη δέντρα λεμονιάς και πορτοκαλιάς και ψηλοί φουντωτοί φοίνικες έκαναν παρέλαση μπροστά της. Έκανε αέρα στο πρόσωπο της και αγνόησε τη στρατιά από πρίγκιπες και πριγκίπισσες, δούκες και κομήτες, και τους επισκόπους.με τα πορφυρενια τους άμφια και τα μακριά λευκά πέπλα.

Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να είμαι εδώ. Η σκέψη και μόνο την τάραξε. Θυμήθηκε την Κάτια που είχε προσπαθήσει να κόψει τις φλέβες της μένα ψαλίδι κι ανατρίχιασε παρά την υπερβολική ζέστη.

Η Μαρία της έσφιξε το μπράτσο.

«Είσαι νευρική;»

«Όχι, γιατί θα πρεπε να είμαι νευρική;»

«Γιατί ο Στεφάν σου θα είναι σε λίγο εδώ. Και οι γονείς του, ο κόμης Τσερνόφ κι η γυναίκα του».

«Ο Στεφάν μου». Οι λέξεις έπαιξαν στο στόμα της Βαλεντίνας.

«Γιατί το λες έτσι;»

«Για να αναγκαστώ να το πιστέψω κι εγώ».

Η Μαρία κοίταξε γύρω της παραξενεμένη.

«Δεν έχει έρθει ακόμη».

Ο στρατός στεκόταν κορδωμένος στις υπέροχες αίθουσες με τις πλουμιστές του στολές, αξιωματικοί από όλα τα συντάγματα. Κοζάκοι στα κατακόκκινα, λογχοφόροι στα μπλε. Δεν διέκρινε πουθενά το λοχαγό Τσερνόφ.

«Μαρία», της είπε, «θα ήθελα να πιω κάτι».

Η βότκα έκανε τη δουλειά της - είχε και κράνμπερι μέσα.

Κι αυτό της έφτιαξε το κέφι. Το είχε διαλέξει από μια σειρά με κρυστάλλινα ποτήρια με διάφορα αρώματα, με ξύσμα λεμονιού, με πιπερόριζα, με κράνμπερι. Ο λακές σχεδόν έχυσε τα ποτά πάνω στη χρυσή του στολή όταν τον σταμάτησε και του κουνήθηκε ο ασημένιος δίσκος του. Η Μαρία ρουφούσε το λάιμ της και κοιτούσε τη φιλενάδα της με ορθάνοιχτα μάτια.

«Βαλεντίνα», της είπε σιγανά, «ντροπή σου».

Η Βαλεντίνα γέλασε, έκπληκτη κι η ίδια που μπορούσε ακόμη να βγάζει τέτοιους ήχους.

«Ντρέπομαι ήδη, δεν το έχεις καταλάβει ακόμη;»

Βρήκε έναν κίονα, ένα μονοκόμματο ιταλικό μάρμαρο που δεν επρόκειτο να πέσει με τίποτα. Στάθηκε εκεί με την πλάτη της, δεν ακουμπούσε ακριβώς -μόνο στους άντρες επιτρεπόταν ν’ ακουμπούν στους κίονες ή στις πόρτες- αλλά άγγιζε τον λευκό κίονα με τη σόλα του σατέν παπουτσιού της και με την άκρη του αγκώνα της, ίσα να μπορεί να στέκεται όρθια. Ένιωθε τα πόδια της να μην την κρατάνε κι αυτό την ξάφνιασε.

Η Μαρία είχε φύγει. Η Βαλεντίνα δεν ήξερε πότε ακριβώς συνέβη αυτό, αλλά μόλις την είδε να μιλάει στην άλλη άκρη της αίθουσας μέναν αξιωματικό κοίταξε δίπλα της και βρήκε το κενό. Η Βαλεντίνα είχε γίνει εξπέρ στο να εντοπίζει τους ασημένιους δίσκους που γύριζαν σόλο το χώρο κι ανταποκρίνονταν όταν έβλεπαν σηκωμένο φρύδι.

Ξαφνιάστηκε κι η ίδια που ένιωθε ζεστή κι άνετη. Όχι ακριβώς ναρκωμένη αλλά στο τσακ, κι η τρομερή μαύρη άβυσσος που πριν από λίγο έχασκε κάτω από τα πόδια της είχε εξαφανιστεί, όπως ακριβώς η Μαρία. Το μόνο που σκεφτόταν τώρα ήταν ο Γιενς. Το χαμόγελο του. Το μάγουλο της στο γυμνό του στήθος, το καρδιοχτύπι του πάνω στο κεφάλι της μέχρι ναποκτήσουν ακόμη κι οι σκέψεις της τον ίδιο ρυθμό με την καρδιά του.

«Βαλεντίνα, σέψαχνα».

«Λοχαγέ Τσερνόφ, καλησπέρα».

Του άπλωσε το χέρι κι εκείνος το γύρισε ανάποδα και φίλησε την παλάμη της. Λες και του ανήκε. Η μουσική έπαιζε το «Χορό των μικρών κύκνων» από τη «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι κι εκείνη κοίταξε σένα από τα θεωρεία για να δει την ορχήστρα. Ο λικνιστικός ήχος της προκάλεσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος,,έναν πόνο που νόμιζε ότι τον είχε πνίξει στη βότκα.

«Βαλεντίνα, απόψε είσαι πανέμορφη».

Το πρόσωπο του άστραφτε από ζωντάνια κάτω από τους πολυέλαιους κι εκείνη προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν να βλέπει κάθε μέρα αυτό το πρόσωπο, μέχρι το τέλος της ζωής της.

«Λοχαγέ.»

«Σε παρακαλώ, λέγε με Στεφάν».

«Στεφάν, πάμε να περπατήσουμε μέχρι να έρθουν οι αυτοκράτορες;»

Της έτεινε το μπράτσο του.

«Τιμή μου να έχω αυτή την ευχαρίστηση».

Με αρκετό ενδοιασμό εγκατέλειψε τον κίονα αλλά ακούμπησε στο μπράτσο του, στην ήρεμη ασφάλεια. Το να περπατάνε στις αίθουσες ήταν μια καλή ιδέα. Σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να βλέπει το πρόσωπο του.

Ο Στεφάν Τσερνόφ ήταν ευγενικός και περιποιητικός. Για μισή ώρα του επέτρεψε να τη σεργιανίσει στις διάφορες αίθουσες, ενώ ασταμάτητα της έλεγε τη γνώμη του για τα στρατιωτικά τεκταινόμενα.

«Ο τσάρος θα μπορούσε να εξωπετάξει το στρατηγό Λεβίτσκι, είναι γέρος και ξεχασιάρης, και να τον αντικαταστάσει με τον.» Είχε βαρεθεί να τον ακούει. Τη σύστησε στον Μακάροφ, τον υπουργό των Εσωτερικών, και στον πρωθυπουργό Στολίπιν, ένα μεγαλόσωμο άντρα με φαλακρό κεφάλι, περιποιημένο μουσάκι και έξυπνα μάτια. Του χαμογέλασε κι εκείνος της το ανταπέδωσε με ευχαρίστηση.

«Τσερνόφ, έχεις ένα διαμάντι δίπλα σου. Φρόντισε να την προσέχεις».

Λες κι ήταν ένα πολύτιμο αντικείμενο που το γυαλίζουν για να το δείξουν στους άλλους κι όταν νυχτώσει το κλειδώνουν στο κουτί του. Όταν ο Στεφάν την πήγε στους γονείς του, εκείνη σφίχτηκε στο μπράτσο του για να κάνει μια αδέξια υπόκλιση ενώ τα μάτια της έβλεπαν πουλάκια. Στις εννέα, ακριβώς, ο τσάρος Νικόλαος και η τσαρίνα Αλεξάνδρα, Αυτοκράτωρ και Αυτοκράτειρα Πασών των Ρωσιών, αναγγέλθηκαν από το Μεγάλο Τελετάρχη της αυτοκρατορικής Αυλής, το βαρόνο Βλαντιμίρ ντε Φριντέριτς. Η Βαλεντίνα τρόμαξε όταν εκείνος χτύπησε το πανύψηλο εβένινο ραβδί του τρεις φορές και φώναξε δυνατά: «Οι Αυτών Μεγαλειότητες».

Ο λοχαγός Τσερνόφ της χαμογέλασε και της χτύπησε απαλά το χέρι. Εκείνη σκέφτηκε ότι είχε άγιο που φορούσε τα μακριά βραδινά της γάντια. Δεν ήθελε ναγγίξει τη σάρκα της αυτός.

Η αυτοκρατορική συνοδεία πέρασε από μπροστά τους αργά, λαμποκοπούσαν μέσα στα κοσμήματα και τα παράσημα. Εκατό και παραπάνω στην παρέλαση, μεγάλοι δούκες και μεγάλες δούκισσες περπατούσαν κορδωμένοι λες και τους ανήκε ολόκληρος ο κόσμος. Σίγουρα τους ανήκε η Ρωσία. Η γροθιά των Ρομανόφ την είχε τόσο γερά γραπωμένη, που η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μια χούφτα τρισάθλιοι εργάτες θα μπορούσαν να τους την αποσπάσουν. Πάντως είχε εντυπωσιαστεί. Η Ρωσία ήταν ασφαλής. Οι επαναστάτες δεν είχαν καμιά ελπίδα να αναλάβουν τον έλεγχο της χώρας.

«Εσύ δεν χρειάζεσαι κοσμήματα», της ψιθύρισε στο αφτί ο Τσερνόφ. «Είσαι πιο όμορφη κι από το ομορφότερο διαμάντι».

Η Βαλεντίνα τράβηξε το χέρι της από το μπράτσο του.

«Πού ξέρεις εσύ τι χρειάζομαι;» τον ρώτησε.

Χόρευαν με τις ώρες, αλλά η Βαλεντίνα θα προτιμούσε να χορεύει παρά να κάθεται. Η επήρεια της βότκας άρχισε να περνάει, σαν την άμπωτη που φεύγει κι αφήνει πίσω της κοφτερούς κι απότομους βράχους.

Πώς ήταν δυνατόν να της το είχε κάνει αυτό ο πατέρας της; Ήθελε να ξεσκίσει το μεταξωτό κρεμ φόρεμα της που ήταν κεντημένο με εκατοντάδες πέρλες. Άξιζε χιλιάδες ρούβλια. Κι όλα τα άλλα φορέματα μες στην ντουλάπα της; Στην ντουλάπα της μητέρας της; Όλα με δανεικά χρήματα. Κι εκείνη η τρομερή λέξη που έκανε τα γόνατα της να κόβονται, την καρδιά της να παύει να χτυπάει. Καταχραστής. Ο πατέρας της ήταν υπουργός Οικονομικών του τσάρου με τα χέρια του χωμένα μέσα στα χρηματοκιβώτια των Ρομανόφ.

«Γιατί είσαι τόσο σοβαρή;» τη ρώτησε ο Τσερνόφ και της έσφιξε το χέρι. Χόρευαν βαλς και την κρατούσε μέναν κατακτητικό τρόπο.

«Κοιτούσα», του απάντησε, «τις τόσες διαφορετικές στολές που υπάρχουν απόψε εδώ. Τι αρειμάνιο έθνος είμαστε».

Της χαμογέλασε με επιείκεια.

«Αγαπητή μου Βαλεντίνα, θα πρέπει να καταλάβεις ότι η Ρωσία είναι μια χώρα που έχει κρατηθεί ενωμένη σε όλη την πορεία της ιστορίας της όχι χάρη στους νόμους της και στον πολιτισμό της, αλλά χάρη στο στρατό της».

«Νόμιζα ότι το είχαμε ξεπεράσει αυτό. Και το εμπόριο και η γεωργία μας;»

Εκείνος γέλασε αγνοώντας την άποψη της.

«Καμία σχέση. Η Ρωσία είναι και πάντα θα είναι ένα στρατιωτικό κράτος».

Χόρευε καλά, την πήγαινε χορεύοντας σόλη την αίθουσα με μεγάλη ευκολία. Αλλά εκείνη δεν είχε τελειώσει ακόμη.

«Άκουσα ότι μερικοί ανειδίκευτοι εργάτες δέχτηκαν επίθεση τις προάλλες στα ντεπό των τρένων».

«Όχι ακριβώς επίθεση, απλώς πήρανε το μάθημα τους».

«Γιατί, τι έκαναν;»

«Βαλεντίνα». Της μίλησε απότομα. «Όχι τώρα».

«Στεφάν, ήσουν με τους Ουσάρους που επιτέθηκαν στους ανειδίκευτους;»

Της ανταπέδωσε τη ματιά με πολύ αυστηρό βλέμμα.

«Ναι, ήμουν». Σταμάτησε και την κοίταξε προσεκτικά.

«Έχεις να κάνεις κάποιο σχόλιο σχετικά μαυτό;»

«Όχι», απάντησε εκείνη ήρεμα, «δεν έχω κανένα σχόλιο».

Τα μεσάνυχτα σερβιρίστηκε το δείπνο. Η Βαλεντίνα δεν έφαγε σχεδόν τίποτα. Στρογγυλά τραπέζια είχαν στρωθεί στην αίθουσα συναυλιών, με χρυσά μαχαιροπίρουνα και λευκά δαμασκηνά τραπεζομάντιλα με ανάγλυφο τον αετό των Ρομανόφ. Σε κάθε τραπέζι υπήρχε μια κενή καρέκλα για να κάθεται ο τσάρος Νικόλαος ανάμεσα στους καλεσμένους του. Όμως όλα αυτά τα ζακούσκι, τα ορντέβρ και οι φασιανοί την αηδίασαν κι έτσι ζήτησε συγγνώμη, σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε σ’ έναν προθάλαμο όπου μια γυναικεία φιγούρα με τουαλέτα στεκόταν κοντά σένα ψηλό παράθυρο και χάζευε τη νύχτα. Η Βαλεντίνα πλησίασε και στάθηκε ακριβώς πίσω της.

«Καλησπέρα, κόμισσα Σερόβα».

Η κόμισσα γύρισε κι η Βαλεντίνα είδε το ποτήρι με το κονιάκ στο χέρι της.

«Η πιανίστρια και πάλι, υποθέτω. Τι κάνεις εδώ έξω;»

τη ρώτησε.

«Ζεστάθηκα».

Η κόμισσα ήπιε μια γουλιά από το ποτό της κι ένα μικρό χαμόγελο προσδοκίας έκανε την εμφάνιση του.

«Διψάς;»

«Ναι».

«Έλα μαζί μου».

Η Βαλεντίνα ακολούθησε την κομψή φιγούρα σένα μακρύ τραπέζι στο διπλανό δωμάτιο. Στο κέντρο ένα δελφίνι φτιαγμένο από πάγο που πηδούσε στον αέρα ούτε που τράβηξε την προσοχή της Βαλεντίνας. Μια σειρά από ποτά σε κρυστάλλινα ποτήρια ήταν παρατεταγμένα στη σειρά: τονωτικά, λεμονάδα και φρέσκοι χυμοί στα δεξιά, κρασί και οινοπνευματώδη στα αριστερά.

«Ένα ποτήρι κρασί;» της πρότεινε η κόμισσα. «Ή μήπως κάτι πιο δυνατό;»

«Νομίζω πως θα πάρω χυμό ροδάκινου». Η Βαλεντίνα πήρε ένα ψηλό ποτήρι και το ακούμπησε στα χείλη της.

«Τόσο δροσιστικό».

Τα γκρίζα μάτια της κόμισσας συννέφιασαν. Ήταν εμφανές ότι πίστευε πως θα έπειθε τη Βαλεντίνα να πιει. Δάγκωσε τα χείλη της κι απομακρύνθηκε κουρασμένη από το παιχνίδι. Η Βαλεντίνα όμως παρέμεινε. Είχε δροσιά εκεί.

Έβαλε ένα κομμάτι πάγο στο μέτωπο της και συνέχισε να πίνει το ποτό της. Όταν ο χυμός είχε φτάσει στη μέση, πήρε ένα άλλο ποτήρι από το τραπέζι, διαφορετικό αυτή τη φορά, κι έριξε μέσα το χυμό του ροδάκινου.

αΈλειπες ώρα», της είπε κατσουφιασμένος ο Στεφάν Τσερνόφ με τα φρύδια του σηκωμένα, την ώρα που η Βαλεντίνα καθόταν στη θέση της. «Μήπως είσαι αδιάθετη;»

«Όχι, όχι καθόλου». Του χαμογέλασε. «Συνάντησα την κόμισσα Σερόβα και διαφωνούσαμε σχετικά με το ποιος από τους στρατιωτικούς σας φοράει την πιο κομψή στολή».

«Ελπίζω να είπες οι Ουσάροι».

«Ασφαλώς». Χάιδεψε με το χέρι της το λαιμό της για να δει τα μπλε του μάτια νακολουθούν την ίδια διαδρομή.

«Λες να πρόσεξα τις άλλες στολές;»

Εκείνος γέλασε κι άρχισε να της λέει μια ιστορία για ένα στοίχημα σε μια κοκορομαχία, όμως η Βαλεντίνα δεν έδωσε την παραμικρή σημασία.

«Πάω να σερβιριστώ άλλο ένα ποτό», του ανακοίνωσε.

«Θα πω σε κάποιον να σε σερβίρει».

«Σ’ ευχαριστώ, αλλά όχι. Λίγη κίνηση θα μου κάνει καλό».

«Κάνε γρήγορα». Της έδειξε ένα κοντινό τραπέζι όπου καθόταν ο τσάρος Νικόλαος. «Η Μεγαλειότητα του θα μας κάνει την τιμή να καθίσει μετά και στο δικό μας τραπέζι».

Καθώς διέσχιζε βιαστική τις επιχρυσωμένες πόρτες μια σκέψη της πέρασε από το μυαλό: Στον Τσερνόφ άρεσε να της λέει τι να κάνει.

Загрузка...