30

Ο Γιενς έβλεπε εφιάλτες. Στις σκοτεινές εκείνες ώρες που η ζωή και η πραγματικότητα τεντώνονται σαν λάστιχο και χάνουν τις διαστάσεις τους και το συνειδητό γίνεται ελαστικό, είχαν έρθει οι λύκοι. Ο Γιενς ήξερε ότι βρισκόταν στο σπίτι του Φεντόριν και ότι στα σαλόνια και στις κρεβατοκάμαρες ενός μεγάρου στην καρδιά της Πετρούπολης δεν περιδιαβάζουν άγρια θηρία - κι ωστόσο οι λύκοι είχαν έρθει.

Στην αρχή, ένιωσε τη μυρωδιά τους. Ίδια με πτωμαΐνη, όπως μύριζε το σπίτι όπου εκείνη η γυναίκα κειτόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της δίπλα στα νεκρά παιδιά της.

Μα σαν προσπάθησε να σηκωθεί και να τους διώξει, οι λύκοι πήδηξαν πάνω στο στήθος του κι ουρλιάζοντας έχωσαν τα νύχια τους στις σάρκες του. Ένιωσε τις γλώσσες τους, καυτές και μαλακές, να γλείφουν το αίμα της καρδιάς του. Είπε ξανά και ξανά στον εαυτό του πως ένας εφιάλτης ήταν μόνο - μα ήταν τόσο αληθινό! Έβλεπε τα κατακόκκινα μάτια τους.

Μύριζε τη λιγδερή ανάσα τους. Με μεγάλη προσπάθεια έδωσε μια γροθιά στο σαγόνι του ενός. Τον άκουσε να μουγκρίζει. Καλά να πάθει. Να μάθει να μην τον πλησιάζει.

Κι ο Γιενς έγειρε πίσω ικανοποιημένος.

Ήταν μέρα όταν ξύπνησε. Το φως, σκληρό, χώθηκε ανάμεσα στα βλέφαρα του και τα έσπρωξε νανοίξουν. Ο ταλαιπωρημένος εγκέφαλος του χρειάστηκε λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν, γιατί ήταν πεσμένος ανάσκελα σένα ξένο κρεβάτι. Όλα όμως μπήκαν στη θέση τους μόλις είδε εκείνη. Να τον περιμένει να γυρίσει κοντά της.

Η Βαλεντίνα καθόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι, η μικροκαμωμένη φιγούρα της χανόταν σχεδόν μέσα της. Τα μαύρα της μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του. Η ακινησία της έδειχνε ότι καθόταν εκεί πολλή ώρα. Μόλις είδε τα μάτια του νανοίγουν, τα δικά της γούρλωσαν κι οι μακριές της βλεφαρίδες πετάρισαν. Κι αυτό έκανε το στήθος του Γιενς να γεμίσει ευχαρίστηση. Άσε που το χαμόγελο της τον έκανε να λιώσει.

αΠώς αισθάνεσαι;» τον ρώτησε απαλά.

Ο Γιενς ήθελε να πάει κοντά του, να την αγγίξει.

«Σαν να έχω έναν ελέφαντα να χοροπηδάει μες στο στήθος μου», αποκρίθηκε.

Το χαμόγελο της Βαλεντίνας έγινε πιο πλατύ.

«Μην τακούσει αυτό ο ντοκτόρ Φεντόριν. Απαγορεύεται η είσοδος στους ελέφαντες».

Ο Γιενς γέλασε και τα πλευρά του κόντεψαν νανατιναχθούν. Τον έπιασε βήχας, λίγο αίμα έτρεξε απ’ το στόμα του. Η κοπέλα τον κοίταζε ακίνητη, με μια ανεξήγητη έκφραση, χλομή. Όταν ηρέμησε, του σκούπισε τα χείλη μένα κομμάτι κόκκινη φανέλα.

«Μη μιλάς», τον πρόσταξε. «Ούτε να γελάς».

Αυτός αγωνιζόταν νανασάνει, να διώξει εκείνον τον καταραμένο ελέφαντα από πάνω του. Δεν χόρταινε να τη βλέπει, πάντως. Η Βαλεντίνα φορούσε ένα φόρεμα στο πράσινο του δάσους και το κόκκινο της σκουριάς, κι έμοιαζε με νεράιδα που μπήκε κατά λάθος στο δωμάτιο του. Ο γιακάς της ήταν ψηλός σαν κολάρο με δώδεκα μικροσκοπικά μαργαριτάρια για κουμπιά. Ο Γιενς ήθελε να τα χαϊδέψει ένα ένα με το δάχτυλο του.Τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα.

«Πονάς πολύ; Μη μζλήσεις, κάνε μου απλά ένα νόημα».

Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι, κοιτάζοντας την κατάματα.

«Ωραία», είπε εκείνη.

«Φίλησε με».

«Κοιμήσου».

«Φίλησε με».

Έσυρε το χέρι του ως την άκρη του κρεβατιού, μα εκεί νη δεν έσκυψε να το πιάσει.

«Φίλησε με γιατί πεταχτώ από το κρεβάτι και θ’ αρχίσω να σε κυνηγάω γύρω γύρω».

«Μην κουνιέσαι», τον πρόσταξε. «Δεν πρέπει να κοπεί κανένα ράμμα».

«Δεν σου αξίζει να σε φιλήσω». Η έκφραση της ήταν σοβαρή, τα μάτια της αγριεμένα. «Παραλίγο να τα καταφέρεις να σκοτωθείς».

Ο Γιενς σφίχτηκε και τινάχτηκε προς το μέρος της. Η κοπέλα άφησε μια τρομαγμένη φωνή καθώς την άρπαξε απ τον καρπό και την τράβηξε κοντά του.

«Μη! Θα κόψεις τα ράμματα και θα κάνεις μεγάλη ζημια!» Εκείνος όμως την έφερε πάνω του και τη φίλησε. Τα απαλά της χείλη ανταποκρίθηκαν, αλλά τα μάτια της εξακολούθησαν να τον κοιτάζουν άγρια.

«Βαλεντίνα», της ψιθύρισε, «δεν θα τον αφήσω να σε πάρει».

Εκείνη ρίγησε κι έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στον ώμο και το λαιμό του.

«Δική σου ήμουν πάντα. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Ξάπλωσε τώρα».

Την άφησε να τον απιθώσει πίσω στα μαξιλάρια του και να του σκουπίσει το αίμα που είχε τρέξει στο πιγούνι του, χωρίς όμως να χαλαρώσει το σφίξιμο του στο χέρι της. Η Βαλεντίνα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, κι ο Γιενς πρόσεξε για πρώτη φορά μια μελανιά στο μάγουλο της. Την άγγιξε με τακροδάχτυλά του. Ύστερα άγγιξε τα μαλλιά της.

Το αφτί της. Της ξεκούμπωσε δύο μαργαριταρένια κουμπιά.

«Τι έπαθες;» τη ρώτησε.

«Αυτό εννοείς;» άγγιξε το μάγουλο της. «Γλίστρησα στον πάγο».

Εκείνος όμως την ήξερε πια πολύ καλά. Θυμήθηκε τους λύκους στον εφιάλτη του και τη γροθιά που είχε δώσει σε κάποιον.

«Έλα κοντά», της είπε.

Η Βαλεντίνα έγειρε κοντά του και τον άφησε να τη φιλήσει. Το άρωμα του κορμιού της έκανε κάτι ναναδευτεί μέσα του. Εκείνη του χαμογέλασε επιτέλους και το πλατύ της χαμόγελο έδιωξε τις σκιές από τα μάτια της. Τον φίλησε κι αυτή πεταχτά κι ανασηκώθηκε.

«Γιενς, αν συνεχίσεις να με κοιτάζεις έτσι.»

«Πώς έτσι;»

«Σαν να ετοιμάζεσαι να με φας».

«Νομίζω πως θα έχεις ωραία γεύση».

«Αν δεν σταματήσεις, θα χάσω την επαγγελματική αυτοπειθαρχία της νοσοκόμας και θα χωθώ δίπλα σου κάτω από τα σκεπάσματα».

Ο Γιενς ανασήκωσε μια γωνιά του παπλώματος.

«Έλα να με αποπλανήσεις».

Για μια στιγμή η Βαλεντίνα τον κοίταξε μένα ύφος που έλεγε πάρα πολλά. Ύστερα τον σκέπασε πάλι μαλακά.

Κι έτσι την ημέρα η Βαλεντίνα φορούσε την κολλαριστή στολή της νοσοκόμας, και το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι του δόκτορα Φεντόριν. Ορμούσε στο δωμάτιο του Γιενς κι έπεφτε πάνω του, σαν να πνιγόταν κι ήθελε να πιαστεί απ αυτόν για να σωθεί. Λες και δεν ανάσαινε όλη μέρα, μέχρι να έρθει και να δει τα πράσινα μάτια του να την περιμένουν γεμάτα προσμονή. Τότε μόνο ζωντάνευε κι εκείνος.

«Σου έλειψα;» Γευόταν τα χείλη του.

«Όχι», αποκρινόταν εκείνος γελώντας. «Κοιμήθηκα ήσυχος όλη μέρα κι ύστερα ήρθε η μικρή Άννα και μου διάβασε. Η μαγείρισσα του ντοκτόρ μου φτιάξε κοτόσουπα».

«Λοιπόν», του είπε τώρα η Βαλεντίνα, «σε βλέπω να γίνεσαι ένας από εκείνους τους χοντρούς δικτάτορες που θέλουν τις γυναίκες να χορεύουν γύρω τους όλη μέρα. Την άλλη φορά θα φέρω κι ένα φτερό στρουθοκαμήλου να σου κάνω αέρα».

«Ό,τι καλύτερο!»

«Εγώ ξέρω κάτι καλύτερο», αποκρίθηκε εκείνη μένα πονηρό χαμόγελο.

Ο Γιενς ανασηκώθηκε αμέσως απτα μαξιλάρια, κι η Βαλεντίνα έτρεξε μακριά του για να μην την πιάσει.

«Είσαι ασθενής», του είπε.

«Κι εσύ είσαι το γιατρικό μου και σε χρειάζομαι».

Το είπε κάνοντας μια γκριμάτσα, αλλά το βλέμμα του έκανε την καρδιά της Βαλεντίνας να σταματήσει. Κατάλαβε ότι το έλεγε και το πίστευε. Ένιωσε να δυναμώνει μέσα της ο παγερός φόβος που άρχισε να τη σφίγγει από εκείνη την ημέρα στο γραφείο του, τότε που της είπε ότι προτιμούσε να μονομαχήσει παρά να το σκάσει μαζί της. Γύρισε κοντά του, ξάπλωσε στο πάπλωμα και τον έσφιξε τόσο δυνατά στην αγκαλιά της, που τον έκανε να βογκήξει.

Η σαραβαλιασμένη πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα.

«Α, εσύ είσαι πάλι».

Ο χαιρετισμός θα μπορούσε να είναι λίγο πιο θερμός η Βαλεντίνα δεν είχε κάνει τόσο δρόμο μες στο χιόνι για τα ωραία μάτια της Βάρενκας.

«Ναι, εγώ είμαι», της απάντησε.

Η πόρτα άνοιξε κι άλλο κι η Βαλεντίνα ακολούθησε τη γυναίκα μέσα. Το δωμάτιο τώρα φάνταζε καλύτερο, πιο καθαρό, πιο φωτεινό. Η φωτιά μουρμούριζε στο παραγώνι κι από μια κατσαρόλα ακουμπισμένη στο τραπέζι αναδυόταν μυρωδιά ζεστού φαγητού. Η Βάρενκα φορούσε ένα κεφαλομάντιλο με χαρούμενα χρώματα.

«Την πήρες λοιπόν τη δουλειά», σχολίασε η Βαλεντίνα.

«Ντα».

«Χαίρομαι». Περίμενε ένα χαμόγελο, ένα ευχαριστώ που την είχε συστήσει για καθαρίστρια στον οίκο μόδας της μαντάμ Ανζελίκ, αλλά προφανώς η Βάρενκα δεν ήξερε από ευγένειες.

«Τι γυρεύει εδώ αυτή;»

Η ερώτηση ακούστηκε απ’ το κρεβάτι. Ο Ιβάν ήταν ξαπλωμένος πάνω του, γυμνός από τη μέση και πάνω, με το παντελόνι ξεκούμπωτο, κι η Βαλεντίνα συνειδητοποίησε ενοχλημένη ότι είχε έρθει σε ακατάλληλη στιγμή.

«Καλησπέρα, Ιβάν», τον χαιρέτισε κοκκινίζοντας. Τα μικρά του μάτια την κοίταξαν με δυσαρέσκεια. «Εσένα ήθελα να βρω». Εκείνος κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι αδιαφορώντας για το ξεκούμπωτο παντελόνι του, απ’ το άνοιγμα του οποίου έβγαιναν μαύρες τρίχες.

«Τι με θες;» ρώτησε.

«Γυρεύω κάποιον που νομίζω πως μπορεί να τον ξέρεις».

«Πώς τον λένε;» Την κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Βίκτορ Αρκίν».

«Δεν τον έχω ακουστά».

Δίστασε όμως μια στιγμή πριν απαντήσει. Η Βαλεντίνα τον κοίταξε σιωπηλή.

«Θέλεις λίγη σούπα;» έσπασε τη σιωπή η Βάρενκα.

«Εσύ, Βάρενκα, μήπως ξέρεις κάποιον Αρκίν;»

«Νιετ».

«Δεν ξέρεις να λες ψέματα».

«Άφησε την ήσυχη», γάβγισε ο Ιβάν και πετάχτηκε όρθιος με τις γροθιές σφιγμένες. Ξαφνικά το δωμάτιο φάνταξε μικρότερο.

«Θα σας πληρώσω για μια πληροφορία», προσφέρθηκε η Βαλεντίνα.

«Εσύ κι οι όμοιοι σου πιστεύετε ότι το χρήμα είναι η απάντηση σε όλα, ε;» γρύλισε ο Ιβάν. «Νομίζετε ότι μπορείτε να μας αγοράσετε εύκολα, όπως τότες που είμαστε δουλοπάροικοι κι εσείς αφεντικά μας και μας φερόσαστε χειρότερα από,τι στα σκυλιά σας». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της σκύβοντας σαν ταύρος το κεφάλι. «Σε πληροφορώ, πλούσια σκύλα, ότι τα πράγματα άλλαξαν. Δεν θέλω τα βρόμικα λεφτά σου».

«Όταν σε βόλευε, τα θελες».

«Μην τον προκαλείς», μουρμούρισε μέσα απτα δόντια της η Βάρενκα.

Η Βαλεντίνα όμως είχε θυμώσει. Δεν ήταν από τα αφεντικά των εργοστασίων που εκμεταλλεύονταν τους εργάτες, ούτε καμιά πλούσια γαιοκτήμων που κακομεταχειρίζεται τους χωρικούς της. Τους είχε βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους, είχε σφουγγαρίσει το βρόμικο πάτωμα τους, είχε αδειάσει τους κουβάδες με τις ακαθαρσίες τους. Ποιος ήταν αυτός που θα την αποκαλούσε «πλούσια σκύλα»; Τον πλησίασε και του άστραψε ένα χαστούκι που έκανε το κεφάλι του να τιναχτεί προς τα πίσω. Αντί να της ανταποδώσει το χτύπημα, εκείνος γέλασε κα" το ξινό του χνότο την έπνιξε.

«Έχεις κότσια», παραδέχτηκε. «Μυαλό, όμως, δεν έχεις.

Αν είχες, θα έπαιρνες ό,τι πολύτιμο έχεις και θα φευγες τρέχοντας από τη Ρωσία».

«Η Ρωσία είναι η αγαπημένη μου πατρίδα, όπως είναι και δική σας. Δεν θα σας αφήσω να μου τη στερήσετε».

«Περίμενε να γίνει η επανάσταση.»

«Σκάσε πια μαυτή την επανάσταση! Όλο λόγια είσαστε και δράση μηδέν!»

«Η πορεία των ανειδίκευτων εργατών δεν ήταν δράση;»

Με τα πρόσωπα σχεδόν κολλημένα, φώναζαν ο ένας στον άλλο. Στο άκουσμα της πορείας η Βαλεντίνα σώπασε. Του γύρισε την πλάτη.

«Πες εκ μέρους μου στον Βίκτορ Αρκίν», είπε ψυχρά, «ότι δεν θα σταματήσω μέχρι να τον βρω. Έτσι πες του».

Η Βάρενκα της έπιασε ταραγμένη το χέρι. Την κοίταξε ανήσυχη και κατένευσε. Ο Ιβάν γρύλισε. Τιποτ άλλο.

Η Βαλεντίνα τράβηξε προς την πόρτα. Απότομα όμως γύρισε και πέταξε στο τραπέζι ένα μικρό πουγκί γεμάτο νομίσματα. Το κουδούνισμα τους έκανε τον Ιβάν και τη Βάρενκα να κοιτάξουν με γουρλωμένα ματιά.

«Θέλω να μου αγοράσετε ένα όπλο», είπε η Βαλεντίνα.

Η βροχή την είχε κάνει μούσκεμα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο του Γιενς τον βρήκε καθισμένο μένα βουνό μαξιλάρια πίσω απτην πλάτη του, να κρατάει μια πετσέτα και μια βούρτσα για τα μαλλιά. Χώθηκε στην αγκαλιά του κι εκείνος βάλθηκε να τη στεγνώνει με μαλακές κινήσεις.

Η Βαλεντίνα άργησε να χαλαρώσει.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε εκείνος.

«Σκεφτόμουν τη μονομαχία».

«Βαλεντίνα μου, πάει πια αυτό. Μη σκέφτεσαι το παρελθόν αλλά το μέλλον μας».

«Γιατί όμως πυροβόλησε κι εσένα αυτός, κι όχι μόνο τους Ουσάρους;»

Τον άκουσε ναναστενάζει από τα βάθη της καρδιάς του.

«Μας θεωρούν όλους καταπιεστές», της απάντησε. «Ο Τσερνόφ οδηγεί τους στρατιώτες ενάντια στους απεργούς κι εγώ είμαι επικεφαλής ενός έργου όπου οι εργάτες δουλεύουν δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα. Και ξέρεις πόσα παίρνουν; Λιγότερα απόσα ξοδεύετε εσύ κι η Κάτια για μια έξοδο με τσάι και ταρτάκια. Ασφαλώς και μας μισούν. Κι έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους».

«Δεν συμφωνώ».

«Ασφαλώς και δεν συμφωνείς, αγάπη μου». Πέρασε μαλακά τη βούρτσα από τα μαλλιά της. «Ας είμαστε ευγνώμονες που δεν ήξερε καλό σημάδι εκείνος ο τύπος».

Η Βαλεντίνα κούρνιασε σιωπηλή στην αγκαλιά του.

«Γιενς», είπε σε λίγο, «όταν ήμασταν παιδιά μας έλεγαν ότι ο λαός της Ρωσίας αγαπάει τον τσάρο. Τι απόγινε όλη αυτή η αγάπη;»

«Το ογδόντα τοις εκατό των Ρώσων είναι αγρότες. Έχουν μια παμπάλαια παράδοση αφοσίωσης στον τσάρο τους, έστω κι αν μισούν τους γαιοκτήμονες. Παρόλη αυτή την αναταραχή, πολλοί νιώθουν ακόμα έτσι. Κοίτα την επανάσταση του 1905, όταν βάδισαν κατά των Χειμερινών Ανακτόρων. Σκοπός τους δεν ήταν η επανάσταση, ήθελαν μόνο να πουν στον τσάρο τα βάσανα τους. Ήταν πεπεισμένοι ότι αν εκείνος μάθαινε τι τραβάνε θα τους βοηθούσε και θα έκανε καλύτερη τη ζωή τους». Ξεφύσηξε θυμωμένος. «Δυστυχώς, δεν ξέρουν τι είδους άνθρωπος είναι σταλήθεια αυτός ο τσάρος Νικόλαος Αλεξάντροβιτς Ρομανόφ».

Η Βαλεντίνα ακούμπησε την παλάμη της στους επιδέσμους του.

«Γιενς», είπε ανάλαφρα, «νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάρεις το γιατρικό σου».

Ξέφυγε απτην αγκαλιά του, στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι και τον είδε να γουρλώνει τα πράσινα μάτια του καθώς εκείνη ξεκούμπωνε τα κουμπιά της.

Πώς μπορούσε να την κρατήσει ασφαλή; Το άρωμα του κορμιού της γέμιζε τα ρουθούνια του, όλο τον εγκέφαλο του. Ακόμα όμως κι όταν εκείνη φιλούσε ένα ένα τα πλευρά του θέλοντας να του διώξει τον πόνο, το μυαλό του το παίδευε τούτο το ερώτημα: Πώς θα την κρατούσε ασφαλή; Και τι ήθελε αυτός ο Βίκτορ Αρκίν, ο πρώην σοφέρ του πατέρα της για τον οποίο του τα είχε πει όλα; Με αργές, πεινασμένες κινήσεις χάιδεψε τους γυμνούς μηρούς της έτσι όπως καθόταν πάνω του. Οι χούφτες του έσφιξαν τις καμπύλες των γοφών της. Τον ξετρέλαιναν οι κινήσεις της, οι σκιές πάνω στην επιδερμίδα της. Με κομμένη την ανάσα άκουγε τους ήχους που έβγαιναν από μέσα της, τα βογκητά, τα γεμάτα ηδονή γατίσια γουργουρίσματα.

Τον κρατούσε καρφωμένο στα μαξιλάρια, ψιθύριζε στ αφτί του με τα αρωματισμένα μαλλιά της κουρτίνα νανεμίζει γύρω του, να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Όταν ανέβηκε πάνω του, η ανάσα της γέμισε τα πειραγμένα πνευμόνια του, το άγγιγμα της ξύπνησε μέσα του συναισθήματα νεκρά ως τότε. Τον συγκινούσε μέναν τρόπο που δεν μπορούσε να τον καταλάβει, τον συνάρπαζε ανεξήγητα, τον γέμιζε με τόση δύναμη και πόθο, που τον έκανε να ξεχνάει πόσο ταλαιπωρημένο ήταν το κορμί του.

Ο τρόπος που του έκανε έρωτα είχε μια αγριάδα που ο Γιενς δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ του. Κι όπως φιλούσε τα στήθη της και γευόταν τις σκληρές θηλές τους, ένιωσε τα κορμιά τους να γίνονται ένα.

Δεν θα τη χόρταινε ποτέ του.

Ο Αρκίν ήταν προσεκτικός. Νύχτα, και οι δρόμοι της Αγίας Πετρούπολης ήταν γεμάτοι κόσμο. Έκανε ένα σωρό βόλτες προτού πλησιάσει το «Ξενοδοχείο της Ρωσίας», έμπαινε σε σοκάκια, κρυβόταν σε κατώφλια για να δει αν τον παρακολουθούν. Ούτε βήματα άκουγε πίσω του, όμως, ούτε σκιές με μαύρα αδιάβροχα έβλεπε. Τριγύρισε στις μεγάλες λεωφόρους, πέρασε μπροστά από τη «Γαλλική Αρωματοποιία Μπροκάρ», πήγε κι ήρθε πάνω σε γέφυρες, διασχίζοντας ξανά και ξανά τη Φοντάνκα. Είχε ανασηκωμένο το γιακά του, μα η βροχή τον μαστίγωνε κι αυτός βλάστημούσε. Ελεεινός καιρός για να τριγυρίζει στην πόλη! Νωρίτερα, είχε ακολουθήσει την κοπέλα κι ήξερε με ακρίβεια πού πήγαινε όταν τελείωνε η βάρδια της στο νοσοκομείο: Σένα κομψό σπίτι, σε μια λεωφόρο με δεντροστοιχίες και σιδερένιες αυλόπορτες στολισμένες με οικόσημα. Σένα τέτοιο σπίτι αποθυμούσε πάντα να πάει υπηρέτρια η μητέρα του. Ο Αρκίν είχε μάθει ότι τούτο το σπίτι ανήκε σε κάποιον ντοκτόρ Φεντόριν. Ήταν ένας από εκείνους τους ελεεινούς διανοούμενους, που ανήκαν στη φιλελεύθερη ελίτ της οποίας της άρεσε να συγκαταλέγεται μεταξύ των ανωτέρων τάξεων, αλλά περηφανευόταν ότι έκανε φιλανθρωπικό έργο. Λες και θα μπορούσαν έτσι να γιάνουν το τραύμα που έχασκε στην καρδιά της Ρωσίας. Να βάλουν μια λεπτή γάζα πάνω από το χάος και να ελπίζουν ότι θα το συγκρατήσει.

Όταν θα ερχόταν η επανάσταση, η μπότα των μαζών θα τους έλιωνε κάτι τέτοιους. Μες στο χάος που σίγουρα θα ακολουθούσε την ανατροπή των μισητών Ρομανόφ, άνθρωποι σαν αυτόν το γιατρό δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν ότι δεν θα ήταν πια σε θέση νασκήσουν έλεγχο ότι ένας κουρελής αγρότης από τη Σιβηρία ή ένας εργάτης από τα εργοστάσια της Πετρούπολης είχαν το δικαίωμα να τους λένε τι πρέπει να κάνουν. Οι άνθρωποι αυτοί -γιατροί, δικηγόροι ή δάσκαλοι- θα είναι πάντα προδότες του σοσιαλιστικού αγώνα επειδή η σκέψη τους δεν είναι σε θέση να καταλάβει ότι κι αυτοί είναι δούλοι.

Σκούπισε αγριεμένος το πρόσωπο του. Και με τις γυναίκες της ανώτερης τάξης; Τι θα γινόταν μαυτές; Αυτές ήταν μαθημένες να τις ελέγχουν, να τις καθοδηγούν οι πατεράδες κι οι άντρες τους και να τους λένε τι να κάνουν και τι να σκεφτούν. Υπήρχε ελπίδα γιαυτές; Τι σκέψεις είναι αυτές, γαμώτο! Ο Αρκίν σιχαινόταν τον εαυτό του που ήθελε η απάντηση να είναι «Ντα». Ναι, μπορούν να μπουν σε καινούργια καλούπια. Ναι, μπορούν να διδαχτούν να είναι χρήσιμες. Σαν τη μικρή Ιβάνοβα.

Η μητέρα της όμως με τα μαργαριτάρια και τις προκαταλήψεις της; Πώς θα μπορούσε ποτέ της να φανεί χρήσιμη στον αγώνα; Είχε οργιστεί μαζί του όταν της είπε πώς είχε σταματήσει τη μονομαχία. Ο Αρκίν δεν το περίμενε ότι έκρυβε τόση φλόγα μέσα της, κι αυτό, παρά τη θέληση του, τον είχε γοητεύσει.

Με τα γόνατα τους να ακουμπάνε, όταν τελείωσε την αφήγηση του της είχε πιάσει το χέρι και της έβγαλε το γάντι. Πόσο απαλό ήταν τ3 δέρμα της! Δεν είχε ιδέα ότι ένα χέρι μπορεί να είναι τόσο απαλό.

Ένα αμάξι πέρασε και τον κατάβρεξε. Πρόφερε μια βρισιά. Απόψε ήταν ευερέθιστος, οι σκέψεις του κοφτερές σαν ξυράφια. Έπρεπε να τον είχε σκοτώσει εκείνο τον Ουσάρο.

Λίγο πιο ψηλά να σκόπευε, έφτανε. Έπρεπε να το έκανε.

Το χρωστούσε στο νεκρό Καρλ. Ωστόσο, είχε κάνει εκείνο που του είχε ζητήσει η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα.

Ανάθεμα την αδυναμία του! Τινάχτηκε σαν σκυλί και μπήκε στο «Ξενοδοχείο της Ρωσίας» από την πίσω πόρτα. Διέσχισε την πολύβουη κουζίνα κι ανέβηκε τις σκάλες. Στο δεύτερο όροφο χτύπησε μία από τις πόρτες.

«Εμπρός».

Ο σφυγμός του έγινε πιο ταχύς και μπήκε στο δωμάτιο.

Στο ρόδινο χρώμα που έριχναν οι απλίκες, η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα στεκόταν χωρίς μαργαριτάρια, χωρίς γάντια, φορώντας μόνο ένα μεταξωτό κιμονό, με τα μαλλιά της να πέφτουν σαν καλοκαιρινές ηλιαχτίδες στους ώμους της. Η θωριά της έδιωξε τον Τσερνόφ από τη σκέψη του Αρκίν.

Загрузка...