33
Η βροχή έπεφτε αδιάκοπα. Παγερά ρυάκια νερού κατρακυλούσαν από τη στέγη της ίζμπας κι έπεφταν με θόρυβο στους τσίγκινους κουβάδες. Ο Βίκτορ Αρκίν, όμως, μόλις που άκουγε το θόρυβο. Πήγαινε πέρα δώθε πάνω στα σάπια σανίδια και το μυαλό του αναζητούσε σαν τρελό απαντήσεις στα χιλιάδες ερωτήματα που τον βασάνιζαν.
Θα έρχονταν; Πόσα ήξερε εκείνη; Τι είχε δει; Μήπως η κοπέλα ήταν ένα δόλωμα που του είχε ρίξει η Οχράνα για να τον πιάσει; Ποιον μπορούσε να εμπιστευτεί; Έτσι γινόταν πάντα: Γύριζε συνέχεια να κοιτάξει πίσω του, να καλύψει τα νώτα του. Αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε να καταβάλει.
Είχε ετοιμάσει το δωμάτιο. Αυτή όμως δεν θα ήταν σαν την άλλη, την ανάπηρη. Έπρεπε να προσέχει την κάθε του κίνηση. Ο Αρκίν είχε δει τη δύναμη που κρυβόταν πίσω από εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια και το πορσελάνινο πρόσωπο. Ήξερε καλά ότι, έτσι και της δινόταν η ευκαιρία, θα τον έκανε κομμάτια. Μα ήταν προετοιμασμένος.
Σταμάτησε να βηματίζει και κοίταξε έξω από το μικρό βρόμικο παράθυρο. Τρεις η ώρα το πρωί. Τι περίμενε; Το σκοτάδι έξω ήταν αδιαπέραστο και το ανεμοβροχο έπνιγε κάθε ήχο. Τούτο το χωριατόσπιτο βρισκόταν καταμεσής ενός βαλτότοπου που τον διέσχιζε ένας και μοναδικός ανυψωμένος χωματόδρομος.
Μία ολόκληρη ώρα στεκόταν στο παράθυρο. Κοιτούσε κι αφουγκραζόταν. Η μητέρα των δυο κοριτσιών ερχόταν συνέχεια στη σκέψη του: Οι απόκρυφες κοιλότητες του κορμιού της, η σαν βούτυρο γεύση της σάρκας της, τα γαλανά της μάτια που δεν τον άφηναν σε ησυχία έτσι που τον κοίταζαν παγωμένα, ταραγμένα, σοκαρισμένα. Κι η φωνή της, άγρια σαν τις Ερινύες να τον κυνηγάει και να φωνάζει τόνομα του, καθώς εκείνος απομακρυνόταν από το θέατρο με την κόρη της στην αγκαλιά του. Έπρεπε να την κάνει να τον μισήσει για να μπορέσει κι αυτός να ελευθερωθεί από κείνη.
Πέρασε άλλη μία ώρα. Ο Αρκίν πήρε τη λάμπα πετρελαίου απ’ το γάντζο όπου κρεμόταν και ξεκλείδωσε την πόρτα στο βάθος του δωματίου. Το κίτρινο φως της λάμπας έσκισε το σκοτάδι και φώτισε την κοπέλα που ήταν κουλουριασμένη στο κρεβάτι. Την αποκαλούσε «κοπέλα», ποτέ Κάτια. Έτσι ήταν καλύτερα, πιο σίγουρα. Έτσι μπορούσε να την κοιτάζει και να μην αρρωσταίνει από οίκτο. Η κοπέλα.
Ποτέ η Κάτια.
Σήκωσε ψηλά τη λάμπα. Εκείνη τον κοίταξε με κάτι μάτια τεράστια, γεμάτα κατηγόρια.
«Φύγε», ψιθύρισε.
«Κρυώνεις;»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Πονάς;»
Το ίδιο κούνημα. Ψεύτρα, συλλογίστηκε ο Αρκίν.
«Φύγε», του ψιθύρισε ξανά.
Εκείνος ακούμπησε τη λάμπα στο πάτωμα, άναψε τσιγάρο και ξεφύσηξε δυνατά για να σκεπάσει την αγωνιώδη αναπνοή της.
«Μη μου πεθάνεις», της είπε.
Εκείνη σκέπασε το πρόσωπο της με τη λεπτή κουβέρτα.
«Φύγε», ψιθύρισε κι η φωνή της μόλις που ακούστηκε.
Στάθηκε να την κοιτάζει ένα ολόκληρο λεπτό περιμένοντας να του βάλει τις φωνές. Όμως, τίποτα. Πήρε λοιπόν τη λάμπα, βγήκε και κλείδωσε την πόρτα. Πιο εύκολα ήταν έτσι.
Κατέβασαν τη μεγάλη αδελφή από το κάρο τόσο άγρια, που εκείνου του ήρθε να τους αρχίσει στα χαστούκια. Είχε διαλέξει αυτούς τους τρεις επειδή ήταν οι λιγότερο αψίθυμοι και δεν θα την πείραζαν. Τόσες ώρες όμως που γύριζαν μες στη βροχή κάνοντας βόλτες με το κάρο για να μην τους παρακολουθήσει κανείς, τα νεύρα τους είχαν τεντωθεί άσχημα. Και ξέσπασαν σαυτήν.
Του φάνηκε πολύ πιο μικροκαμωμένη απόσο τη θυμόταν. Μουσκεμένη ως το κόκαλο με τα μαλλιά κολλημένα στο πρόσωπο, τα δόντια της να χτυπάνε - όσο κι αν προσπαθούσε να τα συγκρατήσει. Δεν ήθελε με τίποτα να του δείξει ότι φοβόταν. Τέτοια ήταν αυτή. Το θυμόταν καλά ο Αρκίν.
Την έβαλαν με σπρωξιές να καθίσει σε μια καρέκλα στο τραπέζι, με τα μάτια της πάντα δεμένα, το ίδιο και τα χέρια. Ο Αρκίν έβλεπε το λουρί που της έδενε τους καρπούς να χώνεται στο δέρμα της, να το χαράζει με κόκκινες γραμμές. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι της.
«Ξέρω ποιος είσαι», είπε εκείνη προτού προλάβει να της μιλήσει. «Μη νομίζεις ότι μπορείς να μου κρυφτείς».
Εκείνος περίμενε, προσπαθούσε να φανταστεί τι σκεφτόταν η κοπέλα. Με δεμένα μάτια, μούσκεμα, σένα δωμάτιο που μύριζε αντρίλα, θα προσπαθούσε να υπολογίσει από τις ανάσες τους πόσοι ήταν. Μοναδικό της όπλο ήταν τα λόγια της. Το πανωφόρι της είχε χαθεί και προφανώς δεν είχε ιδέα πώς κολλούσε πάνω της η βραδινή της τουαλέτα, διάφανη σχεδόν από το νερό, να τονίζει τις λεπτές καμπύλες της και το απαλό χρώμα της να την κάνει να μοιάζει μεκείνες τις κούκλες που ντύνουν και γδύνουν τα παιδιά.
«Ξέρω ποιος είσαι». Όσο κι αν προσπαθούσε να ελέγξει τη φωνή της, η οργή της δεν κρυβόταν με τίποτα. «Είσαι ο Βίκτορ Αρκίν. Ο σοφέρ του πατέρα μου».
Αυτό το τελευταίο το είπε για να του υπενθυμίσει πως ήταν κάτι μηδαμινό. Τράβηξε απότομα το πανί που της έκλεινε τα μάτια κι εκείνη πετάρισε τα βλέφαρα τυφλωμένη από το ξαφνικό φως.
«Διάνα έκανες», της είπε κεφάτα. «Είσαι πανέξυπνη».
«Δεν ήταν τόσο δύσκολο», του απάντησε ειρωνικά.
«Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που ζεις ακόμα, ύστερα από εκείνη τη μαχαιριά που μου δωσες».
«Πού είναι η αδελφή μου;»
«Κοιμάται».
«Πολύ αμφιβάλλω». Σηκώθηκε, μα αμέσως δυο άντρες την άρπαξαν απτα μπράτσα. «Πηγαίνετε με να τη δω».
«Πρώτα θα μιλήσουμε».
«Σε παρακαλώ, Αρκίν». Έτρεμε ολόκληρη από οργή αλλά η φωνή της ήταν σταθερή. «Μπορούμε να μιλήσουμε αύριο. Εγώ θα έχω στεγνώσει κι εσύ θα έχεις κοιμηθεί λιγάκι».
Ήταν τόσο φανερό ότι είχε τρία μερόνυχτα να κοιμηθεί; Κάθε φορά που κουνούσε τα βλέφαρα του ένιωθε λες και τα μάτια του ήταν γεμάτα άμμο. Έκανε ένα κοφτό νόημα προς την πόρτα στο βάθος. Προτού ανοίξει το στόμα του, εκείνη είχε βρεθεί εκεί.
«Ανοίξτε της», γάβγισε ο Αρκίν. Τους γύρισε την πλάτη, πήγε στο άλλο υπνοδωμάτιο κι έπεσε σένα γυμνό στρώμα που βρισκόταν στη γωνία. Δεν κοιμήθηκε.
«Κάτια!»
Η Βαλεντίνα αγκάλιασε την αδελφή της. Παρόλο που ήταν παγωμένη, ο ιδρώτας της μύριζε βαριά σαν ζώου.
«Καλά είμαι», αποκρίθηκε εκείνη.
«Ασφαλώς», της είπε, κι ας ήταν φανερό ότι η αδελφή της πονούσε. Την τύλιξε καλά με την κουβέρτα που βρομοκοπούσε ούρα.
«Γιατί είσαι εδώ;» τη ρώτησε καταστενοχωρημένη εκείνη. «Σέπιασαν κι εσένα; Ο Αρκίν τα κάνει όλα, το καταλαβαίνεις; Ο σοφέρ! Τι θα μας κάνει; Το ξέρει ο μπαμπάς; Βαλεντίνα, είσαι μούσκεμα. Βγάλε τα ρούχα σου».
«Σώπασε, καλή μου, σώπασε». Της έσφιξε το χέρι. «Ηρέμησε. Τώρα είμαστε μαζί. Μη φοβάσαι, ο Αρκίν δεν θα μας κάνει κακό».
«Θα μας κάνει».
«Όχι. Θα μιλήσω μαζί του το πρωί. Απόψε δεν ήταν.»
«Γιατί εμάς;»
«Αχ, Κάτια, δεν ξέρω. Υποθέτω πως θέλει να πιέσει τον μπαμπά να κάνει κάτι».
Ένα βογκητό βγήκε από τα χείλη της Κάτιας.
«Ο μπαμπάς δεν θα κάνει τίποτα εναντίον του τσάρου.
Ούτε καν για χατίρι μας».
«Δεν το ξέρουμε. Σώπα. Ας περιμένουμε να ξημερώσει.
Δεν θαργήσει. Προσπάθησε να κοιμηθείς».
«Πρέπει να βγάλεις το φόρεμα σου. Τρέμεις σαν ψάρι».
«Δεν γδύνομαι μ’ αυτούς απέξω».
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Μόνο κάτω απ’ τη χαραμάδα της πόρτας έμπαινε λίγο φως. Η Βαλεντίνα πήγε και χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά της.
«Ανοίξτε!» φώναξε.
Καμιά απάντηση.
Χτύπησε ξανά.
«Θέλω να σας μιλήσω».
«Σκασμός!» γρύλισε μια άγνωστη φωνή. «Άνοιξε αμέσως!»
«Σκάσε, σκύλα!»
Η Βαλεντίνα κλότσησε δυνατά την πόρτα που έτριξε ολόκληρη.
«Θέλω στεγνά ρούχα».
«Κατουρά μας!»
«Στεγνά ρούχα κι άλλη μια κουβέρτα. Έναν κουβά. Κι ένα κερί!»
Κλότσησε ξανά την πόρτα κι έβρισε σιγανά. Μέχρι που βαρέθηκε κι άρχισε πάλι να κοπανάει την πόρτα με τις γροθιές της.
«Σταμάτα». Η φωνή του Αρκίν.
Το κλειδί έτριξε στην κλειδαριά κι η πόρτα άνοιξε. Στο φως όρμησε στο δωμάτιο, η Βαλεντίνα είδε την Κάτια κουλουριασμένη στο κρεβάτι να δαγκώνεται τόσο δυνατά, που το κάτω χείλι της είχε ματώσει.
«Ορίστε», είπε ξινά ο Αρκίν. «Ρούχα, κουβέρτα, κουβάς. Κερί όχι».
Άρχισε να κλείνει την πόρτα.
«Στάσου».
Στάθηκε.
«Η αδελφή μου χρειάζεται παυσίπονα».
«Όχι».
Η πόρτα έκλεισε με βρόντο.
«Ανάθεμα σε, Αρκίν!» ούρλιαξε η Βαλεντίνα και κλότσησε μόλη της τη δύναμη την πόρτα. «Να καείς στην κόλαση!»
Το παράθυρο είχε κλειστά παντζούρια κι από μέσα τους μια χοντρή σιδεριά. Ωστόσο, το φως της ημέρας γλίστρησε από τις χαραμάδες των ξύλων και το μαύρο έγινε γκρίζο. Επιστρατεύοντας τις νοσηλευτικές της γνώσεις η Βαλεντίνα έβαλε την αδελφή της να ανακουφιστεί στον κουβά. Κι ένιωσε μεγάλη έκπληξη όταν, έτσι όπως την κρατούσε όρθια, διαπίστωσε ότι η Κάτια ήταν ψηλότερη από κείνη. Πότε είχε γίνει αυτό; Μιλούσαν σιγανά κρατημένες χέρι χέρι. Η Κάτια δεν έπαιρνε τα μάτια της από τη Βαλεντίνα, λες και φοβόταν μήπως εξαφανιστεί έτσι και κοίταζε αλλού.
«Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ», είπε η Κάτια. «Κι αν πάθω κάτι εγώ, δεν έχει και πολλή σημασία. Ο Γιενς όμως πώς θα ζήσει χωρίς εσένα;»
«Καμιά μας δεν θα πάθει τίποτα, χαζούλα. Λες να σάφηνα να το σκάσεις απ’ το σπίτι χωρίς εμένα;»
Η Κάτια γέλασε σιγανά κι έτριψε το σβέρκο της.
«Δεν ήθελες να τα χαρώ όλα μόνη μου, ε;»
Η Βαλεντίνα της χάιδεψε το χέρι.
«Πες μου, Κάτια. Με καταριέσαι καθημερινά που σηκώθηκα και πήγα βόλτα με το άλογο εκείνη την ημέρα στο Τέσοβο;»
Αυτή την ερώτηση δεν την είχε ξανακάνει ποτέ.
«Όχι βέβαια».
«Αν είχα μείνει στο σπίτι, δεν θα πήγαινες στο γραφείο».
«Θα πήγαινα. Δεν με έστειλες εσύ εκεί για να φέρω μια πένα».
Η Βαλεντίνα ένιωσε την καρδιά της να σταματάει.
«Ποιος σέστειλε;»
«Ο μπαμπάς».
Η Βαλεντίνα είχε ακουμπισμένα τα δεμένα χέρια της πάνω στο τραπέζι, όπως την είχε προστάξει εκείνος. Δεν της τα είχαν δέσει τόσο σφιχτά όσο χθες, μπορούσε να κουνάει τα δάχτυλα της. Αυτό έκανε και τώρα και για μια στιγμή η σκέψη της πήγε στα πλήκτρα του πιάνου.
«Βαλεντίνα!»
Εκείνη κοίταξε τα χέρια του με τα πλατιά ακροδάχτυλα και τις φαρδιές, σκληρές παλάμες. Χέρια εργάτη; Χέρια φονιά; «Βαλεντίνα, δεν με προσέχεις».
«Σακούω».
Έφερε στο μυαλό της τα χέρια του Γιενς, όλο μυς και μακριά κόκαλα, να της χαϊδεύουν την κοιλιά.
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
«Ναι».
«Θα επιστρέψω το βράδυ. Ένας από τους άντρες μου θα μείνει εδώ. Ως το βράδυ θα ξέρω αν θα πληρώσει ο πατέρας σου».
«Πόσα;»
«Μισό εκατομμύριο ρούβλια».
Της κόπηκε η ανάσα. Μισό εκατομμύριο! «Αρκίν», τον κοίταξε κατάματα, «είσαι τρελός αν νομίζεις ότι ο πατέρας μου έχει τόσα χρήματα».
Εκείνος έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Ρούφηξε το τσιγάρο του και ξεφύσηξε ενοχλημένος.
«Ξεχνάς ότι έχω ζήσει στο σπίτι σας. Έχω δει τους πίνάκες και ταγάλματα, τα ασημικά και τα χρυσαφικά που γεμίζουν όλα τα δωμάτια κι εσείς δεν τους δίνετε σημασία.
Έχω δει τα διαμάντια της μητέρας σου που είναι σαν αβγά χελώνας. Λοιπόν μη μου.»
«Ο πατέρας μου δεν έχει χρήματα».
«Ο υπουργός μπορεί να πουλήσει ένα δυο περιδέραια».
«Δεν μπορεί».
«Πρέπει να το κάνει».
«Είσαι πολύ άπληστος».
«Εσύ κι οι όμοιοι σου είστε οι άπληστοι. Θέλετε να είναι χωράφι σας όλη η Ρωσία και να μοιράζεστε μεταξύ σας τους καρπούς της. Εκατομμύρια Ρώσοι αγρότες και εργάτες δεν έχουν τίποτα επειδή τους τα χετε αρπάξει όλα εσείς». Την κοίταξε με στενεμένα μάτια. Ήταν φανερό πως ήταν άκαμπτος στις απόψεις του.
«Είσαι μπολσεβίκος», είπε ξερά η Βαλεντίνα.
Αυτός δεν μπήκε καν στον κόπο ναπαντήσει.
«Για την επανάσταση είναι τα λεφτά;»
«Φυσικά. Για τη χρηματοδότηση του σοσιαλιστικού αγώνα. Τι άλλο νόμιζες;»
Τούτη τη φορά δεν απάντησε εκείνη.
«Γιατί πυροβόλησες τον Γιενς Φρίις και το λοχαγό Τσερνόφ όταν μονομαχούσαν;»
Ένα αχνό χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπο του και για μια στιγμή θύμισε στη Βαλεντίνα τον παλιό ευγενικό σοφέρ.
«Αυτό δεν έχει σημασία τώρα». Σηκώθηκε. «Θα έχω επιστρέψει ως το βράδυ». Έκανε νόημα σ’ έναν άντρα που στεκόταν δίπλα στην πόρτα κι έξυνε ένα κλαδί με το μαχαίρι του. «Θα σας φυλάει ο Μάζικ». Ξανά εκείνο το αχνό χαμόγελο. «Μην τον εκνευρίσετε».
Ο Μάζικ μόρφασε κι ακούμπησε τη λεπίδα του στα γένια του.
«Αρκίν, τι θα κάνεις όταν ο πατέρας μου σου πει όχι;»
«Να ελπίζεις πως δεν θα πει όχι».
Η Βαλεντίνα δεν τον πίεσε άλλο.
«Πριν φύγεις λες στον Μάζικ να ανοίξει τα παντζούρια στο δωμάτιο μας; Δεν μπορούμε να το σκάσουμε, υπάρχει η σιδεριά. Το φως θα κάνει αυτό το... το…» έδειξε προς την πόρτα του δωματίου τους. «Πιο υποφερτό».
Προς έκπληξη της, εκείνος συμφώνησε μένα κοφτό νεύμα.
Με το μαλακό τώρα. Πολύ μαλακά.
«Και φάρμακα; Θα φέρεις, σε παρακαλώ, λίγη μορφίνη για την Κάτια; Δεν το δείχνει, αλλά πονάει τρομακτικά».
Ο Αρκίν έτριψε κουρασμένα το μάγουλο του.
«Σου υπόσχομαι πως αν πάρω λεφτά απτον πατέρα της σήμερα, θα έχει κι αυτή τη μορφίνη της».
«Αλλιώς;»
Ανασήκωσε τους ώμους και κινήθηκε προς την πόρτα.
Τα σύννεφα της βροχής είχαν τραβήξει προς το Βορρά κι ο ουρανός απλωνόταν άδειος και γαλανός, σαν να περίμενε κάτι. Κουρέλια καταχνιάς σέρνονταν πάνω από το επίπεδο τοπίο και στους βάλτους πλατσούριζαν νεροπούλια. Όπως κατέβαινε τα σκαλιά της εισόδου, ο Αρκίν γύρισε και την κοίταξε. Η Βαλεντίνα στεκόταν ήρεμα δίπλα στο τραπέζι, ντυμένη μένα πανταλόνι κι ένα πουκάμισο που της έπεφταν τεράστια κι είχε διπλώσει μπατζάκια και μανίκια.
«Καλύτερα σου πάνε σένα, παρά εμένα, τούτα τα ρούχα», είπε.
Η Βαλεντίνα δάγκωσε τη γλώσσα της για να μην τον φτύσει.