1


Ιούνιος 1910

Η Βαλεντίνα Ιβάνοβα δεν σκόπευε να πεθάνει. Όχι εδώ.

Όχι τώρα. Όχι έτσι. Με βρόμικα πόδια, ανακατωμένα μαλλιά - και τη ζωή της να έχει μόλις αρχίσει. Κοίταξε τα χέρια της μες στο πρασινωπό μισοσκόταδο του δάσους και με έκπληξη πρόσεξε ότι δεν έτρεμαν. Γιατί μέσα της σπαρταρούσε.

Πάντα έδινε μεγαλύτερη σημασία στα χέρια και τα δάχτυλα, παρά στα πρόσωπα: Της έλεγαν πολύ περισσότερα για κάποιον άνθρωπο. Ο κόσμος προσέχει τις εκφράσεις του προσώπου, Τα χέρια του όμως τα ξεχνάει. Τα δικά της χέρια ήταν μικρά, αλλά δυνατά κι ευέλικτα από τις αμέτρητες ώρες που έκανε εξάσκηση στο πιάνο - μα σε τι θα της χρησίμευαν τώρα; Έτσι που ο φόβος πάγωνε τη σκέψη της, καταλάβαινε για πρώτη της φορά τι κάνει ο αληθινός κίνδυνος στο μυαλό του ανθρώπου.

Μπορούσε να το βάλει στα πόδια. Ή να κρυφτεί. Ή να μείνει εκεί που βρισκόταν, κολλημένη στον κορμό μιας ασημένιας σημύδας, και να περιμένει να τη βρουν.

Σκοτεινές μορφές μετακινούνταν αστραπιαία από δέντρο σε δέντρο και τις κατάπινε το απέραντο δάσος. Τώρα δεν τις έβλεπε, δεν τις άκουγε, μα ήξερε ότι ήταν κάπου εκεί γύρω της. Κάθε φορά που γύριζε το κεφάλι, η άκρη του ματιού της έπιανε κάποια κίνηση.

Ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Κρατούσαν τουφέκια, μα δεν έδειχναν για κυνηγοί. Ποιοι κυνηγοί φοράνε μαύρες κουκούλες; Μαύρες μάσκες με στενές σχισμές για τα μάτια και μια πιο μεγάλη για το στόμα; Η Βαλεντίνα ανατρίχιασε. Δεν ήθελε να πεθάνει.

Ήταν ξυπόλητη. Ύστερα από το δυνατό καλπασμό στην πλαγιά του λόφου, είχε πετάξει τα παπούτσια της. Ο ουρανός ήταν ακόμα σκοτεινός όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Αδιαφόρησε για τις φουρκέτες και τα κοκαλάκια, τα γάντια και το καπέλο κι όλα τα παραφερνάλια που η μητέρα της επέμενε ότι μια δεσποινίς έπρεπε πάντα να φοράει όταν έβγαινε από το σπίτι. Στα δεκαεπτά της, η Βαλεντίνα ήταν αρκετά μεγάλη για να κάνει τις δικές της επιλογές.

Κι έτσι, φόρεσε ένα ελαφρύ αμάνικο φόρεμα, βγήκε στα κρυφά από το σπίτι, σέλωσε την Ντάσα κι ανέβηκε εδώ πάνω, στο αγαπημένο της μέρος, στην κορφή των κτημάτων του πατέρα της στην άκρη του σκοτεινού δάσους, απ’ όπου της άρεσε να βλέπει τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από το Τέσοβο.

Τα γυμνά της πόδια αναγάλλιαζαν όταν πατούσαν το υγρό μαύρο χώμα. Ο άνεμος είχε τυλίξει τα μαλλιά της σαν στεφάνι γύρω από το πρόσωπο της. Η ελευθερία που ένιωθε εδώ πάνω την έκανε να χαλαρώνει, να λύνεται εκείνος ο κόμπος που την έσφιγγε κάθε φορά που η οικογένεια έφευγε από την Αγία Πετρούπολη για να περάσει στο Τέσοβο τους νυσταλέους μήνες του καλοκαιριού με τις λευκές νύχτες, τότε που ο ήλιος μόλις και βουτούσε για λίγο κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα.

Κι είχε χαλαρώσει ξανά. Μέχρι που είδε τα τουφέκια.

Άντρες με κουκούλες. Ντυμένοι όλοι στα μαύρα, να κινούνται σαν σκιές μες στο σκοτεινό κόσμο του δάσους.

Κρύος ιδρώτας μούσκεψε την πλάτη της καθώς πηδούσε πίσω από ένα δέντρο. Το μόνο που άκουγε ήταν κάτι ψιθυριστές φωνές. Τίποτ’ άλλο. Στάθηκε για λίγο, ενώ μέσα της ευχόταν να σηκωθούν και να φύγουν. Μα μόλις η πορφυρή αυγή χάραξε μια ματωμένη γραμμή ανάμεσα στα δέντρα, οι άντρες ξεμάκρυναν κι εξαφανίστηκαν εντελώς, κι η καρδιά της Βαλεντίνας γέμισε πανικό.

Ψίθυρος ήταν αυτό πίσω της; Τινάχτηκε και γύρισε. Κάρφωσε το βλέμμα της ανάμεσα στις σκιές, όμως δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα.

Την επόμενη στιγμή μια μορφή πέρασε φευγαλέα, μαύρη και σβέλτη προς τα δεξιά. Κι άλλη μια μπροστά της.

Την περικύκλωναν. Πόσοι να ήταν; Βούλιαξε στην πυκνή πάχνη που ανάδινε το χώμα και μπουσουλώντας ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους άρχισε να απομακρύνεται. Η πρωινή ομίχλη την έπνιγε, κλαδιά έγδερναν το πρόσωπο της, αλλά εκείνη δεν σταματούσε μέχρι που κόντεψε να κουτουλήσει πάνω σένα ζευγάρι πόδια που περνούσαν μπροστά της. Πάγωσε. Κράτησε την ανάσα της, εκεί μέσα στις φτέρες όπου ήταν χωμένη. Τα πόδια προσπέρασαν και το βλέμμα της καρφώθηκε στιγμιαία σένα χοντροφτιαγμένο μπάλωμα στο ένα τους γόνατο. Η Βαλεντίνα έστριψε αριστερά και ξανάρχισε να προχωράει. Αν έφτανε στην άκρη του δάσους, εκεί που ήταν δεμένο το άλογο της, θα μπορούσε.

Το χτύπημα ήρθε από το πουθενά και την πέταξε ανάσκελα. Απόμεινε ξαπλωμένη στο υγρό χώμα κι έχωσε τα δόντια της στο χέρι που την είχε αρπάξει από τον ώμο. Το στόμα της γέμισε με τη γεύση του αίματος. Μια βρισιά ακούστηκε, το χέρι την άφησε κι εκείνη πήδηξε όρθια. Μα ένα δυνατό χαστούκι την έστειλε να πέσει με τα μούτρα πάνω σένα δέντρο.

«Εδώ είναι!» ακούστηκε μια φωνή.

Η Βαλεντίνα δοκίμασε να το βάλει στα πόδια. Το κεφάλι της γύριζε και είδε να της έρχεται ένα δεύτερο χαστούκι. Έπεσε στο ένα γόνατο και το χέρι του άντρα έσπασε χτυπώντας τον κορμό του δέντρου αντί για το πρόσωπο της. Εκείνος ούρλιαξε κι η κοπέλα προσπάθησε να τρέξει - όμως η γη στριφογύριζε και χοροπηδούσε κάτω απ' τα πόδια της.

«Σταματήστε τη!»

«Σκατά! Φυτέψτε της μια σφαίρα!»

Σφαίρα; Ο μεταλλικός ήχος της σφαίρας που μπαίνει στη θαλάμη του όπλου της ξέσκισε το μυαλό. Πήδηξε πίσω από ένα δέντρο. Τώρα τα χέρια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα.

«Σταθείτε!» φώναξε.

Σιωπή. Ο θόρυβος των βημάτων μέσα στο δάσος σταμάτησε.

«Σταθείτε!» φώναξε ξανά η Βαλεντίνα.

«Βγες έξω να σε βλέπουμε!»

«Όχι σφαίρες, ε;»

Ακούστηκε ένα ξερό, οργισμένο γέλιο.

«Όχι σφαίρες!»

Δεν της έριχναν. Μπορεί να μην ήθελαν ν' ακουστούν πυροβολισμοί. Στην εξοχή οι ήχοι ταξιδεύουν μακριά. Η Βαλεντίνα προσπάθησε να καταπιεί, αλλά το λαρύγγι της ήταν ξερό. Τούτοι εδώ δεν αστειεύονταν. Τους είχε ενοχλήσει κι ήταν φυσικό να μην την αφήσουν να φύγει έτσι.

Έπρεπε να τους πιάσει την κουβέντα.

«Εμπρός, γρήγορα!» ακούστηκε ξανά η φωνή.

Με την καρδιά της να βροντοχτυπάει, η Βαλεντίνα απομακρύνθηκε από το δέντρο που την έκρυβε.

Ήταν πέντε. Πέντε άντρες, πέντε τουφέκια. Ένας μονάχα είχε κρεμασμένο χαλαρά το όπλο του στον ώμο, σαν να μην είχε σκοπό να το χρησιμοποιήσει. Τα μασκοφορεμένα πρόσωπα την κοίταζαν παγωμένα. Η Βαλεντίνα ανατρίχιασε ολόκληρη.

Πάντως δεν της φύτεψαν καμιά σφαίρα. Κάτι ήταν κι αυτό.

«Ένα κοριτσόπουλο είναι», είπε ένας κοροϊδευτικά.

«Σβέλτη σαν το λαγό, όμως, ανάθεμα τη».

Τρεις από τους άντρες ήρθαν πιο κοντά. Η Βαλεντίνα τσιτώθηκε, έτοιμη να το βάλει στα πόδια.

«Μην έχεις τόση αγριάδα, κοπελιά, εμείς μόνο.»

«Μη με πλησιάζετε».

«Δεν πρέπει να μας φέρεσαι εχθρικά».

«Έχετε μπει λαθραία στη γη του πατέρα μου». Η φωνή της της φάνηκε ξένη.

«Η γη της Ρωσίας», γρύλισε ένας, «ανήκει στο λαό της Ρωσίας. Εσείς μας την έχετε κλέψει».

Επαναστάτες! Αυτή η λέξη έδιωξε κάθε άλλη λέξη απ το μυαλό της. Στα σαλόνια της Πετρούπολης κυκλοφορούσαν πολλές ιστορίες για κάτι τέτοιους ανθρώπους, για το ότι σχεδίαζαν να κυριέψουν τη Ρωσία και να σκοτώσουν όλη την άρχουσα τάξη. Η Βαλεντίνα θα ήταν μόνο η αρχή.

«Τι γυρεύετε εδώ;» ρώτησε επιτακτικά.

Ο πιο κοντινός κάγχασε.

«Απολαμβάνουμε τη θέα», είπε.

Η Βαλεντίνα ένιωσε τα μαγουλά της να καίνε. Η λεπτή μουσελίνα του φουστανιού της ήταν κολλημένη από την υγρασία και τον ιδρώτα πάνω στο κορμί της. Σταύρωσε αμυντικά τα χέρια της στο στήθος της και τίναξε μ’ αψηφισιά το κεφάλι. Οι τρεις άντρες πλησίασαν κι άλλο ένας πέρασε πίσω της για να της κόψει κάθε οδό διαφυγής. Σαν το πουλί στο κλουβί. Η Βαλεντίνα βαριανάσαινε. Δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπα των τριών πίσω απ’ τις μάσκες τους, αλλά από τη σβελτάδα των κινήσεων τους και τον ήχο των φωνών τους καταλάβαινε ότι ήταν νέοι. Οι άλλοι δύο έδειχναν κάπως πιο μεγάλοι, πιο γεροδεμένοι, και κρατιόντουσαν λίγο πιο μακριά, μιλώντας μουρμουριστά μεταξύ τους.

Ήταν φανερό πως αρχηγός ήταν ο πιο ψηλός.

Τι γύρευαν στο Τέσοβο; Τι σχεδίαζαν; Η Βαλεντίνα έπρεπε να το σκάσει, να ειδοποιήσει τον πατέρα της. Δύο από τους νέους άρχισαν να σκουντιούνται και να χαχανίζουν.

«Ποιοι είστε;» προσπάθησε να τους αποσπάσει την προσοχή η Βαλεντίνα.

«Είμαστε η αληθινή φωνή της Ρωσίας».

«Τότε η φωνή σας πρέπει ν’ ακουστεί στη Δούμα, στη Βουλή, κι όχι μέσα στα δάση. Τι θα βγει απ’ αυτό;»

«Κάτι νομίζω πως μπορεί να βγει», αποκρίθηκε ο πιο γεροδεμένος κι άγγιξε το στήθος της με την κάννη του όπλου του.

Εκείνη το τίναξε άγρια στο πλάι.

«Μπορεί να διεκδικείτε τη γη», σφύριξε μέσα από τα δόντια της, «αλλά μη νομίζετε πως μπορείτε να διεκδικήσετε και μένα».

Οι δυο άλλοι γέλασαν χυδαία, αλλά εκείνος που την άγγιξε τράβηξε τη ζώνη του, τύλιξε τη μια της άκρη στη γροθιά του και στριφογύρισε απειλητικά την αγκράφα.

«Σκύλα!»

Η καρδιά της Βαλεντίνας ανέβηκε στο στόμα της. Η μυρωδιά του θυμού του, ξινή μες στον πρωινό αέρα, την έπνιξε.

«Σε παρακαλώ», απευθύνθηκε στον ψηλό που στεκόταν ανάμεσα στα δέντρα. Η ακινησία του την τρόμαζε περισσότερο από την ενεργητικότητα των συντρόφων του. «Σε παρακαλώ, μάζεψε τους».

Ο άντρας την κοίταξε μέσα από τις σκοτεινές τρύπες της μάσκας του, κούνησε αργά το κεφάλι κι απομακρύνθηκε στο δάσος. Η Βαλεντίνα πανικοβλήθηκε κι έσφιξε τα χέρια της για να εμποδίσει το τρέμουλο τους. Φαίνεται όμως πως ο αρχηγός είχε αφήσει οδηγίες, γιατί ο συνομιλητής του σήκωσε απότομα το χέρι κι έδειξε εκείνον που στεκόταν πίσω από την κοπέλα.

«Ανάλαβε την εσύ», είπε. «Οι υπόλοιποι ακολουθήστε με».

Ανάλαβε την.

Η Βαλεντίνα έπρεπε να παραδεχτεί πως ήταν καλά εκπαιδευμένοι. Εκείνος ο οργισμένος με τη ζωστήρα απομακρύνθηκε αμέσως χωρίς σχόλιο. Το ίδιο κι ο σύντροφος του.

Αυτός που ήταν πίσω της άλλαξε θέση στο τουφέκι του κι έσυρε τις χοντροφτιαγμένες μπότες του στο υγρό χώμα.

«Κάθισε», τη διέταξε.

Εκείνη το σκέφτηκε.

«Κάθισε, για να μη σε αναγκάσω εγώ».

Κι εκείνη κάθισε.

Μια ώρα πέρασε, μπορεί και παραπάνω. Η Βαλεντίνα είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Τα μέλη της πονούσαν, το κεφάλι της το ίδιο. Κάθε φορά που έκανε να κουνηθεί ή να μιλήσει, ο φρουρός της γρύλιζε αηδιασμένος και την κοπανούσε με την κάννη του όπλου του όπου του ερχόταν: στα πλευρά, στους ώμους, στο μπράτσο. Ο χειρότερος πόνος ήταν όταν τη χτυπούσε στο σβέρκο.

Δεν την πυροβόλησε όμως. Κι αυτό της χάριζε μια αμυδρή ελπίδα.

Οι άλλοι τι να έκαναν τάχα; Χιλιάδες υποθέσεις τριγύριζαν στο μυαλό της.

Μπορεί να ήταν κλέφτες. Η Βαλεντίνα προσευχόταν να μην είχαν έρθει να ληστέψουν το σπίτι του πατέρα της, να κλέψουν τους παλιούς πίνακες, τα χρυσά αγάλματα, τα ανατολίτικα γλυπτά, τα κοσμήματα της μητέρας της. Είχαν ξαναγίνει τέτοιες απόπειρες. Τι κλέφτες, όμως, ήταν αυτοί που περίμεναν να ξημερώσει; Ποιοι κλέφτες θα ήταν τόσο βλάκες, που να προσπαθήσουν να ληστέψουν ένα σπίτι την ώρα που οι υπηρέτες ήταν ξύπνιοι κι έκαναν τις δουλειές τους; Η Βαλεντίνα μάζεψε τα γόνατα της στο στήθος της, ακούμπησε πάνω τους το πιγούνι της - κι αμέσως η κάννη του όπλου την κοπάνησε στη ραχοκοκαλιά. Εκείνη έσυρε κοντά της μια πέτρα, με τις φτέρνες της.

Έσφιξε με τα χέρια της το κορμί της που ανατρίχιαζε στην πρωινή αύρα που έδιωχνε την ομίχλη. Πιο πολύ φοβόταν όμως, παρά κρύωνε. Φοβόταν για τους γονείς της και την αδελφή της, την Κάτια, που τώρα πια θα σηκώνονταν απ’ τα κρεβάτια τους, ανυποψίαστοι εντελώς για τις μαύρες κουκούλες που τριγύριζαν στο Τέσοβο. Η Κάτια ήταν δεκατριών μόλις χρόνων, μια ξανθή μπαλίτσα γεμάτη ενεργητικότητα που θα ορμούσε στο δωμάτιο της Βαλεντίνας για να την παρακαλέσει να πάνε για μπάνιο στο ποταμάκι μετά το πρωινό. Της μαμάς της άρεσε να μη σηκώνεται νωρίς, αλλά ο μπαμπάς απαιτούσε ακρίβεια στην ώρα του πρωινού. Θα τραβολογούσε τα μουστάκια του και θ’ αγριοκοίταζε το ρολόι του, επειδή η μεγάλη του κόρη αργούσε.

Μπαμπά, πρόσεχε.

«Μπολσεβίκοι είστε;» ρώτησε ξαφνικά και σφίχτηκε, περιμένοντας ένα καινούργιο χτύπημα.

Της ήρθε, στο σβέρκο, κι άκουσε κάτι να τρίζει.

«Λοιπόν, είστε;» ρώτησε ξανά. Με το ζόρι κρατιόταν να μη γυρίσει να τον κοιτάξει.

«Βούλωστο».

Το δεύτερο χτύπημα ήταν πιο δυνατό, αλλά τουλάχιστον τον είχε κάνει να της μιλήσει. Πρώτη φορά άκουγε τη φωνή του, όταν την πρόσταξε να καθίσει. Δεν ήταν σίγουρη πόσο μακριά της καθόταν, σιωπηλός σαν την αράχνη. Οπωσδήποτε δεν ήταν περισσότερο από το μήκος ενός τουφεκιού. Τόση ώρα που η Βαλεντίνα καθόταν υποτακτική, πρέπει να είχε χαλαρώσει την προσοχή του. Μα αν έκανε λάθος. Ούτε που ήθελε να το σκέφτεται. Έπρεπε να τον τραβήξει κοντά της.

«Ξέρεις ποιος είναι ο πατέρας μου;»

Το τουφέκι τη χτύπησε στο πλάι του σαγονιού της. Κόντεψε να της φύγει το κεφάλι.

«Ασφαλώς και ξέρω. Μας περνάς για τίποτα ηλίθιους χωριάτες;»

«Είναι ο υπουργός Φιλίπ Ιβάνοφ. Έμπιστος σύμβουλος της τσαρικής κυβέρνησης. Θα μπορούσε να βοηθήσει εσένα και τους φίλους σου-»

Τούτη τη φορά εκείνος κοπάνησε τη μύτη της κάννης του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και την υποχρέωσε να χώσει το πρόσωπο της ανάμεσα στα πόδια της.

«Η φάρα σας πάει, τελείωσε», της είπε σφυριχτά, κι η Βαλεντίνα ένιωσε καυτή την ανάσα του στον πονεμένο σβέρκο της. «Θα σας λιώσουμε μέσα στο χώμα της γης που μας κλέψατε. Δεν αντέχουμε άλλο να τρώμε κλοτσιές και να πεινάμε την ώρα που εσείς περιδρομιάζετε χαβιάρια. Ο πατέρας σου είναι ένας γαμημένος τύραννος και θα πληρώσει γι’ αυτό».

Η Βαλεντίνα έσφιξε στη χούφτα της την πέτρα που είχε κρύψει κάτω από τη φούστα της. Στριφογύρισε βίαια και κοπάνησε την πέτρα καταμεσής της μάσκας. Κάτι έσπασε.

Ο άντρας ούρλιαξε σαν πληγωμένη αλεπού. Προτού προλάβει να τραβήξει τη σκανδάλη του όπλου του, η κοπέλα τινάχτηκε και το βαλε στα πόδια. Έτρεχε σκυφτά κάτω απ’ τα κλαδιά, χωνόταν στις πιο σκοτεινές γωνιές του δάσους, με τα ουρλιαχτά του άντρα να την ακολουθούν. Τον άκουγε να τρέχει ανάμεσα στα φυλλώματα. Δύο πυροβολισμοί αντήχησαν. Φύλλα και σπασμένα κλαδάκια έπεσαν σαν βροχή πάνω της.

Κουτρουβάλησε σε μιαν απότομη πλαγιά ψάχνοντας για το ποτάμι. Θα το ακολουθούσε για να βγει απ’ το δάσος.

Έστριβε κι άλλαζε κατεύθυνση μέχρι που σιγουρεύτηκε ότι ο διώκτης της την είχε χάσει. Σταμάτησε κι έστησε αφτί.

Στην αρχή άκουγε μόνο το σφυγμό της που βροντούσε. Σιγά σιγά ξεχώρισε θόρυβο νερού που κυλάει. Η ανακούφιση έκανε τα γόνατα της να λυγίσουν κι έπεσε καθιστή στο υγρό χώμα τρέμοντας σαν γατί. Πίεσε τον εαυτό της να σηκωθεί.

Έπρεπε να βιαστεί, να ειδοποιήσει τον πατέρα της.

Ξεκίνησε με πιο σταθερό βήμα. Εντόπισε το ποτάμι κι ακολούθησε το στενό μονοπάτι δίπλα στην όχθη του. Ανάκατες σκέψεις γέμιζαν το μυαλό της. Αν αυτοί οι κουκουλοφόροι ήταν επαναστάτες, τι σκοπό είχαν; Κρύβονταν απλά στο δάσος του Τέσοβου ή είχαν έρθει για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό; Κι αν ναι, ποιος ήταν αυτός; Στα σίγουρα στόχος τους ήταν ο μπαμπάς της. Έσφιξε τα χείλη για να μην της ξεφύγει μια οργισμένη φωνή κι άρχισε να τρέχει ξανά ανάμεσα στα χαμηλά κλαδιά που έσκυβαν πάνω απ’ το ποτάμι.

Ένας κρότος την έκανε να τιναχτεί: Οπλές αλόγου μες στο νερό. Κάποιος ανέβαινε το ποτάμι. Ήταν ρηχό εδώ, μια ασημένια κλωστή που σερνόταν ανάμεσα στις πέτρες αντανακλώντας το φως του ήλιου. Μαζεύτηκε σαν μπάλα πίσω από ένα θάμνο.

«Λιεβ Ποπκόφ!»

Ο μεγαλόσωμος άντρας στριφογύρισε πάνω στο άσχημο, χοντροκόκαλο άλογο του. Πίσω του έσερνε το δικό της άλογο, την Ντάσα.

«Δεσποινίς Βαλεντίνα!»

Η σοκαρισμένη έκφραση που πήρε, το πρόσωπο του κάτω από τα ανάκατα μαύρα και σγουρά μαλλιά του την έκανε να τα χάσει. Τόσο χάλια ήταν; Ο νεαρός Λιεβ Ποπκόφ σπάνια έδειχνε τα αισθήματα του κι ακόμα πιο σπάνια μιλούσε. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος της, γιος του Κοζάκου σταβλίτη του πατέρα της, κι έδειχνε να ενδιαφέρεται μόνο για τα τετράποδα. Πήδηξε τώρα απ’ τη σέλα του και πλατσούρισε με τις ψηλές μπότες του στα ρηχά νερά.

Στάθηκε σαν πύργος από πάνω της και την άδραξε απ’ το μπράτσο. Η Βαλεντίνα ξαφνιάστηκε που την άγγιξε αυτός, ένας υπηρέτης. Ένιωθε όμως τόση ευγνωμοσύνη εκείνη τη στιγμή, που δεν διαμαρτυρήθηκε.

«Άκουσα πυροβολισμούς», γρύλισε ο Ποπκόφ.

«Στο δάσος βρίσκονται άντρες οπλισμένοι με τουφέκια», αποκρίθηκε λαχανιασμένη η Βαλεντίνα. «Γρήγορα! Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον πατέρα μου».

Δεν της έκανε ερωτήσεις - δεν ήταν τέτοιος τύπος. Το βλέμμα του σάρωσε το δάσος κι ύστερα σήκωσε την κοπέλα σαν πούπουλο και την έβαλε πάνω στη ράχη του αλόγου της.

«Τι σ’ έκανε να έρθεις εδώ πάνω;» τον ρώτησε εκείνη καθώς έπιανε τα χαλινάρια.

Ο Ποπκόφ ανασήκωσε τους τεράστιους ώμους του κάνοντας το δερμάτινο γιλέκο του να τρίξει.

«Σ’ έψαχνε η δεσποινίς Κάτια κι είδα πως το άλογο σου έλειπε». Χάιδεψε στοργικά τα καπούλια του αλόγου. «Σέλωσα λοιπόν το δικό μου και βγήκα να ψάξω. Το βρήκα δεμένο πιο πέρα». Τα μαύρα του μάτια καρφώθηκαν στα δικά της. «Είσαι σε θέση να ιππεύσεις;»

«Φυσικά».

«Δεν μου φαίνεσαι καλά».

Η Βαλεντίνα έφερε το χέρι της στο μάγουλο της. Αίμα έβαψε τα δάχτυλα της.

«Μπορώ να ιππεύσω», είπε.

«Να πηγαίνεις αργά. Τα πόδια σου είναι σε άσχημη κατάσταση».

Η Βαλεντίνα τράβηξε τα γκέμια κι έστριψε το κεφάλι του αλόγου της.

«Σ’ ευχαριστώ, Λιεβ. Σπασίμπα».

Χτύπησε με τις φτέρνες της τα πλευρά του αλόγου κι εκείνο ξεκίνησε με αργό καλπασμό τινάζοντας ένα γύρω τα νερά σαν ουράνιο τόξο.

Οι δυο καβαλάρηδες διέσχισαν γοργά το δάσος. Σε κάποιο σημείο ένα πεσμένο δέντρο έκοψε το δρόμο της Βαλεντίνας. Εκείνη δεν μπήκε στον κόπο να το φέρει βόλτα, μόνο έβαλε την Ντάσα να το πηδήξει. Μια οργισμένη κραυγή ακούστηκε από πίσω της, μα η Βαλεντίνα δεν έδωσε σημασία.

Βγήκε από το δάσος και βρέθηκε ανάμεσα σε ηλιόλουστα χωράφια, βοσκοτόπια και φρουτόκηπους, που άστραφταν πράσινοι και χρυσοί. Της ήρθε να βάλει τα κλάματα από ανακούφιση. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όλα ήταν ήσυχα. Κράτησε το άλογο της, το άφησε να πάρει μιαν ανάσα.

Από τον εφιάλτη του δάσους είχε βρεθεί σ’ έναν κόσμο γεμάτο φως κι αρώματα. Η έπαυλη των Ιβάνοφ υψωνόταν ένα χιλιόμετρο σχεδόν πιο κει, στην καρδιά του μεγάλου κτήματος, ξαπλωμένη στη λιακάδα σαν μεγάλη χρυσαφιά γάτα. Η θέα της έκανε τη Βαλεντίνα ν’ ανασαίνει πιο ελεύθερα.

«Εκείνο το άλμα ήταν επικίνδυνο. Ρισκάρεις πολύ».

Η κοπέλα κοίταξε στα δεξιά της. Ο νεαρός Κοζάκος με το άλογο του φάνταζε σαν βράχος λουσμένος στον ήλιο.

«Ήταν ο πιο σύντομος δρόμος», αποκρίθηκε.

«Ναι, αλλά είσαι τραυματισμένης «Τα κατάφερα όμως».

Ο Λιεβ κούνησε το κεφάλι του.

«Σ’ έχουν μαστιγώσει ποτέ;» τη ρώτησε.

«Τι;»

«Εκείνο το άλμα ήταν επικίνδυνο. Αν είχες πέσει, ο πατέρας σου θα έβαζε να με μαστιγώσουν με το κνούτο».

Η Βαλεντίνα τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. Το κνούτο ήταν ένα δερμάτινο μαστίγιο όπου συχνά έδεναν μεταλλικές αιχμές στις άκρες του, και παρόλο που η χρήση του είχε απαγορευτεί στη Ρωσία, το χρησιμοποιούσαν ακόμα για πειθαρχικές τιμωρίες. Στον τοίχο του γραφείου του πατέρα της κρεμόταν ένα τέτοιο, τυλιγμένο σαν φίδι. Η Βαλεντίνα κι ο Λιεβ κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, και ο ήλιος φάνηκε να σκοτεινιάζει. Πώς έπρεπε να είναι η ζωή ενός ανθρώπου κάτω από την καθημερινή απειλή της μαστίγωσης; Τα χαρακτηριστικά του Λιεβ ήταν βαριά και αυστηρά, χαρακωμένα κιόλας από ρυτίδες, αν και ήταν τόσο νέος.

Λες και δεν είχε συχνά αφορμή για να χαμογελάει. Ντροπή και ταραχή κυρίεψαν τη Βαλεντίνα.

«Συγγνώμη», είπε.

Ο Λιεβ άφησε ένα γρύλισμα.

Η κοπέλα κατέβασε πρώτη το βλέμμα. Χάιδεψε τα βελούδινα αφτιά της Ντάσας κι ύστερα πλατάγισε τη γλώσσα της. Το άλογο άρχισε να κατεβαίνει τριποδίζοντας την πλαγιά. Ο αέρας της έκοβε την ανάσα, ανακάτωνε τα μακριά μαλλιά της. Ένας αναβατήρας κόντευε να ξεφύγει απ το γυμνό της πόδι. Απτόητη, έγειρε πάνω στο λαιμό της Ντάσας και την προέτρεψε να τρέξει πιο γρήγορα.

Στα μισά της πλαγιάς, μια έκρηξη ξέσχισε τον αέρα. Η μισή έπαυλη σαν να ανασηκώθηκε τρέμοντας κι ύστερα κατέρρευσε μέσα σε σύννεφα σκόνης και γκρίζου καπνού. Η Βαλεντίνα άρχισε να ουρλιάζει.

Νιετ! Όχι! Μέσα στο μυαλό της Βαλεντίνας δεν χωρούσε καμιά άλλη λέξη: Νιετ! Ούτε η λέξη «αίμα» χωρούσε, ούτε οι λέξεις «πόνος» και «θάνατος».

Τα άλογα τους σταμάτησαν απότομα στα χαλίκια μπροστά στο σπίτι κι η Βαλεντίνα πήδηξε απ’ τη σέλα. Φασαρία. Άνθρωποι που τρέχουν σαν τρελοί. Οι υπηρέτες να φωνάζουν, να κλαίνε. Πηχτός πανικός να γεμίζει τον αέρα.

Σπασμένα γυαλιά χάμω, μυρωδιά καμένου στα ρουθούνια.

Ξεσέλωτα άλογα να τρέχουν ένα γύρω. Η λέξη «βόμβα»

ακουγόταν από πολλά στόματα.

«Μπαμπά!» ούρλιαξε η Βαλεντίνα.

Το γραφείο του πατέρα της βρισκόταν στην πλευρά του σπιτιού απ’ όπου έβγαινε ο καπνός και τύλιγε όλη την έπαυλη. Όταν βρισκόταν στο Τέσοβο, ο πατέρας της πήγαινε κάθε πρωί στο γραφείο του μετά το πρωινό, κι αφού είχε διαβάσει την εφημερίδα του έγραφε επιστολές και υπουργικά έγγραφα. Η Βαλεντίνα έκανε να τρέξει προς τα κει, αλλά ένα χέρι άρπαξε τον καρπό της και την ακινητοποίησε.

«Άφησε με, Λιεβ!» ούρλιαξε η κοπέλα.

«Νιετ».

«Πρέπει να δω αν ο μπαμπάς.»

«Νιετ. Το μέρος δεν είναι ασφαλές».

Τα βρόμικα νύχια του χώθηκαν στη λευκή της σάρκα.

Με το άλλο του χέρι κρατούσε τα χαλινάρια και των δυο αλόγων. Η Ντάσα τσαλαπατούσε αγριεμένα το χώμα με τα ρουθούνια ορθάνοιχτα, αλλά το άλλο, το βαρύ άλογο, στεκόταν ακίνητο με το βλέμμα καρφωμένο στον Ποπκόφ. Η κοπέλα σταμάτησε να παλεύει, ίσιωσε το κορμί της και είπε: «Λιεβ Ποπκόφ, σε διατάζω να μ’ αφήσεις».

Εκείνος την κοίταξε από ψηλά.

«Γιατί αλλιώς θα βάλεις να με μαστιγώσουν;»

Εκείνη τη στιγμή η Βαλεντίνα διέκρινε την πλάτη του πατέρα της να βγαίνει μέσα από τα σύννεφα της σκόνης και του καπνού.

«Μπαμπά!» ούρλιαξε.

Προτού καταφέρει να ξεφύγει από τον Ποπκόφ, μια μαύρη μορφή εμφανίστηκε μέσα από τους καπνούς βήχοντας και προσπαθώντας νανασάνει. Στα χέρια του κρατούσε κάτι που έμοιαζε με σπασμένο κορμί. Σκυμμένος πάνω του ο άντρας το κουνούσε πέρα δώθε. Κάτι φώναζε, μα για κάποιο λόγο η Βαλεντίνα δεν μπορούσε ν’ ακούσει τα λόγια του. Ο άντρας πλησίασε και σοκαρισμένη η κοπέλα είδε πως ο πατέρας της ήταν καλυμμένος ολόκληρος από ένα μαύρο κουκούλι.

«Μπαμπά!» ούρλιαξε ξανά.

Τούτη τη φορά ο Κοζάκος την άφησε. Καθώς η Βαλεντίνα ορμούσε μπροστά, είδε πως στο ένα πόδι του κορμιού που κουβαλούσε ο πατέρας της υπήρχε ένα κόκκινο παπούτσι, που η ίδια είχε βοηθήσει την αδελφή της να ψωνίσει στην Πετρούπολη. Το υπόλοιπο κορμί -πόδια, φόρεμα, πρόσωπο, μαλλιά εκτός από μια ξανθιά τούφα- ήταν καλυμμένο από καπνιά. Και ματωμένο.

«Κάτια.»

Η Βαλεντίνα ήθελε να κάνει την αδελφή της ν’ ανοίξει τα μάτια, ν’ ανασηκωθεί και να της χαμογελάσει. Όμως τα λόγια πνίγηκαν στο λαρύγγι της.

Ο πατέρας της φώναζε στους υπηρέτες.

«Τρεχάτε να φέρετε το γιατρό! Να έρθει αμέσως, για τ όνομα του Θεού!» Η φωνή του ράγισε. Η Βαλεντίνα άπλωσε το χέρι ν’ αγγίξει τη σπασμένη κούκλα, αλλά ο πατέρας της τραβήχτηκε απότομα. «Μην την αγγίζεις!»

«Μα.»

«Μην την αγγίζεις. Εσύ της το έκανες αυτό».

«Όχι, μπαμπά, εγώ είχα πάει με το άλογο στο-»

«Έπρεπε να την είχες πάρει μαζί σου. Σ’ έψαχνε παντού, σε περίμενε στο δωμάτιο σου. Εξαιτίας σου έγινε έτσι».

«Όχι.» ψιθύρισε η Βαλεντίνα.

«Ναι! Εγώ έπαιρνα το πρωινό μου αλλά αυτή είχε θυμώσει που έφυγες χωρίς να την πάρεις μαζί σου και πήγαινε εδώ κι εκεί. Πρέπει να πήγε και στο γραφείο μου. εκεί.»

Του ξέφυγε ένας λυγμός. «Θα τους τουφεκίσω τους φονιάδες! Μα το Θεό!»

«Κάτια.»

Το ξανθό, μαυρισμένο κεφάλι κουνήθηκε. Το κόκκινο παπούτσι άρχισε να τρέμει κι ένας αλλόκοτος, απόκοσμος ήχος βγήκε απ’ το γδαρμένο λαιμό της μικρής. Ο πατέρας της την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά του και τράβηξε για τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στην κεντρική είσοδο, με τη Βαλεντίνα ξοπίσω του. Καθώς διάβαινε το κατώφλι, γύρισε απότομα και την κοίταξε. Το βλέμμα του την πάγωσε.

«Φύγε από δω, Βαλεντίνα. Φύγε από δω. Μια που τα άλογα έχουν για σένα μεγαλύτερη σημασία από την αδελφή σου, πήγαινε να βοηθήσεις να τα πιάσουν». Τα μάτια του έκλεισαν και κλυδωνίστηκε. Με μια κλοτσιά, της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα.

Η Βαλεντίνα απόμεινε να κοιτάζει τη στολισμένη με βαριά καρφιά χοντρή εξώπορτα και το σημάδι που είχαν κάνει αυτή κι η Κάτια με μια πέτρα για να μαρκάρουν το ύψος που είχε φτάσει το χιόνι τα Χριστούγεννα.

«Κάτια!» βόγκησε.

Πού να ήταν η μαμά; Ετοίμαζε ζεστό νερό και επιδέσμους; Άγρια χλιμιντρίσματα πίσω της την έκαναν να γυρίσει.

Πανικόβλητα άλογα έτρεχαν εδώ κι εκεί τινάζοντας τα κεφάλια και κλοτσώντας δεξιά κι αριστερά. Αφροί σκέπαζαν τις μουσούδες και τα πλευρά τους. Τι είχε γίνει στους στάβλους; Είχαν χτυπήσει κι εκεί οι επαναστάτες; Οι ιπποκόμοι κυνηγούσαν τα τρομαγμένα ζώα με φωνές, αλλά δεν φαινόταν πουθενά ο αρχισταβλίτης, ο Συμεών Ποπκόφ, ένας γίγαντας που ήξερε πώς να ελέγχει τα πάντα και να κατευνάζει τα νεύρα των ζώων.

Πού ήταν; Κι ο Λιεβ; Η Βαλεντίνα κατέβηκε τα σκαλοπάτια και έκανε τρέχοντας το γύρο του σπιτιού. Μήπως ο Συμεών είχε πιάσει κιόλας εκείνους που είχαν κάνει αυτό το τρομερό πράγμα στην Κάτια; Ο μπαμπάς θα της συγχωρούσε σίγουρα τον εγωισμό της αν του πήγαινε έναν από τους επαναστάτες.

«Συμεών!» φώναξε φτάνοντας στην αυλή των στάβλων.

Σταμάτησε απότομα με τα πνευμόνια της να την καίνε.

Η αυλή ήταν ήσυχη, άδεια. Μόνο η Ντάσα και το άσχημο άλογο του Λιεβ ήταν δεμένα σένα χαλκά. Έκαναν νευρικά κύκλους κι έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο. Στην πέρα άκρη της αυλής βρισκόταν το καλύβι που είχε για γραφείο ο αρχισταβλίτης. Οι πόρτες του ήταν ορθάνοιχτες. Στο μισοσκότεινο εσωτερικό του η κοπέλα διέκρινε μια φιγούρα με φαρδιές πλάτες γονατισμένη στο χώμα με σκυμμένο το κεφάλι.

«Συμεών!» φώναξε φοβισμένη.

Μα ο άντρας δεν ήταν ο αρχισταβλίτης, αλλά ο γιος του ο Λιεβ, που έσκυβε πάνω από κάτι πεσμένο στο πάτωμα.

Με την καρδιά της να βροντοχτυπάει η Βαλεντίνα έτρεξε στην καλύβα.

«Λιεβ, πού είναι.»

Ο πατέρας του Λιεβ, ο Συμεών Ποπκόφ, βρισκόταν εκεί μπροστά της με τα μέλη απλωμένα, τα μαύρα μάτια ορθάνοιχτα κειτόταν ανάσκελα στο πάτωμα. Ο λαιμός του ήταν κομμένος πέρα ως πέρα. Η Βαλεντίνα δεν είχε ξαναδεί τόσο αίμα. Είχε μουσκέψει το ρούχο του, τα μαλλιά του, σχημάτιζε λίμνη στο πάτωμα. Κόκκινα σωματίδια αιωρούνταν στον αέρα κι η μυρωδιά του αίματος την έκανε να πνιγεί.

Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει. Πετάρισε τα βλέφαρα για να διώξει την εικόνα από μπροστά της κι όταν το βλέμμα της καθάρισε κάπως, εστίασε πάνω στο γιο του Κοζάκου. Δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά του και το χέρι του κρατούσε το χέρι του πατέρα του σφιχτά, σαν να ήθελε να τον αποσπάσει από το Χάρο. Η Βαλεντίνα άπλωσε το χέρι της και το ακούμπησε στη ράχη του νέου που έτρεμε σύγκορμος. Τον χάιδεψε πιάνοντας τους σφιγμένος μυς του, νιώθοντας την απελπισία του.

«Λιεβ.» ψιθύρισε μαλακά. Του χάιδεψε το κεφάλι, τις μαύρες σαν σύρματα μπούκλες, θέλοντας να του απαλύνει τον πόνο - μα χωρίς να ξέρει πώς. «Πόσο λυπάμαι. Ήταν καλός άνθρωπος. Γιατί να του κάνουν τέτοιο κακό;»

Ο Ποπκόφ σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε θολά τα αίματα που είχαν πεταχτεί στους τοίχους. Η φωνή του βγήκε σαν μπουμπουνητό: «Ο πατέρας μου δεν τους ήταν τίποτα! Τίποτα! Το έκαναν μόνο και μόνο για ν’ αποδείξουν πόσο δυνατοί είναι. Και σαν προειδοποίηση για όσους δουλεύουν σε οικογένειες της δικής σας τάξης».

Της Βαλεντίνας της κόπηκε η ανάσα.

Απόμεινε μαρμαρωμένη, χωρίς να μπορεί ν’ ανασάνει.

Στο μυαλό της τριγύριζε η εικόνα της τσακισμένης Κάτιας, η έκφραση του πατέρα της. Τ’ αφτιά της γέμιζαν από το βαθύ θρήνο του Κοζάκου. Το χέρι της είχε απομείνει ακουμπισμένο στον ώμο του, σε μια μάταιη προσπάθεια να τον παρηγορήσει, ενώ ένα κύμα οργής φούντωνε μέσα της.

«Λιεβ, θα το πληρώσουν αυτό», φώναξε.

Εκείνος την κοίταξε με τα μαύρα σκοτεινά του μάτια.

«Δεν θα ησυχάσω και δεν θα ξεχάσω μέχρι να τους δω νεκρούς».

«Ούτε γώ θα ξεχάσω», αντιλάλησε η Βαλεντίνα.

Το βλέμμα της χάιδεψε το νεκρό Συμεών, που ήταν ο πρώτος άνθρωπος που την έβαλε να καθίσει πάνω σε άλογο όταν ήταν μόλις τριών χρόνων κι ο πρώτος που τη σήκωνε από χάμω όταν έπεφτε. Την ξεσκόνιζε σκασμένος στα γέλια και την ξανάβαζε πάνω στο άλογο.

«Δεν θα ξεχάσω», ορκίστηκε. «Ούτε θα συγχωρήσω».

Το σπίτι έμνησκε σιωπηλό, τα δωμάτια του σκοτεινά. Όλοι πατούσαν στα νύχια και μιλούσαν ψιθυριστά, όπως όταν έχει πεθάνει κάποιος. Η Βαλεντίνα ήθελε ν" ανοίξει με βία τις κουρτίνες και να φωνάξει: «Είναι ζωντανή ακόμα!» Μα δεν το έκανε, υπέμενε τον πόνο που της ξέσκιζε το στήθος και καθόταν δίπλα στη μητέρα της στο σαλόνι.

Τα λόγια δεν σήμαιναν πια τίποτα. Κλεισμένες στον εαυτό τους, περίμεναν ν’ ακούσουν τα βήματα του γιατρού στη σκάλα. Έκανε ζέστη στο δωμάτιο, αλλά η Βαλεντίνα ένιωθε τα κόκαλα της παγωμένα. Το βλέμμα της ακολουθούσε τις κινήσεις των δαχτύλων της μητέρας της που σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν, τραβολογούσαν τις δαντελένιες μανσέτες της, ησύχαζαν μια στιγμή και ξανάρχιζαν. Αυτό την τάραζε περισσότερο κι από την απελπισμένη έκφραση της μητέρας της και τις κοκκινίλες που είχαν απλωθεί στο πρόσωπο της. Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα πίστευε ακράδαντα ότι οι άνθρωποι πρέπει πάντα να συγκρατούν τα αισθήματα τους.

Και τώρα που η κόρη της έβλεπε τα χέρια της να βρίσκονται εκτός ελέγχου, νόμιζε πως ο κόσμος δεν ήταν πια ασφαλής.

«Πόσο ακόμα;» μουρμούρισε η Βαλεντίνα.

«Δεν μου αρέσει που μένει τόση ώρα πάνω ο γιατρός».

«Όχι, αυτό σημαίνει ότι τη βοηθάει. Δεν το έχει βάλει κάτω». Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Ξέρεις πόσο πεισματάρα είναι η Κάτια».

Της Ελιζαβέτας της ξέφυγε ένας λυγμός. Είχε ανατραφεί με την πίστη πως ο ρόλος της ήταν βασικά διακοσμητικός και σιωπηλός, πως ήταν εξάρτημα του αντρός της. Έπρεπε να δείχνει όμορφη και καλοαναθρεμμένη, κρεμασμένη στο μπράτσο του. Να του κάνει παιδιά, και οπωσδήποτε κι ένα αγόρι για να συνεχιστεί το όνομα της οικογένειας. Σ αυτό το τελευταίο είχε αποτύχει: Είχε γεννήσει δύο υγιή κορίτσια, αλλά της ήταν αδύνατο να συγχωρέσει τον εαυτό της που δεν έκανε γιο. Το έβλεπε σαν θεϊκή τιμωρία για κάποια άγνωστη, θανάσιμη αμαρτία της. Και τώρα, να πέσει τέτοια κατάρα στη μικρότερη κόρη της.

Παρόλο που η μητέρα της είχε καθημερινά κοινωνικές υποχρεώσεις, η Βαλεντίνα πίστευε συχνά πως τη βασάνιζε η μοναξιά. Πέρασε τώρα το μπράτσο της στη μέση της Ελιζαβέτας, σε μια σπάνια χειρονομία σωματικής επαφής και ταράχτηκε νιώθοντας το κορμί της να καίει. Η ίδια ήταν παγωμένη σαν μάρμαρο. Ακόμα και τώρα τα πλούσια ξανθά μαλλιά της μητέρας της ήταν μαζεμένα κομψά στην κορφή του κεφαλιού της και καθόταν στητή μέσα στην πανοπλία της από γαλλική δαντέλα και μετάξι, με μια καρφίτσα με αμέθυστο στο στήθος, και σφιγμένη στις μπαλένες του κορσέ της. Για πρώτη φορά η Βαλεντίνα σκέφτηκε ότι πιθανόν η μητέρα της ήξερε πόσο επικίνδυνος είναι ο κόσμος και γι’ αυτό δεν χαλάρωνε ποτέ.

Η Αστυνομία χτένιζε τα χωράφια και το δάσος, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε βρεθεί κανένας οπλισμένος άντρας.

«Μαμά», ψιθύρισε απαλά η Βαλεντίνα, «αν οι επαναστάτες δεν με είχαν κρατήσει στο δάσος, θα είχα γυρίσει πριν ξυπνήσει η Κάτια. Θα ήταν μαζί μου στο ποταμάκι κι όχι στο γραφείο του μπαμπά.»

Η Ελιζαβέτα γύρισε και κοίταξε εξεταστικά την κόρη της τα ρουθούνια της έπαιξαν και τα γαλανά της μάτια φάνταξαν ξέθωρα, λες και τα δάκρυα είχαν ξεπλύνει το χρώμα τους.

«Δεν είναι δικό σου το φταίξιμο, Βαλεντίνα», είπε κι έσφιξε το χέρι της κόρης της.

«Ο μπαμπάς πιστεύει πως είναι».

«Ο πατέρας σου είναι οργισμένος. Ψάχνει να τα φορτώσει σε κάποιον».

«Μπορούσε να τα φορτώσει στους κουκουλοφόρους του δάσους».

«Αχ…» Η Ελιζαβέτα αναστέναξε βαθιά. «Κάνε υπομονή μαζί του, καλή μου. Δεν ξέρεις πόσα βασανίζουν το μυαλό του».

Η Βαλεντίνα ανατρίχιασε. Από δω κι εμπρός τίποτα δεν θα ήταν πια απλό κι εύκολο.

Η ατμόσφαιρα στην κρεβατοκάμαρα ήταν αποπνικτική.

Μα τι ήθελαν, να πάει η αδελφή της από ασφυξία; Παρ όλο που η καλοκαιρινή μέρα ήταν ζεστή, η φωτιά έκαιγε στο τζάκι, οι κουρτίνες ήταν κλειστές και το λιγοστό φως έκανε τις σκιές να μοιάζουν με φαντάσματα που ελλόχευαν στις γωνίες. Είχαν επιτρέψει στη Βαλεντίνα να μείνει μονάχα πέντε λεπτά, κι αυτό ύστερα από πολλά παρακάλια.

Γονάτισε, τώρα, μπροστά στο κρεβάτι, ακούμπησε τα χέρια της στο κεντημένο σεντόνι και το σαγόνι της στις παλάμες για να μπορεί να κοιτάζει κατάματα την αδελφή «Κάτια.» ψιθύρισε, «Κάτια, πόσο λυπάμαι.»

Το πρόσωπο που έβλεπε στο κρεβάτι της σπάραζε την καρδιά. Λες κι είχαν περάσει ξαφνικά πενήντα χρόνια. Επιδερμίδα και μαλλιά γκρίζα, άψυχα, χείλη λεπτά, τραβηγμένα - μια γραμμή πόνου. Η Βαλεντίνα τη φίλησε στο μάγουλο και τα ρουθούνια της γέμισαν από μια βρομερή μυρωδιά.

Δεν ήξερε αν η Κάτια ήταν ξύπνια, αν είχε τις αισθήσεις της. Της είχαν πει ότι ο γιατρός της έδωσε κάτι. Σαν τι; Μορφίνη; Μα πώς ήταν δυνατό η πανέμορφη ξανθιά αδελφή της να κρύβεται κάτω από αυτή τη γερασμένη μάσκα; Η Βαλεντίνα άγγιξε διστακτικά το σκονισμένο μπράτσο που κειτόταν έξω από τα σκεπάσματα. Ήταν ξένο, άγριο και ροζιασμένο. Τι είχαν γίνει εκείνα τα βελούδινα μέλη που κολυμπούσαν στο ποταμάκι κι έκοβαν ασημένια κλαδιά από τις κλαίουσες ιτιές για να φτιάξουν καλυβάκια; Ένα μεγάλο δάκρυ έσταξε στο σκονισμένο χέρι της αδελφής της. Η Βαλεντίνα ταράχτηκε. Δεν είχε καταλάβει ότι έκλαιγε. Ακούμπησε το μάγουλο της στο χέρι της μικρής κι ένιωσε σαν να είχε ακουμπήσει πάνω σένα φούρνο.

«Εγώ το προκάλεσα αυτό», μουρμούρισε. Σκούπισε τα δάκρυα της και μίλησε πιο δυνατά. «Κάτια, εγώ είμαι, η Βαλεντίνα».

Καμιά απάντηση.

Έσκυψε και φίλησε τα βρόμικα μαλλιά της αδελφής της.

«Μ’ ακούς;»

Καμιά απάντηση.

«Κάτια, σε παρακαλώ.»

Ένα βλέφαρο χρυσό και γκρίζο πετάρισε.

«Κάτια!»

Μια γαλάζια χαραμάδα άνοιξε στο ένα μάτι.

Η Βαλεντίνα έγειρε πιο κοντά.

«Γεια σου, γλυκιά μου».

Η χαραμάδα άνοιξε λίγο ακόμα. Τα χείλη της Κάτιας κινήθηκαν, αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος.

Η Βαλεντίνα ακούμπησε τ’ αφτί της στο στόμα της αδελφής της κι ένιωσε μια ξέπνοη ανάσα.

«Τι είναι; Πονάς; Ο γιατρός.»

«Φοβάμαι».

Η Βαλεντίνα ένιωσε να πνίγεται. Φίλησε ξανά και ξανά το μάγουλο της αδελφής της μέχρι να ξαναβρεί τη φωνή της.

«Μη φοβάσαι, Κάτια. Εγώ είμαι εδώ. Θα σε φροντίζω, θα σε κρατάω ασφαλή για όλη την υπόλοιπη ζωή μας». Έσφιξε τα δαχτυλάκια της αδελφής της κι είδε ένα αχνό χαμόγελο να σχηματίζεται στην άκρη των χειλιών της.

«Ορκίσου το», ψιθύρισε η Κάτια.

«Τ’ ορκίζομαι. Στη ζωή μου».

Τα μάτια της Κάτιας έκλεισαν αργά κι οι γαλάζιες χαραμάδες εξαφανίστηκαν. Η σκιά του χαμόγελου, όμως, παρέμεινε στα χείλη της κι η Βαλεντίνα της κράτησε σφιχτά το χέρι μέχρι που ήρθαν και την έβγαλαν έξω.


Загрузка...