16
Η αδελφή Σόνια θα ήταν η συνοδός της Βαλεντίνας εκείνο το απόγευμα. Παρά την ογκώδη σιλουέτα της στεκόταν στητή στη θέση της μέσα στο «Τουρικούμ», φορώντας το καλό της μαύρο παλτό και τα γάντια της, και μάλιστα η Βαλεντίνα πρόσεξε ότι το καπέλο της, με την κόκκινη βελούδινη κορδέλα, ήταν καινούργιο.
«Είμαστε πολύ προνομιούχοι», είπε η αδελφή Σόνια με τα μάτια της να λάμπουν, «που θα δούμε τον τσάρο».
«Αυτό είναι αλήθεια».
Ήταν αλήθεια. Αλλά της Βαλεντίνας δεν της καιγόταν καρφάκι. Κι ο Αρκίν που καθόταν μπροστά της, στη θέση του οδηγού, την έκανε να αναρωτιέται τι να σκεφτόταν με το προλεταριακό του μυαλό.
Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε, το μέρος δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι είχε φανταστεί. Εκείνη νόμιζε ότι θα βλέπε μια ξύλινη καλύβα δίπλα σε μια τεράστια τρύπα στο έδαφος και μια σκουριασμένη μεταλλική σκάλα καρφωμένη στο εσωτερικό της. Είχε έννοια που θα πρεπε να σκαρφαλώσει και γι’ αυτό το λόγο αποφάσισε να περιορίσει κατά πολύ τα μισοφόρια της για να μπορεί να κινείται πιο άνετα.
Φορούσε λοιπόν ένα παλτό από γούνα αλεπούς και καπέλο, κατόπιν επιμονής της μητέρας της, γιατί εκείνη έτσι θα έκανε αν πήγαινε να δει τον τσάρο Νικόλαο, αλλά από κάτω είχε επιλέξει ένα απλό μάλλινο φόρεμα με γυριστό γιακά για να μην κρυώνει κι αρκετά φαρδύ για να μπορεί να κινείται ελεύθερα.
«Ενθουσιασμένη;» ρώτησε τη νοσοκόμα μόλις κατέβηκαν από το αυτοκίνητο.
«Είναι μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μου η συνάντηση μου με τον τσάρο Νικόλαο», είπε η αδελφή Σόνια και κούνησε με έμφαση το κεφάλι της. «Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι όσο ζούσα θα είχα αιτή την τιμή».
Ο Αρκίν στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο για να τη βοηθήσει να βγει κι η Βαλεντίνα του έριξε μια ματιά, όμως δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα. Εκείνος φορούσε την απρόσωπη μάσκα του σοφέρ, αλλά η Βαλεντίνα θα στοιχημάτιζε το μαύρο της μανσόν ότι είχε παρακολουθήσει όλη τους την κουβέντα.
«Αρκίν», του είπε.
«Μάλιστα, δεσποινίς Βαλεντίνα».
«Αφού παρκάρεις το αυτοκίνητο μπορείς να έρθεις κι εσύ να επευφημήσεις τον τσάρο όταν φτάσει». Τον κοίταξε κατάματα κι αντίκρισε ένα απαθές γκρίζο βλέμμα. «Αν θέλεις».
«Σας ευχαριστώ, δεσποινίς Βαλεντίνα».
Του χαμογέλασε ελαφρά. Μια ελάχιστη νίκη σε αντάλλαγμα μιας τουφεκιάς. Μετά στράφηκε να επιθεωρήσει το κτίριο όπου θα έμπαιναν. Με τίποτα δεν ήταν μια ξύλινη καλύβα - το εντελώς αντίθετο. Επρόκειτο για ένα επιβλητικό τριώροφο τούβλινο κτίριο, με είσοδο από πέτρα περίτεχνα δουλεμένη. Το πιο εντυπωσιακό ήταν ο τρόπος που ήταν φτιαγμένη η γεμάτη καμπύλες είσοδος, σαν να μιμείτο τα τούνελ που σέρνονταν σαν τους κλέφτες κάτω από τους δρόμους της πόλης. Καμιά τεράστια τρύπα, τουλάχιστον προς το παρόν. Και πουθενά Κοζάκοι με τις στολές τους, η προσωπική φρουρά του τσάρου.
Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα όταν πλησίασε κι ένιωσε την καρδιά της να σταματάει όταν αντίκρισε τον Γιενς να στέκεται στην είσοδο. Το ένα του χέρι ήταν ήδη τεντωμένο προκειμένου να τη χαιρετίσει λες κι ανυπομονούσε.
«Κυρίες μου, καλησπέρα, ντόμπρι ντεν. Ήρθατε. Νόμιζα ότι θα το ξανασκεφτόσασταν να ταξιδέψετε μαυτή την απαίσια ομίχλη».
Καλά, όντως είχε σκεφτεί πως εκείνη δεν θα ερχόταν; Υποκλίθηκε πρώτα πάνω από το χέρι της μεγαλύτερης γυναίκας και της είπε: «Μου ομορφαίνετε τη μέρα, αδελφή Σόνια, με αυτό το πανέμορφο καπέλο. Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω».
Τα μάγουλα της νοσοκόμας έγιναν κατακόκκινα.
«Αυτό το παλιόπραμα; Σκέφτηκα ότι το μπορ του θα με προστατέψει από τα νερά που στάζουν μέσα στα τούνελ».
«Πόσο προνοητικό εκ μέρους σας», της χαμογέλασε εκείνος.
Η Βαλεντίνα πολύ θα θελε να αρπάξει το γαντοφορεμένο χέρι της νοσοκόμας μέσα από το δικό του, αλλά όταν εκείνος επιτέλους γύρισε προς το μέρος της τον συγχώρεσε αμέσως. Του συγχώρεσε τα πάντα γιατί την κοίταξε σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα, μετρούσε τα λεπτά - την άφησε να το δει, δεν της το έκρυψε. Εκείνη νόμιζε ότι η ομίχλη της μέρας θα είχε κάνει άχρωμα τα μάτια του, αλλά αυτά άστραφταν σαν τα πρώτα χορταράκια της άνοιξης, ένα χρώμα που η Βαλεντίνα δεν είχε ξαναδεί, τουλάχιστον σε μάτια. Της πήρε το χέρι, κι αυτή νόμισε ότι θα της το φιλήσει, όμως εκείνος συγκρατήθηκε. Έσκυψε το κεφάλι του κι η κοπέλα μπόρεσε να δει την κορφή του κεφαλιού του, τον τρόπο που ανέμιζαν τα μαλλιά του λες και κάπου ήθελαν να πάνε. Πίεσε πολύ τον εαυτό της για να μην του τα χαϊδέψει.
«Καλησπέρα, Γιενς», είπε ήρεμα.
Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Εξακολουθούσε να είναι μπερδεμένη για τα αισθήματα του απέναντι στην κόμισσα, όμως για σήμερα μπορούσε να μην το σκέφτεται. Τα δάχτυλα της ανακατεύτηκαν για μια μόνο στιγμή με τα δικά του, προτού τραβήξει το χέρι της.
«Είναι όλοι εδώ;» τον ρώτησε. «Έτοιμοι για την άφιξη του τσάρου Νικολάου;»
Το στόμα του σφίχτηκε.
«Πολύ φοβάμαι ότι δυστυχώς η άφιξη της Αυτού Μεγαλειότητας θα καθυστερήσει. Δεν θα μπορέσει να μας συνοδεύσει στην ξενάγηση του εργοστασιακού χώρου».
Ένα επιφώνημα γεμάτο απογοήτευση ακούστηκε από τη μεριά της αδελφής Σόνιας: «Ω», είπε μένα μακρόσυρτο αναστεναγμό.
«Ζητώ συγγνώμη για την απρόβλεπτη αλλαγή των σχεδίων, αλλά αυτό τον καιρό η Αυτού Μεγαλειότης είναι πάρα πολύ απασχολημένος. Ο υπουργός Νταβίντοφ κι η γυναίκα του ήρθαν στη θέση του».
«Αλλά όχι ο τσάρος;» κλαψούρισε η νοσοκόμα.
«Όχι ο τσάρος».
«Μη γίνεσαι γελοία, αδελφή», είπε απότομα η Βαλεντίνα. «Εμείς ήρθαμε να δούμε αυτά τα μηχανικά επιτεύγματα. Είμαι σίγουρη ότι αυτό δεν θα σε απογοητεύσει».
«Βαλεντίνα, είσαι κι εσύ απογοητευμένη;»
Ο Γιενς ήταν αυτός που μίλησε. Η ερώτηση του ήταν κοφτή, ευθεία, τόσο που την ξάφνιασε.
«Όχι».
«Αλήθεια;»
«Εγώ ήρθα για να δω τα τούνελ».
«Τότε καλύτερα να σε πάω σαυτά».
Της πρόσφερε το μπράτσο του και μαζί κατευθύνθηκαν προς την πόρτα. Θα πρέπει να υπήρχε κάποιος χώρος υποδοχής κι ίσως κι άλλοι άνθρωποι, αλλά αυτή ούτε καν το πρόσεξε, αυτό που την ένοιαζε ήταν οι δυνατοί του μύες που τους ένιωθε κάτω από το χέρι της κι η ζεστασιά του ώμου του δίπλα της.
Τα τούνελ, υπενθύμισε στον εαυτό της. Γιαυτά είμαι εδώ.
Είχε πέσει έξω για τη σκουριασμένη σκάλα: Είχαν κατασκευάσει ένα μηχανοκίνητο ασανσέρ, κατάλληλο πιο πολύ για να κουβαλάει ζώα παρά ανθρώπους. Η σιδερένια πόρτα έκλεισε με θόρυβο κι η Βαλεντίνα ένιωσε το στομάχι της να πέφτει στο πάτωμα, ενώ τα υπόλοιπα σωθικά της μαζί μαυτήν να βυθίζονται στα έγκατα της γης. Είχε συστηθεί με τη μαντάμ Νταβίντοβα, τη θυμόταν από το χορό την είχαν συστήσει, μάλιστα, και στους άλλους καλεσμένους αλλά δεν θυμόταν κανέναν. Μόνο ο Γιενς και τα τούνελ του υπήρχαν στο μυαλό της.
Τα τούνελ του φάνταζαν αναμφίβολα απειλητικά. Μύριζαν λες και εκεί μέσα είχαν σύρει κάποιο ψοφίμι κι ένα ρεύμα αέρα που όλο και μεγάλωνε είχε γίνει μόνιμος συνοδός τους. Λες και οι σήραγγες ανέπνεαν μαζί της. Νερό έσταζε από τους τοίχους και σκοτεινές τρύπες κρύβονταν πίσω από τις λάμπες που κρέμονταν κατά μήκος της θολωτής οροφής τους.
Οι καλεσμένοι ήταν δώδεκα, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, συν τέσσερις αξιωματούχοι από το εργοτάξιο, τις συστάσεις των οποίων ανέλαβε ο Γιενς - ένας μηχανικός, ένας τοπογράφος, ο αρχιεργάτης κι ένας ειδικός στα νερά.
Κι όλοι τους κινούνταν μέσα στα τούνελ με τη φυσικότητα ενός τυφλοπόντικα, έσκυβαν τα κεφάλια τους χωρίς να το σκεφτούν μόλις η οροφή χαμήλωνε, γύριζαν αυτομάτως το κεφάλι τους από την άλλη με το που περνούσαν από ένα παρακαμπτήριο τούνελ για να μην τους πνίξει ο νοτισμένος αέρας.
Στην είσοδο θα εκφωνούνταν οι λόγοι. Ο Γιενς είχε μιλήσει για τους σκοπούς του σχεδίου, για την ανάγκη ενός αποχετευτικού συστήματος και για ένα σύστημα ύδρευσης, προκειμένου να βελτιωθεί η υγιεινή τη£ πόλης. Δύο χιλιάδες άνθρωποι είχαν πεθάνει πέρσι, η χολέρα οργίαζε στις βρομερές φτωχογειτονιές. Τόσα εκατομμύρια γαλόνια λυμάτων χύνονταν κάθε μέρα. Η χαμηλή στάθμη του νερού προκαλούσε υπερχείλιση, γιατί η Αγία Πετρούπολη ήταν χτισμένη πάνω σε ελώδεις περιοχές γεμάτες κουνούπια.
Τόσα εκατομμύρια τούβλα ψήνονταν στη Μόσχα και μεταφέρονταν εδώ. Και για όλον αυτό τον εργατικό οργασμό, απαιτούνταν δωδεκάωρες βάρδιες μέρα και νύχτα. Οι σωλήνες των υπονόμων είχαν κατεύθυνση βόρεια, προς τον κόλπο της Φινλανδίας.
Λίγο πριν τελειώσει το λόγο του, η Βαλεντίνα έπαψε να τον ακούει. Κοιτούσε το στόμα του και τον τρόπο που κινούνταν τα χείλη του. Είχε ένα πολύ ενδιαφέρον και καλοσχηματισμένο πιγούνι. Φορούσε ένα δερμάτινο καπέλο που του πατίκωνε τα μαλλιά και χοντρές μπότες με δερμάτινες σόλες που πλατάγιζαν από το πολύ νερό που είχαν ρουφήξει. Της άρεσε που όλοι τον άκουγαν με προσοχή όσο εκείνος μιλούσε, ακόμη κι ο υπουργός Νταβίντοφ με την ξινισμένη φάτσα της άρεσε που όταν τέλειωσε την ομιλία του το "φέρε από δω το φέρε από κει και πήγε κι έκατσε δίπλα της.
«Ενδιαφέρον;» τη ρώτησε.
«Ναι, πολύ».
«Φοβισμένη;»
«Ναι, πολύ».
«Δεν σε πιστεύω».
Εκείνη γέλασε.
«Το έργο σου είναι πραγματικά θεαματικό», πρόσθεσε.
«Θα πρέπει να είσαι πολύ περήφανος».
Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και την κοίταξε προσεκτικά στο πρόσωπο. Η αδελφή Σόνια ήταν μπροστά τους εντελώς απορροφημένη από τη συζήτηση με τη μαντάμ Νταβίντοβα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της καμφοράς προκειμένου να μυρίζουν ευχάριστα οι χώροι του σπιτιού. Ήταν έτοιμη να το προτείνει και στον Γιενς για να τη χρησιμοποιούν στα υπόγεια, όταν ένας θόρυβος λες κι έσπαγε ο φλοιός της γης ακούστηκε να διαπερνά τα τούνελ κι ήταν τόσο δυνατός, που ξέσκισε τα τύμπανα των αυτιών τους. Το έδαφος κάτω απτα πόδια της Βαλεντίνας κόπηκε στα δυο.
Τα φώτα έσβησαν. Το σκοτάδι σκέπασε τα πάντα. Φωνές ακούστηκαν για λίγο, γιατί κι αυτές σκεπάστηκαν από τους βράχους και τα τούβλα που έπεφταν από την οροφή.
Η Βαλεντίνα σκόνταψε κι ένιωσε να την κυριεύει ο πανικός.
Θα είχε πέσει χάμω αν ένα χέρι δεν την άρπαζε από τον καρπό για να την κολλήσει πάνω σ’ έναν τοίχο. Χωρίς να βλέπει και κοντεύοντας να πνιγεί από τη σκόνη, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κρατήσει το στόμα της κλειστό.
«Από δω». Η φωνή του Γιενς δίπλα της. Σκληρή κι απότομη.
Την τράβηξε πίσω του. Εκείνη ούτε ναναπνεύσει μα ούτε και να σκεφτεί μπορούσε. Την πονούσαν ταφτιά της.
Έσκυψε το κεφάλι της καθώς εκείνος την πήγαινε σένα μικρότερο παρακλάδι του τούνελ.
«Από δω!»
Το μυαλό της Βαλεντίνας πάλευε να πάρει στροφές.
Άπλωσε το χέρι της προς τα πίσω, βρήκε κάποιου το χέρι κι αρνήθηκε πεισματικά να το αφήσει. Φωνές αντιλαλούσαν στους τοίχους καθώς άνθρωποι σκόνταφταν από δω κι από κει, αλλά η κατάσταση παρέμενε η ίδια. Δεν μπορούσε να καταπιεί γιατί η καρδιά της είχε φρακάρει το λαιμό της. Η σύγχυση τρύπωνε σε όλες τις κόγχες του μυαλού της, όπως η σκόνη.
Μπροστά της, ακόμα και μέσα σαυτό το ζοφερό σκοτάδι, ο Γιενς ήξερε πού πήγαινε, ενώ τα δάχτυλα του σαν σύρματα εξακολουθούσαν να χώνονται στον καρπό της. Δεν επρόκειτο με τίποτα να την αφήσει. Κι εκείνη πιάστηκε από αυτή την τόσο απλοϊκή σκέψη.
Ησυχία. Το τέλος είχε έρθει. Αυτή η ησυχία που μόνο κάτω από τη γη υπάρχει. Ο Γιενς την ήξερε καλά αυτή την απόλυτη έλλειψη ήχου. Κάποιες φορές αναρωτιόταν αν κάπως έτσι ήταν ο θάνατος, όχι η φρικτή φλεγόμενη κόλαση, αλλά μια παγερή κι αμείλικτη απουσία. Ούτε ζωή, ούτε ήχος, ούτε φρέσκος αέρας να ανασάνεις. Μια δυνατή σουβλιά του τρύπησε το κεφάλι. Άναψε ένα κερί και τότε είδε τα χέρια του να τρέμουν. Γύρω του ακούστηκαν μικροί αναστεναγμοί, γιατί μαζί με το κερί είχε ανάψει κι η ζωή.
Ήταν απαράβατος όρος να μην τολμάει κανείς να κατέβει κάτω αν δεν είχε στην τσέπη του σπίρτα κι ένα κερί.
«Πόσοι είμαστε;» Μέτρησε κεφάλια. «Οκτώ».
Οκτώ από τους δεκαεπτά. Θεέ μου! Ο υπουργός Νταβίντοφ κι η γυναίκα του ήταν εκεί, όπως κι ο Κρόσκιν, ο νεαρός τοπογράφος. Έλειπε όμως ο μηχανικός. Κι ο Προυτζ, ο ειδικός στα νερά. Ποιος άλλος; Ο Γιενς σήκωσε το κερί πιο ψηλά, σκιές κουνήθηκαν στον αποπνικτικό από σκόνη αέρα.
Η Βαλεντίνα ήταν εδώ, καθόταν ανακούρκουδα στο έδαφος. Για ένα απίστευτα φοβερό λεπτό εκείνος τρόμαξε ότι ήταν χτυπημένη, αλλά όχι, βοηθούσε τη νοσοκόμα, κι οι δυο μαζί περιποιούνταν τον Κρόσκιν που ήταν ξαπλωμένος στο υγρό χώμα. Το ένα του μπατζάκι είχε γίνει κομμάτια και σένα μέρος η γάμπα του είχε τραυματιστεί. Δυο άλλοι ήταν όρθιοι κι έτρεμαν σύγκορμοι, ένα μέλος της Δούμας με φαβορίτες κι η γυναίκα του - εκείνος έκλαιγε με πνιχτά αναφιλητά κι εκείνη τον είχε αγκαλιάσει και του ψιθύριζε σύντομες και κοφτές οδηγίες.
«Σώπασε, όχι δάκρυα, Γιακόφ, σώπασε τώρα, σκούπισε τα μάτια σου».
«Εδώ θα πεθάνουμε». Τα λόγια βγήκαν κομπιαστά από μέσα του.
Η Βαλεντίνα σήκωσε το κεφάλι της. Το καπέλο της είχε εξαφανιστεί, τα μαλλιά της ήταν μες στη σκόνη. Γύρισε και κοίταξε κατάματα τον Γιενς.
«Έτσι είναι;» ρώτησε. Απλά και μόνο μια ντόμπρα ερώτηση. «Θα πεθάνουμε;»
Όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του κι ο Γιενς ένιωσε να τον βαραίνουν όσο οι βράχοι που στέκονταν πάνω απτα κεφάλια τους.
«Όχι. Νιέτ. Όχι βέβαια. Ρίξτε μια ματιά να δείτε πού βρισκόμαστε. Βρισκόμαστε σένα πέρασμα. Δυο βάνες, η μια δίπλα στην άλλη, ελέγχουν και κατευθύνουν τη ροή του νερού μέσα στο αυλάκι που βρίσκεται εκεί». Τους έδειξε μέσα στο σκοτάδι, εκεί που το φέγγος του κεριού δεν έφτανε. Ζεστό κερί έσταξε στα δάχτυλα του. Συνέχισε να μιλάς.
Συνέχισε ac κρατάς το μυαλό τους απασχολημένο για να ξεχνούν τους φόβους τους. «Αλλά εδώ», είπε κι απομακρύνθηκε λίγο από δίπλα τους, «στο γάντζο, σε περίπτωση ανάγκης, υπάρχει αυτό».
Κρατούσε στα χέρια του μια λάμπα πετρελαίου, σαν το μάγο που εμφανίζει το κουνέλι. Την άναψε με το κερί του κι είδε τα πρόσωπα των γύρω του από σταχτιά να γίνονται αρρωστιάρικα κίτρινα. Τα μάτια τους τον κοίταζαν ολοστρόγγυλα.
«Πρέπει να δώσουμε τον απαιτούμενο χρόνο στους μηχανικούς που είναι πάνω να εκτιμήσουν την κατάσταση», συνέχισε να μιλάει. «Όλοι θα είναι σοκαρισμένοι εκεί πάνω, όπως κι εμείς εδώ». Χαμογέλασε με το ζόρι. «Είμαστε ασφαλείς εδώ», τους είπε. «Να είμαστε ευχαριστημένοι».
«Πώς ξέρεις ότι από λεπτό σε λεπτό δεν θα καταρρεύσει και κάτι άλλο;»
Ήταν ο υπουργός Νταβίντοφ. Ανάθεμα τον. Όλοι γύρισαν και κοίταξαν τα τοξωτά τούβλα που ήταν ένα μέτρο πάνω απτα κεφάλια τους, στο ψηλότερο σημείο, ψάχνοντας για ρωγμές. Ο Γιενς μύρισε το φόβο τους που ήταν διάχυτος στο πέρασμα.
«Το τούνελ είναι δυνατό και συμπαγές».
«Τόσο δυνατό που μας πλάκωσε». Το αδύνατο πρόσωπο του Νταβίντοφ ήταν αλλοιωμένο από την ένταση.
«Όχι».
«Τι εννοείς, Φρίις;»
«Το τούνελ δεν έπεσε γιατί δεν ήταν δυνατό».
Η Βαλεντίνα σηκώθηκε όρθια, μια μικροκαμωμένη φιγούρα στο θεοσκότεινο σπήλαιο.
«Έγινε έκρηξη. Την άκουσα».
«Κοπελιά, μη λες βλακείες. Η στέγη δεν ήταν αντοχής.
Κατέρρευσε και-»
«Έχει δίκιο», τον διέκοψε ο Γιενς. Τέτοια οξύτατη ακοή.
Είχε το νου της, άκουσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ακούνε.
«Τι διάολο προσπαθείς να πεις, ότι.»
«Αντρέι», είπε ήρεμα η μαντάμ Νταβίντοβα κι ακούμπησε σταθερά το χέρι της στο μπράτσο του συζύγου της, «όχι τώρα. Τώρα μας νοιάζει να σωθούμε. Ας αφήσουμε τις αλληλοκατηγορίες για αργότερα». Κοίταξε γύρω της και χαμογέλασε. Δεν ήταν το χαμόγελο που θα μπορούσε να πείσει κάποιον, αλλά εκείνη την ώρα ήταν ό,τι έπρεπε. Η ένταση διαλύθηκε για λίγο.
«Μαντάμ Νταβίντοβα, είναι αλήθεια αυτό που λέτε. Πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι. Το σπουδαιότερο απόλα είναι να δούμε ποιος έχει τραυματιστεί». Ο Γιενς πήγε προς τον Κρόσκιν, τον τοπογράφο. Ο νεαρός πονούσε κι είχε σταυρωμένα τα χέρια του στο στήθος του.
«Πόσο άσχημα είναι;»
Ο Κρόσκιν μόρφασε.
«Θα ζήσω».
«Όλοι θα ζήσουμε».
Η νοσοκόμα κούνησε ενθαρρυντικά το κεφάλι της.
«Έχει κοπεί βαθιά κάτω απ’ το γόνατο, αλλά ευτυχώς δεν έχει σπάσει το κόκαλο». Με ένα από τα πλισεδένια μισοφόρια της πίεζε δυνατά την πληγή.
«Ορίστε». Ο Γιενς τράβηξε ένα μαχαίρι από την τσέπη του.
Τα μάτια του Κρόσκιν άνοιξαν διάπλατα.
«Αγόρι μου, δεν σκοπεύουμε να σου κόψουμε το πόδι», τον καθησύχασε ο Γιενς. «Επιδέσμους θέλουμε να κόψουμε». Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της νοσοκόμας. «Κάντε ό,τι μπορείτε», της μουρμούρισε. «Νταβίντοφ, έλα κι εσύ εδώ να κόψεις επιδέσμους».
Κι έδωσε το μαχαίρι στον υπουργό.
«Έχει χτυπήσει κανείς άλλος;»
Κανείς δεν μίλησε. Έριξε μια ματιά στους ανθρώπους γύρω του, παγιδευμένους σαυτόν το φρικιαστικό κάτω κόσμο μες στο μισοσκόταδο, κι εντυπωσιάστηκε από την καρτερία που έδειχναν. Ένιωσε ότι τους σεβόταν, ακόμη κι αυτό το καθίκι τον Αντρέι Νταβίντοφ που μετέτρεπε με δεξιοτεχνία τα μισοφόρια σε επιδέσμους.
«Όλοι μας έχουμε χτυπήματα και μελανιές, το ξέρω, αλλά» -σε κανέναν δεν άρεσε αυτό- «αν δεν υπάρχει κάτι άλλο πιο σοβαρό, να φύγω».
«Όχι. Μη».
Αυτή ήταν η Βαλεντίνα. Εκείνος πρόσεξε τη γρατζουνιά που χε στο λαιμό της.
«Θα πας πίσω, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.
«Πρέπει».
«Γιατί μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι τραυματίες».
Τραυματίες. Πλακωμένοι. Ανήμποροι. Να αιμορραγούν και να πεθαίνουν. Ζωντανοί. Νεκροί. Όλα αυτά μαζί. Όλοι σκέφτονταν διάφορα με το μυαλό τους.
Η Βαλεντίνα μίλησε βιαστικά.
«Είναι επικίνδυνο να πας μόνος σου. Πάρε κάποιον μαζί σου».
Πάρε εμένα μαζί σου. Αυτό εννοούσε.
Εκείνος τους κοίταξε όλους μέσα στο πέρασμα. Αποφάσισε να πάρει τον πιο αδύναμο μαζί του, το μέλος της Δούμας, για να μην επηρεάζει δυσμενώς τους άλλους με το φόβο του. Ο Γιενς δεν ήθελε να πανικοβληθούν οι υπόλοιποι όταν εκείνος θα έφευγε.
«Εσύ». Κι έδειξε το μέλος της Δούμας. «Έλα μαζί μου».
Η Βαλεντίνα βόγκηξε απαλά. Ήταν τόσο κοντά της, που μπορούσε να διακρίνει τη σκόνη που είχε κάτσει στα βλέφαρα του. Μα δεν μπορούσε να την πάρει μαζί του. Δεν μπορούσε να ξέρει ποιοι από αυτούς τους διαμελισμένους εκεί κάτω θα ήταν σε θέση να περπατήσουν. Ξανάναψε το κερί, πήρε από τον αγκώνα το βουλευτή της Δούμας και τον οδήγησε πίσω στο άνοιγμα του τούνελ. Ένιωσε το χέρι του ανθρώπου να τρέμει.
«Περίμενε!» Η Βαλεντίνατον σταμάτησε. «Πάρε τη λάμπα, εσύ θα τη χρειαστείς περισσότερο από μας. Άσε μας μόνο το κερί». Πήρε τη λάμπα απτον τραυματία και την πήγε στον Γιενς. Την έτεινε προς το μέρος του.
«Παρτη».
«Σ’ ευχαριστώ. Σπασίμπα».
«Να προσέχεις».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι.
«Υπουργέ Νταβίντοφ», φώναξε, «να προσέχεις τις γυναίκες».
«Γιενς», του είπε ψιθυριστά η Βαλεντίνα, «δεν νομίζεις ότι οι γυναίκες είναι αυτές που πρέπει να προσέχουν τους άντρες;».
«Εννοείς ότι έπρεπε να σε πάρω μαζί μου;»
«Ναι, αυτό εννοώ».
«Δεν μπορώ».
«Το ξέρω. Δεν έχει αστέρια αυτή τη φορά».
Εκείνος δεν κρατήθηκε και χαμογέλασε. Μετά έφυγε, η σκοτεινή τρύπα του τούνελ τον κατάπιε τόσο βαθιά, που προς στιγμήν απόρησε κι ο ίδιος από το πηχτό σκοτάδι.
Η Βαλεντίνα ένιωσε την απώλεια. Όχι τόσο για το κερί που ετοιμαζόταν να σβήσει κι οι γύρω της γίνονταν νευρικοί, σαν το ποντίκι που είναι κλεισμένο στο ίδιο κλουβί με τη γάτα. Αλλά τη δική του απώλεια, την αύρα του. Χωρίς τον Γιενς το τούνελ έμοιαζε πιο άδειο, ο αέρας ακόμη πιο αποπνικτικός κι οι άνθρωποι μικρότεροι. Η διάσωση τους που πριν από λίγο φάνταζε πιθανή, τώρα της φαινόταν αδιανόητη : Φοβόταν ότι εκείνος δεν θα ξαναγύριζε.
Τον είχε παρατηρήσει πώς κινιόταν μες στο απόλυτο σκοτάδι, λες και του ανήκαν αυτές οι σήραγγες, λες κι ήταν δικές του κι όχι της πόλης - όπως, ας πούμε, κινείσαι στο σπίτι σου. Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε τι θα σήμαινε γι’ αυτόν η κατάρρευση των στοών αυτών. Ένα βογκητό ακούστηκε από τον τοπογράφο κι οι σκέψεις της κόπηκαν απότομα. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να βολέψει όσο καλύτερα γινόταν τον Κρόσκιν, όταν η αδελφή Σόνια έδεσε το πόδι του, αλλά προφανώς δεν ήταν αρκετά. Του είχε βάλει το σάλι της προσκέφαλο και τον είχε σκεπάσει με το γούνινο παλτό της μήπως κι η ζεστασιά του απάλυνε τον πόνο. Τα βογκητά του ήταν πνιχτά γιατί με το ένα του χέρι είχε σκεπάσει το πρόσωπο του, και μολονότι εκείνη του κρατούσε το άλλο χέρι μέσα στα δικά της, αυτός δεν μιλούσε.
«Η οικογένεια σου είναι εδώ, στην Πετρούπολη;» τον ρώτησε.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του, τίποτε άλλο.
«Έχω μια αδελφή», του είπε γλυκά. «Τη λένε Κάτια».
Κάτια, δεν έχω πεθάνει. Μην τους πιστέψεις αν σου πούνε ότι πέθανα. Και μη φοβάσαι καθόλου για μένα. Θα γυρίσω, δεν θα σε εγκαταλείψω, στο υπόσχομαι. «Είναι ξανθιά σαν κι εσένα και της αρέσει να παίζει χαρτιά. Εσύ έχεις αδελφή;»
Άλλο ένα κούνημα του κεφαλιού.
«Πώς τη λένε την αδελφή σου;»
Τίποτα. Τα ρίγη χειροτέρεψαν.
«Έχουν συστήματα ασφαλείας και διάσωσης», του είπε.
«Μην ανησυχείς, θα μας βγάλουν από δω μέσα».
Εκείνος κατέβασε το χέρι από το πρόσωπο του.
«Αλήθεια;»
«Ασφαλώς κι είναι αλήθεια».
«Ψέματα λέει». Ο Νταβίντοφ στεκόταν δίπλα της, η άγαρμπη σκιά του έπεφτε πάνω της. «Όπως λέει ψέματα κι ότι άκουσε την έκρηξη».
«Γιατί να πω ψέματα;» ζήτησε εκείνη να μάθει.
«Για να προστατέψεις τον Φρίις. Θα παραπεμφθεί γιανικανότητα, αν βγούμε ζωντανοί από εδώ μέσα».
Εκείνη γύρισε και κοίταξε τους υπόλοιπους.
«Άκουσε κανείς άλλος την έκρηξη;»
Η αδελφή Σόνια κούνησε το κεφάλι της. Η μαντάμ Νταβίντοβα στεκόταν εντελώς ακίνητη, δίπλα στο κερί στο πάτωμα, και με τίποτα δεν το άφηνε από τα μάτια της. Η φλόγα του έκανε τη σκιά της να διαγράφεται πάνω στους τοίχους. Κοιτούσε ζαλισμένη τον άντρα της. Μόνο η γυναίκα του βουλευτή, σωριασμένη στο πάτωμα, κούνησε έντονα το κεφάλι της.
«Εγώ την άκουσα», δήλωσε. «Τα αφτιά μου ακόμα με πονάνε. Τα δικά σου όχι;»
«Ναι», είπε η Βαλεντίνα και κοίταξε τη μαντάμ Νταβίντοβα.
Αργά η γυναίκα του υπουργού κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Μια έκρηξη», επανέλαβε η Βαλεντίνα. Γνώριζε τον ήχο. Της είχε εντυπωθεί από το Τέσοβο. «Μια βόμβα».
Η λέξη έφτανε για να σπάσει το εύθραυστο κέλυφος που μέσα του είχαν βρει καταφύγιο.
«Ποιος θα θελε να επιτεθεί στους υπονόμους;» ψιθύρισε η αδελφή Σόνια. Δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά της.
«Δεν πρόκειται για τους υπονόμους», είπε απότομα ο Νταβίντοφ. «Είστε τόσο ηλίθιοι και δεν βλέπετε τον πραγματικό στόχο;»
«Ο τσάρος», είπε με κοφτό ύφος η Βαλεντίνα. «Ήθελαν να σκοτώσουν τον τσάρο».
Εκείνη κοιτούσε το κερί που έλιωνε καθώς καιγόταν. Κοιτούσε την ώρα, που την έκαιγε κι αυτή. Ακόμα να γυρίσει ο Γιενς. Ήθελε να πάει ξοπίσω του. Αντί γι’ αυτό αφουγκραζόταν το κελάρυσμα του νερού δίπλα της. Προσπάθησε να εκτιμήσει τα τραύματα στα πέντε πρόσωπα που ήταν γαντζωμένα γύρω από τη φλόγα. Απέφευγε να σκεφτεί τι ζημιά είχε πάθει η ίδια.
Η αδελφή Σόνια ήταν ψύχραιμη. Είχε ξαναδεί θάνατο και τραυματισμούς. Ναι, μπορεί να έκλαιγε, αλλά τα χέρια της ήταν σταθερά όσο φρόντιζε τον ασθενή της που κειτόταν στο πάτωμα. Ο τοπογράφος όλο και χειροτέρευε. Ίδρωνε, ο πόνος κι ο φόβος ήταν δυσβάσταχτοι για κείνον. Αλλά τη μαντάμ Νταβίντοβα ήταν δύσκολο να την ψυχολογήσεις, γιατί είχε πολύ αυτοέλεγχο. Μόνο μια ρυτίδα φαινόταν ανάμεσα στα φρύδια της, όπως της μαμάς όταν είχε πονοκέφαλο.
Μαμά; Μην ανησυχείς για. μένα.
Η γυναίκα του βουλευτή ήταν διαφορετική. Δεν μπορούσε με τίποτα να μείνει ακίνητη. Πότε καθόταν, πότε σηκωνόταν, έπλεκε τα χέρια της στα ρούχα της, στα μαλλιά της, στο λαιμό της. Ήταν αδύνατη γυναίκα. Στο σκοτάδι πιο πολύ έμοιαζε με σκιά παρά με άνθρωπο, τόσο μικροκαμωμένη ήταν.
«Λείπουν ώρα οι άντρες», είπε.
«Ψάχνουν για τους άλλους», της απάντησε με σιγουριά η Βαλεντίνα. «Αυτό παίρνει χρόνο».
«Ναι, αλλά μπορεί να πέσουν κι άλλοι βράχοι».
«Θα τους ακούγαμε αν ήταν. Και μην ανησυχείς, οι άντρες θα μας φώναζαν».
Ο Νταβίντοφ ήρθε και στάθηκε ανάμεσα τους.
«Ίσως δεν θα έπρεπε να ανησυχούμε τόσο πολύ, γιατί ανάμεσα μας έχουμε κάποιον που είναι εγγύηση για τη σωτηρία μας».
«Ποιον;» απαίτησε να μάθει η γυναίκα.
Ο Νταβίντοφ κάρφωσε με τη ματιά του τη Βαλεντίνα.
«Εγώ;»
«Ναι, εσύ».
«Γιατί εγώ;»
«Γιατί πρόκειται να γίνεις το διαμάντι της Αγίας Πετρούπολης».
«Τι εννοείς, Αντρέι;» ρώτησε η γυναίκα του.
Εκείνος δεν της έδωσε σημασία.
«Έτσι δεν είναι, δεσποινίς μου;»
«Όχι».
«Η Βαλεντινα Ιβάνοβα πρόκειται να παντρευτεί», ανακοίνωσε εκείνος. «Θα γίνει μέλος μιας από τις επιφανέστερες οικογένειες στην Πετρούπολη».
«Όχι». Η Βαλεντίνα σκούπισε τα χέρια της στη βρομερή της φούστα. «Είναι ψέματα».
«Ο ίδιος σου ο πατέρας με ενημέρωσε για το γάμο. Συγχαρητήρια, αγαπητή μου. Λοιπόν, χάρη σε σένα η οικογένεια Τσερνόφ θα κινήσει γη και ουρανό για να σε βγάλει από εδώ μέσα. Και το στρατό θα στείλουν αν παραστεί ανάγκη».
Η Βαλεντίνα ένιωσε τον αέρα γύρω της ναλλάζει. Η ελπίδα αμυδρά αναπτερώθηκε. Τα μάτια έλαμψαν κι οι καρδιές άρχισαν να χτυπάνε πιο δυνατά.
«Υπουργέ, έχετε σπίρτα;» ρώτησε παγερά η Βαλεντίνα.
Εκείνος σούφρωσε τα μούτρα του.
«Ναι, έχω».
«Το κερί λιώνει γρήγορα. Πρέπει να κάνουμε να κρατήσει πιο πολύ».
«Πώς;»
«Πρέπει να το σβήσουμε».
Το σκοτάδι απλώθηκε παντού. Εκείνης της άρεσε έτσι.
Μπορούσε να κρυφτεί μέσα του. Δεν πίστευε ποτέ της ότι θα φοβόταν στα τούνελ του Γιενς.
Γιενς. Γύρνα σε μας.
Κι οι έξι κάθονταν σε κύκλο στο παγωμένο χώμα, τα πόδια τους ακουμπούσαν μεταξύ τους, λες κι ο ένας ήταν το λιμάνι του άλλου. Κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα έμενε χωρίς αραξοβόλι στο σκοτάδι, μόνος του με τα ποντίκια να τρέχουν από σήραγγα σε σήραγγα.
Η Βαλεντίνα πιο πολύ ένιωσε παρά είδε τον υπουργό που καθόταν αριστερά της να γέρνει προς το μέρος της.
«Είσαι ένα ζωντανό κι αξιαγάπητο πλάσμα, καλή μου», της είπε χαμηλόφωνα, «και παραπάνω από έξυπνο για να υποταχθείς στις επιθυμίες των άλλων, όταν διαθέτεις και κάτι αποκλειστικά δικό σου. Άκου τη συμβουλή μιας παλιάς καραβάνας. Χρησιμοποίησε τα όπλα σου».
«Όπλα;»
«Το ισχυρότερο απόλα, καλή μου. Την ομορφιά σου».
«Ξέρετε ποιο είναι το ισχυρότερο όπλο;» τον ρώτησε μες στο πηχτό σκοτάδι. «Κάποιο που ποτέ μου δεν θα μπορέσω ναποκτήσω».
«Ποιο είναι αυτό;»
«Να γεννιόμουν άντρας».
Εκείνος γέλασε πνιχτά. Κι η Βαλεντίνα τον ένιωσε να νεύει με το κεφάλι του ότι είχε δίκιο.
Ήταν νεκρή; Ο Αρκίν είχε αναρωτηθεί χιλιάδες φορές. Η Βαλεντίνα ήταν νεκρή; Δεν ήθελε να πεθάνει. Ή να πληγωθεί. Τον εξέπληξε και τον ίδιο πόσο πολύ ήθελε να είναι ζωντανή. Στο παρελθόν είχε σκοτώσει μόνο αγνώστους, αλλά τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Το πρόσωπο της τον στοιχειώνε.
Το ίδιο και η έκρηξη.
Έριξε μια ματιά στο παράθυρο του δωματίου της, όμως αυτή δεν βρισκόταν εκεί.
Στεκόταν μέσα στο κρύο μπροστά στο «Τουρικούμ», στην είσοδο. Περίμενε. Τη μισή αναθεματισμένη του ζωή αυτό έκανε, περίμενε. Τελικά ο υπουργός Ιβάνοφ κι η γυναίκα του κατέβηκαν τα σκαλοπάτια, τυλιγμένοι κι οι δυο με τις χοντρές τους γούνες, άκαμπτοι και χωρίς να ανταλλάσσουν λέξη μεταξύ τους, θρονιάστηκαν στα μπλε δερμάτινα καθίσματα και παρέμειναν σιωπηλοί. Ο ένας κοιτούσε από τη μια μεριά κι ο άλλος από την άλλη. Αυτό δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο, αλλά ο Αρκίν λυπόταν που μια τέτοια στιγμή, με την κόρη τους αγνοούμενη, δεν έβρισκαν κάτι που να τους φέρει πιο κοντά. Μα τόσο λίγο τους είχε αγγίξει τούτο το γεγονός; Είχε κίνηση στο δρόμο κι εκείνος ξαναθυμήθηκε την κουβέντα που είχε με τον Σεργκέγιεφ.
«Ο τσάρος Νικόλαος σκοπεύει να επισκεφτεί τα τούνελ των υπονόμων», είχε πει ο Αρκίν στο φίλο του. «Αυτή είναι η ευκαιρία μας, Σεργκέγιεφ».
«Είσαι σίγουρος;»
«Ναι. Η νοσοκόμα στο αρχοντικό συνέχεια γι’ αυτό το πράγμα μιλάει. Είναι καλεσμένη σαν συνοδός της μεγαλύτερης κόρης του Ιβάνοφ. Είναι το τέλειο μέρος για να στήσουμε την παγίδα μας».
Ο Σεργκέγιεφ μούγκρισε.
«Έτσι όπως είναι το γαμημένο μου χέρι, σου είμαι άχρηστος. Δεν είμαι εγώ για να πηγαίνω στους υπονόμους».
Ο Αρκίν τον είχε χτυπήσει απαλά στο καλό του χέρι. «Το ξέρω, σύντροφε, το ξέρω. Αλλά ο αδελφός σου μπορεί».
Μαζί είχαν μοιράσει τα εκρηκτικά, και για πρώτη φορά εδώ και πολλούς μήνες εκείνος είχε επιτρέψει στον εαυτό του να μεθύσει. Ο εκνευρισμός ήταν ένα πλάσμα με νύχια και φαρμακερά δόντια που χε φωλιάσει στα σωθικά του και τον έτρωγε ζωντανό.
Ο Νικολάι Ιβάνοφ χαιρέτισε με ένα κοφτό νεύμα τη γυναίκα του κι αναχώρησε για το υπουργείο στους μόλους, ενώ ο Αρκίν έκανε αναστροφή και πήρε τη Λεωφόρο Νέφσκι. Έξω από το ατελιέ μόδας της μαντάμ Μονίκ άνοιξε την πόρτα του «Τουρικούμ» και, μολονότι δεν το συνήθιζε, άπλωσε το χέρι του στην Ελιζαβέτα Ιβάνοβα για να βγει από το αυτοκίνητο. Του φάνηκε αδυνατισμένη κι η ματιά της δεν ήταν αποφασιστική. Εκείνη ανταποκρίθηκε και, προτού βρεθεί κάτω από την άσπρη και μπλε τέντα του μαγαζιού, τον ευχαρίστησε.
«Θα έχω τελειώσει σε μια ώρα», του είπε. «Όχι παραπάνω».
«Μάλιστα, μαντάμ».
Αγόρασε μια εφημερίδα κι έκατσε να τη διαβάσει μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν έλεγε τίποτα. Εξαιτίας ενός ατυχήματος, έτσι το αποκαλούσαν, είχε καταρρεύσει μια σήραγγα των υπονόμων. Καμιά αναφορά σε βόμβα. Καμιά αναφορά σε δολοφονική ενέργεια. Τους γαμημένους. Καταράστηκε τον τσάρο και το αλλού για αλλού μυαλό του: Χωρίς τον τσάρο, το διεφθαρμένο πολίτευμα θα κατέρρεε γιατί δεν θα είχε πουθενά να στηριχτεί. Όταν ο υπουργός Ιβάνοφ του είπε ότι η Αυτού Μεγαλειότης είχε πάει για πατινάζ εκείνη την ημέρα με τα παιδιά του, στο Τσαρσκόγιε Σέλο, αντί να πάει να επιθεωρήσει τους υπονόμους, ήθελε να βάλει τις φωνές. Πάει τώρα ο ξεσηκωμός. Πού ήταν τώρα αυτός ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος για τον οποίο ο Αρκίν είχε πουλήσει την ψυχή του; Κάποια στιγμή η μαντάμ Ιβάνοβα βγήκε, κι εκείνος έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. Κι όσο περίμενε για να περάσει το τραμ και μια άμαξα με μονόγραμμα, κοιτούσε τα ακριβά καταστήματα και εστιατόρια κι ένιωθε να τον κυριεύει απογοήτευση. Είχε πιστέψει μέχρι τα μύχια της ψυχής του ότι σήμερα αυτά τα μέρη θα ανήκαν στους απλούς ανθρώπους της Ρωσίας. Οδήγησε γρήγορα, είχε ανάγκη να φύγει όσο το δυνατόν πιο μακριά.
Όταν άκουσε τον ήχο, για πρώτη φορά, ξαφνιάστηκε.
Για ένα δευτερόλεπτο σκέφτηκε ότι προφανώς είχε πατήσει κάποιο γατί. Επρόκειτο για ένα δυνατό ξεφωνητό που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκωθούν. Ξαφνικά σταμάτησε και συνειδητοποίησε ότι ερχόταν από πίσω του. Γύρισε και είδε τη μαντάμ Ελιζαβέτα Ιβάνοβα γερμένη μπροστά με τους αγκώνες στην ποδιά της και το πρόσωπο της κρυμμένο στα χέρια της. Βογκούσε.
Ο Αρκίν έκανε στην άκρη κι έσβησε τη μηχανή.
«Μαντάμ, είστε αδιάθετη;»
Το γούνινο παλτό δεν μετακινήθηκε, μα το σιγανό βογκητό συνεχιζόταν. Κοίταξε την καμπουριασμένη φιγούρα κι η ανάσα του βγήκε λαχανιαστή. Εκείνος της το είχε κάνει αυτό, είχε δώσει τη διαταγή να παγιδέψουν το τούνελ με τη βόμβα. Βγήκε από τη θέση του οδηγού και στάθηκε στο παγωμένο πεζοδρόμιο, ενώ ο αέρας τρύπωνε κάτω από το γείσο του καπέλου του.
«Μαντάμ;»
Το βογκητό έπαψε. Το μαύρο παλτό εξακολουθούσε να παραμένει ακίνητο, όμως τα ρίγη είχαν γίνει πιο δυνατά, ενώ σιγανοί λυγμοί έκαναν τα χέρια της να τρέμουν. Ενστικτωδώς ο Αρκίν πήγε κι έκατσε δίπλα της, στο πίσω κάθισμα. Αυτό ήταν ενάντια σόλους τους κανόνες, αλλά δεν του καιγόταν καρφί. Έκατσε δίπλα της, χωρίς να την ακουμπάει, χωρίς να της μιλάει, απλά ήταν εκεί. Κι όταν το τρεμούλιασμα ηρέμησε κι ένα από τα δυο γαντοφορεμένα χέρια της αφέθηκε στο μικρό κενό που υπήρχε ανάμεσα τους, εκείνος της το σκέπασε με το δικό του χέρι. Γάντι πάνω σάλλο γάντι, μια ελάχιστη παρηγοριά, κι απόμειναν έτσι. Τα λεπτά περνούσαν. Πολλοί περαστικοί τους κοιτούσαν έκπληκτοι, αλλά ο Αρκίν τους αγνοούσε.
«Σ’ ευχαριστώ», του ψιθύρισε.
Αργά σαν να έβγαινε από πολύ βαθιά νερά, η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα ανασηκώθηκε κι από μέσα της βγήκε μια βαριά ανάσα. Δεν τον κοίταξε, δεν τράβηξε το χέρι της, αλλά ίσιωσε την πλάτη της για άλλη μια φορά ενώ τα δάκρυα είχαν πάψει.
«Μπορεί να είναι ακόμη ζωντανή», είπε ήρεμα εκείνος.
«Δεν το πιστεύω».
«Μην παύετε να ελπίζετε».
Μια παρωδία χαμόγελου διαγράφηκε στο πρόσωπο της.
«Εδώ και χρόνια έχω πάψει να ελπίζω».
«Δεν θα πρεπε. Η ελπίδα είναι αυτή που μας κάνει να συνεχίζουμε».
«Ελπίδα για ποιο πράγμα;»
«Για μια κόρη που είναι ακόμη ζωντανή. Για μια ζωή που αξίζει να ζούμε».
Τον κοίταξε κατάματα κι εκείνος διέκρινε την απέραντη μοναξιά στα γαλανά της μάτια. Το γούνινο καπέλο της είχε φύγει απ’ τη θέση του και μια ξανθιά μπούκλα ακουμπούσε στο μάγουλο της. Ήθελε να τα βάλει και τα δυο στη θέση τους. Ήθελε να βάλει και τη ζωή της Ελιζαβέτας στη θέση της.
«Τη δική σου ζωή αξίζει να τη ζεις;» τον ρώτησε.
«Ασφαλώς».
Εκείνη τον κοίταξε προσεκτικά, πρώτη φορά παρατηρούσε τα σκούρα μαλλιά του κάτω από το καπέλο του, το σχήμα του στόματος του και την επιφυλακτική έκφραση των ματιών του. Το χέρι της εξακολουθούσε να είναι κάτω από το δικό του.
«Σ’ ευχαριστώ. Σπασίμπα», του είπε άλλη μια φορά.
Η Ελιζαβέτα ακούμπησε την πλάτη της στο κάθισμα κι έκλεισε τα μάτια. Κάτω από τα σχεδόν διάφανα βλέφαρα της εκείνος μπορούσε να διακρίνει τα μάτια της να κινούνται αδιάκοπα, όπως οι χτύποι της καρδιάς του, κι απόμεινε να περιμένει μέχρι εκείνη να βρει το κουράγιο να συνεχίσει.
Όταν αυτό έγινε, είχε αρχίσει να χιονίζει κι εκείνος πήρε το χέρι του, γύρισε στη θέση του οδηγού και την πήγε στο σπίτι.
Ο Γιενς Φριις επέστρεψε στους άλλους. Η Βαλεντίνα ήταν η πρώτη που είδε τη λάμπα ναχνοφέγγει από μακριά, η πρώτη που πετάχτηκε όρθια, η πρώτη που έτρεξε να τον προϋπαντήσει και να δει ότι ο Γιενς που γύρισε δεν είχε καμιά σχέση μαυτόν που είχε φύγει. Το πρόσωπο του είχε αλλάξει. Με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο τα κόκαλα του προσώπου του είχαν μετακινηθεί, λες κι είχαν ξεκολλήσει και κάποιο εχθρικό χέρι αποφάσισε να τα τακτοποιήσει φύρδην μίγδην στη θέση τους. Τα μάτια του είχαν χωθεί ακόμη πιο βαθιά στο κεφάλι του και δυο αδρές γραμμές αυλάκωναν το στόμα του. Ήταν απότομος. Απρόσιτος. Με λίγα λόγια τους εξήγησε την κατάσταση που αντίκρυσαν.
«Η στοά έχει μπλοκάρει εντελώς από βράχια και μπάζα».
Η Βαλεντίνα κοίταξε επίμονα τα χέρια του. Τα γάντια είχαν γίνει κουρέλια, αίμα έσταζε σαν μαύρο φίδι στον καρπό του.
«Είναι πολύ δύσκολο να μετακινηθούν. Η οροφή δεν είναι στερεή. Η ομάδα διάσωσης δεν πρόκειται να έρθει από εκεί γιατί το μεγαλύτερο μέρος της οροφής είναι ετοιμόρροπο και μπορεί να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή».
«Βρήκατε κανέναν;» ρώτησε η αδελφή Σόνια.
Ο βουλευτής έκανε στην άκρη όπου ήταν το αυλάκι και ξέρασε μες στο νερό.
«Υπήρχαν πτώματα», παραδέχτηκε ο Γιενς. Το στόμα του σφιχτή κε.
Κανείς δεν ρώτησε περισσότερα.
«Τώρα», είπε, «θα περιμένουμε».
«Ξέρεις να κολυμπάς;»
Το στομάχι της Βαλεντίνας αναπήδησε.
«Ναι». Στο ποταμάκι, το καλοκαίρι, όταν μπορούσε κι η αδελφή της. «Ναι, ξέρω να κολυμπάω».
«Ωραία».
«Λες ότι αυτό θα βοηθήσει κάπου;»
«Θα μπορούσε».
Εκείνη σκέφτηκε το παγωμένο νερό.
«Δεν νομίζω όμως ότι ξέρει κι η αδελφή Σόνια».
«Θα την κρατάμε εμείς οι δυο, ανάμεσα μας. Μην κάνεις έτσι. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα χρειαστεί».
«το ελπίζω. το νερό θα είναι βρόμικο;»
«Ίσως».
Όταν άναψαν τη λάμπα πετρελαίου, μοιράστηκαν όλοι την ίδια εικόνα. Η Βαλεντίνα πήγαινε πάνω κάτω μες στον υπόνομο, αλλά μόνο μέχρι εκεί που έφτανε το φως της λάμπας, παρακάτω δεν τολμούσε να πάει. Αυτό απαιτούσε πολύ κουράγιο. Διψούσε κι ο λαιμός της ήταν θεόστεγνος. Οι μεγαλύτερες γυναίκες κάθονταν πάνω στο νοτισμένο χώμα και λέγανε πόσο πολύ θα ήθελαν ένα ζεστό μπάνιο. Ο Γιενς στεκόταν κοντά στο αυλάκι και με το ένα τσιγάρο άναβε το άλλο. Το δερμάτινο καπέλο του είχε χαθεί και τα κόκκινα μαλλιά του είχαν γίνει σταχτιά και πατικωμένα στο κεφάλι του απ’ τη σκόνη των τούβλων. Κάποιες στιγμές πήγαινε κοντά στο νεαρό τοπογράφο, έβλεπε το ξαναμμένο του πρόσωπο και αντάλλασσε λίγες κουβέντες με την αδελφή Σόνια.
Όταν η λάμπα έσβησε ο καθένας ζούσε στο δικό του κόσμο, έναν κόσμο που απελευθέρωσε τους δαίμονες της μέρας. Η μικρή ομάδα έκατσε για άλλη μια φορά σε κύκλο με τα πόδια νακουμπάνε μεταξύ τους.
«Προσπαθήστε να κοιμηθείτε», διέταξε ο Γιενς.
Κάθισε δίπλα στη Βαλεντίνα, έβγαλε το παλτό του και το ρίξε πάνω της.
«Σπασίμπα. Έλα να το μοιραστούμε», του είπε εκείνη.
Στο απόλυτο σκοτάδι ένιωσε το άγγιγμα του χεριού του καθώς εκείνος άπλωνε το χοντρό του παλτό στα πόδια τους.
Κι όπως ο χρόνος περνούσε αργά κι οι φωνές όλο και σιωπούσαν, ο συνεχής θόρυβος του νερού πλημμύρισε το μυαλό της κι εκείνη φαντάστηκε ότι ανέβαινε όλο και πιο πολύ, μέχρι που την έπνιξε στον ύπνο της.
«Σσσς».
Η φωνή του Γιενς μέσα σταυτί της. Το χέρι του Γιενς στο πιγούνι της. Τα μάτια της άνοιξαν απότομα, μα το μόνο που αντίκρισε ήταν το απόλυτο σκοτάδι.
«Σσσς», μουρμούρισε εκείνος άλλη μια φορά.
Ένιωσε το κορμί του πάνω στο δικό της.
«Έκλαιγες στον ύπνο σου. Εφιάλτες;»
«Ναι».
«Αυτό το μέρος ευνοεί τους εφιάλτες».
Πίσσα πηχτή το σκοτάδι. Δεν ξεχώριζε τίποτα απ’ το πρόσωπο του, αλλά τον άκουσε να ξεροκαταπίνει κι ένιωσε το απαλό άγγιγμα των χειλιών του πάνω στα δικά της. Για μια στιγμή - και μετά τίποτα. Τόσο λίγο, που δεν ήταν και σίγουρη. Ψηλάφισε το πρόσωπο του με τα δάχτυλα της κι ακούμπησε το πλατύ του μέτωπο, την ίσια γραμμή του φρυδιού του και λίγο παρακάτω έπαιξε με τα πυκνά του ματόκλαδα που σκέπαζαν τα κλειστά του μάτια. Ποτέ πριν δεν είχε αγγίξει ανδρικό πρόσωπο.
Ο Γιενς μίλησε χαμηλόφωνα.
«Θα πρέπει να εκκενώσουν τη στοά κι εμείς θα πρέπει να ξεφύγουμε απ’ το νερό».
Ανάσανε προσεκτικά τον αέρα που μοιραζόταν μαζί του.
«Ξέρεις τι θα θελα αυτή τη στιγμή;» τη ρώτησε.
«Τι;»
«Τέσσερις φέτες καλά παγωμένο ανανά, γλυκό και στυφό. Δυο για σένα και δυο για μένα».
Γέλασε έκπληκτη.
«Κοιμήσου τώρα», της είπε με απαλή φωνή. «Όχι πια άλλα όνειρα. Και μην ανησυχείς, θα προσέχω εγώ το νερό».
Το νερό έφτασε, ο Γιενς το ήξερε ότι θα συνέβαινε. Η οξύτατη ακοή του έπιασε την αλλαγή στο θόρυβο, μια ανεπαίσθητη αλλαγή πολύ πριν φτάσει το νερό πάνω τους. Ένας μακρινός ήχος που κροτάλισε μες στους σωλήνες που διέτρεχαν τους υπονόμους: το νερό άλλαζε κατεύθυνση, βάνες ανοιγόκλειναν. Μερικοί υπόνομοι έπρεπε ναδειάσουν προτού οι παγιδευμένοι προσπαθήσουν ναποδράσουν, και τώρα ο ήχος του νερού όλο και δυνάμωνε.
«Να είστε ήρεμοι», τους είπε ο Γιενς. «Μόλις το νερό διασχίσει το πέρασμα, εμείς θα πάμε σ’ έναν ψηλότερο υπόνομο κι από εκεί θα προχωρήσουμε προς την έξοδο. Να προσέχετε τα κεφάλια σας, το ταβάνι κάπου κάπου είναι χαμηλό. Να είστε όλοι μαζί και να φροντίσετε να κρατιέστε γερά απ’ το σκοινί». Δεν ήταν σκοινί. Ζώνες ενωμένες σε μια μακριά σειρά που θα τις κρατούσαν δυνατά για να μην παρασυρθεί κανείς τους.
«Πόσο βαθιά θα είναι;» ρώτησε η νοσοκόμα. Τα δόντια της χτυπούσαν.
«Καθόλου βαθιά. Να κρατάτε καλά το σκοινί».
Όλοι στέκονταν σε μια σειρά πίσω του. Ο τραυματισμένος τοπογράφος ήταν δεμένος πάνω στην πλάτη του Γιενς, αντιλαμβανόταν ότι έπρεπε να γραπωθεί καλά από το λαιμό του, κι αυτό έκανε. Ήταν ένας αδύνατος νεαρός που δεν ζύγιζε πολύ, αλλά ο Γιενς ανησυχούσε για την ανοιχτή πληγή στο πόδι του που θα βρισκόταν μέσα στο βρομερό νερό.
Δίπλα του στεκόταν η νοσοκόμα που έλεγε συνέχεια τη μια προσευχή μετά την άλλη, λες κι είχε ένα κομποσκοίνι και το μετρούσε. Ο Γιενς σήκωσε τη λάμπα με το ένα του χέρι και με το άλλο τη γράπωσε όσο πιο γερά μπορούσε. Πίσω της ήταν η Βαλεντίνα. Πολύ θα θελε να γράπωνε το δικό της χέρι και να μην το άφηνε με τίποτα, αλλά έπρεπε να βοηθήσουν τη νοσοκόμα. Μπορεί βέβαια να της το είχε υποσχεθεί αυτό ο Γιενς, αλλά όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στη Βαλεντίνα. Είχε βάλει τον Νταβίντοφ πίσω της, μετά τη γυναίκα του Νταβίντοφ και στο τέλος το ανδρόγυνο της Δούμας.
Το νερό ήρθε. Ξεχύθηκε από το αυλάκι και γλίστρησε στο έδαφος του περάσματος πηχτό και μαύρο σαν λάδι, αλλά κανείς δεν πανικοβλήθηκε. Πνιχτές φωνές ακούστηκαν μόνο όταν το παγωμένο νερό έγινε πιο δυνατό, ακούμπησε τις γάμπες τους κι έφτασε στα γόνατα τους. Όταν έφτασε τους μηρούς της Βαλεντίνας και μούσκεψε τη φούστα της, τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. Τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στο σκοινί και στην αδελφή Σόα την ώρα που ένα ποντίκι πέρασε από κοντά κολυμπώντας φρενιασμένα.
Ο Γιενς ζύγισε την κατάσταση με πολλή προσοχή.
«Τώρα!» φώναξε.
Σήκωσε τη λάμπα και προχώρησε. Τον ακολούθησαν όλοι ανεξαιρέτως, ανέβηκαν τέσσερα πέτρινα σκαλιά ως το ψηλότερο τούνελ, εκεί που η εκροή του παγωμένου και βρομερού νερού θα τους έφτανε μέχρι το γόνατο. Η μπόχα ήταν αποπνικτική και το ταβάνι χαμηλό. Ο Νταβίντοφ χτύπησε το κεφάλι του στα τούβλα και βλαστήμησε, αλλά ο Γιενς τους πήρε από εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, τραβώντας πίσω του το αυτοσχέδιο σχοινί. Θυμόταν από παλιά ότι σ αυτό το τούνελ η έξοδος δεν ήταν πολύ μακριά.
«Όλοι καλά;» φώναξε δυνατά.
«Ντα».
«Δεν αργούμε πολύ».
«Πόσο δηλαδή;»
Το αυτί του Γιενς, όμως, είχε ακούσει έναν ήχο σαν μπουμπουνητό - πάνω από το θόρυβο των ποδιών που πλατσούριζαν μες στο νερό ακούστηκε ένα μακρινό, αλλά ξεκάθαρο μπουμπουνητό.
«Πιο γρήγορα», πρόσταξε. Άνοιξε κι άλλο το διασκελισμό του. «Φτάσαμε σχεδόν», τους είπε δυνατά.
«Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» φώναξε για ν’ ακουστεί ο Νταβίντοφ.
Ο πανικός ξεχύθηκε από παντού. Τη μια στιγμή ήταν όλοι τους σε μια σειρά και την άλλη άρχισαν να σκοντάφτουν και να τσαλαπατιούνται μέσα στα βρομόνερα γιατί συνειδητοποιούσαν τι προμήνυε αυτό το μπουμπουνητό. Το αυτοσχέδιο σκοινί εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Ο τοπογράφος έσφιξε τόσο δυνατά τον Γιενς, που κόντεψε να τον πνίξει, αλλά ο Γιενς απτόητος εξακολουθούσε να κρατάει σφιχτά την αδελφή Σόνια και πρόσεξε ότι κι η Βαλεντίνα είχε το χέρι της γύρω από τη μαντάμ Νταβίντοβα που ανέπνεε με δυσκολία. Ο άντρας της είχε προχωρήσει μπροστά.
«Προχώρα δεξιά, προς εκείνο το άνοιγμα. Μπορεί να δεις το φως της μέρας από εκεί», του φώναξε ο Γιενς.
Φως τ-ης μέρας. Δυο τόσες δα λεξούλες. Φως της μέρας.
Μέχρι στιγμής ο Γιενς απέφευγε να πει αυτή τη λέξη. Τώρα όμως είχε φέρει την ελπίδα. Όσο μπορούσαν πιο γρήγορα και τσαλαβουτώντας στις γωνίες του υπονόμου έστριψαν, και τότε ήταν που ο Γιενς άκουσε τις φωνές. Είχε φτάσει τελευταίος γιατί έσερνε την αδελφή Σόνια κι αμέσως είδε αυτό που ήξερε ότι υπήρχε εκεί. Μια σιδερένια σκάλα που κατέληγε σε μια μεταλλική καταπακτή. Το φως της μέρας έμπαινε από τις μικρές τρύπες, ο αέρας ήταν πιο καθαρός. Μια χαρούμενη φωνή ακούστηκε και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της μαντάμ Νταβίντοβα.
Ένας βρυχηθμός ακούστηκε απ’ το νερό που τους ακολουθούσε κατά πόδας.
«Επάνω», διέταξε ο Γιενς κοφτά.
Ο Νταβίντοφ πήδηξε πρώτος. Με τους ώμους του έσπρωξε τη μεταλλική καταπακτή κι αυτή άνοιξε διάπλατα στο δρόμο, ενώ το άπλετο φως έκανε αυτούς που ήταν κάτω να αλληθωρίσουν καθώς προσπάθησαν να κοιτάξουν προς τα πάνω. Γρήγορα ο Γιενς γράπωσε τον τοπογράφο από την πλάτη και τον στερέωσε στη σκάλα για να μπορέσει ο Νταβίντοφ να τον τραβήξει πάνω, ενώ ακολουθούσαν ο βουλευτής κι η γυναίκα του. Το νερό ανέβαινε με μεγάλη ταχύτητα τώρα, ήδη είχε φτάσει στη μέση του Γιενς.
«Βαλεντίνα, πήδα!»
Αλλά εκείνη έσπρωξε τη νοσοκόμα στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι. Η αδελφή Σόνια έτρεμε τόσο πολύ, που τα παχουλά της χέρια με το ζόρι κρατούσαν το μέταλλο.
«Μπίστρο! Γρήγορα!» ούρλιαξε ο Γιενς.
Με το ένα του χέρι άρπαξε τη Βαλεντίνα απτους ώμους και τη σήκωσε πάνω στη σκάλα την ώρα που ένα ορμητικό ρεύμα νερού χωνόταν μες στο τούνελ.
«Πήγαινε», της είπε. Και την έσπρωξε με τη μουσκεμένη του μπότα.
Άρπαξε τη μαντάμ Νταβίντοβα απτον καρπό και την έβαλε να πιαστεί από τη σκάλα είδε πως τα δάχτυλα της την είχαν γραπώσει καλά. Άλλα δώδεκα σκαλοπάτια κι όλα θα είχαν τελειώσει.
Τότε ήταν που τους χτύπησε ο καταρράκτης. Ένας τεράστιος υδάτινος τοίχος έπεσε πάνω τους, ένιωσαν το έδαφος να χάνεται από τα πόδια τους, έπεσαν απ’ τη σκάλα, τα δάχτυλα τους τα ξέσκισε το μέταλλο της. Η λάμπα χάθηκε. Ο κόσμος σκοτείνιασε. Ο Γιενς πάλευε με το νερό. Η βρομιά είχε μπει όλη μες στο στόμα του. Το κεφάλι του κουτούλησε σ’ έναν τοίχο. Τα πνευμόνια του έκαιγαν καθώς πολεμούσε να πάει προς το φως, αλλά κάτι ή κάποιος έπεσε πάνω του, προσπαθούσε να τον βουλιάξει.
Είδε ένα χέρι να κοπανιέται κάτω απ’ το νερό και το τράβηξε στην επιφάνεια. Για πολύ λίγο μπόρεσε να το κρατήσει και πρόλαβε να δει ένα τρομοκρατημένο προσωπο προτού το ορμητικό ρεύμα το πάρει και το παρασύρει πέρα. Ήταν η μαντάμ Νταβίντοβα. Η Βαλεντίνα ούρλιαζε. Η σκοτεινή της φιγούρα έπεσε στο νερό, εκεί μπροστά του.
«Όχι!» μούγκρισε εκείνος, «Βαλεντίνα, όχι!»
Το στόμα του ξαναγέμισε βρομιές. Τέντωσε το χέρι του και την άρπαξε απτα μακριά της μαλλιά, τα τύλιξε στα δάχτυλα του και την τράβηξε προς το μέρος του, ενάντια στο ρεύμα. Το κορμί ήταν μικρό κι ελαφρύ, αλλά η Βαλεντίνα κλοτσούσε και του φώναζε: «Άσε με να πάω!» Τον τραβούσε κι αυτόν κάτω. Εκείνος δεν σκόπευε να την αφήσει, θα πνιγόταν αμέσως. Ένα χέρι απλώθηκε απ’ τη σκάλα, κι ένα παλτό πετάχτηκε πάνω στην επιφάνεια του νερού. Εκείνος άρπαξε ένα μανίκι και είδε ότι το είχε δέσει στη σκάλα ο βουλευτής.
«Σπασίμπα», του γρύλισε.
Η Βαλεντίνα τώρα είχε ηρεμήσει, τυλιγμένη στα χέρια του κοιτούσε πίσω της το νερένιο μονοπάτι του καταρράκτη. Η μαντάμ Νταβίντοβα δεν φαινόταν πια. Ένα σιγανό μουγκρητό βγήκε από μέσα της, μια λυπημένη κραυγή ζώου, αλλά δεν πρόβαλε καμιά αντίσταση όταν ο Γιενς τη σήκωσε πάνω στη σκάλα. Στο γκριζωπό και παγωμένο φως του χειμωνιάτικου πρωινού απόμειναν να στέκονται εκεί αγκαλιασμένοι και πολύ ταλαιπωρημένοι, μουσκεμένοι κι εξαντλημένοι στον έρημο δρόμο. Τα γόνατα του Νταβίντοφ λύγισαν, έκρυψε το πρόσωπο του μες στα χέρια του. Ο Γιενς δεν ήταν σε θέση ακόμη να αξιολογήσει το μέγεθος της δικής του αποτυχίας. Θα ερχόταν κι αυτή η ώρα, όταν θα ήταν μόνος του, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Προς το παρόν έσφιγγε πάνω του το τρεμάμενο κορμί της Βαλεντίνας, το κεφάλι της πάνω στο στήθος του, με το χέρι του χάιδευε απαλά τα βρόμικα μαλλιά της.
«Θα μπορούσα να τη σώσω», του ψιθύρισε και οι λέξεις πάγωναν κι άλλο το στόμα της.
«Όχι», της είπε. «Δεν μπορούσες».
Από μακριά άκουγε τα αυτοκίνητα που έτρεχαν. Είχε απόλυτη επίγνωση του μέλλοντος του που είχε ξεφύγει από τον έλεγχο του, σαν τα υπόγεια ρεύματα στα τούνελ που διέσχιζαν τα έγκατα της Αγίας Πετρούπολης.