17

Η Βαλεντίνα ήταν χωμένη στα μαξιλάρια της. Χιονονιφάδες χτυπούσαν στο παράθυρο της. Στις κόγχες του κούρνιαζαν χιονισμένα σχήματα, λεπτά σαν τον ιστό της αράχνης, παγωμένα κι ανεπιθύμητα όπως οι σκέψεις που τριβέλιζαν το μυαλό της.

Ο καιρός περνούσε. Δεν καταλάβαινε πόσος καιρός είχε περάσει. Δυο εβδομάδες, τρεις; Περισσότερες; Ήταν άρρωστη κι αυτό της θόλωνε το μυαλό1 ο πυρετός την έλιωνε από μέσα, τα νυχτικά της μούσκευαν από τον ιδρώτα, με τα πόδια της έκανε κουβάρι τα σεντόνια. Δεν παραπονιόταν. Τον περισσότερο καιρό που είχε τις αισθήσεις της καταλάβαινε ότι επρόκειτο για λοίμωξη των πνευμόνων λόγω των νερών του υπονόμου, αλλά όταν την έπιαναν εκείνοι οι τραγικοί σπασμοί ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για τιμωρία.

Η μαντάμ Νταβίντοβα είχε πνιγεί, το κορμί της χτύπησε με δύναμη πάνω στη σχάρα μιας βάνας, ενώ η Βαλεντίνα είχε σωθεί επειδή πρόλαβε και γαντζώθηκε από τη μεταλλική σκάλα που ήταν μπροστά της.

Το ευγενικό πρόσωπο της γυναίκας εμφανιζόταν συχνά στα όνειρα της Βαλεντίνας και της μιλούσε γλυκά. Κάποιες νύχτες, όμως, όταν ένιωθε το κεφάλι της να καίει έτοιμο να σπάσει, η μαντάμ Νταβίντοβα μεταμορφωνόταν σένα σατανικό πλάσμα. Με μάτια να πετάνε φωτιές. Με στόμα που έβριζε χυδαία. Η Βαλεντίνα ούρλιαζε. Η αδελφή Σόνια ήταν πάντα εκεί, δίπλα της, να της λέει: «Σώπα, μικρούλα, ησύχασε». Κάποιες φορές ένιωθε κάτι κρύο στο μέτωπο της, μια γουλιά υγρό στα χείλη της. Η πικρή γεύση του λάβδανου.

Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα κι ίσα που ακούστηκαν οι ρόδες πάνω στο χαλί.

«Είσαι ξύπνια;»

«Ναι. Καλημέρα, Κάτια. Μια χαρά είσαι».

Αλήθεια, η Κάτια ήταν μια χαρά. Δεν ήταν χλομή, τα μαλλιά της ήταν φρεσκολουσμένα και καθόταν πιο στητή στην αναπηρική πολυθρόνα.

«Σου φερα λίγο ανανά. Κοίτα».

Ακούμπησε ένα μπολ στο κομοδίνο της Βαλεντίνας. Μέσα στο μπολ δυο κατακίτρινες φέτες ανανά σκόρπιζαν το άρωμα τους στο παγωμένο δωμάτιο θυμίζοντας κάτι από καλοκαίρι.

«Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε η Κάτια.

«Καλύτερα».

«Ωραία. Θα κατέβεις σήμερα κάτω;»

Η Βαλεντίνα έκλεισε τα μάτια της.

«Όχι. Έχω ένα φοβερό πονοκέφαλο».

«Η νοσοκόμα μπορεί να σου δώσει κάτι γι’ αυτό. Αν σηκωθείς και-»

«Όχι. Όχι, σήμερα, Κάτια».

Ατέλειωτη σιωπή. Το τζάμι στο παράθυρο έτριζε. Η Βαλεντίνα ένιωσε στο χέρι της τα δάχτυλα της Κάτιας.

«Βαλεντίνα, δεν μπορείς να συνεχίσεις έτσι».

Κι άλλη σιωπή. Πιο βαριά αυτή τη φορά, οι ανάσες να βγαίνουν με δυσκολία.

«Η αδελφή Σόνια μου είπε», μίλησε με απαλή φωνή η Κάτια, «ότι ο πυρετός σου έπεσε. Κι ότι πας καλύτερα».

«Ναι, αλλά αισθάνομαι αδυναμία». Τα μάτια της εξακολουθούσαν να είναι κλειστά.

«Τόση αδυναμία που να μην μπορείς να κατέβεις μέχρι κάτω;»

Η Βαλεντίνα ένευσε καταφατικά.

Τα μικροκαμωμένα δάχτυλα χτύπησαν απαλά το χέρι της.

«Γλυκιά μου Βαλεντίνα, σακούω, κάθε βράδυ σακούω».

«Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις».

«Ασφαλώς και καταλαβαίνεις. Σακούω να περνάς αθόρυβα έξω απ’ το δωμάτιο μου όταν νομίζεις ότι όλοι στο σπίτι κοιμούνται. Κατεβαίνεις κάτω και παίζεις πιάνο. Μερικές φορές για λίγη ώρα, κι άλλες όλη τη νύχτα».

«Όχι».

«Ναι. Και γυρίζεις πίσω λίγο προτού σηκωθούν οι υπηρέτες. Παραδέξου το». Της έσφιξε δυνατά το χέρι κι η Βαλεντίνα άνοιξε απότομα τα μάτια.

«Λοιπόν», είπε η Κάτια, «για κοίτα με στα μάτια».

Η Βαλεντίνα την κοίταξε. Αυτή δεν ήταν η Κάτια της.

Ήταν κάποια άλλη που είχε τρυπώσει κάτω απ’ το δέρμα της αδελφής της. Τα μπλε μάτια ήταν παγωμένα και άχρωμα σαν τις φεγγαρόπετρες. Αυτό το πλάσμα υποκρινόταν ότι ήταν η Κάτια. Τα πράγματα ήταν άσχημα.

«Βαλεντίνα, τι σου συμβαίνει; Τι είναι αυτό που σέχει καθηλώσει εντελώς, όπως εμένα η βόμβα; Δεν είσαι πληγωμένη, δεν είσαι άρρωστη. Δεν ασχολήθηκες ούτε καν με τα γενέθλια μας. Εξακολουθείς να κρύβεσαι εδώ μέσα. Πού πήγε όλη η ζωντάνια σου;»

«Την πήρε μαζί της το νερό των υπονόμων».

«Είσαι ζωντανή. Δεν χτύπησες, δεν πνίγηκες ούτε έχασες το μισό σου πόδι όπως ο τοπογράφος».

«Ο τοπογράφος; Έχασε το πόδι του;»

«Από το γόνατο και κάτω. Του το ακρωτηρίασαν».

Η Βαλεντίνα θυμήθηκε το νεανικό του πρόσωπο. Μέσα στον ιδρώτα. Φοβισμένο. Τα χέρια του σαν τα πλοκάμια, τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του Γιενς.

«Θα περπατάει με πατερίτσα», είπε η Κάτια.

«Η μαντάμ Νταβίντοβα δεν πρόκειται να ξαναπερπατήσει».

«Όχι».

«Κάτια, την είδα να πεθαίνει. Είδα«υτή την καλή γυναίκα να πνίγεται».

Το χέρι της Κάτιας χαλάρωσε και η φωνή της μαλάκωσε.

«Στενοχωριέσαι και καλά κάνεις, αλλά δεν μπορείς να πάψεις να ζεις κι εσύ εξαιτίας της».

Η Βαλεντίνα χώθηκε στα μαξιλάρια της.

«Κάτια, εγώ έπρεπε να είμαι στη θέση της. Εκείνη έπρεπε να πιαστεί από τη σκάλα, όχι εγώ».

«Ναι, αλλά δεν πιάστηκε. Εκείνη πέθανε κι εσύ δεν πέθανες. Ζήσε λοιπόν».

«Ο Γιενς μέβαλε πάνω στη σκάλα».

«Να τον έχει καλά ο Θεός τον Γιενς Φρίις. Αν και δεν έπρεπε να σε έχει προσκαλέσει εκεί κάτω».

«Πάψε, Κάτια. Δεν φταίει αυτός που οι αναθεματισμένοι επαναστάτες θέλησαν να μας δολοφονήσουν».

«Ωραία». Η Κάτια χαμογελούσε. «Επιτέλους μια σπίθα.

Στον Γιενς την οφείλεις».

Αλλά η Βαλεντίνα σκεπάστηκε μέχρι πάνω με το πάπλωμα.

«Φύγε, Κάτια».

Το πάπλωμα τραβήχτηκε απότομα από πάνω της.

«Για κοιτάξου!» φώναξε η Κάτια.

Κι η Βαλεντίνα κοιτάχτηκε. Ένα βρομερό νυχτικό, μαλλιά επίσης βρομερά και γεμάτα κόμπους. Πήγε να κλείσει τα μάτια της για να μην τα βλέπει, ένιωσε μια σφαλιάρα στο κεφάλι της κι ένα χαστούκι στο μάγουλο της.

«Σήκω!» ούρλιαξε η Κάτια. αΣήκω απ’ αυτό το κρεβάτι».

«Μη!»

«Σκοπεύεις να σαπίσεις εδώ;»

«Ναι. Φύγε κι άσε με ήσυχη».

«Κοιτάξου. Έχεις τα πάντα. Τα πάντα. Δεν έχεις κανέναν απολύτως λόγο για να μισείς τον κόσμο αυτό. Κανέναν».

Η Βαλεντίνα δεν μίλησε, κι όμως είχαν ειπωθεί τόσο πολλά.

«Η καημένη η μαντάμ Νταβίντοβα θα δίνε τα πάντα για να είναι στη θέση σου», είπε κλαίγοντας η Κάτια. Έγειρε πίσω στην αναπηρική πολυθρόνα της με το ένα χέρι στο λαιμό της λες και την έπνιγε κάτι. «Βαλεντίνα», είπε βραχνά, «εγώ θα πουλούσα τη ζωή μου στο Διάβολο να ήμουν στη θέση σου».

Οι ρόδες έτριξαν και το αναπηρικό καροτσάκι βγήκε απ το δωμάτιο. Η Βαλεντίνα αναστέναξε βαθιά και απόμεινε να κοιτάζει τον τοίχο.

Ένιωσε ότι κάτι κουνιόταν μες στο κεφάλι της. Κάτι σερνόταν σαν φίδι ανάμεσα στις σκέψεις της μέχρι που τις γράπωσε και τις έσφιξε, όπως το σκοινί το λαιμό ενός πορτοφολά.

Οι ενοχές τη συνέθλιβαν. Της τσάκιζαν την πλάτη. Της έχωναν το πρόσωπο μέσα στις ακαθαρσίες. Η Κάτια. Η μητέρα της. Ο πατέρας της. Η μαντάμ Νταβίντοβα. Το ακρωτηριασμένο πόδι του τοπογράφου. Ακόμη κι η Ντάσα, το πανέμορφο μα παραμελημένο άλογο της, που δεν το είχε ξανακαβαλικέψει από την ημέρα της έκρηξης.

Μια ψιθυριστή φωνή της μουρμούραγε μέσα σταφτί της: Αν δεν ήταν για χάρη της, θα κανόνιζε ο Γιενς την επίσκεψη στις καινούργιες σήραγγες; Αν εκείνος δεν ήθελε να την αρπάξει από το λοχαγό Τσερνόφ, οι υπόλοιποι θα ήταν ακόμα γεροί και ζωντανοί; Όλα αυτά ήταν τάχα δικό της λάθος; Ένιωθε να γίνεται κομμάτια ενώ κοιτούσε με άδειο βλέμμα τον τοίχο απέναντι της. Προσπάθησε να συναρμολογήσει ξανά τον εαυτό της κομμάτι κομμάτι. Μα όσο το έκανε βάλθηκε να εξετάζει το σχήμα και το μέγεθος του κάθε κομματιού, το ζύγιζε, το μάλαζε, το δοκίμαζε.

Μερικά ήταν κοφτερά σαν γυαλί και την έκοψαν. Άλλα ήταν απαλά και με στρογγυλεμένες γωνίες. Πολλά ήταν μαύρα και σπασμένα, κι έπρεπε να πεταχτούν. Πήρε πολύ χρόνο για να δει τι είχε απομείνει και να τα ταιριάξει μεταξύ τους.

Τελικά ο ανανάς ήταν εκείνος που τη σήκωσε από το κρεβάτι. Κάθε φορά που τον μύριζε, ένα κομμάτι του Γιενς αποτυπωνόταν μέσα της. Το ένιωθε να διαπερνά τα πνευμόνια της και να κυλάει στο αίμα της, να χτυπάει κάτω από τα μονοπάτια που διέγραφαν οι φλέβες της. Γιατί μόνο ο Γιενς θα μπορούσε να της φέρει έναν ανανά. Είχε πάει εκεί.

Είχε περάσει από το σπίτι. Δεν ήταν κουβαριασμένος σένα κρεβάτι σαν το πληγωμένο ζώο. Πέταξε από πάνω της το πάπλωμα και ακούμπησε τα πόδια της στο πάτωμα.

Έβγαλε τη νυχτικιά της κι έβαλε στη γλώσσα της ένα κομματάκι ανανά. Η σάρκα του που έκρυβε μέσα της το φως του ήλιου της έκαψε το στόμα. Πήγε μέχρι το σεκρετέρ της, ξεκλείδωσε το συρτάρι κι έβγαλε το ημερολόγιο της. Με την πένα στο χέρι άρχισε να γράφει: Να κάνω μια συμφωνία με τον μπαμπά.

Ο δρόμος δεν ήταν και κανένας σπουδαίος. Ένα ξεροβόρι που ήρθε απ’ τη θάλασσα σήκωσε σκόνη και βάλθηκε να κυνηγήσει τις νιφάδες, που λερωμένες σαν το μισοφόρι μιας πόρνης έκαναν φούρλες στον αέρα. Ο Γιενς με μεγάλα βήματα διέσχισε τον ξερότοπο, σκέψεις γύριζαν στο μυαλό του, έκανε τους υπολογισμούς του και σχεδόν ούτε που πρόσεξε τη μοναχική φιγούρα με το χοντρό παλτό, που εμφανώς ανήκε σε κάποιον μεγαλόσωμο άντρα. Ο Γιενς έβαλε στην τσέπη του το μολύβι και το σημειωματάριο, τίναξε το χιόνι από τις μπότες του και κίνησε.

«Καλημέρα, υπουργέ Νταβίντοφ».

Το σταχτί πρόσωπο του Νταβίντοφ δεν μπήκε καν στον κόπο να υποκριθεί ότι χάρηκε που τον είδε. Αυτές τις ημέρες τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να χαροποιήσει το χήρο υπουργό. Και περισσότερο απόλους ο ίδιος του ο εαυτός.

«Έχουμε κάνει πρόοδο», του ανακοίνωσε ο Γιενς.

«Υπάρχει συμφωνία για την πώληση της γης;»

«Τα συμβόλαια είναι έτοιμα. Κανόνισες την τραπεζική μεταφορά των χρημάτων;»

«Ντα».

Ο Γιενς ένευσε ικανοποιημένος. Αυτό ήθελε ν’ ακούσει.

Τούτη η έκταση χέρσας γης και οι τρισάθλιες καλύβες που ήταν πιο κει, σύντομα θα ανήκαν σε νέο ιδιοκτήτη και θα J ήταν έτοιμες για ανοικοδόμηση. Έριξε μια ματιά στα καλύβια, δεν ήταν μεγαλύτερα από σπίτια για σκυλιά.

«Όταν μπουν οι υπογραφές κι οι σφραγίδες», είπε ο Γιενς, «θα ανακοινώσω την επέκταση των υπονόμων σαυτή την περιοχή την ερχόμενη άνοιξη».

Ο Νταβίντοφ έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και μύρισε τον αέρα. Τι περίμενε να μυρίσει; Λεφτά; Χοντρά στρογγυλά ρούβλια να κυλάνε στη γη; Μια γυναίκα με ένα μαντίλι στο κεφάλι και με παπούτσια φτιαγμένα από σκοινιά βγήκε βιαστικά από ένα χαμόσπιτο μένα τενεκεδένιο κουβά γεμάτο με σκατόνερα και τον άδειασε στο βρόμικο δρόμο. Ο Γιενς γύρισε το κεφάλι του απτην άλλη μεριά. Ο δρόμος έζεχνε κατρουλίλα. Η γυναίκα στάθηκε στην άκρη του δρόμου και τους κοίταζε, οι ώμοι της σκυφτοί.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Νταβίντοφ.

«Λοιπόν, εσύ θα καθοδηγήσεις την επιτροπή να ψηφίσει προς αυτή την κατεύθυνση». Έκανε να περπατήσει, το ύψος του χάριζε ένα πλεονέκτημα.

Ο Νταβίντοφ κάτι μουρμούρισε, κάτι που μόνο ο ίδιος το άκουσε κι ό,τι απόμεινε το πήρε ο άνεμος.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ζήτησε να μάθει ο Γιενς.

«Αρρωσταίνω με το θέμα των υπονόμων. Δεν θέλω να έχω καμιά σχέση ούτε με την επιτροπή, ειδικά έπειτα από.»

«Υπουργέ, συμφωνήσαμε. Είναι καθήκον σου να λύσεις το ζήτημα με την επιτροπή». Τράβηξε απτην τσέπη του μια ασημένια ταμπακέρα, δώρο από την κόμισσα Σερόβα, εξαιρετικό σκάλισμα από τον ίδιο τον Φαμπερζέ. Έδωσε ένα τσιγάρο στον Νταβίντοφ, πήρε κι αυτός ένα και τάναψε και τα δυο με τον αναπτήρα του, καλύπτοντας τη φλόγα με το χέρι του επειδή φύσαγε προσπαθώντας να δημιουργήσει μια φιλική ατμόσφαιρα.

«Υπουργέ, μην κάνεις πίσω τώρα. Εσύ είσαι αυτός που αποφασίζει τις ενέργειες της επιτροπής, το ξέρουμε κι οι δυο αυτό».

«Η άποψη της επιτροπής είναι να-»

«Γάμησε τη την άποψη της επιτροπής», τον έκοψε ο Γιενς.

Πέταξε ψηλά την ταμπακέρα κι αυτή αφού διέγραψε ένα τόξο στον αέρα πήγε και προσγειώθηκε με θόρυβο στα πόδια της γυναίκας. Εκείνη τρόμαξε και παραπάτησε, πέταξε κάτω τον άδειο κουβά της κι άρπαξε την ασημένια ταμπακέρα. Έτρεξε και χώθηκε μες στο χαμόσπιτο, όπως ο σκύλος που έχει αρπάξει κόκαλο.

«Έχουμε κάνει μια συμφωνία», συνέχισε ο Γιενς. «Όταν αποκτήσεις την κυριότητα, θα δώσεις εντολή να δοθούν κονδύλια από την κυβέρνηση για να επεκταθεί το αποχετευτικό μέχρι του χρόνου».

Ο Νταβίντοφ άναψε ένα τσιγάρο κι ατένισε τη χέρσα γη με τα σπαρμένα εδώ κι εκεί σκουριασμένα σίδερα και τα σπασμένα ξυλοκρέβατα.

«Δεν είναι το ίδιο», είπε με πονεμένη φωνή. «Χωρίς εκείνη».

«Ακούω», είπε ήρεμα ο Γιενς, «ότι σίγουρα δεν είναι το ίδιο. Για σένα, εννοώ».

Κάτι στον τόνο της φωνής του ξάφνιασε τον Νταβίντοφ.

«Τι;» ζήτησε επιτακτικά να μάθει. «Τι έχεις ακούσει;»

«Ότι ο αδελφός της γυναίκας σου είχε ένα σωρό χρέη στα χαρτιά. Ότι στη διαθήκη της του αφήνει όλα της τα χρήματα για να τα ξεπληρώσει». Η φωνή του ήταν πολύ ευγενική. «Ότι εσύ, υπουργέ, πρέπει να κάνεις σοφές επενδύσεις προκειμένου να αναπληρώσεις τα χαμένα. Θα πρέπει να ήταν μια γερή μπουνιά για σένα αυτό το πράγμα».

Εννοούσε τα χρήματα, δεν εννοούσε το θάνατο της. Δεν θα μπορούσε να αναφερθεί στο θάνατο της. Ένιωθε λες κι είχαν κολλήσει γυαλιά στο λαιμό του.

Ο Νταβίντοφ έβγαλε μια τολύπη καπνού που ενώθηκε με τις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν.

«Είσαι απίστευτα καλά ενημερωμένος», του είπε ξερά.

«Υπουργέ, ας κάνουμε όπως συμφωνήσαμε. Μπορείς να υποτάξεις την επιτροπή στη θέληση σου. Είσαι καλός σαυτό».

Σταμάτησε εκεί. Είχαν ειπωθεί αρκετά. Ξανάρχισε να βηματίζει στη χέρσα γη σημειώνοντας νούμερα με τα παγωμένα του δάχτυλα.

«Είναι κάπως καλύτερα σήμερα;» «Έλα μαζί μου».

Η Κάτια τσούλησε το αναπηρικό καροτσάκι με επιδέξια χέρια και πολύ γρήγορα βρέθηκαν σένα φαρδύ διάδρομο γεμάτο με παλιές μεταξωτές ταπετσαρίες.

Ο Γιενς την ακολουθούσε ενώ οι ρόδες απ’ το καροτσάκι χώνονταν σε ένα σκούρο χρυσολαδί χαλί. Πάντα την έβλεπες την Κάτια, όπου κι αν ήταν. Πάντα την άκουγες, όπου κι αν πήγαινε. Δεν ήταν δυνατόν να κινηθεί αθόρυβα, με διακριτικότητα - εκεί που ζούσε υπήρχε ένας κόσμος που έβλεπε μόνο το πάνω μέρος του κεφαλιού της κι εκείνη για να τους κοιτάξει στα μάτια έπρεπε να τεντώσει το λαιμό της. Ο Γιενς αγνοούσε εντελώς αυτό το είδος του κόσμου.

«Κάτια», της είπε γελαστός, «τρέχεις σαν το λύκο που κυνηγά τη λεία του. Για να σε προλαβαίνω θα πρέπει να κολλήσω πάνω μου με οξυγονοκόλληση μεταλλικά ροδάκια».

Εκείνη γέλασε και βάλθηκε να τσουλάει ακόμη πιο γρήγορα, κι αυτός αναγκάστηκε να τρέχει για να είναι δίπλα της, αλλά κοκάλωσε όταν έφτασε σταφτιά του η μουσική.

Τον χτύπησε κατάστηθα σαν να έφαγε μια δυνατή γροθιά.

Η μουσική χωνόταν κάτω απτην πόρτα, ένα χαρούμενο λαϊκό ρωσικό τραγούδι που ξεχείλιζε ζωντάνια. Η Κάτια κοίταξε πάνω από τον ώμο της κουνώντας τις ξανθιές της μπούκλες και του χαμογέλασε.

«Έλα, δεν δαγκώνει».

«Δεν θέλω να την ενοχλήσω».

«Δεν θα την ενοχλήσεις», του είπε κι έσπρωξε την πόρτα.

Η Βαλεντίνα σηκώθηκε από το σκαμνάκι του πιάνου. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο ασημί φόρεμα που πέφτε φαρδύ πάνω της. Είχε αδυνατίσει πάρα, μα πάρα πολύ. Του άπλωσε το χέρι της. Εκείνος πήρε τα δάχτυλα της, απαλά σαν πούπουλα, μες στα δικά του κι ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό να τον πνίγει. Για ένα λεπτό δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει αλλά εξακολουθούσε να της κρατάει το χέρι.

«Γιενς», του είπε εκείνη και του χαμογέλασε.

Τα σκούρα της μάτια φάνταζαν πελώρια πάνω στο πρόσωπο της, οι σκιές στα ρουφηγμένα της μάγουλα είχαν μεγαλώσει, το δέρμα της ήταν τόσο διάφανο που ο Γιενς μπορούσε να διακρίνει τις λεπτές της φλέβες. Αλλά τα μαλλιά της κυμάτιζαν απαλά κι αυτός με το ζόρι κρατήθηκε να μην ταγγίξει.

«Γιενς.» του είπε για άλλη μια φορά.

«Καλημέρα, Βαλεντίνα. Χαίρομαι που σε βλέπω καλά μετά την αδιαθεσία σου».

«Αδιαθεσία;» Τον κοίταξε με σηκωμένο το ένα της φρύδι. «Αυτό λες να ήταν; Γιατί εγώ ακόμη αναρωτιέμαι».

Εκείνος χαμογέλασε κι η ματιά του χάιδεψε το πρόσωπο της. Αν την έκλεινε μέσα στην αγκαλιά του και πίεζε το εύθραυστο κεφάλι της πάνω στο στήθος του, λες να τον χαστούκιζε; Το παρατραβάς, Δανέ μηχανικέ υπονόμων. Εσύ, πνίχτη γυναικών. Εσύ, παρατηρητή των αστεριών. Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου.

Λες έτσι να του λέγε; Και τι θα λέγε άραγε αν την άρπαζε, την έχωνε κάτω από το μπράτσο του κι έβγαινε τρέχοντας απ’ το σπίτι σαν τον κλέφτη που έχει αρπάξει ένα χαλί; Λες να πετάριζε τα μάτια της και να έσκαγε στα γέλια; «Βαλεντίνα, σε παρακαλώ, θα μου παίξεις κάτι;»

«Για να το κάνω χρειάζομαι το χέρι μου».

Εκείνος κοίταξε το λεπτεπίλεπτο χ£ρι της μες στο δικό του, της φίλησε τα δάχτυλα και το άφησε.

«Τι θα ήθελες να σου παίξω;»

«Διάλεξε εσύ».

«Παίξε κάτι του Σοπέν», πρότεινε η Κάτια.

Η Βαλεντίνα κούνησε ελαφρά το κεφάλι.

«Ξέρω τι θα παίξω. Και νομίζω ότι θα σου ταιριάζει».

Ξανακάθισε στο πιάνο, με την πλάτη της γυρισμένη σ εκείνον, αλλά αυτός πήρε μια καρέκλα και την έβαλε απέναντι της για να μπορεί να βλέπει το πρόσωπο της. Η Κάτια βόλεψε το καροτσάκι της, όπως πάντα, δίπλα στο παράθυρο και κοίταξε τα γυμνά σαν σκελετούς δέντρα. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, έστεκε σιωπηλό αν και πολύχρωμο, ανέλπιστα οικείο με το μεγαλοπρεπές πιάνο με ουρά να δεσπόζει εκεί μέσα. Η μικροσκοπική φιγούρα της Βαλεντίνας φάνταζε σαν νάνος κι αυτή για λίγο απόμεινε σιωπηλή, λες κι η σιωπή ήταν μέρος του κομματιού που θα παιζε.

Έπαιξε κάτι βαρύ και δύσκολο, κάτι που εκείνος δεν είχε ξαν’ ακούσει, ένα δυσνόητο κομμάτι, με τα δάχτυλα της να πετούν πάνω στα πλήκτρα με μια ρυθμική σιγουριά που έδειχνε ναψηφά τα πάντα. Τον συνάρπασε, άνοιξε διάπλατα πόρτες μέσα του κι έκλεισε δια παντός κάποιες άλλες, ταρακούνησε τα συναισθήματα του και του έβγαλε αγκάθια που ήταν χωμένα βαθιά. Ναι, είχε δίκιο η Βαλεντίνα. Αυτό το κομμάτι του ταίριαζε. Ταίριαζε με τη διάθεση του εκείνες τις ημέρες τούτη η ζοφερή και σκοτεινή μελωδία, ίδια με τα φιδογυριστά τούνελ που εκείνος είχε χτίσει - και παραλίγο να τη θάψουν ζωντανή.

Μα πώς το ήξερε; Τι διέκρινε σαυτόν η Βαλεντίνα; Η μουσική σταμάτησε απότομα. Τα χέρια της στάθηκαν πάνω από τα πλήκτρα, ανυπόμονα να ξαναρχίσουν να παίζουν, αλλά εκείνη κρατήθηκε.

«Της μίλησες;» τον ρώτησε.

Εκείνος δεν τη ρώτησε ποια εννοούσε.

«Ναι, βέβαια. Μίλησα στην κόμισσα Σερόβα».

«Άρα τακτοποιήθηκε το θέμα;»

«Ναι».

«Ωραία».

Τα μάτια της τον κοίταξαν προσεκτικά απτην κορφή μέχρι τα νύχια, σαν να έψαχναν κάτι παράξενο να βρουν, και μετά ξανάρχισε να παίζει.

Της μίλησες; Ναι, βέβαια. Μίλησα στην κόμισσα Σερόβα.

Την είχε αποκαλέσει με το μικρό της όνομα, Ναταλία, στον κήπο της ένα παγωμένο αλλά ηλιόλουστο πρωινό, με το χιόνι να σκεπάζει τα πάντα. Κατηφόριζαν το μονοπάτι, το χέρι της Ναταλίας κρεμασμένο στο μπράτσο του, κι αυτή να φλυαρεί ακατάπαυστα. Ασυνήθιστο γιαυτήν, κι ας αντιδρούσε νευρικά στη σιωπή. Από τη βόμβα και μετά εκείνη φερόταν έτσι, ενώ εκείνος ένιωθε την ένταση να μεγαλώνει ανάμεσα τους. Η ματιά του ήταν καρφωμένη στον Αλεξέι που έτρεχε μες στο χιόνι μαζί με το κουτάβι του. Το κουτάβι όταν μεγάλωνε θα γινόταν καλό κυνηγόσκυλο, ο Γιενς ήταν σίγουρος. Δεν ήταν, όμως, το ίδιο σίγουρος και για το παιδί. Η φασαρία που έκανε μεταμόρφωνε τις σιωπές, το γέλιο του ζέσταινε τον παγωμένο αγέρα κι έκανε τον Γιενς να χαμογελάει. Τελευταία δεν τα κατάφερνε και πολύ να χαμογελάει. Οι υπόνομοι είχαν βάλει το χεράκι τους.

«Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις τόσο ευτυχισμένο τον Αλεξέι», είπε.

«Παραδέχομαι ότι είχες δίκιο. Το κουτάβι είναι ήδη ο καλύτερος του φίλος». Πασπάτεψε με τα δάχτυλα της το μανίκι του. «Γιενς, ό,τι κι αν έχεις έρθει σήμερα να μου πεις, πες το να τελειώνουμε. Βαρέθηκα να περιμένω». Τύλιξε γύρω της το γούνινο παλτό της λες κι ήταν η πανοπλία «Ναταλία, λυπάμαι πολύ». Ήταν ειλικρινής μαζί της, μέχρι ωμότητας ειλικρινής. Κι ήταν η μόνη του επιλογή με μια γυναίκα σαν την κόμισσα, συνηθισμένη να αποκτά οτιδήποτε της έκανε κέφι. «Εμείς οι δυο τελειώσαμε».

Το χέρι της δεν κουνήθηκε από το μπράτσο του, αλλά για ένα και μόνο δευτερόλεπτο το σαγόνι της τρεμόπαιξε.

Της ξέφυγε ένα σιγανό βογκητό κι αμέσως μετά τον κοίταξε παγερά.

«Καταλαβαίνω», του είπε. «Πόσο ανιαρό εκ μέρους σου.

Ποια είναι;»

«Ποια;»

«Μη μ’ εμπαίζεις».

«Τη λένε Βαλεντίνα».

«Αχά! Αυτή που παριστάνει την πιανίστρια. Αυτή που ήταν μαζί σου στον υπόνομο. Αυτή η Βαλεντίνα;»

Εκείνος κατένευσε κοφτά. Δεν σκόπευε να συζητήσει για κείνη μαζί της. Ευγενικά έβγαλε το χέρι της Ναταλίας απ’ το δικό του και φώναξε τον Αλεξέι. Έσκυψε κι άρχισε να ρίχνει χιονόμπαλες μια στο κουτάβι και μια στο αγόρι που είχε σκάσει στα γέλια. Ο Γιενς ήθελε να δώσει χρόνο στη Ναταλία να ξαναγίνει κόμισσα. Όταν έφτασαν στο σπίτι, σταμάτησε.

αΔεν θα έρθεις μέσα;» τον ρώτησε εκείνη. «Για ένα ζεστό κονιάκ;»

«Δεν νομίζω».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αδιάφορα. «Πολύ καλά».

«Αλλά κάποια στιγμή θα τηλεφωνήσω, αν μου το επιτρέπεις».

«Για το παιδί. Νοιάζεσαι πιο πολύ για το παιδί παρά για μένα». Η λεπτή κλωστή που τους κρατούσε ενωμένους ήταν κάτι παραπάνω από έτοιμη να κοπεί. «Μερικοί νομίζουν ότι εσύ είσαι ο πατέρας του», του είπε τσιτωμένη.

«Φταίνε τα πράσινα μάτια».

«Εσύ κι εγώ όμως ξέρουμε ότι κάνουν λάθος».

«Τότε λοιπόν γιατί; ασχολείσαι συνέχεια μαζί του;»

Κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπο της, το αλαζονικό σχήμα του στόματος της, την ευφυΐα την κρυμμένη πίσω από τα γκρίζα της μάτια κι ένιωσε μια σπίθα θυμού να φουντώνει μέσα του.

«Γιατί αν δεν το κάνω εγώ», της αποκρίθηκε, «δεν θα το κάνει κανένας άλλος».

Ο Γιενς έχασε την αίσθηση του χρόνου. Η μουσική τον είχε συναρπάσει. Όταν σταμάτησε, από μέσα του βγήκε ένας βαθύς αναστεναγμός. Ένιωθε λες κι έτρεχε με το άλογο του για πολλή ώρα μες στο δάσος. Γεμάτος ευεξία, πιο ζωντανός.

«Βαλεντίνα, ήταν υπέροχο. Σ’ ευχαριστώ πολύ».

Εκείνη απόμεινε ακίνητη στο σκαμπό της κι ο Γιενς έβλεπε το στήθος της νανεβοκατεβαίνει καθώς ανάσαινε.

Χωρίς να τον κοιτάζει τον ρώτησε: «Πώς είναι ο τοπογράφος;»

«Αναρρώνει μια χαρά», είπε με ζωηρό ύφος. «Δεν τον απέλυσα διότι μπορεί να κάνει μια χαρά τη δουλειά του γραφείου».

Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε έντονα. Τι ήταν αυτό που είχε ακούσει πίσω από τις προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του; Αλλάζοντας εντελώς απότομα διάθεση γύρισε στο πιάνο κι άρχισε να παίζει ένα πολύ ρυθμικό Ταϊκό τραγούδι της Ρωσίας που ξεχείλιζε από ενέργεια.

«Κοιτάξτε!» είπε η Κάτια κι έδειξε έξω από το παράθυΡ° «Θεέ μου!» είπε ο Γιενς και κόντεψε να πέσει απτην καρέκλα του.

Εκεί έξω στην παγωνιά, ένας μεγαλόσωμος νεαρός χόρευε έναν άγριο κοζάκικο χορό. Λύγιζε μέχρι κάτω τα γόνατα του, κλοτσούσε τα πόδια του με το γνωστό χαρακτηριστικό στιλ κι είχε σταυρωμένα τα χέρια του πάνω στο στήθος. Μετά στεκόταν στις μύτες του ενός ποδιού του και στριφογύριζε, κλοτσούσε και πηδούσε ψηλά.

«Ο Λιεβ Ποπκόφ», είπε γελώντας η Βαλεντίνα.

Το τραγούδι τελείωσε, γέλια και δυνατά παλαμάκια ακούστηκαν, ο Κοζάκος έκανε μια ευγενική υπόκλιση κι απομακρύνθηκε, ενώ το χιόνι είχε αναλάβει να σκεπάζει πίσω του τις πατημασιές του.

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και χαμογέλασαν. Ο Γιενς δεν είχε ξανανιώσει ποτέ πριν τον υπόλοιπο κόσμο να φαντάζει τόσο μακρινός απαυτούς. Τα μάγουλα της Βαλεντίνας ήταν ξαναμμένα και γελούσε, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα μπήκε στο δωμάτιο.

«Μμ», είπε με ξινισμένο ύφος και κάρφωσε το βλέμμα της στον Γιενς. «Δεν είχα ιδέα ότι ήσασταν εδώ».

«Καλή σας ημέρα». Εκείνος σηκώθηκε και υποκλίθηκε.

«Ο Γιενς ήρθε για να μάθει πώς είναι η υγεία της Βαλεντίνας», βιάστηκε να πει η Κάτια.

«Χαίρομαι πολύ που τη βλέπω καλά», αποκρίθηκε εκείνος και χαμογέλασε. «Τόσες φροντίδες είναι εμφανές ότι δεν πήγαν χαμένες».

Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα παρατήρησε τα ξαναμμένα μάγουλα της κόρης της.

«Έχεις επισκέψεις», της ανακοίνωσε.

«Όποιος κι αν είναι, μαμά, πες του σε παρακαλώ ότι είμαι απασχολημένη».

«Δεν πρόκειται να το κάνω αυτό. Είναι ο λοχαγός Τσερνόφ. Σε περιμένει στο σαλόνι».

Η Βαλεντίνα τσιτώθηκε.

Για ένα δευτερόλεπτο ο Γιενς νόμισε ότι θα αρνιόταν να υπακούσει στην εντολή της μητέρας της. Του το χε υποσχεθεί: Δεν έχω καμία σχέση με το λοχαγό Τσερνόφ. Αλλά για ένα δέκατο του δευτερολέπτου κάτι διέκρινε στα μαύρα της μάτια, όταν αποφάσισε να μην τηρήσει την υπόσχεση της.

«Τι ευχάριστη έκπληξη», είπε παγερά και βγήκε από το δωμάτιο. «Ευχαριστώ πολύ για τον ανανά». Πέντε λέξεις που απόμειναν να αιωρούνται στον αέρα όταν πια εκείνη είχε φύγει.

Загрузка...