27

Ο Γιενς κάπνιζε ένα από τα τσιγάρα του τσάρου Νικολάου με το μονόγραμμα του. Προσπάθησε να σκεφτεί πώς είναι να έχεις τα αρχικά σου τυπωμένα ή ανάγλυφα ή κεντημένα παντού γύρω σου. Είχε έρθει στον αυτοκρατορικό χορό μόνο για να ευχαριστήσει τον υπουργό Νταβίντοφ - δεν είχε καμιά όρεξη για γλέντια. Παρόλα αυτά είχε μιλήσει για δουλειές στους ανθρώπους που είχε μαζέψει ο Νταβίντοφ σε έναν από τους πιο μυστικούς προθάλαμους, μέχρι που η αίθουσα είχε ντουμανιάσει από τους καπνούς, και στο τέλος τους είχε σφίξει τα χέρια. Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν τους εμπιστευόταν. Στην Πετρούπολη δεν έπρεπε να εμπιστεύεσαι κανέναν.

Ούτε καν ένα ζευγάρι γελαστά μάτια. Έκανε μια γκριμάτσα κι έσβησε το τσιγάρο του.

«Τι συμβαίνει απόψε με σένα;» τον ρώτησε ο Νταβίντοφ.

«Μοιάζεις λες κι είσαι έτοιμος ναρχίσεις να δαγκώνεις».

«Μίλησα με τους αναθεματισμένους τους χρηματοδότες σου για τα οικονομικά. Μην περιμένεις να σου κάνω κι εσένα χαρούλες».

Ο υπουργός Νταβίντοφ χασκογέλασε κι ανακίνησε το κονιάκ μέσα στο ποτήρι του. Το γερακίσιο του πρόσωπο έμοιαζε κεφάτο, πράγμα σπάνιο.

«Γυναίκα πρέπει να ευθύνεται για την κατάσταση σου», δήλωσε.

«Τι σε κάνει να το λες αυτό;»

«Σέχω δει να δουλεύεις, Φρίις, κι έχω δει πώς ρισκάρισες τη ζωή σου στους αναθεματισμένους τους υπονόμους σου. Σέχω δει σε κακή διάθεση και χιλιοσκοτισμένο. Αλλά ποτέ μου δεν σέχω δει έτσι. Κοιτάξου να δεις πώς είσαι».

Και οι δύο άντρες φορούσαν μαύρες ρεντιγκότες με χρυσά πέτα, αλλά του Γιενς ήταν τσαλακωμένη και πεταμένη στη χρυσοΰφαντη καρέκλα με τα μανίκια γυρισμένα από την ανάποδη.

«Είμαι εδώ για δουλειές», γρύλισε ο Γιενς. «Τίποτάλλο».

Την ώρα που άναβε άλλο ένα τσιγάρο, μια γυναίκα μπήκε στην αίθουσα. Σ’ έναν αυτοκρατορικό χορό οι κυρίες έπρεπε να φοράνε λευκά ή κρεμ, κι αυτή ήταν άλλη μία ανάμεσα στις πολλές κομψές κρεμ τουαλέτες, όμως ο τρόπος που περπατούσε κάτι του θύμισε, ένα υπεροπτικό παράστημα κάπως ανυπόμονο που καθόλου δεν του άρεσε.

«Κόμισσα Σερόβα». Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και υποκλίθηκε πάνω απ’ το τεντωμένο της χέρι.

«Γιενς, γιατί θάφτηκες εδώ μέσα; Δεν το ξέρεις ότι το μικρούλι σου ζωάκι παίζει πιάνο για την Αυτού Μεγαλειότητα του;» Το χαμόγελο της ήταν εξίσου κοφτερό με τα νύχια της γάτας, «θα πρέπει να βιαστείς. Τους έχει όλους καθηλωμένους».

Δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Λες κι έβλεπε ένα γατάκι να πνίγεται. Τα χέρια πάλευαν, το στόμα προσπαθούσε να πάρει αέρα, κύματα αδυσώπητης περιφρόνησης την έλουζαν, ο χλευασμός ήταν διάχυτος. Όταν πρωτομπήκε μέσα νόμιζε ότι η Βαλεντίνα έπαιζε με το ακροατήριο της, αστειευόταν μαζί τους χτυπώντας λάθος νότες. Αλλά δεν επρόκειτο για αστείο. Καθόταν στην άκρη του σκαμνιού μπροστά σένα πιάνο με ουρά, και η θέα της ξέσκισε την καρδιά του Γιενς.

Η απόδοση της ήταν μια καταστροφή. Η Βαλεντίνα, κανονικά, θα έπρεπε να μπήξει τα κλάματα και να φύγει τρέχοντας από το δωμάτιο. Αλλά δεν έκανε τίποτα από αυτά, καθόταν εκεί με τα δόντια σφιγμένα. Κι παιζε. Το κεφάλι της και τα χέρια της έδειχναν να μην έχουν καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους. Έπαιζε την «Ωδή στη χαρά» του Μπετόβεν και δεν θα μπορούσε να είχε διαλέξει πιο ακατάλληλο για την περίσταση κομμάτι: Δεν υπήρχε καμιά χαρά στην αίθουσα. Στη μια πλευρά και σε χρυσοποίκιλτες καρέκλες κάθονταν με τυπικό ύφος ο τσάρος κι η τσαρίνα, περιτριγυρισμένοι από καμιά εκατοστή, ίσως και παραπάνω, ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας της Αγίας Πετρούπολης που είχαν μαζευτεί στη μικρότερη αίθουσα όπου έπαιζε πριν η ορχήστρα με τις μπαλαλάικες. Οι ψίθυροι γλιστρούσαν ανάμεσα στους τοίχους.

-Βαλεντίνα, αγάπη μου, αν μπορούσα, να σου δώσω τα δάχτυλα μου, θα σου τα έδινα.

Ο τσάρος Νικόλαος τράβηξε με ενόχληση το μικρό περιποιημένο γένι του κι ο εκνευρισμός του έγινε εμφανέστερος. Τελικά, σηκώθηκε χωρίς λέξη, έδωσε το χέρι του στη γυναίκα του και βγήκανε από το δωμάτιο. Πολλοί καλεσμένοι ακολούθησαν κι ο Γιενς πρόσεξε ότι η κόμισσα ήταν από τους πρώτους που έφυγαν.

Ανάθεμα σας, αγενέστατοι, παίζει ακόμη, προσπαθεί ακόμη.

Στην πρώτη σειρά καθόταν ο λοχαγός Τσερνόφ και το πρόσωπο του ήταν μια κατακόκκινη μάσκα, ίδιο χρώμα με τη στολή του. Ο Γιενς ένιωσε νανακατεύονται τα σωθικά του. Θα πρέπει να ήταν αλήθεια αυτά που είπε ο πατέρας της Βαλεντίνας, ο γάμος θα πρέπει ήδη να είχε κανονιστεί γιατί ο λοχαγός την έβλεπε σαν επέκταση του εαυτού του, αποδεχόταν την ταπείνωση της λες κι ήταν δική του. Ο Γιενς τον σιχάθηκε. Όχι για την αλαζονική του εικασία ότι η συμπεριφορά της είχε αντίκτυπο σαυτόν, αλλά για το γεγονός ότι αυτός ο άντρας ένιωθε ταπεινωμένος. Δεν στενοχωριόταν για τη Βαλεντίνα, δεν συνέπασχε για την άσχημη θέση της. Δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να κόψει για χάρη της το δεξί του χέρι ή να την πάρει και να φύγουν τρέχοντας. Απλώς ήταν ταπεινωμένος. Ντρεπόταν γιαυτήν.

Η μουσική σταμάτησε απότομα κι ο Γιενς ξέσπασε σε χειροκροτήματα, κι ύστερα πλησίασε το πιάνο.

«Βαλεντίνα Ιβάνοβα», της είπε με δυνατή φωνή, «πόσο μεγαλόψυχο εκ μέρους bu να δεχθείς να μας παίξεις ενώ είσαι αδιάθετη».

Εκείνη σήκωσε τα μο.τια της και τον κοίταξε. Δεν ήταν δακρυσμένη. Σήκωσε το σκαμπό, κι έβαλε το ένο πιγούνι της, ίσιωσε την πλάτη της, σηκώθηκε με όλη την κομψότητα που τη διέκρινε απ’ το χέρι της στον κρόταφο για να δείξει ότι υπέφερε από ελαφρύ πονοκέφαλο. Του χαμογέλασε, κι εκείνος της πρόσφερα το μπράτσο του. Χωρίς καθόλου να βιάζονται πέρασαν ανάμεσα από τους γεμάτους στολίδια και φτερά καλεσμένους και κατευθύνθηκαν προς την πόρτα. Εκείνη δεν έριξε ούτε μια ματιά στο λοχαγό Τσερνόφ.

Ο Γιενς την κρατούσε. Μύριζε το άρωμα στα μαλλιά της και τη δυστυχία στην ανάσα της. Την κρατούσε σφιγμένη πάνω του μέχρι που εκείνη έπαψε να τρέμει και το κεφάλι της έμεινε ακίνητο αντί να κουνιέται συνεχώς πάνω στο κολάρο του.

«Βαλεντίνα.» Της φίλησε το αφτί της που έκαιγε. «Ξέχασε τους όλους. Ούτε ένας από αυτούς δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για χάρη του». Τη φίλησε στο κεφάλι και την τράβηξε στην κόγχη ενός μαρμάρινου κίονα. «Ήσουν υπέροχη».

«Ήμουν απαίσια».

«Όχι, ήσουν καταπληκτική. Ενώ είχες πιει τον άμπακο, εξακολουθούσες να παίζεις και κατάφερες αυτό το κομμάτι να μοιάζει με Μπετόβεν».

«Τα ηλίθια δάχτυλα μου έκαναν ένα εκατομμύριο λάθη».

«Κανείς δεν το πρόσεξε».

«Τι;» Το κεφάλι της σηκώθηκε, τα μάτια της δεν εστίαζαν εντελώς. Της πήρε ένα λεπτό για να διακρίνει το πειρακτικό του ύφος και μετά ξέσπασε κι εκείνη σε γέλια. «Λες ότι ο τσάρος δεν πρόσεξε τίποτα;»

«Ούτε κατά διάνοια».

«Δόξα τω Θεώ».

Το κορμί της μέσα στην κρεμ μεταξωτή τουαλέτα ακούμπησε πάνω του, ζεστό και δοτικό, και το χέρι του την έστησε στα πόδια της καθώς εκείνη έριχνε πίσω το κεφάλι της από τη χαρά που έλειπε από το συγκεκριμένο κομμάτι που είχε παίξει. Γελούσε κι ένιωθε την υπερένταση να εξατμίζεται.

«Ψεύτη», του είπε βραχνά.

Εκείνος έσυρε τα χείλη του στην καμπύλη του λαιμού της και στήριξε το κεφάλι της που έγερνε πίσω.

«Έλα», της ψιθύρισε. «Έλα μαζί μου τώρα».

Εκείνη έδεσε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του κι ο Γιενς της σήκωσε απαλά το πιγούνι και την κοίταξε βαθιά μες στα σκούρα της μάτια. Ήταν μισόκλειστα, μια αχνή ηλιαχτίδα κάτω από τα βλέφαρα της.

«Θες να με παντρευτείς;» τη ρώτησε.

«Φίλα με πρώτα».

Διψασμένος για τα φιλιά της πίεσε τα χείλη του στα δικά της κι εκείνη ανταποκρίθηκε με όλο το πάθος, τη μανία και τη χαρά που κανονικά θα πρεπε να ξεχειλίζει κι από τη μουσική της.

«Γιενς», του μουρμούρισε, «πάμε έξω να δούμε ταστέρια. Ρώτα με ξανά όταν θα είμαστε κάτω από ταστέρια».

Απόψε είχε συννεφιά, αλλά δεν είχε καμιά σημασία.

Εκείνος για χάρη της θα της περιέγραφε ένα ένα ταστέρια, το κάθε φεγγοβολή μα τους που άστραφτε στους μακρινούς τους κόσμους.

Η Βαλεντίνα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε στο στόμα.

«Γιενς Φρίις, ρώτα με πάλι», του ψιθύρισε.

Ένα χτύπημα στο πρόσωπο του απέσπασε την προσοχή του από τη Βαλεντίνα. Τινάχτηκε σαν να τον δάγκωσε φίδι και τίναξε τη γροθιά του στο μπράτσο με τη στολή που τον χαστούκιζε με το γάντι του. Όταν είδε τον κάτοχο του γαντιού, το αίμα των Βίκινγκ ζωντάνεψε στην καρδιά του.

Το σφυρί του θεού Θωρ τον χτύπησε κατάστηθα.

«Λοχαγέ Τσερνόφ», είπε, «με προσβάλλεις».

Το γάντι πετάχτηκε στα πόδια του.

«Πάρε τα χέρια σου από πάνω της!» ούρλιαξε ο Τσερνόφ. Το στόμα του είχε στραβώσει από το θυμό. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω της, αλλιώς ορκίζομαι στο Θεό ότι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια αυτή τη στιγμή, εδώ, μπροστά στον τσάρο».

«Για δοκίμασε».

«Σταματήστε», είπε κλαίγοντας η Βαλεντίνα. Είχε αρπάξει το μπράτσο του Γιενς κι εκείνος δεν μπορούσε να την ξεκολλήσει από πάνω του. «Σας παρακαλώ», φώναξε, «ας τους σταματήσει κάποιος».

Έφτασαν κι άλλοι ένστολοι -ο Νταβίντοφ θυμωμένοςενώ βρισιές κι άγριες φωνές ακούγονταν όλο και πιο κοντά τους. Ο Γιενς ούτε που έδωσε σημασία.

«Απαιτώ ικανοποίηση», είπε κοφτά ο Τσερνόφ, ενώ δυο αξιωματικοί με μπλε στολές τον κρατούσαν σφιχτά. «Οι μάρτυρες μου θα σε επισκεφτούν αύριο».

«Θα είναι μεγάλη η ευχαρίστηση μου.

«Όχι». Η Βαλεντίνα στεκόταν μακριά κι από τους δυο, κάτωχρη. «Ορκίζομαι ότι δεν θα παντρευτώ κανέναν σας αν μονομαχήσετε».

Ο Γιενς ένιωσε να τη χάνει μέσα απτα δάχτυλα του, να του γλιστράει σαν την άμμο. Δεν ήταν διατεθειμένος να τη χάσει μαυτό τον τρόπο, τώρα. Αργά, με πολύ αυτοέλεγχο, γύρισε στο λοχαγό Τσερνόφ, έσμιξε τις φτέρνες του σε μια κοφτή υπόκλιση κι έτεινε το χέρι του. Ο Τσερνόφ δίστασε, κοίταξε με απορία για ένα δευτερόλεπτο τη Βαλεντίνα, λες και προσπαθούσε να εκτιμήσει την αξία της, και μετά απρόθυμα ανασήκωσε τους ώμους και του έδωσε το χέρι. Κανείς δεν μιλούσε.

«Δόξα τω Θεώ». Η Βαλεντίνα αναστέναξε με ανακούφιση και κούνησε το κεφάλι της. «Τι είναι αυτό που μετατρέπει τους λογικούς άντρες σε πολεμικές μηχανές;»

Κανείς από τους άντρες δεν της απάντησε, κι εκείνη τους γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε με όση αξιοπρέπεια της είχε απομείνει.

«Αύριο», μουρμούρισε τραχιά μέσα απ’ το στόμα του ο Γιενς όταν εκείνη δεν μπορούσε πια να τους ακούσει. «Θα περιμένω νέα σου αύριο».

Φως και κίνηση της τρέλαιναν το μυαλό. Το άλλο πρωί η Βαλεντίνα περπατούσε με πολλή προσοχή στα στενά σκαλοπάτια, τα χέρια της στερεωμένα και τα δυο στους τοίχους, τα μάτια της αλληθώριζαν ακόμα και στο σκοτάδι. Αν μπορούσε να κρατήσει εντελώς ακίνητο το κεφάλι της, υπήρχε μια πιθανότητα να τα καταφέρει νανέβει. Αλλά στα μισά σκαλοπάτια ένα ποντίκι πέρασε πάνω από τα παπούτσια της με τέτοια ταχύτητα που εκείνη μπουρδουκλώθηκε.

«Τσιορτ!» βλαστήμησε. «Να σε πάρει ο διάολος!»

«Ποιος είναι εκεί;» ακούστηκε μια φωνή από ψηλά.

Τα τύμπανα σταφτιά της χτυπούσαν τόσο δυνατά, που την πονούσαν.

«Σςς, μη φωνάζεις». Ανέβηκε και τα τελευταία σκαλιά τρέχοντας άγαρμπα από φόβο μην κουτρουβαλιαστεί και βρεθεί κάτω στους στάβλους. Μόνο όταν έφτασε, άνοιξε τα μάτια της εντελώς και κοίταξε γύρω της με περιέργεια. Δεν είχε ξανάρθει στα καταλύματα των ιπποκόμων. Ένας μακρύς, σκονισμένος διάδρομος απλωνόταν μπροστά της.

Φεγγίτες πάνω αριστερά επέτρεπαν με πολλή οικονομία να μπαίνει το φως του ήλιου, αλλά δεξιά υπήρχε μια σειρά από μικρά χωρίσματα, όλα με πόρτα. Μία ήταν κλειστή. Τη χτύπησε.

«Δίνε του».

«Τσιορτ!» έβρισε πάλι αυτή. «Δεν ήρθα μέχρι εδώ για το τίποτα, ανάθεμα σε». Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.

Το φως ήταν ελάχιστο, ευτυχώς, τα παράθυρα μικρά και μες στη βρόμα. Το δωμάτιο -πολύ επιεικής χαρακτηρισμός για το χώρο- μύριζε αλογίλα και ιδρωτίλα. «Ώστε ζεις ακόμα, Λιεβ. Τελικά δεν κατάφεραν να σεξοντώσουν».

«Τα ζιζάνια ποτέ δεν πεθαίνουν».

«Κοίτα, σου φερα κάτι».

Μέσα από ένα σάλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση της έβγαλε ένα μπουκάλι βότκα κι ένα πακέτο τσιγάρα. Τα μαύρα μάτια του Ποπκόφ γυάλισαν. Καθόταν σε μια κακόσουρτη καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του, αλλά δεν έδειχνε να είναι καλά. Τα μάτια του ήταν μελανιασμένα, η μύτη του σπασμένη και στραβοκολλημένη κι είχε πολλά κοψίματα στο μέτωπο και στα χείλη του. Καθώς πήγε να πάρει το μπουκάλι, η Βαλεντίνα πρόσεξε ότι του έλειπε ένα νύχι, μαύρο ξεραμένο αίμα υπήρχε στη θέση του. Ένιωσε τη χολή νανεβαίνει στο στόμα της.

«Η βότκα είναι καλή, είναι από την κάβα του πατέρα μου». Του χαμογέλασε. «Δεν είναι σαν αυτό το κωλόπραμα που μου δωσες εσύ».

Εκείνος γέλασε και κατέβασε μια μεγάλη γουλιά, αναστενάζοντας μευχαρίστηση.

«Το μόνο φάρμακο που χρειάζομαι», μουρμούρισε.

«Λιεβ, πώς είσαι; Αλήθεια τώρα. Πονάς πολύ;»

Εκείνος την παρατήρησε μέσα απτα πρησμένα του μάτια.

«Θα ζήσω». Πήρε το μπουκάλι. «Θες λίγη;»

«Όχι, ευχαριστώ».

«Μου φαίνεται ότι τη χρειάζεσαι». Χασκογέλασε, κι εκείνη είδε το πρόσωπο του να συσπάται από τον πόνο και να τρίβει τα πλευρά του. Πήγε να κάνει κάτι, αλλά σταμάτησε.

«Δεν το λες και σπίτι αυτό το μέρος, ε;»

«Εμένα μου είναι αρκετό».

Ένα κρεβάτι, μια καρέκλα, ένα ράφι και μερικοί γάντζοι στους τοίχους. Αρκετό; Ο Ποπκόφ ήταν είκοσι δύο χρόνων, ενήλικος, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος της, και αυτά που είχε θεωρούσε ότι του ήταν ήδη αρκετά.

«Υπάρχει νερό εδώ μέσα;» τον ρώτησε.

«Στην αυλή του στάβλου».

«Πάω να φέρω λίγο».

αΜην κουράζεσαι».

Σκέφτηκε τα σκαλιά κι ένιωσε να την πιάνει κράμπα στο στομάχι.

«Δεν κουράζομαι. Χρειάζεσαι περιποίηση».

Κατέβηκε, πήγε και στο σπίτι και τελικά γύρισε μένα πορσελάνινο μπολ γεμάτο ζεστό νερό κι ένα πιάτο με μαύρο ψωμί και τυρί. Κάτω από τη μασχάλη της είχε ένα πακέτο επιδέσμους και γάζες από την αδελφή Σόνια, που έκανε πικρόχολα σχόλια ότι τα χαραμίζανε σαυτόν το «βρομερό Κοζάκο». Ο Ποπκόφ γκρίνιαζε δυνατά ενώ η Βαλεντίνα του έπλενε τις πληγές, του ίσιωσε τη μύτη όσο καλύτερα μπορούσε και του έβαλε επιδέσμους όπου έκρινε εκείνη, αλλά εκείνος αρνήθηκε πεισματικά να βγάλει οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ το πουκάμισο του.

«Μην είσαι γελοίος», τον κατσάδιασε εκείνη, «είμαι νοσοκόμα. Είμαι συνηθισμένη να.»

«Είσαι κορίτσι».

Του χαμογέλασε και υποχώρησε. Την ώρα που του έβαζε ένα μακρύ επίδεσμο στην πλάτη του, που είχε γίνει μια πληγή από το μαστίγιο, τον ρώτησε από περιέργεια: «Τώρα τους μισείς; Τους άντρες που σου έκαναν αυτό το πράγμα;»

«Την Οχράνα;» Κι έφτυσε στο πάτωμα. Αίμα. «Πάντα μισούσα την Αστυνομία. Δεν άλλαξε τίποτα. Το ίδιο μισώ κι εκείνους τους δολοφόνους τους μπολσεβίκους». Έφτυσε πάλι.

«Αλλά, Λιεβ, αν μισεις και τις δυο πλευρές, σε ποια θα μπορείς να βρεις στήριγμα, ποια θα πιστεύεις;»

Τα μάτια του άνοιξαν από έκπληξη.

«Στον εαυτό μου, βεβαίως».

«Έπρεπε να το ξέρω». Γέλασε κι ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει. Μόλις συνήλθε και τέλειωσε το μπαντάρισμα, μάζεψε το μπολ και στάθηκε δίπλα στην πόρτα ακουμπώντας στην κάσα της. Του είχε αφήσει ένα σωληνάριο αλοιφή δίπλα στο κρεβάτι του. «Καλύτερα;»

Εκείνος γρύλισε και κατέβασε άλλη μια γουλιά βότκα.

Η Βαλεντίνα γύρισε να φύγει.

«Αυτός ο δικός σου, ο μηχανικός. Μου έσωσε τη-» ο Ποπκόφ έκοψε τη φράση στη μέση. Τα λόγια είχαν κολλήσει στο λαιμό του. «Το ξέρω», του απάντησε ήρεμα εκείνη. «Το ξέρω. Ο Γιενς Φρίις είναι χαρούμενος που είσαι ζωντανός».

Ο Ποπκόφ κούνησε το μπανταρισμένο του κεφάλι.

«Δεν θα μείνει για πολύ ζωντανός αν δεν κάνεις κάτι».

Εκείνη πάγωσε.

«Για λέγε μου».

«Μονομαχία».

«Όχι, δεν είναι αλήθεια».

«Το λένε παντού. Για σένα. Για τον καβγά. Ο ξανθόψειρας με το χνούδι στη μούρη τρελαίνεται για το αίμα. Πέρσι σκότωσε δύο άντρες σε μονομαχίες».

«Όχι, Λιεβ, κάνεις λάθος. Τα συμφώνησαν. Είπαν ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα».

Ο Ποπκόφ κούνησε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά απογοητευμένος.

«Σου είπα, είσαι κορίτσι. Σε γαμήσανε στα ψέματα».

Η Βαλεντίνα άκουγε το τρίξιμο του σιδερένιου ασανσέρ κι ο ήχος του έκανε τις τρίχες του κεφαλιού της να σηκώνονται όρθιες. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που επέστρεφε στους υπονόμους του Γιενς. Φορούσε την κάπα της στολής της και την έσφιξε γύρω της για να κρατήσει έξω τις μνήμες που είχαν ξυπνήσει πάλι.

Δεν κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του Γιενς αλλά προτίμησε να μείνει όρθια. Πήγε και στάθηκε δίπλα στο παράθυρο και με τα γεμάτα λαχτάρα μάτια της κοιτούσε έξω στην αυλή. Έσφυζε από δουλειά: Εργάτες με τα κασκέτα τους σκαρφάλωναν από τα βάθη της γης και πετάριζαν τα μάτια τους στο φως του ήλιου, όπως οι τυφλοπόντικες. Οι γυναίκες φορούσαν μαντίλια στα κεφάλια κι έσπρωχναν βαγόνια με μπάζα πάνω σε μεταλλικές ράγες. Όλοι τους ήταν αδύνατοι, το χρώμα τους ήταν γκρίζο κι όλοι φορούσαν στολές με μουντά χρώματα. Ήταν αδύνατο να τους ξεχωρίσεις. Έτσι ήταν κι ο Γιενς κάθε μέρα; Όταν εκείνη έφτασε, αυτός δεν ήταν στο γραφείο του και κάποιος υφιστάμενος του είχε πάει να τον φωνάξει.

«Τσάι;» προσφέρθηκε ο υπάλληλος.

«Όχι, ευχαριστώ».

Ο υπάλληλος επέστρεψε στο χαρτομάνι του κι η Βαλεντίνα απόμεινε να περιμένει. Ο ουρανός ήταν ξέθωρος και πολύ βαρύς, κι ένα πουλί έκοβε βόλτες μόνο του με τις λεπτές του φτερούγες πάνω απτην πόλη. Άκουσε τα γρήγορα βήματα του Γιενς πριν τον δει κι ένιωσε το σφυγμό της να γίνεται πιο γρήγορος. Μόλις την είδε, ήρθε δίπλα της με δυο μεγάλες δρασκελιές.

«Συμβαίνει κάτι;»

«Ναι».

Εκείνος γύρισε στ( χέρι να φύγει. Ο υπό σχόλιο με το κεφάλιι πόρτα.

«Τι συι.

3αινει;»

ν υπάλληλο και του έκανε νόημα με το λληλος έφυγε χωρίς να κάνει κανένα του στραμμένο σαυτούς, μήπως κι έπιανε καμιά κουβέντα τους μέχρι να κλείσει πίσω του την Ήταν σκυμμένος από πάνω της και το ενδιαφέρον του ήταν φανερό. Εκείνη έκανε πίσω και τον κοίταξε άγρια.

«Μου είπες ψέματα».

«Για ποιο πράγμα;»

«Για τη μονομαχία».

«Α, γι’ αυτό».

«Ναι, γι’ αυτό».

Εκείνος πήγε στο γραφείο του - τάξη και οργάνωση επικρατούσε στο δικό του, καμιά σχέση με το τρελοκομείο που γινόταν στο γραφείο του υπαλλήλου του,. Κάθισε και την κοίταξε επιφυλακτικά, κι εκείνη πολύ θα ήθελε να του σπάσει τα μούτρα.

«Τι δηλαδή;»

«Σκοπεύεις να μονομαχήσεις;»

«Ναι».

«Όχι, Γιενς, όχι. Μη, δεν πρέπει. Μακούς; Έχεις τρελαθεί εντελώς; Θα σε σκοτώσει. Θα.»

Ήταν αποφασισμένη να μην κλάψει, να μην είναι κορίτσι. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της. Αλλά στη σκέψη ότι μπορεί να τον έχανε, σκιζόταν η καρδιά της και οι λέξεις δεν έβγαιναν, κι αυτή νόμιζε ότι μιλώντας δυνατά θα τους έδινε δύναμη και θα γίνονταν πραγματικότητα. Συγκέντρωσε την προσοχή της στο παράθυρο, σε μια αράχνη που έπλεκε το λεπτοδουλεμένο της ιστό στη γωνία. Τα χέρια της έτρεμαν κι έτσι τα κρύψε κάτω από την μπέρτα της.

«Γιενς, σε παρακαλώ. Μη μονομαχήσεις μαζί του. Σε θέλω ζωντανό».

Αυτό ακούστηκε καλύτερο. Πιο ψύχραιμο. Κι εκείνος ήθελε να το ακούσει. Αλλά η σιωπή που απλωνόταν ανάμεσα τους ήταν το ίδιο ζοφερή όπως οι στοές του, κι εκείνη τη στιγμή η Βαλεντίνα ένιωσε ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει. Γύρισε για να τον κοιτάξει και τον βρήκε να την παρατηρεί από πίσω τόσο έντονα, λες κι ήταν η τελευταία φορά.

αΕχε μου εμπιστοσύνη», της είπε με σιγανή φωνή.

Ακούστηκε κουρασμένος.

«Μπορεί να σε σκοτώσει».

«Ή μπορεί να τον σκοτώσω εγώ».

«Πέρσι σκότωσε δύο άντρες σε άλλες μονομαχίες».

«Άλλο εγώ, άλλο εκείνοι».

«Γιενς, μη. Καντο για μένα». Προσπάθησε ν’ ακουστεί λογική.

Μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στο πρόσωπο του. Η Βαλεντίνα τρόμαξε. Ήταν αποφασισμένος.

«Γιατί, Γιενς; Γιατί το κάνεις; Γύρνα την πλάτη σου».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι.

«Τσιορτ! Μη!» Του φώναξε και κοπάνισε με δύναμη το χέρι της στο γραφείο του. «Και μη μου πεις ότι έτσι κάνουν οι άντρες μεταξύ τους, πολεμάνε για το απόκτημα τους, για να του βάλουν το σημάδι τους. Μη μου πεις ότι είσαι τόσο βλάκας. Ίσως όμως να κάνω και λάθος. Μπορεί κι εσύ να είσαι εξίσου χοντροκέφαλος και διψασμένος για δόξα, όπως όλοι οι υπόλοιποι άμυαλοι υποψήφιοι ήρωες που φιγουράρουν με στρατιωτικές στολές σαν τα παγόνια. Νόμιζα ότι εσύ ήσουν διαφορετικός, νόμιζα ότι εσύ ήσουν.»

Σταμάτησε να μιλάει. Ο Γιενς είχε σηκωθεί κι έκανε το γύρο του γραφείου του. Την άρπαξε με το χέρι του, την τράβηξε κοντά του, την έκλεισε μέσα στα μακριά του χέρια μέχρι που το πρόσωπο της χώθηκε στο γιακά του πουκαμίσου του. Ακόμη κι αν ήθελε να μιλήσει, δεν το μπορούσε.

«Βαλεντίνα, άκουσε με. Δεν είμαι διψασμένος για δόξα, αλλά είμαι διψασμένος να ζήσω μια ζωή μαζί σου εδώ στην Πετρούπολη». Με κάθε λέξη που έβγαινε απ’ το στόμα του ένιωθε την ανάσα του καυτή στα μαλλιά της. «Ο λοχαγός Τσερνόφ με προκάλεσε. Αν δεν δεχτώ την πρόκληση, θα χαρακτηριστώ δειλός κι αυτό θα είναι το τέλος της ζωής μου και της καριέρας μου σε τούτη την πόλη. Θα με βγάλουν από το αποχετευτικό πρόγραμμα, ο τσάρος κι η Αυλή του θα μου γυρίσουν την πλάτη, θα είμαι το μαύρο πρόβατο για όλες τις αξιοπρεπείς οικογένειες. Λεπρός. Παρίας».

Της σήκωσε το πρόσωπο από το στήθος του και τη φίλησε στο χλομό της μέτωπο. «Τι είδους ζωή θα είναι αυτή; Κανείς δεν θα θέλει να με προσλάβει». Εκείνη κόλλησε πάνω του.

«Θα μπορούσαμε να φύγουμε».

«Να πάμε πού;»

«Σε άλλη πόλη. Στη Μόσχα. Οπουδήποτε».

«Η φήμη μου θα μακολουθούσε σαν άρρωστο σκυλί. Η Ρωσία μπορεί να είναι μια απέραντη χώρα, Βαλεντίνα μου, αλλά η φήμη ταξιδεύει γρηγορότερα κι από την πανώλη από πόλη σε πόλη. Όπου κι αν πάω σαν μηχανικός, η φήμη μου είναι το αίμα που με κρατάει ζωντανό».

«Θα προτιμούσα να είχα το αίμα σου μολυσμένο παρά να είναι χυμένο σε κάποιο δάσος».

Εκείνος δεν μίλησε, απόμεινε να την κρατάει.

«Δεν το αξίζω», του ψιθύρισε τελικά.

«Ποιος το λέει αυτό;»

«Εγώ».

«Τότε δεν ξέρεις τι είναι ο έρωτας».

Του ξέφυγε και γύρισε στο παράθυρο. Δεν ήθελε να δει τα δάκρυα της. Όλη αυτή την ώρα σκεφτόταν ότι αν ο Τσερνόφ πέθαινε, η κατάσταση της χρεοκοπίας του πατέρα της θα χειροτέρευε.

«Έχεις ξανασκοτώσει άνθρωπο;» τον ρώτησε παρακολουθώντας ένα παιδί που φτυάριζε το χιόνι από τις ράγες.

«Όχι».

«Ξέρεις να χειρίζεσαι πιστόλι;»

«Ασφαλώς. Μην ανησυχείς, είμαι δεινός σκοπευτής».

«Ναι, αλλά αυτός είναι στο στρατό. Μαυτά ασχολείται όλη μέρα».

«Και να κυνηγάει τη γυναίκα μου. Και μαυτό ασχολείται το καθίκι».

Η Βαλεντίνα δεν χαμογέλασε.

«Τι είδους άνθρωπος μπορεί να είναι κάποιος που του αρέσει να σκοτώνει εν ψυχρώ;»

«Κανείς από εμάς δεν ξέρει τις δυνατότητες του μέχρι να βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτές. Κι εσύ, Βαλεντίνα; Τι δυνατότητες έχεις;»

Γύρισε απτην άλλη και τον βρήκε να στέκεται ακριβώς πίσω της, ψηλός κι ανένδοτος.

«Σ’ αγαπάω, Γιενς Φρίις». Του άγγιξε το πρόσωπο, ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά του. «Γι’ αυτό μην υποτιμάς τις δυνατότητες μου».

Загрузка...