31
Οι μέρες γίνονταν όλο και πιο ζεστές κι η πόλη απαλλασσόταν από το σάβανο της ομίχλης. Οι χρυσοί τρούλοι των εκκλησιών άρχισαν να στραφταλίζουν ξανά, οι ουρανοί έγιναν λαμπροί, τα παλάτια και τ’ ανάκτορα άνοιξαν τα παράθυρα τους για να μπει ο ήλιος και να θρονιαστεί σε βαθιές πολυθρόνες και παχιά χαλιά. Στη Φοντάνκα και τη Μόικα οι πάγοι έλιωσαν κι οι μαούνες άρχισαν ξανά να κουβαλάνε κάρβουνο και ξυλεία στα εργοστάσια έξω απτην πόλη.
Υπαίθριες αγορές ξεφύτρωσαν εδώ κι εκεί. Πραματευτάδες διαλαλούσαν τα εμπορεύματα τους, έχωναν στη μύτη των περαστικών μήλα και κανέλα, παπούτσια και μπαντανόβουρτσες. Η Αγία Πετρούπολη τίναζε τα φουστάνια της κι άρχιζε να χαμογελάει.
Κι η Βαλεντίνα χαμογελούσε. Αφού την περίμενε ο Γιενς, μπορούσε να μη χαμογελάει; Εκείνος έλεγε πως η καθημερινή του βόλτα ως το νοσοκομείο ήταν μια καλή άσκηση για τα πνευμόνια του, αλλά η Βαλεντίνα δεν ήταν και πολύ σίγουρη γι’ αυτό. Ανέπνεε ακόμα με δυσκολία ο καλός της κι όταν πήγαινε νανέβει κάποιο ψηλό πεζοδρόμιο το στήθος του σφύριζε.
Η θέα της γωνιώδους μορφής με τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, που έλαμπαν στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, κι ο τρόπος που έσκυβε σκεφτικός το κεφάλι καθώς βημάτιζε πέρα δώθε, έκαναν τη Βαλεντίνα να πλημμυρίσει ζωντάνια. Η ζωή αποκτούσε νόημα και σημασία όταν βρισκόταν κοντά του. Σήμερα είχε παρακολουθήσει για πρώτη φορά γέννα - και είχε μείνει εκστατική. Το γεγονός ότι η ζωή ξεκινάει τόσο βίαια, αλλά και με τόση ομορφιά, την είχε κάνει να κλάψει. Όμως κι αυτό ακόμα ωχριούσε μπροστά σεκείνο που της συνέβαινε όταν έβλεπε το Δανό μηχανικό της να την περιμένει.
Ώσπου να φτάσουν στο δρόμο όπου βρισκόταν το διαμέρισμα του Γιενς, ο ουρανός είχε πάρει ένα ξεθωριασμένο λιλά που έκανε τα κτίρια να μοιάζουν με χρωματιστά κουκλόσπιτα.
Ο Γιενς την κρατούσε απτους ώμους. Δεν μιλούσε πολύ για να μη λαχανιάζει, αλλά η Βαλεντίνα τον ψυχαγωγούσε με μια ιστορία για την προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια και την αδελφή Ντάρια που κόντεψαν να έρθουν στα χέρια επειδή χάθηκε το στηθοσκόπιο ενός γιατρού.
Ο Γιενς γέλασε κι απότομα τον ένιωσε να τσιτώνεται και να τη σφίγγει πάνω του. Κοίταξε εκεί που κοιτούσε κι αυτός και είδε, σταματημένο έξω από το σπίτι του, ένα κομψό αμάξι με χρυσό οικόσημο ζωγραφισμένο στην πόρτα του.
«Τίνος είναι;» ρώτησε, αν και ήταν σίγουρη για την απάντηση.
«Της κόμισσας Σερόβα». Σταμάτησε και κοίταξε τη Βαλεντίνα στα μάτια. «Θα της πω να φύγει αμέσως».
«Γιατί λες να ήρθε;»
«Μπορεί ναρρώστησε ο Αλεξέι».
Η Βαλεντίνα ανατρίχιασε. Η κόμισσα Ναταλία Σερόβα ήταν έξυπνη και ικανή να χρησιμοποιήσει το γιο της για τους σκοπούς της.
Ούτε στο αμάξι ήταν κανείς ούτε στο χολ της εισόδου. Ο Γιενς άρχισε νανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά, αλλά στα μισά της σκάλας σταμάτησε. Έφερε το χέρι στο στήθος προσπαθώντας ν’ ανασάνει. Η Βαλεντίνα βρέθηκε αμέσως στο πλευρό του και τον στήριξε. Τον αγκάλιασε από τη μέση κι έβρισε μέσα της την κομμένη του ανάσα.
«Τι συγκινητικό!» ακούστηκε από ψηλά.
Η Βαλεντίνα σήκωσε το βλέμμα κι είδε την κόμισσα να στέκεται σημαιοστολισμένη στο πάνω κεφαλόσκαλο. Φορούσε ένα μακρύ πράσινο φόρεμα, μαύρη κάπα, μαύρο ψηλο καπέλο - κι είχε δίπλα της ένα αγόρι. Γύρω στα επτά. Με πράσινα μάτια. Όμορφα, ανήσυχα πράσινα μάτια. Με βλέμμα πολύ ώριμο για την ηλικία του.
«Ντιάντια Γιενς! Θείε!»
«Ο Γιενς δεν είναι καλά», είπε ξερά η Βαλεντίνα κοιτάζοντας το καπέλο κι όχι το πρόσωπο της κόμισσας.
«Γιενς!» φώναξε το αγόρι, κατρακύλησε τις σκάλες κι ήρθε να στηρίξει τον άντρα απ’ την άλλη πλευρά.
«Σπασίμπα», μουρμούρισέ εκείνος. «Καλησπέρα, κόμισσα». Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, τραβήχτηκε από εκείνους που τον στήριζαν και κατάφερε να υποκλιθεί ευγενικά.
«Σε τι οφείλω αυτή την ευχαρίστηση;»
«Ο Αλεξέι ανησυχούσε πολύ. Όταν μάθαμε ότι δεν είσαι καλά, μ’ έπρηξε να τον φέρω να σε δει».
Χαμογελούσε σαν φίδι. Ο Γιενς ανακάτωσε τα καστανά μαλλιά του παιδιού.
«Μια χαρά είμαι», είπε.
Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος του, όμως δεν έκανε τίποτα για να διευκολύνει την κόμισσα. Γύρισε μόνο και γονάτισε μπροστά στο γιο της.
«Τι έχεις εκεί;» τον ρώτησε.
«Ένα δώρο για σένα», αποκρίθηκε χαμογελώντας το παιδί.
«Δική του ιδέα ήταν», είπε η κόμισσα γκρινιάρικα.
Ο Αλεξέι κρατούσε παραμάσχαλα ένα κουτί σαν αυτά όπου βάζουν τα παπούτσια. Τέντωσε τα χέρια του και το έδωσε στον Γιενς. Εκείνος το πήρε, άνοιξε το καπάκι κι έβαλε τα γέλια.
«Για κοίτα τι έχουμε εδώ πέρα!»
Πάνω σε μια στρώση άχυρο βρισκόταν ένα μεγάλο άσπρο ποντίκι. Τα μουστάκια του κουνιόνταν και τα ροζ ματάκια του τους κοιτούσαν ενοχλημένα.
«Σκέφτηκα πως όσο είσαι άρρωστος θα...» έριξε μια γρήγορη ματιά στη Βαλεντίνα και ξαναστράφηκε στον Γιενς.
«Θα μπορούσε να σου κρατάει συντροφιά για να μην είσαι μόνος. Τον λένε Αττίλα».
«Αττίλα;» Ο Γιενς έβαλε ξανά τα γέλια, μα αυτό του προκάλεσε ένα δυνατό βήχα που έκανε το ποντίκι να αγριέψει και να δείξει τα κίτρινα δόντια του. «Υπέροχος είναι! Έχει καρδιά Ούννου κάτω από τη γουνίτσα του. Σπασίμπα, Αλεξέι. Θα γίνουμε καλοί φίλοι».
Φίλησε το αγόρι, κι εκείνο τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό.
«Μην κρεμιέσαι πάνω του», πρόσταξε η μητέρα του.
Τα χεράκια του παιδιού μαζεύτηκαν, κι ο Γιενς το οδήγησε στο τραπέζι όπου κάθισαν κι οι δυο να θαυμάσουν τον Αττίλα. Την ίδια στιγμή η Βαλεντίνα κι η Ναταλία Σερόβα κοιτάζονταν με ενδιαφέρον, που προσπαθούσαν να μην το δείξουν.
«Άκουσα ότι μονομάχησε για χάρη σου», σχολίασε χαμηλόφωνα η κόμισσα.
«Όχι ακριβώς».
«Άρα εσύ φταις που τραυματίστηκε».
«Αυτός που φταίει είναι εκείνος που τον πυροβόλησε», αποκρίθηκε ξερά η Βαλεντίνα.
«Μου είπαν ότι αυτός δεν ήταν ο χαριτωμένος λοχαγός Τσερνόφ που αναρρώνει στην αξιοζήλευτη ζεστασιά της Μαύρης Θάλασσας. Ξέρεις ποιος πυροβόλησε;»
«Τι κάνουμε εδώ; Ιερά Εξέταση;»
Η κόμισσα χαμογέλασε παγερά.
«Ρωτάω από περιέργεια. Ξέρεις πόσες κακές φήμες κυκλοφορούν στην Πετρούπολη».
«Υπάρχουν πολλοί κακοί άνθρωποι».
Το προκλητικό ύφος της Βαλεντίνας ενόχλησε την κόμισσα που γύρισε αλλού το βλέμμα, κι η Βαλεντίνα επωφελήθηκε για να πάει να σταθεί δίπλα στον Γιενς. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του και γέλασε με τα καμώματα του ποντικιού. Ο Αλεξέι είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια με τα τεράστια αχαμνά του ζώου.
Μητέρα και γιος δεν έμειναν πολύ. Προτού φύγουν, ο Γιενς γονάτισε και φίλησε ξανά το παιδί και στα δυο μάγουλα και του υποσχέθηκε να φτιάξει ένα λαμπρό παλάτι για το ποντίκι. Κι έσφιξε το μικρό στην αγκαλιά του.
«Θα έρθεις όταν γίνεις καλά;» τον ρώτησε ντροπαλά ο Αλεξέι. «Να πάμε ιππασία;»
Ο Γιενς δίστασε. Μια γεμάτη αγωνία σιωπή γέμισε το δωμάτιο κι η κόμισσα δεν τολμούσε ούτε τα βλέφαρα να πεταρίσει.
Η Βαλεντίνα χαμογέλασε, πλησίασε το αγόρι που ήταν ντυμένο σαν ναυτάκι και του χάιδεψε τον ώμο.
«Ασφαλώς θα έρθει και θα σου φέρει να δεις το παλάτι του Αττίλα».
Ο Γιενς την κοίταξε μερικές στιγμές κι υστέρα κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Ασφαλώς», είπε στο παιδί.
Καθώς η κόμισσα έβγαινε απ’ το δωμάτιο, το φουρφούρισμα της μεταξωτής φούστας της συνόδευε το χαμόγελο θριάμβου που φώτιζε τα παγερά γαλανά της μάτια.
Η Βαλεντίνα έσπρωξε τη βαριά πόρτα της εκκλησίας και μπήκε. Ο ψηλός θολωτός ναός μύριζε θυμίαμα και προσευχές, μα ήταν άδειος.
«Πάτερ Μορόζοφ!» φώναξε στην ψηλή μαυροντυμένη μορφή που άναβε ένα κερί μπροστά στη χρυσοποίκιλτη εικόνα της Παναγίας.
Ο παπάς στράφηκε μένα υπομονετικό χαμόγελο.
«Επέστρεψες, βλέπω».
«Επέστρεψα».
Η Βαλεντίνα στεκόταν στη μέση του μαρμάρινου δαπέδου. Γύρω της εικόνες, τοιχογραφίες και φλόγες κεριών λαμπύριζαν και τα θλιμμένα μάτια των αγίων την κοίταζαν, λες και ήταν αυτή η αμαρτωλή, αυτή η ψεύτρα - αυτή, κι όχι ο ψηλός άντρας με τα ράσα, που κάτω από το καλοσυνάτο χαμόγελο και τα γλυκά λόγια έκρυβε μια γλώσσα που έλεγε ψέματα με την ίδια ευκολία που έδινε την άφεση.
«Τον είδες εκείνον;» ρώτησε η κοπέλα.
«Θα σου πω και σήμερα αυτό που σου έχω πει κι όλες τις άλλες φορές. Ο Βίκτορ Αρκίν δεν έρχεται πια εδώ. Τέκνο μου, είσαι πάντα ευπρόσδεκτη σαυτή την εκκλησία, αλλά εδώ είναι τόπος ειρήνης και προσευχής κι όχι καταδίωξης».
«Πότε τον είδες τελευταία φορά;»
«Σου είπα, έχω βδομάδες να τον δω».
«Ξέρεις πού βρίσκεται;»
«Όχι».
«Σίγουρα;»
«Απολύτως». Χαμογέλασε και τα μάτια του κρύφτηκαν μες στις ρυτίδες του. «Δεν σου λέω ψέματα».
«Έμαθες κανένα νέο του;»
«Μόνο ότι έχει τραυματιστεί».
«Βαριά;»
«Δεν ξέρω. Άκουσα όμ,ως ότι έφυγε για τη Μόσχα. Δεν έχω ιδέα αν είναι αλήθεια». Έπιασε το σταυρό που κρεμόταν απ’ το λαιμό του.
«Να του πεις εκ μέρους μου, από τη Βαλεντίνα Ιβάνοβα, ότι δεν μπορεί να κρύβεται αιώνια».
Ο παπάς χαμογέλασε με το ιερατικό χαμόγελο του και φύσηξε να σβήσει το κερί που κρατούσε.
«Τέκνο μου, εδώ είναι ο οίκος του Κυρίου. Ας ειρηνέψει εκείνο που σε ωθεί να αναζητάς με τέτοια μανία αυτόν τον Αρκίν». Και τη σταύρωσε.
«Ευχαριστώ, πάτερ, αλλά θα προτιμούσα να μου χάριζε την πληροφορία που θέλω».
«Σαυτό δεν μπορώ να σε βοηθήσω».
Η Βαλεντίνα διέκρινε στο βλέμμα του την επιφυλακτικότητα και τις σκέψεις που τον έκαναν να της αρνείται τη βοήθεια του. Έκανε μεταβολή και βγήκε βιαστικά από την εκκλησία. Πίσω της, άκουσε τη φωνή του παπά να αντηχεί στον άδειο ναό: «Να έχεις την ευλογία του Θεού, τέκνο μου».
Ήρθε ένα γράμμα από το λοχαγό Τσερνόφ σφραγισμένο με βουλοκέρι. Το οικόσημο, που ήταν χαραγμένο πάνω του, έκανε τη Βαλεντίνα να θέλει να το σκίσει σε χίλια κομμάτια. Χωρίς να το ανοίξει, το πήγε στον πατέρα της, στο γραφείο του. Εκείνος το διάβασε σιωπηλός.
«Ο λοχαγός είναι στην Ελβετία», την ενημέρωσε. «Κάνει ιαματική θεραπεία για το τραύμα του. Δεν θα γυρίσει στην Πετρούπολη πριν από το τέλος του καλοκαιριού». Μιλούσε με ανακούφιση. Κοιτάχτηκαν κι η Βαλεντίνα κούνησε με κατανόηση το κεφάλι.
«Έχεις περιθώριο μέχρι τότε, μπαμπά», είπε. «Το δάνειο που πήρες με ενέχυρο το περιδέραιο, πρέπει να έχει ξεπληρωθεί ως το φθινόπωρο. Τότε πρέπει να επιστρέψω το κόσμημα στο λοχαγό».
«Αν νοιαζόσουν έστω και λίγο για την αδελφή σου θα τον παντρευόσουν», αποκρίθηκε εκείνος και τσαλάκωσε το γράμμα.
«Σε παρακαλώ, μπαμπά. Κάποιος τρόπος θα υπάρχει για να βρεις τα χρήματα. Πούλα τα πάντα. Πούλα το σπίτι μας στο Τέσοβο. Δεν θα το ξαναχρησιμοποιήσουμε ποτέ».
Ο πατέρας της βούλιαξε στην πολυθρόνα του τόσο, που κρύφτηκε σχεδόν πίσω από τους σωρούς των φακέλων που σκέπαζαν το τεράστιο γραφείο του. Τα μαγουλά του είχαν ένα χρώμα ανάμεσα στο κίτρινο και το μελανό.
«Βαλεντίνα, όλη μας η περιουσία βρίσκεται ήδη στα χέρια των τραπεζών. Θα προσπαθήσω, όμως».