40
Το χέρι της Βαλεντίνας έτρεμε. Όχι για το βγαλμένο μάτι του Λιεβ Ποπκόφ που βρισκόταν σένα εμαγιέ μπολάκι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Όχι για το αίμα που είχε χάσει, ούτε για το κόκαλο του κρανίου του που διαγραφόταν γυμνό στο μέτωπο του. Ούτε για την προσπάθεια που είχε καταβάλει για να φτάσει μέχρι το σπίτι της και να της αναφέρει τι είχε διαδραματιστεί. Ούτε για το θάνατο του Ήρωα.
Έτρεμε για τον Γιενς.
Είχε καθαρίσει το κεφάλι του Ποπκόφ, είχε αφαιρέσει το κατεστραμμένο μάτι, είχε γεμίσει αντισηπτικό την κόγχη του και τον είχε ποτίσει βότκα μέχρι που εκείνος συνήρθε κάπως και κατάφερε να μιλήσει.
«Τον άρπαξε ο Αρκίν», ψέλλισε ο Κοζάκος.
Με την τρεμούλα της να δυναμώνει, θυμήθηκε το γόνατο του Αρκίν να διαλύεται από μια σφαίρα βγαλμένη απ’ το τουφέκι του Γιενς. Και κατέβασε κι αυτή ένα ποτήρι βότκα.
Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ο Γιενς ήταν η γεύση του αίματος στο στόμα του. Αργά, βασανιστικά, το μυαλό του άρχισε να λειτουργεί και να συναρμολογεί διάφορες εικόνες.
Όταν τα θυμήθηκε όλα, τινάχτηκε κι άνοιξε τα μάτια του.
Βρισκόταν σένα κελί.
Απ’ το ταβάνι κρεμόταν μια λάμπα μέσα σε μεταλλικό κλουβί που έριχνε θαμπό κιτρινωπό φως. Δεν έσβηνε ποτέ.
Την προσοχή του τράβηξε μια μεταλλική πόρτα με μια τρύπα για μάτι και μια θυρίδα κοντά στο πάτωμα για να περνάει το φαγητό. Τούβλινοι οι τοίχοι, ένας κουβάς στη γωνία, ένα εμαγιέ μπολ απέναντι και το στενό ράντζο όπου πάνω του ήταν πεσμένος. Μένα στρώμα που βρομοκοπούσε από κάτω του και μια κουβέρτα από πάνω.
Το κεφάλι του τον πονούσε τραγικά. Το ένα του μάτι δεν έβλεπε καλά κι η αριστερή πλευρά του προσώπου του ήταν πασαλειμμένη ξεραμένα αίματα. Σηκώθηκε και το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Τα κατάφερε όμως να φτάσει μέχρι την πόρτα και να χτυπήσει με τη γροθιά του.
«Αρκίν, γαμημένε μπάσταρδε, άνοιξε την πόρτα!»
Χτυπούσε. Μία ώρα; Δύο; Δεν είχε ιδέα. Το χέρι του τον πόνεσε, το δέρμα του γδάρθηκε. Του είχαν πάρει τα παπούτσια και δεν είχε με τι άλλο να χτυπήσει. Ακουμπώντας την πλάτη του στο κρύο μέταλλο της πόρτας γλίστρησε στο πάτωμα κι άρχισε να σκέφτεται.
Μόνο μια φορά μπήκε στο κελί ο Αρκίν. Οι μέρες περνούσαν κι ο Γιενς άκουγε άλλες μεταλλικές πόρτες νανοίγουν, πόδια να σέρνονται στους διαδρόμους, τους φύλακες να φωνάζουν, και κάποιες φορές κρατούμενους να κλαψουρίζουν.
Και ουρλιαχτά που διακόπτονταν απότομα.
Ο Γιενς ζούσε μόνος μέσα σένα λυκόφως. Ποτέ του δεν έβλεπε κανέναν. Δυο φορές την ημέρα φαγητό και νερό έμπαιναν απ’ τη θυρίδα στη βάση της πόρτας - νερουλός χυλός το πρωί, σούπα το βράδυ. Όταν υπήρχε και κανένα κομμάτι λάχανο, είχε γιορτή. Κάθε πρωί περνούσε τον κουβά του από την ίδια θυρίδα, του τον άδειαζαν, και πλενόταν με λίγο από το νερό που του έδιναν για να πιει. Ήταν κάτι πολύτιμο το νερό. Βουτούσε τακροδάχτυλά του στο μπολ και πλενόταν σαν γάτα, με το μυαλό του στις αμέτρητες φορές που ξόδευε ασυλλόγιστα το νερό. Τώρα υπολόγιζε την κάθε σταγόνα, όπως η φτωχολογιά που ζούσε στις τρώγλες.
Κάθε μέρα περίμενε να εμφανιστούν οι φύλακες, άντρες με βαρείς σιδερένιους λοστούς και χοντρές γροθιές. Μα δεν ερχόταν κανείς. Κι έτσι, όταν ύστερα από τέσσερις βδομάδες, κατά τις οποίες μοναδική του συντροφιά ήταν οι σκέψεις του κι οι μυρωδιές του κορμιού του, μπήκε ο Αρκίν στο κελί του, ο Γιενς παραλίγο να του χαμογελάσει. Ανακάθισε όμως στο στρώμα του, ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο και τον κοίταξε σιωπηλός. Πίσω από τον Αρκίν στέκονταν τρεις ένστολοι φύλακες με ραβδιά και αλυσίδες στα χέρια.
«Γιενς Φρίις», είπε ο Αρκίν κι ήταν σαν να τον έφτυνε.
«Ήρθα γιατί πρέπει να μάθεις κάτι».
Ο Γιενς σηκώθηκε. Ήταν πιο ψηλός από τον Αρκίν, πράγμα που ανάγκασε τον τελευταίο να κοιτάξει προς τα πάνω.
«Το μόνο πράγμα που θέλω να μάθω είναι πότε θα φύγω απαυτή την ποντικότρυπα».
«Μη βιάζεσαι. Εδώ θα είναι το σπίτι σου για μεγάλο διάστημα». Το βλέμμα του σκοτείνιασε καθώς άγγιζε το γόνατο του. «Όπως για μεγάλο διάστημα θα μου θυμίζει εσένα τούτο το γόνατο».
«Αν μου είχε επιτραπεί να κάνω το δικό μου, θα είχα διαλύσει τα μυαλά σου κι όχι το γόνατο σου».
Για μια στιγμή ο Γιενς νόμισε πως έτσι που τινάχτηκε ο Αρκίν θα έχανε τον αυτοέλεγχο του και θα του ορμούσε.
Κάτω από την αλαζονική έκφραση του, ο θυμός έβραζε, το βλέπε στα γκρίζα του μάτια.
«Λοιπόν, τι ήρθες να μου πεις;» απαίτησε να μάθει.
«Θέλω να ξέρεις ότι πλάγιασα με τη γυναίκα σου σεκείνη την ίζμπα στους βάλτους».
«Λες ψέματα».
«Αλήθεια λέω».
«Είσαι ένας βρομερός ψεύτης. Η Βαλεντίνα σε σιχαίνεται. Θα σου έβγαζε τα μάτια πριν την αγγίξεις».
«Δική της ήταν η ιδέα. Και το απόλαυσε».
Ο Γιενς όρμησε αιφνιδιαστικά πάνω του κι η γροθιά του προσγειώθηκε στο στόμα του που σάρκαζε. Οι φύλακες τον κοπάνισαν με τα ραβδιά τους, αλλά εκείνος είχε την ικανοποίηση να δει αίμα να τρέχει από το στόμα του Αρκίν.
Αυτός το σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του και είπε: «Την ξέρω, Φρίις, έχω μάθει κάθε εκατοστό του κορμιού της. Ξέρω την ελιά στο μηρό της, την έχω φιλήσει. Κι εκείνο το λευκό σημαδάκι στο πλευρό της, το έχω πιπιλήσει μέχρι που την έκανα να βογκάει. Τον πυκνό μαύρο θάμνο πάνω από το υγρό κέντρο της ύπαρξης της τον έχω γλείψει, καθώς έβαζα το δάχτυλο μου μέσα στο.»
Έτσι και οι τρεις φύλακες δεν είχαν τυλίξει με τις αλυσίδες τους τον Γιενς, θα τον είχε σκοτώσει τον Αρκίν.
«Φύγε από δω!»
Χαμογελώντας ικανοποιημένα ο Βίκτορ Αρκίν βγήκε κουτσαίνοντας απ’ το κελί.
Η Βαλεντίνα έψαχνε νύχτα και μέρα για τον Γιενς επί οκτώ μήνες. Άνθρωποι εξαφανίζονταν καθημερινά από την πόλη - τη μια μέρα ήταν δίπλα σου, την άλλη πουθενά. Κι έτσι, κανείς δεν ήθελε να ξέρει τίποτα, φοβόντουσαν όλοι για τον εαυτό τους. Συμμορίες όργωναν τους δρόμους, άνοιγαν φυλακές, έσφαζαν αστυνομικούς. Μέγαρα πυρπολήθηκαν, δικαστήρια, τα γραφεία της Μυστικής Αστυνομίας. Τους πράκτορες της Οχράνας τους κρεμούσαν από τα φώτα των δρόμων που ήταν ντυμένοι με κόκκινα λάβαρα και πανό που έγραφαν: «ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΥΣ» και «ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΛΑΟ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ».
Η Βαλεντίνα πήρε τέτοια προσεκτικά μέτρα που ο κόσμος έπαψε να την αναγνωρίζει. Φορούσε απλά χωριάτικα ρούχα και σάλι, μαντίλα στο κεφάλι και χοντρές αρβύλες με καρφιά. Αδυνάτισε, τα μαγουλά της βούλιαξαν και χλόμιαναν, έγινε ίδια με τις εργάτριες που τριγύριζαν στους δρόμους. Έμαθε να βαδίζει καμπουριαστά, με σκυμμένο κεφάλι, για να μη βλέπει κανείς το θυμό που σπίθιζε στα μάτια της. Φιλούσε τη Λίντια, την κλείδωνε στο δωμάτιο της με τα τρενάκια και τα βιβλία της κι έβγαινε στους δρόμους. Μα δεν έβρισκε ούτε έναν άνθρωπο που να ξέρει κάτι για κάποιο Δανό μηχανικό ονόματι Γιενς Φρίις.
Στις 2 Μαρτίου 1917ο τσάρος Νικόλαος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Μαζί με την οικογένεια του τέθηκε σε κατοίκον περιορισμό στο Τσάρσκογιε Σέλο, κι αργότερα μεταφέρθηκαν με τρένο στη Σιβηρία. Η Βαλεντίνα είδε το Πέτρογκραντ ναλλάζει, να γίνεται κατακόκκινο: Κόκκινα περιβραχιόνια, κόκκινες ταινίες, κόκκινες κονκάρδες στα καπέλα. Επικεφαλής της νέας προσωρινής κυβέρνησης μπήκε ο Αλεξάντερ Κερένσκι, που έβλεπε πανικόβλητος την πόλη να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Ο Γενικός Διοικητης του στρατού στρατηγός Κορνίλοφ αποπέμφθηκε και ο πόλεμος με τη Γερμανία έφερνε τη μια ήττα μετά την άλλη, μέχρι που ο ρωσικός λαός ικέτευε γονατιστός να σταματήσουν οι εχθροπραξίες.
Ήταν ένα καλοκαίρι χάους.
Το χάος που βασίλευε στην καρδιά της Βαλεντίνας, όμως, ήταν ακόμα πιο μεγάλο. Τούτη η καρδιά είχε ξεχάσει τι θα πει να είναι ζωντανή. Έμνησκε σιωπηλή και άδεια, χωρίς σταγόνα αίμα, ένα νεκρό κύτταρο βαρύ σαν μολύβι. Αυτό μήπως να σημαίνει ραγισμένη καρδιά; Το παράξενο ήταν πως τα μάτια της θυμόντουσαν αυτά που είχε ξεχάσει η καρδιά της. Τις νύχτες στο κρεβάτι χωρίς τον Γιενς έτρεχαν δάκρυα πικρά. Το κορμί της αποθυμούσε με οδύνη το δικό του, τη δύναμη του μέσα της. Έσφιγγε πάνω της με μανία τα σεντόνια κι οσμιζόταν τη μυρωδιά του, ώρες ατέλειωτες, νύχτες αξημέρωτες. Φορούσε το δικό του νυχτικό, τις δικές του κάλτσες, στερέωνε με την καρφίτσα της γραβάτας του το μαντίλι στο λαιμό της. Χτενιζόταν με τη δική του βούρτσα, έβαζε την κολόνια του, χρησιμοποιούσε τη δική του οδοντόβουρτσα.
Τον Λιεβ Ποπκόφ δεν τον ξανάδε ύστερα από κείνη τη μέρα που του έδεσε το τραυματισμένο του κεφάλι. Δεν της έλειπε. Παρόλο που του είχε πει ότι δεν τον κατηγορούσε για την εξαφάνιση του άντρα της και παρόλο που εκείνος της είχε πει ότι δεν κατηγορούσε αυτή για την απώλεια του ματιού του, έλεγαν κι οι δυο ψέματα.
Κι έτσι η Βαλεντίνα έψαχνε συνέχεια για τον Γιενς.
Πήγε ξανά στο παλιό σπίτι της Βάρενκας, μα ο φιλικός νεαρός με την Τσιγγάνα γυναίκα ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν ακουστά κανέναν Βίκτορ Αρκίν. Ούτε και σεκείνο το υπόγειο υπνωτήριο βρέθηκε κανείς που να τον ξέρει. Πήγε και στην εκκλησία του ψεύτη παπά. Της είπαν πως άντρες του τσαρικού στρατού τον είχαν μαστιγώσει μέχρι θανάτου μπροστά στα μάτια της κόρης του. Καρφίτσωσε στο στήθος της μια κόκκινη κονκάρδα και πήγαινε σε όλες τις πολιτικές συγκεντρώσεις που μάθαινε ότι γίνονταν. Χαμογελούσε σε ανθρώπους που μισούσε, συζητούσε με άντρες που ήθελαν να σκοτώσουν όλους τους υπουργούς της κυβέρνησης, έπιανε κουβέντα με εργάτριες στα λαϊκά μπαρ, μέχρι που έπαιξε και πιάνο σένα από δαύτα.
Κανείς δεν ήξερε τον Αρκίν. Μα τι είχε γίνει; Μήπως είχε γυρίσει στη Μόσχα κουβαλώντας μαζί του και τον Γιενς; Πού είσαι, Γιενς; Μερικές φορές ο Αρκίν παρακολουθούσε την Ελιζαβέτα και τη Βαλεντίνα.
Το έκανε όταν τον κούραζαν μέχρις αηδίας οι συγκεντρώσεις κι οι συνελεύσεις, οι φωνές και τα επιχειρήματα εκείνων που προσπαθούσαν να επιβάλουν τη δική τους θέληση, προβάλλοντας νέες ιδέες, νέα σχέδια, νέους κανόνες. Ο Κερένσκι είχε στραφεί κατά των μπολσεβίκων, είχε καταστρέψει το τυπογραφείο της εφημερίδας τους, της Πράβδας, και τα γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής τους.
Είχε διατάξει τη σύλληψη του Ζινόβιεφ και του Καμένεφ, επειδή έκαναν αντιπολεμική προπαγάνδα, κι ακόμα και του Λένιν, που είχε αναγκαστεί να αρχίσει ξανά να κρύβεται.
Κόντευε, όμως, η ώρα. Τούτο το χάος δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Η Κόκκινη Φρουρά που αριθμούσε είκοσι πέντε χιλιάδες μαχητές στο Πέτρογκραντ, με την υποστήριξη των ναυτών του στόλου της Βαλτικής, είχε καταφέρει να νικήσει το στρατηγό Λαβρ Κορνίλοφ που αποπειράθηκε να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία. Ο Αρκίν καιγόταν ολόκληρος από την επιθυμία να καταλάβουν ολόκληρη τη χώρα οι μπολσεβίκοι μένα αιματηρό πραξικόπημα, που θα έβαζε τέλος σε τούτη τη δήθεν κυβέρνηση του Κερένσκι.
Και σένα μυστικό δωμάτιο, είχε εκφράσει στον Λένιν την ανάγκη να εξοντώσουν όλα τα άλλα επαναστατικά κόμματα. Τέρμα οι μενσεβίκοι, οι σοσιαλεπαναστάτες, οι συνταγματικοί δημοκράτες. Ένα μόνο κόμμα μπορούσε να κυβερνήσει τη χώρα - κι αυτό ήταν οι μπολσεβίκοι. Η Ρωσία χρειαζόταν σιδερένια πυγμή.
Γι’ αυτό είχε επιστρέψει στο Πέτρογκραντ ο Αρκίν, για να βρίσκεται στο πλευρό του Βλαντιμίρ Λένιν, για να φροντίσει να σαπίσουν οι αντίπαλοι επαναστάτες ηγέτες στο Φρούριο των Αγίων Πέτρου και Παύλου. Κάποιες στιγμές, όμως, όταν ένιωθε κουρασμένος και το γόνατο του τον πονούσε πιο πολύ από,τι συνήθως, παρακολουθούσε την Ελιζαβέτα και τη Βαλεντίνα στους δρόμους. Η Βαλεντίνα ήταν έξυπνη. Σωστός χαμαιλέων. Μεταμφιεζόταν σε εργάτρια, σε χωριάτισσα, και νόμιζε πως δεν θα την αναγνωρίσει κανείς. Κι ωστόσο είχε ομορφύνει ακόμα πιο πολύ μες στα χρόνια που εκείνος βρισκόταν στη Μόσχα, είχε γίνει πιο αισθησιακή, περισσότερο ποθητή.
Η Ελιζαβέτα, που τριγύριζε ακόμα με τα μετάξια και τις γούνες της, ήταν εύκολος στόχος για κάθε άντρα με κόκκινο περιβραχιόνιο που αποζητούσε εκδίκηση. Ωστόσο βάδιζε πάντα με το κεφάλι ψηλά. Ο Αρκίν την είχε προειδοποιήσει. Την είχε ικετέψει. Εκείνη απλώς είχε χαμογελάσει και τον είχε φιλήσει για να του κλείσει το στόμα.
«Είμαι αυτή που είμαι. Κι εσύ είσαι αυτός που είσαι», του είχε πει ψιθυριστά. «Ας μην το σκαλίζουμε».
Κι έτσι εκείνος είχε πάψει να το σκαλίζει. Δεν τολμούσε να ρωτήσει την Ελιζαβέτα για το παιδί, που δεν το έβλεπε ποτέ μαζί τους. Λες κι η Βαλεντίνα το κρατούσε κρυμμένο.
Η Βαλεντίνα με τη Λίντια στο πλευρό της καθόταν στο σαλόνι των γονιών της και τους ικέτευε να φύγουν από το Πέτρογκραντ όσο ακόμα το μπορούσαν.
«Βαλεντίνα», της απάντησε ο πατέρας της, «εδώ είναι το σπίτι μας. Αυτή είναι η χώρα μας. Δεν φεύγω».
«Μπαμπά, σε παρακαλώ, δεν υπάρχει ασφάλεια εδώ».
Εκείνος αγριοκοίταξε το χαλί. Οι ρυτίδες στο πρόσωπο του ήταν πια μόνιμες. Όπως κι όλοι οι άλλοι, είχε χάσει βάρος τους τελευταίους μήνες. Μαζί με τα κιλά του, είχαν χαθεί και διάφορα πράγματα από το σαλόνι. Τα δυο χρυσά κηροπήγια, ο παμπάλαιος σεντεφένιος πυρομάχος από το τζάκι. Τα είχε κρύψει κάπου μέχρι να περάσει το κακό; Ή είχαν πουληθεί; «Εμένα δεν με τρομάζουν αυτοί οι μπολσεβίκοι», είπε ο Ιβάνοφ.
«Θα πρεπε να σε τρομάζουν», αντιμίλησε η μητέρα, που ωστόσο δεν έδειχνε καθόλου τρομαγμένη η ίδια. Ήταν ντυμένη μένα σκούρο μεταξωτό φόρεμα, χωρίς μαργαριτάρια ή οποιοδήποτε άλλο κόσμημα. Ήταν κι αυτή προσεκτική με το δικό της τρόπο. «Όλους μας πρέπει να μας τρομάζουν όχι αυτά που έχουν κάνει, αλλά αυτά που θα κάνουν».
Ο Ιβάνοφ την κοίταξε έκπληκτος.
«Εσύ πώς ξέρεις τι έχουν σκοπό να κάνουν;»
«Διαβάζω τις εφημερίδες, ακούω συζητήσεις. Μας κυνηγάνε και μας σκοτώνουν έναν έναν. Μας παίρνουν τα σπίτια μας. Ζήτημα χρόνου είναι.»
«Μαμά, δεν τους μισείς;»
«Όχι. Πολεμάνε γιαυτά που πιστεύουν, όπως κι εμείς ζούμε σύμφωνα μαυτά που πιστεύουμε».
Ο άντρας της χλιμίντρισε ενοχλημένος κι η Βαλεντίνα σηκώθηκε και τον πλησίασε.
«Μπαμπά, να μη βγαίνεις απ’ το σπίτι». Του άγγιξε το χέρι κι εκείνος έπιασε το δικό της και το σφίξε. Η Βαλεντίνα έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Να προσέχετε, κι εσύ κι η μαμά».
«Εσύ αυτό κάνεις με τούτα τα γελοία ρούχα; Ποτέ μου δεν περίμενα η κόρη μου κι η εγγονή μου να φοράνε τέτοια κουρέλια».
«Παππού», είπε η Λίντια και χαμογέλασε σαν τον πατέρα της, «να φορέσεις ντρίλινο πουκάμισο και πάνινο σκουφί. Αστείος που θα είσαι!»
Γέλασαν όλοι. Θα το θυμόταν αυτό το τελευταίο τους γέλιο η Βαλεντίνα.
Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν ο καιρός ψύχρανε ξανά. Η Βαλεντίνα άρχισε να ετοιμάζει το σπίτι της. Κάλεσε έναν έμπορο επίπλων και του δώσε τα περισσότερα πράγματα της με αντάλλαγμα ένα χοντρό πάκο χαρτονομισμάτων.
Αυτά πήγε αμέσως και ταντάλλαξε με χρυσά νομίσματα και διαμάντια, γιατί ήξερε πως σύντομα το χαρτονόμισμα δεν θα είχε καμιά αξία. Τόσο ο έμπορος όσο και ο κοσμηματοπώλης τη λήστεψαν, αλλά δεν ήταν σε θέση να τους αντισταθεί.
Απέλυσε όλους τους υπηρέτες, γέμισε το σπίτι με άνευ αξίας κρεβάτια, καρέκλες και ντουλάπια, και κλείδωσε όλα τα πράγματα της Λίντιας και τα δικά της σε δυο δωμάτια πάνω. Κράτησε τα σύνεργα του Γιενς, το σχεδιαστήριο του, μερικά απτα ρούχα του, κανένα απτα βιβλία του, ένα γερό ζευγάρι παπούτσια και μερικά προσωπικά του αντικείμενα. Όλα τάλλα τα έδιωξε. Η Λίντια, καθισμένη στην ποδιά της με το τρενάκι και τους κύβους της αγκαλιά, την άκουγε να της μιλάει σοβαρή.
«Πρέπει να γίνουμε ίδιοι μαυτούς», της εξήγησε η Βαλεντίνα. «Δεν πρέπει να τους αφήσουμε να μας πετάξουν από το σπίτι μας, γιατί μετά δεν θα ξέρει πού να μας βρει ο μπαμπάς».
«Θα γυρίσει σύντομα;»
«Ναι, άγγελε μου. Σύντομα».
Τα ελαφίσια μάτια της κόρης της πετάρισαν.
«Μαμά, τώρα είμαι πέντε χρόνων».
«Το ξέρω».
«Είμαι σχεδόν μεγάλη».
Η Βαλεντίνα χαμογέλασε.
«Πράγματι».
«Γι’ αυτό, μαμά, πρέπει να μου πεις την αλήθεια».
«Ασφαλώς».
«Πότε θα γυρίσει ο μπαμπάς;»
«Σύντομα».
Το χειρότερο ήταν με το μεγάλο πιάνο. Όταν το έδιωξε, ήταν σαν να της έκοβαν ένα μέλος. Αφού το γυάλισε μέχρι που το έκανε ναστράφτει, έπαιξε για μια τελευταία φορά εκείνο το «Νυχτερινό» του Σοπέν. Η Λίντια, καθισμένη στο πάτωμα, έβαλε τα κλάματα.
«Είναι το αγαπημένο του μπαμπά», ψιθύρισε.
Κι ύστερα οι χαμάληδες σήκωσαν το πιάνο και το κουβάλησαν μακριά.
Ξένοι άνθρωποι ήρθαν να μείνουν στο σπίτι. Άνθρωποι που γέμισαν λάσπες το γυαλισμένο παρκέ, που δεν ήξεραν τι είναι ο διακόπτης του ηλεκτρικού ή πώς χρησιμοποιούν το καζανάκι της τουαλέτας. Η Βαλεντίνα κλειδώθηκε στα δύο της δωμάτια και κουκουλώθηκε στο κρεβάτι της φορώντας το νυχτικό του Γιενς που πια είχε χάσει τη μυρωδιά του. Είχε χάσει το σπίτι του, είχε χάσει ταγαπημένα του βιβλία, και τώρα έχανε και τη μυρωδιά του.
Από τα κατάβαθα της ψυχής της βγήκε ένα σπαρακτικό βογκητό.
Καθισμένη στο πάνω κεφαλόσκαλο, η Λίντια αγκάλιαζε τα γόνατα της και κοιτούσε δυο ξυπόλητα αγόρια κάτω στο χολ να παίζουν ποδόσφαιρο με την υδρόγειο του πατέρα της.
«Βίκτορ, μην της κάνεις κακό».
«Ελιζαβέτα, δεν θα βλάψω ποτέ την κόρη σου, στο έχω υποσχεθεί. Μόνο χάρη σεσένα ζει ακόμα ο άντρας της».
«Μην αφήσεις να της κάνουν κακό εκείνοι οι άνθρωποι με τα γκρίζα που αυτοαποκαλούνται στρατός. Ούτε εκείνοι που τριγυρίζουν σαν αγέλες λύκων αποδίδοντας τη δική τους εκδοχή της δικαιοσύνης. Μην τους αφήσεις να την πειράξουν».
«Όταν γκρεμίζεις ένα φράγμα στο ποτάμι, δεν μπορείς να πεις στα νερά να μην κυλάνε. Ό,τι μπορώ, θα το κάνω.
Για χατίρι σου. Για να προστατέψω εσένα». Ανασήκωσε το κεφάλι του απ’ το μαξιλάρι και φίλησε το λεπτό λαιμό που έσκυβε από πάνω του.
Εκείνη ανεβασμένη πάνω του κουνιόταν ρυθμικά, τα στήθη της απαλά σαν μετάξι χάιδευαν το στέρνο του κι ανάμεσα στους αναστεναγμούς της είπε: «Εγώ δεν χρειάζομαι προστασία». Κόλλησε δυνατά τα χείλη της στα δικά του κι η γλώσσα της αναζήτησε πεινασμένη τη δική του.