12

Στο πάνω πάτωμα, ο ψηλοτάβανος διάδρομος ήταν παγωμένος. Ο άνεμος χωνόταν ανάμεσα στα κεραμίδια και κουτρουβαλούσε απτις σοφίτες. Η Βαλεντίνα άκουγε το βογκητό του, που λες κι ερχόταν κατευθείαν από το δάσος.

Τότε θα τα πάμε χαλά, της είχε πει εκείνος. Χαμογέλασε στη θύμηση του κι αναπόλησε τον τρόπο που τα δάχτυλα του έσφιγγαν τα χαλινάρια, τη μυρωδιά του πανωφοριού του. Το χέρι του στο σβέρκο της. Μπορώ να σε επισκεφτώ; Από την πόρτα της Κάτιας δεν έβγαινε καθόλου φως, αλλά η Βαλεντίνα την άνοιξε και χώθηκε στο δωμάτιο. Έβγαλε αθόρυβα τα παπούτσια του χορού, σήκωσε μια άκρη απ το πάπλωμα και χώθηκε στο ζεστό κρεβάτι.

«Κάτια», ψιθύρισε κι αγκάλιασε με το ένα χέρι την αδελφή της. Περίμενε αρκετά λεπτά μέχρι που τα ρουθούνια της κατέγραψαν μια οσμή να βγαίνει απτα σκεπάσματα, μια μεταλλική αρρωστημένη οσμή που την ήξερε πολύ καλά.

Τινάχτηκε. «Κάτια!»

Καμιά απάντηση. Τότε ένιωσε την υγρασία σόλο της το μπράτσο.

«Κάτια!»

Στριφογύρισε πανικόβλητη, βρήκε το διακόπτη του πορτατίφ και το άναψε. Το χέρι της ήταν κατακόκκινο.

«Όχι! Κάτια!»

Η αδελφή της ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα. Στον έναν της καρπό ήταν καρφωμένο ένα ψαλίδι. Τα πάντα ήταν κατακόκκινα στο κρεβάτι. Τόσο πολύ αίμα από μια τόση δα τρυπούλα! Η Βαλεντίνα πήδηξε στο πάτωμα, άρπαξε τη ζώνη της ρόμπας της Κάτιας και την έδεσε σφιχτά πάνω από τον αγκώνα. Η ροή του αίματος λιγόστεψε. Έσφιξε κι άλλο τον κόμπο. Τώρα έτρεχαν μόνο λίγες σταγόνες. Το πρόσωπο της Κάτιας ήταν κατάλευκο σαν τα μαξιλάρια της, το μόνο πράγμα πάνω της που είχε λίγο χρώμα ήταν τα ξανθά της μαλλιά. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Η Βαλεντίνα την έσφιξε με αγωνία στην αγκαλιά της.

«Γιατί, Κάτια; Γιατί;»

Έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε τρέχοντας να βρει την αδελφή Σόνια.

Όπως περίμενε καθισμένη στη βάση της σκάλας, η Βαλεντίνα είδε τα πρώτα ροδοδάχτυλα της αυγής να χώνονται από τις χαραμάδες των παντζουριών και ναφήνουν το αχνάρι τους στο μαρμάρινο πάτωμα. Όταν το φωτεινό σημάδι πήρε το σχήμα και το μέγεθος ενός παιδιού, άκουσε βήματα στη σκάλα. Αργά και βαριά.

«Δόκτωρ Μπελόι». Σήκωσε το βλέμμα κι αντίκρισε ένα πλατύ πρόσωπο με παχιές φαβορίτες κι ένα μικρό μουσάκι.

«Πώς είναι;»

Ο γιατρός συνέχισε να κατεβαίνει βαριά. Τα ρούχα του μύριζαν λάβδανο, τα δυο δάχτυλα του ενός του χεριού ήταν κίτρινα από τη νικοτίνη. Ήταν ένας από τους καλύτερους -κι ακριβότερους- γιατρούς της Αγίας Πετρούπολης. Έπιασε τη Βαλεντίνα απτον ώμο για να την καθησυχάσει.

«Είναι ζωντανή. Η μητέρα σας είναι μαζί της».

Η Βαλεντίνα αναστέναξε ανακουφισμένη.

«Η αδελφή σου θα ξεπεράσει αυτό το. παραστράτημα της. Ο Θεός να τη συγχωρέσει». Κούνησε το κεφάλι κι έσφιξε την κορφή της μύτης του σαν να τον πονούσε.

«Δεν θα πεθάνει;»

«Όχι., μη φοβάσαι, δεν θα πεθάνει. Χάρη σεσένα. Εσύ της έσωσες τη ζωή».

«Δεν θα πεθάνει.»

«Θα είναι αδύναμη για ένα διάστημα, γιατί έχασε πολύ αίμα. Κι ε°ύ να πας ναλλάξεις, είσαι γεμάτη αίματα».

Της χάιδεψε τον ώμο όπως κάνουμε στα τρομαγμένα ζώα και διέσχσε με το βαρύ του βήμα το χολ. Η Βαλεντίνα απόμεινε να κοιτάζει τις σκάλες. Ένας υπηρέτης άνοιξε την πόρτα, μα ° γιατρός στράφηκε κι έκανε νόημα στην κοπέλα.

«Βαλεντίνα, έλα εδώ».

Διστακτικά εκείνη πήγε κοντά του.

«Πες μου κάτι, δεσποινίς. Πώς ήξερες με ποιον τρόπο βάζουν το τουρνικέ;»

«Έχω διαβάσει σχετικά».

«Λοιπόν, οι γονείς σου πρέπει να ευχαριστούν γονατιστοί το Θεό που μπήκες στο δωμάτιο της αδελφής σου. Αν τη βρίσκατε το πρωί, θα ήταν νεκρή, παγωμένη».

Το βλέμμα της Βαλεντίνας ήταν καρφωμένο στο πάνω κεφαλόσκαλο και δεν ήξερε πού να βολέψει τα χέρια της.

«Έκανες καλή δουλειά και της σταμάτησες την αιμορραγία. Αγαπητή μου, φέρθηκες σαν αληθινή νοσοκόμα».

Τα λόγια του τράβηξαν την προσοχή της.

«Δόκτωρ Μπελόι, τι πρέπει να κάνω για να γίνω αληθινή νοσοκόμα;»

«Καλό μου κορίτσι, μη λες ανοησίες».

«Μπορείτε να με συστήσετε σένα νοσοκομείο για να εκπαιδευτώ;»

«Βαλεντίνα, δεν είναι ώρα για αστεία».

«Δεν αστειεύομαι».

Ο γιατρός αναστέναξε κι έσφιξε πάλι την κορφή της μύτης του.

«Δεν πρόκειται να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν χρειάζεται να προσθέσεις κι άλλα προβλήματα στους γονείς σου. Αρκετά έχουν». Έκανε να τη χαϊδέψει ξανά, μα εκείνη τραβήχτηκε. «Σου μπήκε μια ανόητη ιδέα εξαετίας αυτού του περιστατικού.» Κούνησε αόριστα το χέρι του. «Εξαιτίας αυτού του λάθους της αδελφής σου».

«Δεν θα με βοηθήσετε;»

«Όχι βέβαια. Αντί να σκέφτεσαι τέτοιες ανοησίες, πήγαινε να παρηγορήσεις τη δύστυχη τη μητέρα σου. Η νοσηλευτική δεν είναι για κοπέλες σαν εσένα».

«Και γιατί;»

«Κορίτσι μου, άφησε τις χαζομάρες. Ξέρεις πολύ καλά το γιατί».

Ίσιωσε το σακάκι του τραβώντας το νευρικά και βγήκε απ’ το σπίτι. Κι η Βαλεντίνα ανέβηκε τρέχοντας πάνω.

Η Βαλεντίνα κατέβασε το βιβλίο.

«Νομίζω ότι αρκετά ασχοληθήκαμε με τη δυστυχία του κυρίου Ρότσεστερ. Ας ασχοληθούμε τώρα με τα δικά σου».

Καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού της αδελφής της, της διάβαζε την Τζέιν Εφ. Ήταν ένα από τα αγαπημένα της μυθιστορήματα και μέσα στις σελίδες του έβλεπε πάντα την αδελφή της να πεταρίζει με κομμένα φτερά.

Η Κάτια την κοίταξε με αψηφισιά και τα μαγουλά της πήραν λίγο χρώμα.

«Εγώ λέω να μην ασχοληθούμε».

«Γλυκιά μου αδελφούλα, πρέπει να μου τα πεις».

«Στα είπα ήδη».

«Εννοώ να μου πεις την αλήθεια».

«Την αλήθεια σου είπα. Κουράστηκα. Αρκετά πια». Σκέπασε τα μάτια της με την παλάμη της, λες κι ήθελε να κλείσει έξω τον κόσμο. «Βαρέθηκα τα πάντα».

Η Βαλεντίνα της κατέβασε μαλακά το χέρι.

«Με βαρέθηκες κι εμένα;»

Τα γαλανά μάτια της Κάτιας βούρκωσαν.

«Γίνεσαι άδικη», είπε.

«Αυτό που έκανες ήταν άδικο».

«Το ξέρω».

Η Βαλεντίνα σύρθηκε πιο κοντά και την αγκάλιασε. Χάιδεψε το τυλιγμένο στους επιδέσμους χέρι της.

«Πες μου για το χορό», την παρακάλεσε η Κάτια.

«Πληκτική εκδήλωση. Ένα σωρό στρυφνοί στρατιωτικοί. Πάρα πολλή τεστοστερόνη».

«Τι είναι αυτό;»

«Αυτό που χρησιμοποιούν αντί για άρωμα οι άντρες».

«Πόσα ξέρεις!» χασκογέλασε η Κάτια.

«Απλώς διάβασα μερικά ιατρικά βιβλία». Άπλωσε το χέρι της, έπιασε το σαγόνι της Κάτιας και το στρίψε προς το μέρος της. «Γι’ αυτό το έκανες, Κάτια; Εξαιτίας του χορού;»

Η αδελφή της κατέβασε τα μάτια, μα η Βαλεντίνα σιωπηλή περίμενε μιαν απάντηση.

«Ήξερα πως εκεί πέρα θα έβρισκες ένα σύζυγο. Γι’ αυτό γίνονται οι χοροί», ψιθύρισε η Κάτια.

«Είσαι χαζή. Έπληξα μέχρι θανάτου. Ξέρεις καλά ότι πήγα επειδή μανάγκασε η μαμά». Αγκάλιασε και με τα δυο της χέρια την αδελφή της και την έσφιξε πάνω της.

Μύριζε ευκάλυπτο από την αλοιφή που της είχε βάλει η αδελφή Σόνια. Έσκυψε και της φίλησε τα μαλλιά.

«Δεν πρόκειται να σαφήσω», της υποσχέθηκε.

«Δηλαδή, δεν βρήκες σύζυγο;»

«Όχι βέβαια. Χόρεψα λιγάκι μόνο. Ήπια λιμοντσέλο και κοίταξα τάστρα».

«Τάστρα;»

«Ναι».

«Γνώρισες κανέναν ιδιαίτερο τύπο;»

Στο μυαλό της Βαλεντίνας ήρθε ένχ,ζευγάρι πράσινα μάτια να καρφώνονται με ένταση στα δικά της. Κι άλλο ένα ζευγάρι, γκρίζα και σκληρά, να τη σημαδεύουν πάνω από ένα όπλο.

«Όχι», είπε και χαμογέλασε. «Κανέναν ενδιαφέροντα τύπο».

Η Βαλεντίνα κι η μητέρα της ξεκίνησαν να πάνε σένα βιβλιοπωλείο. Τα σύννεφα, γεμάτα χιόνι, κρέμονταν χαμηλά λες κι ήθελαν να λιώσουν την Αγία Πετρούπολη. Καθισμένη στο αυτοκίνητο η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από το σβέρκο του σοφέρ. Ήθελε να τον αρχίσει στις γροθιές και να του φωνάξει: Με κατατρόμαζες! Με τρόμαξες τόσο πολύ, που φέρθηκα σαν χαζή στο έλκηθρο.

Μπροστά σε δυο πράσινα μάτια. Πες μου τι ήταν κάτω από το καραβόπανο! Όταν ωστόσο εκείνος της άνοιξε ευγενικά την πόρτα για να κατέβει, τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Απόψε δεν θα έχει φεγγάρι. Αντίθετα από χθες».

Τον είδε να σφίγγεται και να πεταρίζει ταραγμένος τα μάτια.

Δεν έχεις τίποτα να πεις για το κωλαράκι μου σήμερα; συλλογίστηκε. Βέβαια, δεν κρατάς τουφέκι για να νιώθεις δυνατός.

Τον άφησε ξερό δίπλα στο αυτοκίνητο κι ακολούθησε τη μητέρα της στο βιβλιοπωλείο. Θα τον έκανε να περιμένει, πανάθεμά τον, μέχρι να ξεπαγιάσει.

«Έχετε βιβλία μηχανολογίας και μηχανικής;»

Μίλησε σιγανά για να μην την ακούσει η μητέρα της που βρισκόταν στην άλλη άκρη του καταστήματος, αναγκάζοντας τον υπάλληλο να σκύψει για να την ακούσει.

«Μάλιστα, δεσποινίς. Ελάτε να σας δείξω.»

«Πείτε μου πού είναι και θα τα βρω».

Ο υπάλληλος της είπε κι η Βαλεντίνα πήγε βιαστικά εκεί που της υπέδειξε. Δεν υπήρχαν πολλά σχετικά βιβλία. Είδε ένα για τη γεφυροποιία, μερικά για ορυχεία και μεταλλεία, ένα για το πώς κατασκευάστηκε το Κρεμλίνο στη Μόσχα. Για σήραγγες, κανένα.

Διάλεξε κάτι γρήγορα, είπε μέσα της.

Κάτι για αυτοκίνητα. Είχε πει ότι του άρεσε να παιδεύεται με μηχανές. Άπλωσε το χέρι να κατεβάσει ένα βιβλίο, και το βλέμμα της έπεσε στη ράχη του διπλανού. Άιζαμπαρντ Κίνγκντομ Μπράνελ. Το άρπαξε κι έτρεξε στο ταμείο.

«Τι είναι αυτό;» άκουσε δίπλα της τη φωνή της μητέρας της.

«Μια βιογραφία του Μπράνελ».

«Και ποιος είναι αυτός ο Μπράνελ;»

«Ένας Άγγλος, μαμά», αποκρίθηκε δήθεν αδιάφορα η Βαλεντίνα. «Κοίτα, πήρα ένα βιβλίο και για την Κάτια».

Και της έδειξε έναν τόμο με ποιήματα του Σαρλ Μποντλέρ.

«θα της αρέσει;» ρώτησε με αμφιβολία η μητέρα της.

«Βέβαια».

«Είσαι πολύ καλή μαζί της». Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα της χαμογέλασε τρυφερά. «Να ξέρεις ότι ο πατέρας σου κι εγώ σου είμαστε βαθύτατα ευγνώμονες που της έσωσες τη ζωή.

Είναι τυχερή που σέχει». Βούρκωσε κι άγγιξε απαλά το χέρι της Βαλεντίνας που κρατούσε τα ποιήματα. «Κι εμείς το ίδιο. Αλήθεια σου λέω, καλή μου». Απότομα, ενοχλημένη που άφησε να φανούν τα συναισθήματα της, άλλαξε τόνο. «Ξέχασα να σου πω. Ο λοχαγός Στεπάν Τσερνόφ των Ουσάρων -νομίζω πως γνωριστήκατε στο χορό- πέρασε κι άφησε την κάρτα του. Θα έρθει να σε επισκεφθεί αύριο το απόγευμα».

Καθώς οδηγούσε επιστρέφοντας τις κυρίες στο σπίτι, ο Αρκίν καταλάβαινε πως κάτι είχε συμβεί στο βιβλιοπωλείο: Το αυτοκίνητο ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Και στο μυαλό του σοφέρ τριγύριζε η φράση της Βαλεντίνας: Απόψε δεν θα έχει φεγγάρι. Μα που να πάρει ο διάβολος, δεν μπορούσε να ξέρει για τα χθεσινά. Δεν μπορούσε να τα ξέρει.

Ήθελε να μιλήσει με τον Σεργκέγιεφ, αλλά μετά τις βόμβες έπρεπε να καθίσει ήσυχος. Ήσυχος. Για να ξεσπάσει, πάτησε με μανία το κλάξον για να κάνει στην άκρη ένα κάρο που του κλείνε το δρόμο. Πώς να μείνει ήσυχος; Ο «Παράδεισος επί της Γης» θα πληρωνόταν πανάκριβα, κι εκείνος αποδεχόταν το τίμημα. Οι νύχτες όμως περνούσαν πολύ δύσκολα. Το μυαλό του δεν έβρισκε ησυχία.

Πίσω του η μητέρα έσπασε τη σιωπή. Έδειξε ένα καινούργιο κατάστημα γυναικείων νεωτερισμών και υποσχέθηκε στην κόρη της πως θα την πάει να δοκιμάσει διάφορα φορέματα. Του Αρκίν του άρεσε η φωνή της μαντάμ Ιβάνοβα. Όταν την άκουγε χωρίς να την κοιτάζει, σχημάτιζε μια εικόνα κεφάτης γυναίκας χωρίς εκείνη τη μόνιμη ανησυχία που σκίαζε πάντα τα μάτια της. Η μαντάμ Ιβάνοβα δεν εμπιστευόταν ούτε τους ανθρώπους ούτε τη ζωή. Κι ο Αρκίν την καταλάβαινε απόλυτα.

Έκοψε ταχύτητα στη διασταύρωση με τη Νέφσκι κι άκουσε ολοκάθαρα την κόρη να λέει: «Μαμά, ανησυχώ για τον μπαμπά. Αυτή η απόπειρα κατά της ζωής του πρωθυπουργού Στολίπιν μπορεί να είναι η αρχή ενός σχεδίου επιθέσεων ενάντια σε όλους τους υπουργούς του τσάρου. Μπορεί να επιτεθούν ξανά στον μπαμπά».

«Βαλεντίνα, αυτά τα πράγματα πρέπει να αφήσουμε τον πατέρα σου να τα χειριστεί. Μην ανακατώνεσαι. Δεν του αρέσει. Εκείνος παίρνει τις σχετικές αποφάσεις, όχι εμείς».

«Μαμά, εσένα σε τρομάζουν οι επαναστάτες;»

«Όχι βέβαια. Είναι ανοργάνωτος όχλος. Και τέλος πάντων, μην ξεχνάς ότι έχουμε το στρατό να μας προστατεύει».

«Άντρες σαν το λοχαγό Τσερνόφ;»

«Ακριβώς». Ακολούθησε μια σιωπή γεμάτη ένταση κι ύστερα η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα πρόσθεσε: «Σε παρακαλώ, Βαλεντίνα, μην κάνεις τη δύσκολη γιαυτή την επίσκεψη».

Ο Αρκίν φαντάστηκε τις εκφράσεις τους πίσω του: Να πιστεύουν ότι ο λοχαγός Τσερνόφ θα τις προστάτευε.

Ο Αρκίν ξύπνησε μουσκεμένος στον ιδρώτα. Κάποιος φώναζε μες σταφτί του. Προσπάθησε να κουνήσει τα πόδια του, αλλά ήταν παγιδευμένα στο αναστατωμένο κρεβάτι.

Ένιωσε έναν ιστό αράχνης να του τυλίγει το πρόσωπο - κι η φωνή συνέχιζε να χαλάει τον κόσμο. Δεν θα σταματούσε ποτέ αυτός ο μπάσταρδος; Το κεφάλι του πονούσε, η καρδιά χτυπούσε σαν να ήθελε να σπάσει, το στομάχι του χοροπηδούσε. Κι έκανε εμετό στα σεντόνια του.

Μια γροθιά κοπανούσε τον τοίχο.

«Σκάσε, γαμώτο!» Η φωνή του Ποπκόφ.

Ο Αρκίν βούλωσε το στόμα του με την παλάμη του - κι η φωνή σταμάτησε. Από το δικό του το λαρύγγι έβγαινε.

Ανακάθισε. Κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα κι η επαφή με τις κρύες σανίδες τον συνέφερε. Βρισκόταν στο δωματιάκι του πάνω από τους στάβλους. Νευρικά, σκούπισε το κάθιδρο πρόσωπο του.

Τι είδους άνθρωπος βλέπει εφιάλτες επειδή σκότωσε κάτι άλογα; Κι οι άνθρωποι που κομμάτιασε; Το όνειρο ερχόταν κάθε νύχτα. Έβλεπε ολοζώντανα το μαύρο άλογο με τα πίσω του πόδια κομμένα να σφαδάζει και να δαγκώνει το κορμί του για να μερώσει τον πόνο και τα ουρλιαχτά του να ξεσκίζουν τη νυχτιά.

Οι άνθρωποι πού ήταν; Τι είχαν γίνει τα δικά τους ουρλιαχτά; Θεέ και Κύριε, τι είδους άνθρωπος γινόταν; Έβγαλε το τσαλακωμένο και υγρό νυχτικό του κι απόμεινε γυμνός να τρέμει. Το σκοτάδι τον βόλευε. Μαύριζε κι εξαφάνιζε τα πάντα. Μόνο το μέλλον θα ήταν λαμπρό.

Загрузка...