42

Η Βαλεντίνα στεκόταν μέσα από την εξώπορτα κι αφουγκραζόταν με κλειστά τα μάτια. Στο πάτωμα του χολ κάθονταν δυο μελαψά αγόρια κι έπαιζαν χαρτιά χρησιμοποιώντας αποτσίγαρα για μάρκες. Ένα στενό κρεβάτι είχε εμφανιστεί κάτω απ’ τη σκάλα και πάνω του ήταν ξαπλωμένος ένας φαλακρός άντρας που ροχάλιζε. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν την ενοχλούσε. Στεκόταν πίσω απτην πόρτα και αφουγκραζόταν. Δεν ήθελε να βγει στο δρόμο, μήπως και την προσέξει κάποιος.

Τα λεπτά περνούσαν βασανιστικά αργά. Ήξερε πως δεν θάκουγε τον Γιενς παρά μόνο όταν το χέρι του θάγγιζε την μπετούγια της πόρτας.

Κάτι ακούστηκε στα σκαλοπάτια απέξω. Η Βαλεντίνα άνοιξε μια χαραμάδα την πόρτα κι ύστερα την τέντωσε διάπλατα με τόση φόρα που κοπάνισε στον τοίχο. Τα αγόρια στο χολ σήκωσαν με ενδιαφέρον τα κεφάλια τους.

Στο κατώφλι στεκόταν ο Γιενς, ψηλός όπως πάντα. Το δέρμα του όμως ήταν τεντωμένο πάνω στα κόκαλα του προσώπου του και τα μάτια του βαθουλωμένα. Κι είχε μια πυκνή κόκκινη γενειάδα.

«Βαλεντίνα…» η φωνή του ακούστηκε ψιθυριστή.

Εκείνη τον τράβηξε πάνω της, τον έσυρε μέσα κι έκλεισε με μια κλοτσιά την πόρτα. Τον κρατούσε σφιχτά χωρίς να μπορεί να μιλήσει κι ένιωθε τα χέρια του σκληρά πάνω στο κορμί της. Άρχισε να τρέμει ολόκληρη από την αποθυμιά.

«Βαλεντίνα.» είπε ξανά εκείνος με το πρόσωπο του χωμένο στα μαλλιά της. Λες κι αυτή ήταν η μοναδική λέξη που θυμόταν.

Δεν τον άφηνε από την αγκαλιά της. Ο χρόνος, όμως, προδοτικός, έτρεχε κι έφευγε.

Οι τσάντες ήταν έτοιμες πάνω στο κρεβάτι. Δύο μεγάλες και μια μικρή. Τις είχε ετοιμάσει εδώ και βδομάδες, γεμίζοντας τες κυρίως με κονσέρβες κρέας και πακέτα με δημητριακά και ξερά φρούτα, σπίρτα, κεριά, μια κουβέρτα, χοντρές κάλτσες κι από ένα παραπανίσιο μάλλινο πουλόβερ για τον καθένα τους.

«θα ταξιδέψουμε μελάχιστα μπαγκάζια», είχε πει στην κόρη της, που καθόταν πάνω στο ελαφοτόμαρο και την κοίταζε να ετοιμάζει τις τσάντες σφίγγοντας στην αγκαλιά της το τρενάκι της.

Τώρα, μόλις βρέθηκαν μόνοι στο δωμάτιο τους, η Βαλεντίνα έγδυσε τον Γιενς. Είχε περάσει οκτώ μήνες με τα ίδια ρούχα.

«Βρομάω σαν ψόφιο γουρούνι», μουρμούρισε εκείνος.

Η Βαλεντίνα τον φίλησε στο στήθος.

«Μυρίζεις σαν να είσαι έτοιμος για φάγωμα», του είπε.

Ο Γιενς γέλασε άκεφα. Είχε απομείνει πετσί και κόκαλο και μύες. Σάρκα καθόλου. Πλύθηκε βιαστικά κι εκείνη του έτριψε την πλάτη, του συμμάζεψε τα γένια μένα ψαλίδι - δεν είχαν χρόνο για ξυρίσματα. Σελάχιστα λεπτά είχαν βγει από το σπίτι και βάδιζαν γοργά πάνω στο παγωμένο πεζοδρόμιο κρατώντας ανάμεσα τους την κόρη τους. Η Λίντια σκουντούσε συνέχεια τον πατέρα της για να βεβαιωθεί ότι ήταν σταλήθεια δίπλα της.

«Οι μπολσεβίκοι έχουν καταλάβει τους σιδηροδρομικούς σταθμούς», είπε η Βαλεντίνα. «Δεν πρέπει να τολμήσουμε να πάρουμε τρένο».

«Θα πάμε με τα πόδια. Όλο το δρόμο, αν χρειαστεί».

«Όλο το δρόμο ως πού;»

«Ως την Κίνα».

Της Βαλεντίνας της έπεσε το σαγόνι. Εκείνος χαμογέλασε με την αντίδραση της - κι αυτή κατάλαβε πως με τούτον τον άντρα στο πλευρό της θα πήγαινε με τα πόδια και στο Βόρειο Πόλο.

«Στην Κίνα, λοιπόν», είπε.

«Πού είναι η Κίνα;» ρώτησε η Λίντια.

«Στην άκρη της Ρωσίας, εκεί που η χώρα πέφτει στη θάλασσα».

«Δεν είναι μακριά;»

Της χαμογέλασαν κι οι δυο.

«Θα χρειαστεί να περπατάς γρήγορα», της είπε ο Γιενς, κι η μικρή κούνησε το κεφάλι κι άνοιξε βήμα.

Στον επόμενο δρόμο είδαν το πρώτο μπλόκο. Άντρες με γκρίζες στολές, φαρδιά κόκκινα περιβραχιόνια και νευρικά τουφέκια. Η Βαλεντίνα ένιωσε να της χύνουν παγωμένο νερό στην πλάτη, μα ο Γιενς δεν έκοψε το βήμα του, έστριψε σένα στενό και δοκίμασε να βρει άλλο δρόμο. Προς όποια κατεύθυνση κι αν κινούνταν, όμως, η κατάσταση ήταν ίδια. Η Λίντια, κουρασμένη, έπαψε να εξηγεί συνέχεια στον πατέρα της πώς είχε μάθει να παίζει πόκερ από τα αγόρια κάτω στο χολ. Ύστερα από μία ώρα ο Γιενς στάθηκε στη σκιά μιας εκκλησίας, που ο κρεμμυδόσχημος τρούλος της φάνταζε θαμπός κάτω από το συννεφιασμένο ουρανό από τον οποίο έπεφταν ακόμα στάχτες από τις χθεσινές πυρκαγιές. Ακούμπησαν όλοι χάμω τις τσάντες τους.

«Γιενς, είμαστε παγιδευμένοι. Οι άδειες μας είναι άχρηστες».

«Οι στρατιώτες εδώ είναι σκληροτράχηλοι μπολσεβίκοι.

Δεν δίνουν σημασία στα έγγραφα και στις υπογραφές αν αποφασίσουν πως πρέπει να γεμίσουν σφαίρες έναν "καταπιεστή". Είναι επικίνδυνο να τους πλησιάσουμε». Έγειρε στον τοίχο και γύρισε αλλού το κεφάλι, δήθεν για να κοιτάξει το δρόμο, αλλά στην πραγματικότητα για να μη βλέπει η Βαλεντίνα την έκφραση του.

«Γιατί δέχτηκε εκείνος να με αποφυλακίσει;» ρώτησε.

Της Βαλεντίνας στέγνωσε το στόμα. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.

«Έχει σημασία;»

Για μια ατέλειωτη στιγμή ο Γιενς δεν είπε τίποτα. Ύστερα γύρισε κι ακούμπησε το σαγόνι του στο κεφάλι της διώχνοντας το βάρος που της πίεζε το στήθος.

«Όχι, αγάπη μου», είπε απαλά. «Δεν έχει σημασία. Αρκεί που είμαστε μαζί». Τη φίλησε στο μέτωπο. «Πάμε τώρα».

«Προς τα πού;»

«Νομίζε.ς πως πέρασα οκτώ μήνες σεκείνο το βρομερό κελί χωρίς να σκέφτομαι τίποτα; Έχω σχεδιάσει το δρομολόγιο μας και το έχω ακολουθήσει με το μυαλό μου χιλιάδες φορές».

Σήκωσε την τσάντα του κι ανέβασε την κόρη του στην πλάτη του.

«Υπάρχει οδός διαφυγής», είπε.

Ο Γιενς έσκυψε και σήκωσε το μεταλλικό σκέπασμα στη μέση του δρόμου. Ήξερε πως η κλειδαριά του ήταν σπασμένη.

«Κατεβείτε γρήγορα!» Είδε τη Βαλεντίνα να διστάζει.

«Δεν υπάρχει κίνδυνος».

Την τελευταία φορά που εκείνη βρέθηκε σ’ έναν υπόνομο, κόντεψε να πνιγεί. Ο Γιενς κατάλαβε το δισταγμό της, κατέβηκε πρώτος στη μαύρη τρύπα πατώντας στα μεταλλικά σκαλοπάτια, κι από ένα ράφι στο πλάι πήρε μια λάμπα πετρελαίου. Στην τσέπη του είχε ένα από τα κουτιά με τα σπίρτα της Βαλεντίνας. Άναψε το φιτίλι και το κιτρινωπό φως της λάμπας έδιωξε τις σκιές.

«Έλα, Λίντια. Σειρά σου, γλύκα μου».

Το προσωπάκι της μικρής εμφανίστηκε μια στιγμή στο άνοιγμα, κι ύστερα τα ποδαράκια της πάτησαν στα σκαλιά και τα κατέβηκε σαν μαϊμουδάκι. Όταν είδε το μαύρο τούνελ που απλωνόταν μπροστά, κόλλησε πάνω στον πατέρα της χωρίς να βγάλει άχνα.

«Κανένας κίνδυνος», της είπε εκείνος, της χάιδεψε το κεφάλι και στράφηκε να βοηθήσει τη Βαλεντίνα. Εκείνη τράβηξε το καπάκι του φρεατίου, το κλείσε και κατέβηκε.

Τη βαθιά σιωπή έσπαγε μόνο ο ήχος νερού που στάζει κι ένα μακρινό μουρμουρητό από κάποια αντλία.

«Πόσο θα προχωρήσουμε;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Όσο μπορούμε».

Ο Γιενς δεν κρατήθηκε και σήκωσε τη λάμπα να κοιτάξει το πρόσωπο της. Είδε πολλές αλλαγές πάνω του μα έσκυψε, τη φίλησε, και ξεκίνησε πρώτος με τη Λίντια στην πλάτη του. Στην αρχή η Βαλεντίνα τους τραγουδούσε καθώς βάδιζαν μες στο σκοτάδι, αλλά όταν χρειάστηκε να πέσουν στα τέσσερα σέρνοντας τις τσάντες τους μες στα παγωμένα νερά που βρομοκοπούσαν, σώπασε.

Ο Γιενς είχε εκνευριστεί που δεν μπορούσε να διακρίνει το σχήμα των τούνελ. Η όραση του είχε ξεσυνηθίσει το σκοτάδι. Οκτώ μήνες, βλέπεις, με μια λάμπα αναμμένη συνέχεια από πάνω του. Σκόνταφτε συχνά, μα αρνιόταν ναφήσει κάτω τη Λίντια, όσο κι αν τον παρακαλούσε η Βαλεντίνα. Κι η κόρη του κρατιόταν απ’ το λαιμό και τα μαλλιά του με τόση δύναμη που η ρημαγμένη ψυχή του ζωντάνευε.

Δεν μίλησαν καθόλου για το παρελθόν και το μέλλον. Μόνο μια φορά ο Γιενς ρώτησε: «Οι γονείς σου; Πού είναι;»

Εκείνη κοίταξε την κόρη της που παρακολουθούσε τα πάντα και κούνησε το κεφάλι. Κι εκείνος δεν ξαναρώτησε.

Όταν έφτασαν σε μια διχάλα κι ο Γιενς πήρε χωρίς δισταγμό την αριστερή σήραγγα, η Βαλεντίνα έβαλε τα γέλια.

«Μα πώς μπορείς να βρεις το δρόμο μέσα σαυτόν το λαβύρινθο; Δεν είναι δυνατόν!»

«Βαλεντίνα, εγώ τις έχω φτιάξει αυτές τις σήραγγες.

Ασφαλώς και ξέρω πού να πάω».

Αρκετή ώρα τώρα η Λίντια -που την είχε κατεβάσει και τσαλαβουτούσε ως τους αστραγάλους στα νερά- δεν είχε πει λέξη. Ο Γιενς γύρισε, την κοίταξε και είδε τα μάτια της γουρλωμένα.

«Μπαμπά», ψιθύρισε η μικρή, «πού κοιμάται ο δράκος;»

«Δεν υπάρχει δράκος εδώ κάτω, αγαπούλα μου», έσπευσε να της απαντήσει η Βαλεντίνα.

«Υπάρχει. Μυρίζομαι την ανάσα του».

Ο Γιενς την έπιασε απ’ το χέρι. Ήταν παγωμένο και κολλούσε.

«Νομίζω πως είναι ώρα να βγούμε στο φως», είπε.

Το επόμενο φρεάτιο δεν ήταν μακριά. Εδώ η οροφή ήταν πιο ψηλή, κι ο Γιενς σήκωσε τη λάμπα για να φωτίσει όσο πιο μακριά γινόταν. Το φως της δημιούργησε λιγδερές αντανακλάσεις στο νερό.

«Μπαμπά, ο δράκος δεν είναι μπροστά μας, μα πίσω μας», ψιθύρισε η Λίντια.

«Όχι γλυκιά μου, δεν-»

«Άκου!» είπε σφυριχτά η μικρή.

Εκείνος έστησε αφτί. Η Βαλεντίνα τον έπιασε απ’ το μπράτσο. Από κάπου πίσω τους ακουγόταν θόρυβος γρήγορων βημάτων μες στα νερά. Ο Γιενς έσβησε αμέσως τη λάμπα. Τράβηξε πίσω του τη Βαλεντίνα και τη Λίντια και στάθηκαν σιωπηλοί. Ύστερα από ένα λεπτό άκουσαν φωνές.

«Το φως έσβησε». Φωνή αγορίστικη.

«Εξαφανίστηκαν. Ακούς τίποτα;» Φωνή αντρική.

Ο θόρυβος των βημάτων σταμάτησε. Οι άγνωστοι δεν είχαν φως, ακολουθούσαν το δικό τους. Όταν ξεκίνησαν ξανά, προχωρούσαν αργά. Ο θόρυβος δυνάμωσε, τους έφτανε, κι ο Γιενς ένιωσε τη Βαλεντίνα να του βάζει κάτι κρύο και σκληρό στο χέρι. Ένα πιστόλι. Με το σφυγμό του να καλπάζει, σημάδεψε το σκοτάδι.

«Όποιοι κι αν είστε, σταματήστε εκεί που βρίσκεστε!»

φώναξε.

Ο θόρυβος σταμάτησε απότομα.

«Ποιοι είστε;» φώναξε ο Γιενς.

«Δεν είμαστε κανείς», αποκρίθηκε η αγορίστικη φωνή.

«Κι εσείς;»

«Ταξιδιώτες».

«Μπορεί να κάνουμε το ίδιο ταξίδι», ακούστηκε η αντρική φωνή.

«Μπορεί. Έχετε φως;»

«Έχουμε λάμπα, μα όχι και σπίρτα».

«Βαλεντίνα, στάσου πίσω μου κι άναψε τη λάμπα».

Εκείνη υπάκουσε, ενώ ο Γιενς κρατούσε το πιστόλι στραμμένο προς την κατεύθυνση των φωνών. Στη λάμψη της λάμπας εμφανίστηκαν δυο φιγούρες. Ένα αγόρι γύρω στα δώδεκα κι ένας άντρας με γκρίζο μουστάκι και θλιμμένα μάτια. Τα χέρια του ήταν απαλά κι είχε όψη τραπεζίτη ή δικηγόρου. Ο Γιενς χαμήλωσε το πιστόλι και πέταξε στο αγόρι τα σπίρτα. Εκείνο τα χώσε αμέσως στην τσέπη του κι η Βαλεντίνα άφησε μια βρισιά.

«Αυτά τα σπίρτα τα πλήρωσα πενήντα ρούβλια στη μαύρη αγορά», γκρίνιαξε.

«Ευχαριστώ, φίλε», είπε ο άντρας. «Μήπως σου περισσεύει και κανένα φαγώσιμο;»

«Νιετ», πετάχτηκε η Βαλεντίνα.

«Ο εγγονός μου κι εγώ αναγκαστήκαμε να το σκάσουμε χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας». Έδειξε την τσάντα της Βαλεντίνας, κι εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω. Την ίδια στιγμή το αγόρι τράβηξε κάτω απ’ το παλτό του ένα τεράστιο πιστόλι και σημάδεψε το κεφάλι της.

«Δώσε μου την τσάντα σου!» φώναξε.

«Μόνο αν με σκοτώσεις θα την πάρεις, κλεφτράκο!»

αποκρίθηκε εκείνη.

Ο Γιενς μπήκε μπροστά της και σημάδεψε τον άντρα.

«Πες του να κρύψει το όπλο», τον πρόσταξε. «Εγώ σε βοήθησα. Τι μυαλά κουβαλάει ο εγγονός σου;»

«Άπληστα», αποκρίθηκε αυτός και στράφηκε στο αγόρι.

«Κράτησε τις σφαίρες σου για κείνους που τις αξίζουν», του είπε.

Το αγόρι κατέβασε βρίζοντας το πιστόλι.

«Θα φύγουμε τώρα», είπε ο Γιενς. «Μη μείνετε πολύ εδώ κάτω. Ο Λένιν κι οι Κόκκινοι Φρουροί του θα χτενίσουν τους υπονόμους μόλις συνειδητοποιήσουν πόσο καλή οδός διαφυγής είναι».

«Ευχαριστώ για τη συμβουλή».

Ο Γιενς τον χαιρέτισε μένα νεύμα και σήκωσε τη Λίντια στην αγκαλιά του. Η μικρή έτρεμε, τα δόντια της χτυπούσαν. Έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, η Βαλεντίνα κούνησε νευρικά το κεφάλι, άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε από μέσα δύο κονσέρβες κρέας. Βρίζοντας δυνατά τις πέταξε στο αγόρι και ξεκίνησε.

«Φίλη μου», φώναξε πίσω της ο άντρας, «υπάρχει ένα τρένο».

Η Βαλεντίνα σταμάτησε και γύρισε αργά. Στο αβέβαιο φως της λάμπας το κεφάλι της φάνταζε σαν νεκροκεφαλή.

«Τι τρένο;»

«Ένα τρένο που περνάει δίπλα στα όρια του κτήματος μου, ανατολικά της πόλης, στην άκρη του δάσους. Είναι ένα μικρό φορτηγό τρένο που περνάει μια φορά τη βδομάδα μεταφέροντας στάρι και ζώα».

Ο Γιενς άφησε κάτω τη Λίντια κι έβγαλε απτην τσάντα του ένα χάρτη και μια πυξίδα.

«Δείξε μου», είπε, κράτησε ψηλά τη λάμπα κι ο άντρας ακούμπησε το δάχτυλο του σένα σημείο. Φορούσε ένα σφραγιδοδαχτυλίδι μένα μεγάλο διαμάντι.

«Βλέπεις αυτή την καμπή του ποταμού; Εδώ το τρένο κόβει ταχύτητα. Αν είσαι σβέλτος, μπορείς νανέβεις. Έτσι κάνουν όλοι οι χωρικοί της περιοχής».

«Νόμιζα ότι όλα τα τρένα κάνουν απεργία», είπε η Βαλεντίνα.

«Αυτό δεν κάνει. Έχει ένα μικρό τοπικό δρομολόγιο».

«Πόσο μακριά πηγαίνει;» ρώτησε ο Γιενς.

«Αρκετά. Διασταυρώνεται με τον Υπερσιβηρικό στον οποίο μεταβιβάζει το φορτίο του».

«Εκεί πάτε κι εσείς;»

«Όχι ακόμα». Ο άντρας έδειξε ψηλά. «Πρώτα πρέπει να βρω τη γυναίκα μου που βρίσκεται στο Πέτρογκραντ». Αυτός κι ο Γιενς κοιτάχτηκαν. Ήξεραν κι οι δυο τους ότι μπορεί να ήταν ήδη αργά.

«Σου εύχομαι καλή τύχη», του είπε ο Γιενς. «Σ’ ευχαριστώ για την πληροφορία».

«Κι εγώ Σ’ ευχαριστώ για τα τρόφιμα. Ο Θεός να μας προστατεύει όλους».

«Θα μας χρειαστεί κάτι παραπάνω από την προστασία του Θεού», είπε μέσα από τα δόντια του ο Γιενς ανεβάζοντας ξανά την κόρη του στην πλάτη του.

Βρήκαν την καμπή του ποταμού. Δεν ήταν δύσκολο.

Στην άκρη της πόλης τους σταμάτησε μια περίπολος από νεαρούς στρατιώτες, αρκετά νέους και αφελείς ώστε να εντυπωσιαστούν από την επίσημη σφραγίδα της άδειας τους. Αμέσως μετά βρήκαν καταφύγιο στο δάσος. Χώθηκαν με ανακούφιση στις σκιές του και για δύο μέρες προχωρούσαν στα μονοπάτια του. Η θερμοκρασία έπεσε απότομα και παχιές νιφάδες χιονιού σκέπασαν τα ίχνη τους.

Αρκετές φορές είδαν φευγαλέες μορφές να περνούν σαν φαντάσματα ανάμεσα στα δέντρα, αλλά κανείς δεν εμπιστευόταν κανέναν πια. Κανείς δεν πλησίαζε κανέναν. Οι ξένοι είχαν γίνει επικίνδυνο είδος στη Ρωσία. Όποιος δεν ήταν φίλος σου, ήταν εχθρός σου.

Στην καμπή του ποταμού κατασκήνωσαν ανάμεσα στα δέντρα τυλιγμένοι με τα πανωφόρια και την κουβέρτα τους χωρίς να τολμούν νανάψουν φωτιά, εκτός από μια πολύ μικρή και για πολύ λίγο, ίσα ίσα μέχρι να φτιάξουν λίγο τσάι.

Κι εκεί η Βαλεντίνα μίλησε στον Γιενς για τους γονείς της, του είπε ότι είχαν καταδικαστεί από ένα λαϊκό δικαστήριο των μπολσεβίκων. Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του και σκούπισε με τα φιλιά του τα καυτά δάκρυα της. Κι ύστερα απόμειναν να κοιτάζουν τις γραμμές του τρένου για ώρες.

Για μέρες. Η μεταλλική λάμψη τους γινόταν στη φαντασία τους ο δρόμος για το μέλλον.

Η Βαλεντίνα ήταν κουλουριασμένη πάνω στον Γιενς, μέσα από το πανωφόρι του. Η αυγή είχε αρχίσει να χαράζει - μια λεπτή ασημένια γραμμή στον ορίζοντα. Η Λίντια κοιμόταν δίπλα τους με τον ύπνο των αθώων μικρών, τυλιγμένη στην κουβέρτα. Η Βαλεντίνα χάιδεψε με τα χείλη της το σαγόνι του άντρα της που είχε πλυθεί και ξυριστεί στο ποτάμι.

Τον ένιωσε να χαμογελάει στο σκοτάδι με τα μάτια κλειστά κι ακούμπησε το κεφάλι της στο λαιμό του. Μύριζε πευκοβελόνες.

«Γιενς.»

Εκείνος της φίλησε τα μαλλιά.

«Γιενς, θέλω να σου πω κάτι». Το είπε απαλά, μα τον ένιωσε να τσιτώνεται.

«Δεν χρειάζεται να μου πεις οτιδήποτε», της είπε και της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του. Εκείνη έμεινε ακίνητη ένα ολόκληρο λεπτό κι ύστερα μετακίνησε ελαφρά το κεφάλι της.

«Γιενς, το ταξίδι μας είναι επικίνδυνο. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να.» Να σκοτωθούμε, ήθελε να πει, μα το κατάπιε και είπε: «Να χωριστούμε».

Εκείνος την έσφιξε πάνω του.

«Όχι. Αυτό δεν θα συμβεί».

«Αν όμως συμβεί, ορκίσου μου πως θα προσέχεις την κόρη μας».

«Δεν χρειάζεται να στο ορκιστώ αυτό».

«Θέλω όμως να μου το ορκιστείς. Σε παρακαλώ».

«Εντάξει, αγάπη μου. Σου ορκίζομαι πως θα προσέχω τη Λίντια». Το κεφάλι του ξεχώριζε, μαύρη σκιά μες στο σκοτάδι. «Το ίδιο όμως πρέπει να μου ορκιστείς κι εσύ».

«Σου τορκίζομαι. Θα την προσέχω με τη ζωή μου».

«Ικανοποιήθηκες τώρα;»

«Όχι». Τα χείλη της βρήκαν τα δικά του κι ο ασίγαστος πόθος του γιαυτήν φούντωσε ξανά. Έκαναν έρωτα κάτω απ’ το φως των αστεριών που έσβηναν σιγά σιγά. Κι αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας Αρκίν και κανένα τουφέκι για να τους διακόψει και να διαλύσει τον κόσμο τους.

«Έρχεται!» φώναξε η Λίντια.

Καπνός υψωνόταν στο γαλανό ουρανό κι ο θόρυβος της ατμομηχανής ακούστηκε να πλησιάζει. Το ποτάμι κι η σιδηροδρομική γραμμή προχωρούσαν παράλληλα κι ανάμεσα τους ο πάγος που είχε σχηματιστεί έλαμπε σαν διαμάντια σπαρμένα στο έδαφος. Χωράφια και δάση απλώνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Τέλεια μέρα για να πηδήξεις πάνω σένα τρένο! «Ετοιμαστείτε», είπε ο Γιενς.

Η Βαλεντίνα κατένευσε με την καρδιά της να χτυπάει σαν παλαβή. Η Λίντια σκαρφάλωσε στην πλάτη του πατέρα της κι έσφιξε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό του.

Εκείνος κρατούσε σφιχτά από το χέρι τη Βαλεντίνα, που γύρισε και τους χαμογέλασε μαγκωμένη.

Ήρθε το τρένο. Τρία μόνο φορτηγά βαγόνια πίσω από την ατμομηχανή. Φτάνοντας στην καμπή του ποταμού έκοψε ταχύτητα, όπως τους είχε πει ο άντρας στη σήραγγα.

Τα βαγόνια έγειραν καθώς έπαιρνε τη στροφή κι ο Γιενς άρχισε να τρέχει δίπλα στις γραμμές. Η Βαλεντίνα αγωνιζόταν να τον ακολουθήσει. Η ατμομηχανή βρυχιόταν δίπλα τους. Η Βαλεντίνα έριξε μια ματιά στον οδηγό και τον είδε να τους κουνάει ένα ραβδί σαν να τους απειλούσε ότι θα τους δείρει. Στο μπροστινό μέρος του πρώτου βαγονιού ήταν στερεωμένη μια μεταλλική σκάλα κι ο Γιενς άπλωσε το ελεύθερο χέρι του και την έπιασε. Την ίδια στιγμή απογειώθηκε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου έμεινε κρεμασμένος από το ένα του χέρι, με τη Λίντια και τις τσάντες τους στην πλάτη του και τη Βαλεντίνα κρατημένη από το άλλο χέρι του.

«Πήδα!» της φώναξε.

Εκείνη τέντωσε τα πόδια, στραβοπάτησε, σκόνταψε, το μπράτσο της κόντεψε να ξεκολλήσει από τον ώμο της.

Σύρθηκε στο χώμα, χτυπήθηκε στις πέτρες.

Άφησε το χέρι του Γιενς. Τα δάχτυλα της, η ζωή της, γλίστρησαν. Έπεσε στο παγωμένο χώμα και κοίταξε όλα όσα αγαπούσε στη ζωή της να φεύγουν μακριά. Καθώς η γραμμή ίσιωνε, το τρένο άνοιξε ταχύτητα μουγκρίζοντας ενοχλημένο. Οι μορφές του Γιενς και της Λίντιας εξαφανίστηκαν. Στάθηκε στα πόδια της για να κοιτάξει το τρένο μέχρι την τελευταία στιγμή τρέμοντας, με τα γόνατα της ξεσκισμένα.

«Γιενς!» ούρλιαξε, «Λίντια!»

Προσπάθησε να βρει την ανάσα της. Αδύνατο. Είχε χάσει τα πάντα. Της είχε κοστίσει τόσο πολύ για να φτάσει μέχρι εδώ, και πάνω που ήταν έτοιμη να ξαναρχίσει τη ζωή της τα χάνε όλα. Ενστικτωδώς, άρχισε να τρέχει. Θα έτρεχε όλη την απόσταση μέχρι την Κίνα αν χρειαζόταν. Τα πόδια της χτυπούσαν σαν πιστόνια το χώμα και τον πάγο.

Σκόνταψε, έκανε να πέσει, μα κρατήθηκε και συνέχισε. Χιλιάδες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό της. Είχαν ο ένας τον άλλο, η Λίντια και ο Γιενς. Θα ήταν μαζί. Για πάντα. Ασφαλείς.

Το στήθος της την πονούσε. Συνειδητοποίησε πως ήταν ολομόναχη στην ερημιά. Το μόνο που την κρατούσε ακόμα όρθια ήταν η επίγνωση ότι ο Γιενς και η Λίντια ήταν μαζί.

Θα φρόντιζαν ο ένας τον άλλον.

Πόνος. Τη σκότωνε ο πόνος που θα έμενε χωρίς αυτούς.

Κι ωστόσο έτρεχε και έτρεχε και έτρεχε, και τη στιγμή ακριβώς που η όραση της άρχισε να θαμπώνει είδε το πίσω μέρος του τρένου. Πετάρισε τα μάτια. Ναι, εκεί ήταν, σταματημένο πάνω στις γραμμές, να ξερνάει γκρίζο καπνό.

Έτρεξε. Πλησίαζε όλο και πιο πολύ, με την καρδιά της να κοντεύει να σπάσει. Έφτασε στο τελευταίο βαγόνι που τρεμούλιαζε χωρίς να κινείται. Με τα πνευμόνια της να ξεσκίζονται, έφτασε στο δεύτερο βαγόνι. Στο πρώτο. Στη σκάλα. Αρπάχτηκε πάνω της σφιχτά. Τίποτα, το τρένο έμενε πάντα ακίνητο. Προχώρησε κι άλλο, έφτασε στην ατμομηχανή και πήδηξε πάνω της.

Εκεί, με το πιστόλι του κολλημένο στο κεφάλι του μηχανοδηγού, βρισκόταν ο Γιενς.

Της χαμογέλασε.

«Με το πάσο σου», της είπε.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Ρωσία, 1910. Η νεαρή Βαλεντίνα Ιβάνοβα γοητεύει την αριστοκρατία της Αγίας Πετρούπολης με την κλασική ρωσική ομορφιά της και το ταλέντο της στο πιάνο. Όταν ερωτεύεται τρελά τον Δανό Γιενς Φρίις, οι γονείς της, που είναι αντίθετοι σ’ αυτό το δεσμό, την αναγκάζουν ν’ αρραβωνιαστεί έναν πάμπλουτο Ρώσο κόμη.

Η χώρα οδεύει προς την Επανάσταση. Ο τσάρος, το Ρωσικό Κοινοβούλιο, η αριστοκρατία και οι μπολσεβίκοι μπλέκονται σ’ έναν αγώνα θανάτου και η Βαλεντίνα υποχρεώνεται να κάνει μια επιλογή που θ’ αλλάξει για πάντα τη ζωή της…

Το Διαμάντι της Αγίας Πετρούπολης, αν και δεν εκδόθηκε πρώτο, είναι η αρχή της τριλογίας που συνεχίστηκε με τα μυθιστορήματα Η Ρωσίδα παλλακίδα και Να με περιμένεις.

Загрузка...