21

Η Βαλεντίνα χρειάστηκε λίγη ώρα για να βρει το δρόμο που έψαχνε, αλλά μόλις τον βρήκε αναγνώρισε αμέσως το μέρος. Ο αέρας είχε δυναμώσει κι άλλο, η βροχή μούσκευε τα πρόσωπα τους.

«Αυτό είναι το σπίτι».

Ο Γιενς δεν έδειξε καμιά διάθεση να χτυπήσει την πόρτα μπροστά στην οποία είχε σταματήσει η Βαλεντίνα. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε καμιά διάθεση από την αρχή να πάρει μέρος σαυτή την αποστολή, όμως εκείνη τον είχε παρασύρει σε τούτες τις φτωχογειτονιές αδιαφορώντας για τους κινδύνους, αδιαφορώντας αν εκείνος ήθελε να την ακολουθήσει. Οι ώμοι του ήταν σφιγμένοι.

«Βαλεντίνα, αυτό δεν είναι μέρος για σένα. Η στολή της νοσοκόμας που φοράς δεν σε κρύβει. Δεν κρύβει αυτό που είσαι. Δεν είναι ασφαλές για σένα να βρίσκεσαι εδώ».

Εκείνη γέλασε κι ο Γιενς ενοχλήθηκε.

«Ασφαλώς και είναι ασφαλές», του είπε η Βαλεντίνα.

«Αφού έχω εσένα μαζί μου. Κοίτα, αυτή είναι η πόρτα».

Ο Γιενς την έσπρωξε και η πόρτα έτριξε κι άνοιξε. Μόλις διάβηκαν το κατώφλι μια απαίσια μυρωδιά τους υποδέχτηκε, τόσο δυνατή, που αυτή τη φορά η Βαλεντίνα κάλυψε τη μύτη της με το μαντίλι της. Η πόρτα στα αριστερά της ήταν κλειστή, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχαν παιδιά να της τραβήξουν την προσοχή κι έτσι προχώρησε και τη χτύπησε. Δεν πήρε καμιά απάντηση. Κουβαλώντας τους μπόγους ο Γιενς έπιασε το πόμολο κι αυτό γύρισε εύκολα.

Το δωμάτιο ήταν παγωμένο σαν ψυγείο και επικρατούσε μισοσκόταδο, ένα απολειφάδι κεριού φώτιζε όσο μπορούσε το χώρο. Η Βαλεντίνα ήταν ανήσυχη γιατί ήξερε πως αυτή η γυναίκα με τις πληγές στο κεφάλι δεν την είχε καλοδεχτεί την προηγούμενη φορά.

«Βάρενκα;» τη φώναξε.

Όταν τα μάτια της συνήθισαν στο μισοσκόταδο, την τύλιξε η σιωπή - ούτε παιδιά να τρεχοβολάνε ούτε μωρό να τσιρίζει. Κανένας θόρυβος, μόνο μια καυτή και τραχιά ανάσα, όπως κάνει ένα λαχανιασμένο άλογο. Η μυρωδιά στο δωμάτιο ήταν ακόμη χειρότερη από,τι στην είσοδο.

«Βάρενκα;» φώναξε ξανά.

Μια κίνηση στο κρεβάτι. Ένα χέρι τράβηξε μια κουβέρτα κι ένα πρόσωπο πιο γκρίζο κι από τις στάχτες τους κοίταξε με κάτι μάτια σαν χαραμάδες. Ήταν η Βάρενκα. Δεν φορούσε μαντίλι στο κεφάλι της, οι ουλές ήταν ορατές ακόμη και στο μισοσκόταδο, αλλά κατάφερε να σηκωθεί όρθια στο κρεβάτι της.

«Φύγε», είπε με στριγκή φωνή. «Άσε με στην ησυχία μου».

Η Βαλεντίνα άφησε κάτω το πακέτο με το προσάναμμα που είχε αγοράσει και πήγε προς το κρεβάτι, κουνώντας τη μάλλινη κουβέρτα που είχε φέρει μαζί της. Αλλά ο Γιενς της άρπαξε το χέρι και την απομάκρυνε.

«Μη», της είπε κοφτά.

«Μη τι;»

«Μην την ακουμπάς».

«Γιατί;»

Η γυναίκα γέλασε μένα γέλιο σκληρό, γεμάτο πόνο.

«Αυτός τον μυρίζει. Τον έχει ξαναμυρίσει. Τον ξεχωρίζει».

«Τι μυρίζει;» ζήτησε να μάθει η Βαλεντίνα.

«Το θάνατο», είπε ήρεμα ο Γιενς. «Θανάψω τη φωτιά και μετά θα φύγουμε».

Η Βαλεντίνα τράβηξε το χέρι της.

«Όχι. Τώρα που ήρθα θέλω να της βράσω μερικά αβγά καινά.»

«Φύγε». Η γυναίκα έγειρε πίσω. Δεν είχε μαξιλάρι, μόνο ένα ξεχαρβαλωμένο στρώμα και μια (ίλιομπαλωμένη κουβέρτα που βρομούσε ξερατά κι άλλα χειρότερα.

«Είμαι νοσοκόμα πια», τόνισε η Βαλεντίνα. «Μπορώ να σε βοηθήσω».

Ποτέ της δεν είχε ανάψει φωτιά. Ούτε είχε βράσει ποτέ της αβγά. Ήταν αποφασισμένη να τα χάνει όλα τώρα.

Έψαξε ήρεμα γύρω της για να βρει κάποιο κατσαρόλι, ενώ ο Γιενς τακτοποιούσε τα πράγματα για νανάψει τη φωτιά.

Οι κινήσεις του ήταν σίγουρες, σκόρπισε το προσάναμμα στο τζάκι κι έβαλε και τα χάρτινα περιτυλίγματα απτα τρόφιμα που είχαν κουβαλήσει για να πιάσει καλά η φωτιά, που άναψε με το σπίρτο του. Οι φλόγες φώτισαν ξαφνικά το δωμάτιο κι η Βαλεντίνα ανατρίχιασε σύγκορμη. Το μέρος ήταν ελεεινό, κάτι παραπάνω από ελεεινό, μένα μεταλλικό κουβά ξέχειλο από κόπρανα στη μια γωνιά και ξεραμένους εμετούς σόλο το πάτωμα. Ένιωσε τη χολή να της ανεβαίνει στο λαιμό.

«Γιενς», του μουρμούρισε, «περίμενα ότι θα μπορούσαμε να της δώσουμε λίγο φαγητό, να την ευχαριστήσουμε που βοήθησε την Κάτια και να φύγουμε. Να κάνουμε το χρέος μας». Κοίταξε γύρω της. «Αλλά δες τώρα εδώ».

Το πρόσωπο εκείνου σκλήρυνε καθώς κοιτούσε τη γυναίκα στο κρεβάτι.

«Είναι άρρωστη, Βαλεντίνα. Μπορείς κι εσύ να μυρίσεις πόσο άρρωστη είναι. Αν μείνεις εδώ, είναι μεγάλο το ρίσκο.

Για το Θεό, δεν ξέρουμε τι έχει και μπορεί να κολλήσεις κι εσύ αν.»

Εκείνη ακούμπησε το δάχτυλο της στα χείλη του.

«Μόνο λίγα λεπτά, Γιενς. Θα κάνουμε γρήγορα».

«Το ξέρω», της είπε. «Όσο θάφηνες την Κάτια σου στην τύχη της, άλλο τόσο σκοπεύεις να αφήσεις κι αυτή την ξένη γυναίκα. Τέτοια είσαι εσύ».

Την αγκάλιασε με τα χέρια του, λες κι η γυναίκα δεν μπορούσε να τους δει με τα ζηλόφθονα μάτια της. Τη φίλησε στο μέτωπο. Στην ησυχία άκουσε να χτυπάνε τα δόντια «Θα κάνουμε γρήγορα», του υποσχέθηκε.

«Εσύ είσαι η νοσοκόμα». Κι όταν της χαμογέλασε κάτι πετάρισε μέσα στα σωθικά της σαν να ήταν οι χορδές του πιάνου της.

Δούλευαν ταυτόχρονα, δίπλα δίπλα, με μαντίλια είχαν καλύψει τη μύτη και το στόμα τους, ενώ στα χέρια τους φορούσαν τα γάντια τους. Έπαιρναν βαθιές ανάσες, κρατούσαν τον αέρα κι ανάσαιναν μόνο όταν έβγαζαν τα κεφάλια τους έξω στο δρόμο. Ο νυχτερινός αέρας ήταν ασύγκριτα καλύτερος, αν και στην πραγματικότητα μύριζε απόβλητα εργοστασίου κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο.

Τα χειρότερα ήταν στην αρχή. Η Βαλεντίνα πλησίασε στο κρεβάτι.

«Πού είναι το μωρό;» ρώτησε τη Βάρενκα.

Η γυναίκα έμοιαζε να έχει σπασμούς, τα μέλη της ήταν κουβαριασμένα από τον πόνο.

«Πέθανε», είπε ξερά.

«Λυπάμαι πολύ».

«Τάλλα κοιμούνται».

Η Βαλεντίνα κοίταξε μες στο μισοσκόταδο στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Με κόπο κατάφερε να διακρίνει τρία μικρά κουβαράκια κάτω από την κουβέρτα, τόσο αδύνατα σαν προέκταση της κουβέρτας. Έσκυψε πιο κοντά.

«Μην τα πλησιάζεις», πετάχτηκε η γυναίκα. «Θα τα ξυπνήσεις».

Η Βαλεντίνα έριξε μια ματιά στα μελανόγκριζα προσωπάκια τους και γύρισε από την άλλη. «

«Πάω να βρω λίγο νερό», είπε. «Θα πρέπει να υπάρχει κάποια βρύση έξω στο δρόμο».

Πήρε ένα πήλινο μπολ από ένα ράφι και βγήκε έξω βιαστικά. Ίσα που πρόλαβε. Σε μια θεοσκότεινη γωνιά έβγαλε από μέσα της ό,τι είχε φάει όλη μέρα, σκούπισε το στόμα με το μανίκι της κι απόμεινε να στέκεται στη βροχή με το πρόσωπο της να βρέχεται από το παγωμένο αλλά καθαρό νερό. Αυτά τα παιδιά ήταν που είχαν πάρει με μεγάλη χαρά τα κέρματα που τους είχε δώσει. Τώρα κείτονταν δίπλα στη μητέρα τους, ακίνητα κι άκαμπτα. Ήταν όλα πεθαμένα. Την ώρα που βρήκε τη βρύση και είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής, ένα αδέσποτο σκυλί καταβρόχθιζε τον εμετό της.

Η πόρτα άνοιξε απότομα κι η Βαλεντίνα τρόμαξε. Εκείνη την ώρα έβραζε το ένα κατσαρόλι πίσω από το άλλο στο τζάκι. Ακόμα και μετά το βράσιμο το νερό εξακολουθούσε ν έχει γκρίζο χρώμα και να είναι γλυφό.

«Ποιοι διάολοι είσαστε εσείς;» Ένας άντρας με στρατιωτική χλαίνη, εμφανώς άυπνος και με την πλάτη μούσκεμα απ’ τη βροχή, είχε κλοτσήσει την πόρτα για νανοίξει. Καταλάβαινες από μακριά πόσο πιωμένος ήταν. Πέταξε το πάνινο σκουφί του στο πάτωμα κι ένα ξυρισμένο κρανίο αποκαλύφθηκε γεμάτο με καφέ φακίδες σαν αβγό πουλιού.

«Τι στα κομμάτια γυρεύετε σπίτι μου; Κάνε πέρα απ’ τη γυναίκα μου».

Ο Γιενς κινήθηκε στη στιγμή. Πήρε το κατσαρόλι από το χέρι της Βαλεντίνας και της φόρεσε γρήγορα την κουκούλα της κάπας της.

«Φεύγαμε». Πέταξε μια χούφτα ρούβλια στο τραπέζι.

«Φέρε ένα γιατρό για τη γυναίκα σου και κάνε μια αξιοπρεπή κηδεία στα παιδιά σου».

«Εσύ». Ο άντρας προσπαθούσε να εστιάσει το βλέμμα του στη Βαλεντίνα, αλλά δεν τα κατάφερνε. «Ποια είσαι εσύ; Του λόγου σου, ένα τόσο νόστιμο κοριτσόπουλο, τι ζητάει εδώ.»

«Φεύγει αμέσως», μίλησε ο Γιενς. Η φωνή του ήταν ψυχρή.

«Ήρθαμε για να βοηθήσουμε τη γυναίκα σου», του είπε εκείνη. «Κανονικά εσύ θα πρεπε να ήσουν εδώ να τη βοηθάς».

«Βγάλε το σκασμό!» της είπε εκείνος και της έδωσε μια ανάποδη.

Η Βαλεντίνα παραπάτησε, αλλά προτού προλάβει αυτός να ξανασταθεί στα πόδια του μια μπουνιά τον έριξε στον τοίχο κι ήταν τόσο δυνατή, που έπεσε λίγος σοβάς.

«Μην παίζεις με την τύχη σου», γρύλισε ο Γιενς και τον άρπαξε απ’ το λαιμό.

«Ιβάν!» ούρλιαξε απ’ το κρεβάτι η γυναίκα. «Σε παρακαλώ, κύριε, μη χτυπήσεις τον άντρα μου».

Ο Γιενς άφησε τον άντρα.

«Δεν μου καίγεται καρφί για σένα», του είπε ξινά. «Η γυναίκα σου κάποτε βοήθησε τη φίλη μου κι εκείνη απλώς ήθελε νανταποδώσει τη χάρη. Αυτό είναι όλο».

«Παράσιτα που μας ρουφάτε το αίμα!» γρύλισε εκείνος.

Ο Γιενς ανασήκωσε τους ώμους και κίνησε να φύγει μένοντας ανάμεσα στη Βαλεντίνα και στον Ιβάν. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και το άνοιξε, έδωσε ένα και στον άντρα, που το πιάσε και το χώσε ανάμεσα στα χείλη του.

«Δουλεύεις;» ρώτησε ο Γιενς.

«Ναι. Ντα. Δουλεύω σκληρά κάθε μέρα, γαμώτο μου».

«Πού;»

«Στο χυτήριο του Ρασπόφ».

«Η δουλειά στο χυτήριο είναι σκληρή», σχολίασε ο Γιενς.

«Κι εγώ σκληρός είμαι».

«Ιβάν», του φώναξε η γυναίκα του, «μας βοηθάνε. Δες τη φωτιά».

Για πρώτη φορά τα κατακόκκινα μάτια του άντρα κοίταξαν ένα γύρω στο δωμάτιο κι η ματιά του έπεσε στο πακέτο με τα τρόφιμα που ήταν στο τραπέζι και στο καινούργιο κερί στο ράφι. Τέλος πρόσεξε τη φωτιά στο τζάκι και η θέα της έδειξε να τον ηρεμεί. Έσυρε τα πόδια του μέχρι το αναμμένο κερί κι άναψε το τσιγάρο του, ρούφηξε μευχαρίστηση κι άπλωσε τα τραχιά του χέρια πάνω απ’ το τζάκι.

«Ήσουν στη συνάντηση, έτσι δεν είναι;» είπε ο Γιενς κι έδειξε το φυλλάδιο που εξείχε από την τσέπη του σακακιού του.

«Ντα, ναι ήμουν. Και σένα τι σε κόφτει;»

«Τι λένε τώρα;»

«Λένε ότι τώρα κοντά θα ξεφορτωθούμε αρκετούς από σας. Η ώρα της δικαιοσύνης για τους προλετάριους έχει πλησιάσει τόσο πολύ, που μπορούμε να τη δαγκώσουμε.

Στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον, σύντροφοι στα όπλα.

Κι είμαστε οργανωμένοι».

«Κι άλλες απεργίες;»

«Ντα».

«Άκουσα ότι οι μπολσεβίκοι κι οι μενσεβίκοι δεν χωνεύονται μεταξύ τους».

«Άκουσες λάθος».

Η Βαλεντίνα ένιωσε ότι ο Γιενς έδειχνε αληθινό ενδιαφέρον. Μπορεί να είχε πει: Δεν μου καίγεται καρφί για σένα, όμως δεν ήταν αλήθεια, το βλέπε στα μάτια του.

«Γιενς;»

Εκείνος κούνησε το κεφάλι αλλά δεν πήρε τα μάτια του απτον Ιβάν, αυτόν τον άντρα που λάβαινε μέρος σε συναντήσεις κι απεργίες ενώ η γυναίκα του ήταν άρρωστη. Αυτόν τον άντρα που το σπίτι του το είχε σφουγγαρίσει η Βαλεντίνα, που είχε αδειάσει τον κουβά με τα περιττώματα, που τα παιδιά του ήταν πεθαμένα κι αφημένα στο κρεβάτι του ενώ εκείνος μπεκρόπινε.

«Ώρα να φεύγουμε», του είπε.

Ο Γιενς δεν έκανε καμιά κίνηση.

«Ιβάν, δεν χρειάζεται να γίνουν έτσι τα πράγματα», είπε. «Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν για την αλλαγή μέσα από την κυβέρνηση, άνθρωποι σαν τον Καριατάν και τον Κορνόφ. Η Επιτροπή Βιομηχανικής Ανάπτυξης έχει συναντήσεις με τους εργοστασιάρχες και πιέζει για αλλαγές που θα βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας».

«Ψέματα».

«Όχι, είναι αλήθεια».

«Σου λένε ψέματα. Οι εργοστασιάρχες πληρώνουν τους μπάσταρδους στις δικές σου επιτροπές με χοντρά φιλοδωρήματα. Τίποτα δεν αλλάζει». Στο πρόσωπο του ανθρώπου φάνηκε καθαρά η απελπισία. «Τίποτα. Είσαστε βλάκες όλοι εσείς αν πιστεύετε ότι η κατάσταση θαλλάξει με τις κουβέντες».

«Η εναλλακτική, σύντροφε, είναι να πλημμυρίσει αίμα η Λεωφόρος Νέφσκι».

«Ας γίνει έτσι».

Η Βαλεντίνα πήγε στην πόρτα και την άνοιξε.

«Ποια είσαι εσύ;» τη ρώτησε ο Ιβάν. «Ένα ομορφούλι πλουσιοκόριτσο. Πάω στοίχημα ότι ο πατέρας σου είναι κάποιος σπουδαίος. Διεφθαρμένος κι ανάξιος, αλλά σπουδαίος».

«Πώς τολμάς;» Ήθελε να τον χαστουκίσει για να τον κάνει να πάψει να χασκογελάει. «Ο πατέρας μου είναι ο υπουργός Ιβάνοφ και είναι ένας ειλικρινής j ακέραιος άνθρωπος».

Ξαφνικά ο Γιενς την άρπαξε απτον ώμο και βρέθηκαν να τρέχουν στο δρόμο. Η παγωμένη βροχή της περόνιασε τα μάγουλα.

«Βαλεντίνα», της μουρμούρισε καθώς την απομάκρυνε γρήγορα από το σπίτι. «Δεν έπρεπε να το πεις αυτό».

«Μα είναι αλήθεια. Ο πατέρας μου είναι ένας ακέραιος άνθρωπος».

«Δεν έπρεπε να πεις τόνομα σου».

Ο Αρκίν τους παρακολουθούσε να εξαφανίζονται μες στην καταρρακτώδη βροχή, το χέρι του μηχανικού γύρω από τη μέση της κοπέλας, το κεφάλι της ακουμπισμένο στον ώμο του. Τον ένα νανήκει στον άλλο. Τους κοιτούσε μέχρι που χάθηκαν και μετά κατευθύνθηκε προς την πόρτα απόπου μόλις είχαν βγει.

Δεν του πήρε πολύ για να την ανοίξει. Μια κοφτή σκουντιά με τον ώμο κι η πόρτα άνοιξε. Καθόλου φώτα. Φλούδες νυχτερινού ουρανού τρύπωναν μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας. Στάθηκε ακίνητος για ένα λεπτό, αφουγκραζόταν και περίμενε να προσαρμοστούν τα μάτια του στο σκοτάδι. Γιατί σαυτή την τρώγλη; Τι την έκανε να έρθει εδώ; Τι στο διάολο έκανε; Αναρωτιόταν τι θα έλεγε η μητέρα της όταν η κόρη της θα γύριζε στο σπίτι γεμάτη ψύλλους και ψείρες.

Από το στέγαστρο της απέναντι πόρτας είχε παρακολουθήσει το ζευγάρι που μπαινόβγαινε με κουβάδες από ακαθαρσίες και νερό, είδε την κοπέλα να γέρνει στον τοίχο και να βγάζει τα σωθικά της δίπλα στη βρύση. Είχε μουγκρίσει τόσο δυνατά, που εκείνος νόμιζε ότι θα πέθαινε. Αλλά όχι, τρέχοντας πάλι γύρισε πίσω και μπήκε στην πόρτα που ήταν σταριστερά της. Ο Αρκίν βρήκε την πόρτα. Την άνοιξε και μπήκε.

«Έξω!»

Ένας μεγαλόσωμος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι ήταν σωριασμένος πάνω σένα τραπέζι και τον κοιτούσε με κόκκινα μάτια. Μια γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι κι η άψυχη ματιά της του έφερε σύγκρυο.

«Σύντροφε, ήρθα για να σου μιλήσω», είπε στον άντρα.

«Τίποτ’ άλλο».

Η λέξη σύντροφος ήταν που έκανε τη διαφορά.

«Για τι πράγμα να μιλήσουμε;» ρώτησε καχύποπτα ο άντρας.

«Για τους επισκέπτες σου».

«Γιαυτούς!» Με ένα βρόμικο δάχτυλο έκοψε μια μεγάλη μπουκιά ψωμί και την έχωσε στο στόμα του. «Τι θες να μάθεις γιαυτούς;»

«Γιατί ήρθαν εδώ;»

«Έφεραν ψωμί και κουβέρτες στη γυναίκα μου. Αυτό όμως που χρειαζόμαστε είναι ένα μεροκάματο της προκοπής για να μπορούμε ναγοράζουμε το γαμημένο ψωμί μόνοι μας». Έχωσε το κεφάλι του μες στα χέρια του.

Ο Αρκίν πλησίασε στο κρεβάτι. Μύριζε άσχημα.

«Είπαν τίποτα;» ρώτησε την άρρωστη γυναίκα.

«Νιετ».

«Μόνο καλούδια σας έφεραν;»

«Ντα».

«Γιατί;»

«Αυτή είναι φίλη μου», του είπε ψιθυριστά.

Εκείνος παραλίγο να σκάσει στα γέλια. Αυτή η γυναίκα και η Βαλεντίνα; Αλλά θυμήθηκε πως εκείνη μες στη βροχή είχε βγάλει ένα δυνατό βογκητό. Έδειχνε να νοιάζεται.

«Ποιος είσαι εσύ;» έκρωξε η γυναίκα.

«Δουλεύω στον πατέρα της».

«Τον υπουργό;»

Άρα τους είχε πει αρκετά εκείνη.

«Είχε έρθει άλλη μια φορά», είπε η γυναίκα με μισόλογα. «Με την αδελφή της».

Τώρα κατάλαβε εκείνος. Θα πρέπει να ήταν τότε που ο Ποπκόφ τους είχε βοηθήσει την ημέρα της διαδήλωσης στη Μόρσκαγια, κι η Βαλεντίνα δεν είχε ξεχάσει την καλοσύνη της. Ο Αρκίν δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποια της τάξης της θα ασχολιόταν με τέτοια πράγματα.

«Πού δουλεύει ο άντρας σου;» τη ρώτησε.

«Στου Ρασπόφ».

Το χυτήριο στην άκρη της πόλης. Γύρισε γρήγορα πίσω στο τραπέζι, άναψε ένα τσιγάρο για τον ίδιο κι ένα για τον άντρα της και μετά τον σκούντησε να ξυπνήσει.

«Πάρε». Του έδωσε το τσιγάρο.

Ο άντρας το πήρε με γρουσούζικο ύφος και σηκώθηκε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα τσίμπλα.

«Εδώ είσαι ακόμη;»

«Δουλεύεις στο χυτήριο του Ρασπόφ».

«Ε, και;»

«Έχει πολλούς ανειδίκευτους εκεί».

«Και λοιπόν;»

Ξαφνικά η γυναίκα άρχισε ν’ αναγουλιάζει κι ο Αρκίν έτρεξε γρήγορα και έβαλε μπροστά της ένα τσίγκινο μπολ.

Πήγε να τραβήξει την κουβέρτα και πάγωσε από το σοκ.

Τρία πρόσωπα. Μικροσκοπικά και γκρίζα σαν πέτρες.

«Άφησε τα». Η φωνή της ήταν ξεψυχισμένη.

Η λύπη του πλάκωσε σαν μολύβι το στήθος.

«Ξέρω έναν παπά», της είπε απαλά. «Μπορώ να τον φέρω εδώ;»

Τα γεμάτα δυστυχία μάτια της έμειναν καρφωμένα πάνω του καθώς κούναγε καταφατικά το κεφάλι της. Εκείνος κίνησε για την πόρτα και σταμάτησε μόνο για να ταρακουνήσει τον ώμο του άντρα.

«Θα γυρίσω σε λίγο και θέλω να συζητήσουμε για τους ανειδίκευτους του Ρασπόφ».

Ο άντρας τον κοίταξε ζαβλακωμένος.

«Γιατί;»

«Γιατί έχω μια δουλειά γι’ αυτούς».

Загрузка...