38
Από κείνη τη μέρα και μετά ο Γιενς παρατήρησε μια αλλαγή στη Βαλεντίνα. Οι σκιές που σκοτείνιαζαν τα μάτια της λιγόστεψαν κάπως κι οι κινήσεις της ξαναβρήκαν ένα μέρος από τη χάρη τους. Δεν το συζήτησαν αυτό που είχε συμβεί. Κανείς τους δεν ήθελε να αναφέρει το όνομα του Αρκίν, να ξαναφέρει ανάμεσα τους το φάντασμα του. Ο τρόπος, όμως, που έκαναν έρωτα έγινε πιο τρυφερός κι ο τρόπος που του έπαιζε πιάνο απέκτησε ένα βαθύτερο πάθος που τον έκανε να την αποθυμάει οδυνηρά.
Κρυφά από κείνη, ο Γιενς συνέχισε να ψάχνει για τον Αρκίν. Χτένισε τις τρώγλες της Αγίας Πετρούπολης, μα δεν βρήκε το παραμικρό ίχνος του. Πείστηκε ότι ο Αρκίν είχε φύγει απτην πόλη. Ή πάλι, αν υπήρχε κάποια Θεία Δίκη, θα είχε πάθει γάγγραινα και θα είχε πεθάνει. Ωστόσο ο Γιενς δεν πίστευε στη Θεία Δίκη. Τη δικαιοσύνη έπρεπε να την απονέμεις μόνος σου.
Παρόλο που η περίοδος του πένθους δεν είχε περάσει ακόμα, ο Γιενς μίλησε στους Ιβάνοφ κι η γαμήλια τελετή κανονίστηκε με σχετική ταχύτητα. Δεν του άρεσαν οι ρωσικοί γάμοι, ήταν πολύ μακρόσυρτοι και αυστηροί για το γούστο του, χωρίς λουλούδια και γαμήλια εμβατήρια. Ωστόσο, κοίταζε σαν υπνωτισμένος όταν η νυφούλα του εμφανίστηκε μπροστά του με το κάτασπρο μακρύ φόρεμα της, μ ένα αναμμένο κερί στα χέρια και τα μαύρα της μαλλιά μαζεμένα κάτω από ένα λευκό πέπλο στολισμένο με μαργαριτάρια που συναγωνίζονταν τη λευκότητα της επιδερμίδας της.
Όταν τα χρυσά στέφανα ακούμπησαν στα κεφάλια τους, το βλέμμα της Βαλεντίνας τινάχτηκε στην πόρτα της εκκλησίας, λες και περίμενε να μπει κάποιος. Μια μικρή ρυτίδα χάραξε το μέτωπο της και μια φοβισμένη ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί της κάτω από το πέπλ της.
Για πολλοστή φορά ο Γιενς καταράστηκε τον εαυτό του που δεν είχε σημαδέψει πιο ψηλά εκείνη την ημέρα στην αυλή του νοσοκομείου, για νανοίξει μια τρύπα μεγάλη σαν τα στέφανα τους στο στήθος του Αρκίν. Ωστόσο, είχε διακρίνει ότι ο επαναστάτης φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο κάτω απτα ρούχα του. Γι’ αυτό έδειχνε τόσο θάρρος ο μπάσταρδος. Τώρα, όμως, με το ποδάρι του σακατεμένο, θα έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί στους δρόμους της Πετρούπολης.
Όταν επιτέλους η τελετή ολοκληρώθηκε, ο Γιενς οδήγησε τη Βαλεντίνα στο καινούργιο τους σπίτι, σε μια ήσυχη λεωφόρο κοντά στο σπίτι του γιατρού Φεντόριν.
«Όταν έρθει η ώρα της γέννας, θα μας είναι χρήσιμος ένας γιατρός στη γειτονιά», είχε πει ο Γιενς, μα η Βαλεντίνα είχε γελάσει και τον είχε αποκαλέσει φοβητσιάρη αρκούδο, και του υποσχέθηκε ότι θα γεννούσε τόσο εύκολα όσο γεννάει η γάτα τα γατάκια της.
Ο Γιενς είχε διαλέξει προσεκτικά το σπίτι. Η θέα του ποταμού από τα παράθυρα ήταν ιδανική για να ηρεμεί η γυναίκα του, και τα ψηλά ταβάνια θα σχημάτιζαν ιδανικό ηχείο για τη μουσική της. Μπροστά στο τζάκι είχε στρώσει το ελαφοτόμαρό του - κι είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει δεόντως.
Απολαυστικά, αργά, της έβγαλε τα νυφιάτικα στολίδια.
Εκείνη στεκόταν χαμογελαστή και του πρόσφερε τα μελή της για να τα γδύσει. Όταν απόμεινε γυμνή και τα μαλλιά της έπεσαν σαν μαύρος σατινένιος καταρράκτης στην πλάτη της, ο Γιενς την οδήγησε στο καινούργιο πιάνο αΕράρ»
που είχε εγκαταστήσει στο σαλόνι, κι η Βαλεντίνα έπαιξε.
Μόνο για εκείνον. Αναγνώρισε αμέσως τις ρομαντικές νότες του «Νυχτερινού» σε μι ύφεση του Σοπέν κι η επιλογή της τον συγκίνησε βαθιά.
Τα χέρια της γλιστρούσαν πάνω στα πλήκτρα του πιάνου κι ο Γιενς ακολουθούσε με το βλέμμα τις ντελικάτες γραμμές της πλάτης της, την καμπύλη των οπισθίων της, τη γωνία των ώμων τους, την άκρη του αγκώνα της. Και την υπέροχη κοιλιά της που σιγά σιγά γέμιζε και στρογγύλευε.
Η γυναίκα αυτή ήταν δική του, είχε μέσα της το παιδί του, του ήταν το ίδιο απαραίτητη με τα πνευμόνια του και το αίμα στις φλέβες του. Πήγε κοντά της και τη φίλησε στην κορφή του κεφαλιού, στα πλευρά, στη βάση της σπονδυλικής της στήλης. Η Βαλεντίνα συνέχισε να παίζει αναστενάζοντας ηδονικά κι όταν εκείνος την αγκάλιασε και τη φίλησε στο σβέρκο, κόλλησε πάνω του σαν να ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του.
«Σαγαπάω, κυρία Φρίις», της ψιθύρισε εκείνος και τη σήκωσε απ’ το σκαμνί του πιάνου. «Ώρα να πάμε στο κρεβάτι».
Αιωρούμενη στην αγκαλιά του η Βαλεντίνα έδεσε τα χέρια της στο λαιμό του, έχωσε τα δάχτυλα της στα μαλλιά του και τον κοίταξε γεμάτη λατρεία με μάτια που έλαμπαν.
«Έχουμε δική μας την αιωνιότητα», του υποσχέθηκε.
Τα κεριά έκαιγαν ακόμα ένα γύρω στην κρεβατοκάμαρα.
Το απαλό τους φως μαλάκωνε τις σκέψεις της Βαλεντίνας κι έκανε την επιδερμίδα του Γιενς να φαντάζει χρυσαφένια. Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του στην κοιλιά της κι εκείνη του το χάιδευε, χαμογελώντας χορτάτη. Δύο πλάσματα κοιμόντουσαν -ένα δίπλα της κι ένα μέσα της- κι εκείνη συλλογιζόταν το μέλλον, που θα ήταν γεμάτο με καινούργια κατασκευαστικά προγράμματα για τον Γιενς και σπουδές στο Κονσερβατουάρ της Πετρούπολης για κείνη.
Ονειρευόταν συναυλίες και βόλτες στο πάρκο μένα μικρό χεράκι μέσα στο δικό της, κρυστάλλινα γέλια, τη ζεστασιά του κορμιού του Γιενς δίπλα στο δικό της τις νύχτες, και το πράσινο φως των ματιών του να την αγκαλιάζει.
Θα υπήρχαν προβλήματα. Ασφαλώς και θα υπήρχαν. Η κοινωνική τάξη ήταν ασταθής στην Αγία Πετρούπολη, μα η Βαλεντίνα είχε εμπιστοσύνη στη δύναμη αντρών σαν τον πατέρα της, αντρών σαν το λοχαγό Τσερνόφ. Αυτοί θα έλεγχαν την κατάσταση, θα συμμάζευαν τους απεργούς. Πάνω απόλα, όμως, είχε εμπιστοσύνη σε ανθρώπους σαν τον Γιενς που θα έφτιαχναν έναν καλύτερο κόσμο για τους εργάτες. Ο Αρκίν κι η θηριώδης επανάσταση του δεν θα έβλεπαν ποτέ την επιτυχία. Θα έσβηναν σένα τίποτα, και τα λάβαρα και τις παντιέρες τους θα τάρπαζαν οι γλάροι που τριγύριζαν κοπαδιαστά πάνω από την πόλη.
Έφερε το χέρι της στην κοιλιά της και ζωγράφισε με τη φαντασία της ένα μικροσκοπικό κεφαλάκι με μπουκλίτσες.
Η σκέψη πως θα γινόταν μητέρα της έκοβε την ανάσα, τη συνάρπαζε, την τρομοκρατούσε. Χαμογέλασε καθώς ήρθε στο μυαλό της η μητέρα της. Τώρα τελευταία η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα είχε αποκτήσει τη συνήθεια να παίρνει το τρένο και να πηγαίνει στη Μόσχα για να μείνει σε μια παλιά της συμμαθήτρια. Άλλοτε για μια δυο μέρες, άλλοτε περισσότερο. Έλεγε πως ήθελε να φεύγει απτην πόλη στην οποία είχε πεθάνει η κόρη της - κι όταν γύριζε τα μάτια της δεν τα σκοτείνιαζε η γκρίζα μελαγχολία, κι οι ρυτίδες στο μέτωπο της είχαν ελαφρύνει κάπως. Ο μπαμπάς δεν έδειχνε καν να αντιλαμβάνεται τις απουσίες της γυναίκας του, απορροφημένος από τις δουλειές που έκανε με τον υπουργό Νταβίντοφ. Στο γάμο της όμως είχε αγκαλιάσει τρυφερά τη Βαλεντίνα και της είχε δώσει την ευχή του. Κι αυτό σήμαινε πολλά για κείνη.
Αγκάλιασε τον κοιμισμένο Γιενς, έγινε ένα μαζί του.
αΑντρα μου.» ψιθύρισε.
Ο Ρασπούτιν είχε δίκιο. Η Βαλεντίνα το παραδεχόταν τώρα και γελούσε. Απλή σύμπτωση ήταν, έλεγε, τίποτα παραπάνω. Ύστερα από ένα χειμώνα πιο ήπιο από το συνηθισμένο και μιαν άνοιξη όπου στα εργοστάσια επικράτησε σχετική ησυχία, γέννησε μια κόρη. Κι όχι μια τυχαία κόρη, αλλά το πιο τέλειο πλάσμα του κόσμου, ήταν απόλυτα βέβαιη γι’ αυτό. Ίδια ο πατέρας της.
Η Βαλεντίνα γέλαγε κι έκλαιγε αδιάκοπα. Άγγιζε τα ματάκια, τα αφτάκια, το σαγανάκι της μικρής της, κοίταζε τα λακκάκια της, δεν τη χόρταινε. Και ξετρελάθηκε από χαρά όταν ο Γιενς δεν περίμενε να τον φωνάξει ο γιατρός Φεντόριν, αλλά άνοιξε την πόρτα κι όρμησε στο δωμάτιο μόλις άκουσε το πρώτο κλάμα του μωρού. Έμεινε ξερός βλέποντας μάνα και κόρη στο κρεβάτι. Όσο κι αν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό, συγκλονίστηκε. Σεισμός έγινε μέσα του.
Ύστερα χαμογέλασε τόσο πλατιά, που η Βαλεντίνα νόμισε πως θα του σκίζονταν τα μάγουλα και κάθισε όσο πιο απαλά μπορούσε στο κρεβάτι.
«Βαλεντίνα, πώς...»
«Είμαι κομμάτια και πονάω παντού. Καμιά σχέση με το πώς γεννάει η γάτα τα γατάκια της». Σήκωσε το μωρό κι εκείνος το έκλεισε στην αγκαλιά του. Κράτησε την κόρη του ώρα πολλή, κοιτάζοντας τα κόκκινα μαλλάκια της που ήταν ακόμα κολλημένα στο μέτωπο της. Κι όταν το στοματάκι της άνοιξε σ’ ένα σιωπηλό χασμουρητό, γέλασε και κοίταξε τη Βαλεντίνα. Το βλέμμα του έκρυβε τόση αγάπη, που λες κι ο κόσμος υπήρχε μόνο γιαυτούς.
«Δεν συνειδητοποιούσα ότι ως τώρα η ζωή μου δεν ήταν ολοκληρωμένη», είπε ο Γιενς. «Τώρα, με τούτο το παιδί, είναι». Η φωνή του έτρεμε. «Είναι πανέμορφη».
Η Βαλεντίνα χαμογέλασε κουρασμένα.
«Να τη βγάλουμε Λίντια», είπε.