37

Η πόλη κρατούσε την ανάσα της. Ο Αρκίν το νιώθε κι όλες του οι αισθήσεις ήταν σε επιφυλακή. Μετακινούνταν από μέρος σε μέρος, δεν έμενε ποτέ για πολύ στον ίδιο τόπο, ξεριζωμένος από παντού. Ωστόσο, δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά από τους Ιβάνοφ. Τον τραβούσαν όπως τραβάει η φλόγα τα έντομα.

Παρακολουθούσε τις κινήσεις τους - τη μητέρα ψηλή κι άκαμπτη βουτηγμένη στα μαύρα και δίπλα της την κόρη της με μαύρα κι αυτή, αλλά σαν να μην πενθεί. Το βήμα της, οι κινήσεις της, είχαν μια έντονη σβελτάδα, ο τρόπος που χτυπούσε τις πόρτες πίσω της έκρυβε θυμό. Ο Αρκίν την παρακολουθούσε κι άκουγε ξανά και ξανά σταφτιά του τα λόγια της: Δεν έχεις συνείδηση; Ο επαναστάτης κόβει κάθε δεσμό με την κοινωνική τάξη και τους ηθικούς κανόνες της, γιατί μόνο έτσι μπορούν να επιτευχθούν ριζικές αλλαγές. Η παλιά τάξη πραγμάτων πρέπει να καταστραφεί.

Κι εκείνη ήταν μέρος της παλιάς κοινωνικής τάξης, προχωρούσε χέρι χέρι με τη μητέρα της.

Γιατί λοιπόν δεν μπορούσε να τις καταστρέψει; Άμαξες κι αυτοκίνητα πηγαινοέρχονταν στο σπίτι με φίλους που έρχονταν να υποβάλουν τα συλλυπητήρια τους.

Αυτή καθεαυτή η κηδεία αηδίασε τον Αρκίν. Μια μακριά σειρά από αμάξια στολισμένα με μαύρα κρέπια, άλογα με κατάμαυρα λοφία, πένθιμα φορέματα που για την κατασκευή τους έπρεπε να είχαν αδειάσει όλα τα μαγαζιά της πόλης από μαύρο μετάξι και μαύρες παγιέτες. Αν ο υπουργός Ιβάνοφ δεν είχε λεφτά για να πληρώσει λύτρα για τις κόρες του, πού είχε βρει το χρυσάφι για όλη αυτή την επίδειξη μεγαλείου; Είχε πάρει κι άλλα δανεικά από τις τράπεζες; Την ώρα που οι μεροκαματιάρηδες άντρες και γυναίκες είχαν τρώγλες για να ζήσουν, οι πλούσιοι είχαν παλάτια για να πεθάνουν. Ο Αρκίν έφτυσε στο χώμα μπροστά στην εκκλησία. Θάνατος σόλους τους! „ Κι ωστόσο, δεν έλεγε να φύγει από κει. Τα πόδια του έδειχναν να έχουν μιαν υπομονή που δεν είχε η σκέψη του, κι όπως στεκόταν ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο στη σκιά της μητρόπολης του Καζάν βλαστήμησε την ώρα και τη στιγμή που συναντήθηκε με τους Ιβάνοφ.

Ο πατέρας βγήκε πρώτος από τη μεγάλη εκκλησία, μα ο Αρκίν δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ο υπουργός ήταν από εκείνους που ζητούσαν να κρεμάνε τους επαναστάτες για να παραδειγματίζονται οι άλλοι. Σύντομα θα ερχόταν κι η δική του σειρά να πληρώσει.

Δίπλα του στάθηκε η γυναίκα του με το κεφάλι σκυμμένο κι ένα πυκνό βέλο να την κρύβει από τα βλέμματα. Ο Αρκίν ήθελε να της το ξεσκίσει, να την κοιτάξει κατάματα, να δει τις σκέψεις της. Η γυναίκα βάδιζε αργά, λες και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια. Η κόρη της όμως που ερχόταν πίσω της κρατούσε ψηλά το κεφάλι και κοίταζε ίσια μπροστά. Μόλις βγήκε στη φθινοπωρινή λιακάδα, τέντωσε το λαιμό της και κάρφωσε το βλέμμα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη μητρόπολη. Ήταν φανερό πως έψαχνε για κάποιον.

Ο Αρκίν τραβήχτηκε στη σκιά. Ήξερε πως έψαχνε για κείνον.

Βρισκόταν στο μυστικό δωμάτιο, όταν η Βαλεντίνα ήρθε για άλλη μια φορά στην εκκλησία του Μορόζοφ. Αυτό ήταν ένας μικρός πνιγηρός χώρος πίσω από ένα ξύλινο χώρισμα του υπογείου, όπου ο Αρκίν είχε χωθεί μόλις την άκουσε να μιλάει με τον παπά.

«Αγαπητή μου, βλέπεις ότι δεν βρίσκεται εδώ», έλεγε ευγενικά ο Μορόζοφ.

Ο Αρκίν άκουσε τα βήματα της να κατεβαίνουν τη σκάλα κι ύστερα να τριγυρίζουν στο υπόγειο. Την ένιωθε να στήνει αφτί, να οσμίζεται τον αέρα.

«Τσιγαρίλα μυρίζει εδώ πέρα», την άκουσε να λέει.

«Πολλοί από αυτούς που έρχονται εδώ καπνίζουν. Ο Βίκτορ Αρκίν όμως δεν έρχεται. Πίστεψε με, παιδί μου. Είχε πάει στη Μόσχα, επέστρεψε στην Πετρούπολη για λίγες μέρες, αλλά τώρα έχει φύγει ξανά. Δεν ξέρω πού έχει πάει. Κάτι είπε για το Νόβγκοροντ, μπορεί να έχει πάει εκεί. Του είπα ότι τον γυρεύεις. Πήγαινε λοιπόν εν ειρήνη και ξεχνά το φίλο μας».

«Πάτερ», είπε η Βαλεντίνα κι ο Αρκίν χαμογέλασε γιατί τον ήξερε τούτον τον τόνο, «αυτός ο άνθρωπος δεν είναι φίλος μου. Πες του ότι δεν του φτάνουν όλες οι πόλεις ετούτης της χώρας για να κρυφτεί. Πες του πως θα τον βρω, πες του-» σταμάτησε απότομα. Όταν ξαναμίλησε η φωνή της ήταν αλλαγμένη. «Πες του», είπε τόσο σιγανά που μόλις ακούστηκε, «ότι χρειάζομαι βοήθεια».

Του Γιενς δεν του άρεσε το δωμάτιο του υπουργού Ιβάνοφ.

Ήταν ίδιο με τον ιδιοκτήτη του: Επιδεικτικό και καυχησιάρικο, εξέφραζε την επιτυχία με τρόπαια και σπαθιά και γιγάντιες αναπαραστάσεις ρωσικών μαχών σε χρυσωμένες κορνίζες - αλλά σαν τον κάτοχο του άρχιζε να δείχνει σημάδια φθοράς. Το εντυπωσιακό γραφείο είχε καψίματα από πούρα, στο χαλί υπήρχε ένας λεκές από μελάνι και στον ένα τοίχο είχε μείνει το αποτύπωμα ενός πίνακα που δεν κρεμόταν πια εκεί. Κάποια τράπεζα θα τον είχε πάρει, στα σίγουρα. Ο Γιενς καθόταν με τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια του κι ένιωθε έντονη την επιθυμία ναρπάξει τον Ιβάνοφ από το λαιμό. Ο υπουργός καθόταν πίσω από το γραφείο του και τραβούσε νευρικές ρουφηξιές από ένα χοντρό πούρο.

«Δεν μπορείτε να υποχρεώσετε τη Βαλεντίνα να κάνει ένα γάμο που δεν τον θέλει», δήλωσε ο Γιενς.

«Φρίις, η απάντηση παραμένει όχι. Πρέπει να παντρευτεί κάποιον πλούσιο, το ξέρει καλά αυτό».

«Κι εγώ δεν είμαι φτωχός».

«Η απάντηση είναι όχι».

Ο Γιενς συγκράτησε το θυμό του και είπε ψυχρά: «Συνεργάζομαι στενά με τον υπουργό Νταβίντοφ. Πιστεύω ότι τον γνωρίζετε».

«Ναι, μα τι σχέση έχει αυτός με το θέμα μας;»

«Πριν από μερικούς μήνες έχασε τη γυναίκα του».

«Το ξέρω. Θλιβερό. Και λοιπόν;»

«Λοιπόν, ο υπουργός Νταβίντοφ δεν έχει πια όρεξη για την προσωπική του ζωή. Παρά την ηλικία του, όμως, παραμένει φιλόδοξος. Τον περασμένο μήνα κληρονόμησε τα τεράστια κτήματα του μεγαλύτερου αδελφού του, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα».

Ο Ιβάνοφ τον κοίταξε στενεύοντας τα μάτια.

«Συνέχισε», του είπε.

«Αναζητά επενδύσεις για να δώσει νέα ώθηση στην καριέρα του και να διευρύνει τους στόχους του. Άκουσα να ψιθυρίζεται ότι ενδιαφέρεται να μπει επικεφαλής σε ορισμένες επιτροπές που ελέγχετε εσείς. Θα μπορούσα, λοιπόν, να του πω κάποια βολικά λόγια αν.» Άφησε μισή τη φράση του.

Τα μάτια του Ιβάνοφ σπίθισαν γεμάτα απληστία. Ο Γιενς άνοιξε το μαονένιο κουτί με τα πούρα που βρισκόταν πάνω στο γραφείο, πήρε ένα, το έβαλε στο στόμα του και έτεινε το χέρι του στον υπουργό που το άρπαξε σαν να ταν σωσίβιο. Χαμογελώντας το κούνησε δυνατά.

«Σε καλωσορίζω στην οικογένεια μας, Φρίις. Εγώ ανέκαθεν ήθελα την ευτυχία της Βαλεντίνας».

Ναι, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, συλλογίστηκε ο Γιενς κι άναψε το πούρο.

Ο Γιενς εργαζόταν στο γραφείο του με το νεαρό Κρόσκιν, τον τοπογράφο που έχασε το μισό του πόδι στην έκρηξη της σήραγγας. Σκυμμένοι πάνω από κάτι χάρτες, συζητούσαν την τελευταία επέκταση του δικτύου των υπονόμων, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Γιενς γρύλισε ενοχλημένος, πήγε στον τοίχο όπου κρεμόταν η συσκευή και σήκωσε το ακουστικό.

«Φρίις».

«Φρίις, παμπόνηρε μπάσταρδε!»

Ήταν ο Νταβίντοφ.

«Τι θα θέλατε, κύριε υπουργέ;»

«Να σε συγχαρώ».

«Για ποιο πράγμα;»

«Καταρχάς για τον αρραβώνα σου. Μου το είπε ο ίδιος ο Ιβάνοφ. Και κατά δεύτερο, επειδή τακτοποίησες το θέμα μου μαζί του. Είναι διαβολεμένα άπληστος κι η συμφωνία μου κόστισε μια περιουσία, μα θα απολαύσω.»

Ο Γιενς έπαψε να τον ακούει. Στην πόρτα του γραφείου του είχε εμφανιστεί η Βαλεντίνα.

«Συγγνώμη, κύριε υπουργέ, μα πρέπει να κλείσω. Ευχαριστώ που με πήρατε». Και κατέβασε το ακουστικό.

«Δεσποινίς Ιβάνοβα», είπε κοκκινίζοντας ο Κρόσκιν, «χαίρομαι πάρα πολύ που σας βλέπω. Ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθεια σας κάτω. κάτω στη σήραγγα».

Εκείνη του κούνησε το κεφάλι αλλά το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον Γιενς. Ο Κρόσκιν πήρε το δεκανίκι του και προχώρησε κουτσαίνοντας προς την πόρτα. Η Βαλεντίνα του έκανε χώρο να περάσει κι ύστερα έκλεισε την πόρτα. Παρά τα κατάμαυρα ρούχα και το καπέλο που φορούσε -τα οποία ο Γιενς σιχαινόταν να βλέπει- η παρουσία της λάμπρυνε το δωμάτιο.

«Γιενς», είπε, «ξέρω πώς θα το κάνουμε».

Περίμεναν να σκοτεινιάσει, μέχρι να φύγουν οι εργάτες από τα εργοστάσια και τα μαγαζιά ναμπαρώσουν τις πόρτες τους. Της Βαλεντίνας της άρεσε πολύ να τριγυρίζει στην πόλη στο πλευρό του, να νιώθει να την ακουμπάει το γερό κορμί του. Αυτός δεν θα εξαφανιζόταν σαν την Κάτια και τον Αρκίν. Ο Γιενς θα ήταν για πάντα κομμάτι της ζωής της.

Ο δρόμος δεν είχε αλλάξει καθόλου κι η σπασμένη πόρτα δεν είχε επισκευαστεί. Ο Γιενς χτύπησε δυνατά κι όταν δεν άνοιξε κανείς, της έδωσε μια κλοτσιά και την έμπασε μέσα. Τότε, ένας άντρας άνοιξε την κλειδαριά. Ήταν ένας νέος με ζωηρά μάτια.

«Ναι;»

«Θέλουμε τον Ιβάν και τη Βάρενκα Σιντόροφ», είπε ο Γιενς κι έχωσε το πόδι του στο άνοιγμα της πόρτας.

«Έχουν φύγει από δω».

«Όχι». Η Βαλεντίνα επέμεινε. Ας μην εξαφανιστούν κι αυτοί. «Νομίζω πως κάνεις λάθος».

«Δεν κάνω λάθος».

Ο Γιενς έβγαλε το χέρι του από την τσέπη του. Κρατούσε ένα νόμισμα των πέντε ρουβλίων.

«Μπορούμε να το διαπιστώσουμε μόνοι μας;»

Το χαρτονόμισμα εξαφανίστηκε στην τσέπη του νέου.

«Ασφαλώς», αποκρίθηκε διασκεδάζοντας φανερά. Έκανε πίσω και το ζευγάρι είδε ότι η πόρτα σταριστερά έχασκε ανοιχτή, μια λάμπα πετρελαίου φώτιζε το δωμάτιο κι ακουγόταν το τραγούδι μιας γυναίκας.

«Κοιτάξτε όσο θέλετε», προσφέρθηκε ο νέος.

Η Βαλεντίνα μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν πάντα μικρό, με υγρασία στους τοίχους και ραγισμένο ταβάνι, μα είχε μεταμορφωθεί. Τα έπιπλα ήταν φτηνά και φθαρμένα, αλλά πολύχρωμα ριχτάρια σκέπαζαν το τραπέζι, τις καρέκλες, το κρεβάτι, δίνοντας ζωή στο χώρο. Στη μέση του δωματίου μια νέα με τσιγγάνικα μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά τραγουδούσε απαλά ένα παλιό λαϊκό τραγούδι από τις ρωσικές στέπες.

Η Βαλεντίνα έκανε απότομα μεταβολή κι έφυγε.

Ο Γιενς την οδήγησε σένα υπόγειο. Είχε αρχίσει να βρέχει κι ο αέρας ήταν γεμάτος από βιομηχανικά κατάλοιπα που έκαναν τα μάτια να τσούζουν, αλλά η Βαλεντίνα κοίταζε συνέχεια το μαυρισμένο σπίτι, ελπίζοντας να βρίσκεται εκεί ο Αρκίν. Δίπλα της ο Γιενς στεκόταν σιωπηλός. Από τη στιγμή που έφυγαν απ’ το παλιό σπίτι της Βάρενκας, το μόνο που είχε πει ήταν: «Ξέρω και κάποιον άλλο που μπορεί να βοηθήσει». Η Βαλεντίνα τον είχε πάρει αγκαζέ κι είχε χώσει το χέρι της μες στο παλτό του για να μπορεί να του χαϊδεύει το στήθος όπως περπατούσαν. Εκείνος όμως φάνταζε απόμακρος.

Η πόρτα του υπογείου άνοιξε. Πίσω της φάνηκε ένας μεγάλος χώρος γεμάτος κρεβάτια και ξαπλωμένα κορμιά. Ένα μωρό έκλαιγε κι ένα κοντοπόδαρο σκυλί γεμάτο σημάδια από καβγάδες μύρισε τη γάμπα της Βαλεντίνας για να δει αν άξιζε τον κόπο να τη γευθεί. Ο Γιενς την αγκάλιασε από τη μέση, κλότσησε το σκυλί και πλησίασε μια λεπτή γυναίκα που κρατούσε ένα χρυσόμαλλο παιδί στον ώμο της.

«Έχω ξανάρθει εδώ», της είπε. «Για να μιλήσω στη Λαρίσα Σεργκέγιεβα».

«Σε θυμάμαι». Του χαμογέλασε και τον κοίταξε με ενδιαφέρον. Η Βαλεντίνα, πάλι, είχε μαγνητιστεί από τα χρυσαφένια μαλλιά του μωρού. Πόσο έμοιαζαν της Κάτιας.

«Εδώ είναι η Λάρισα;» ρώτησε ο Γιενς ερευνώντας με το βλέμμα το μισοσκότεινο χώρο.

Η γυναίκα γέλασε και τον κοίταξε πονηρά.

«Πάει αυτή, έφυγε».

«Πού πήγε;»

«Πού να ξέρω; Ήρθε ένας άντρας, κάθισαν μια ώρα κουβεντιάζοντας πίτσι πίτσι, κι ύστερα αυτή μάζεψε τα πράγματα της, φορτώθηκε το μωρό της, και πάει καλιά της».

«Πώς ήταν αυτός ο άντρας;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Τι να σου πω. ψηλός». Χαμογέλασε ξανά στον Γιενς.

«Μα όχι όσο εσύ. Καστανά μαλλιά, ρούχα παλιά μα καθαρά».

«Με αποφασιστική έκφραση;»

«Σωστά».

«Γαμώτο!» της ξέφυγε της Βαλεντίνας. «Προπορεύεται».

Ο Γιενς την οδήγησε έξω και την αγκάλιασε απτους ώμους.

«Υπάρχουν κι άλλα μέρη», της είπε.

«Τι συμβαίνει, Γιενς;»

Εκείνος στεκόταν στο παράθυρο, κοίταζε την κίνηση έξω κι η ανησυχία που απέπνεε γέμιζε το δωμάτιο με ένταση.

«Θα χιονίσει σύντομα», μουρμούρισε. «Το κρύο θα προκαλέσει ξανά απεργίες. Τα μαγαζιά δεν έχουν ψωμί».

Η Βαλεντίνα ήρθε και στάθηκε πίσω του κι ακούμπησε το μάγουλο της στην πλάτη του.

«Τι έχεις;» τον ρώτησε.

«Δεν θα τον πιάσεις».

«Τον Αρκίν;»

«Δεν θα τον πιάσεις έτσι. Βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά».

Εκείνη τον γύρισε προς το μέρος της, κάρφωσε το βλέμμα της στα πράσινα μάτια του και του χαμογέλασε.

«Έχεις δίκιο. Πρέπει να σκεφτούμε ένα καινούργιο σχέδιο».

Το γράμμα το έδωσε στον Αρκίν ο παπάς που αντικαθιστούσε τον Μορόζοφ στην εκκλησία.

«Τον γύρευε η Αστυνομία», του είπε, «και πήγε στο χωριό του να κρυφτεί».

«Ποιος έφερε το γράμμα;»

«Μια νέα γυναίκα».

Ο Αρκίν το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει.

Βίκτορ Αρκίν, Περιμένεις πάρα πολλά από τη ζωή. Κι από μένα περιμένεις πολλά, αν νομίζεις ότι θα κρατηθώ μακριά σου.

Ας συναντηθούμε λοιπόν οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς κανέναν άλλο. Για να πούμε αυτά που πρέπει να ειπωθούν. Εσύ μπορείς να με αποκαλέσεις καταπιέστρια κι εγώ να σε αποκαλέσω φονιά. Έλα να με βρεις αύριο στην πίσω αυλή του νοσοκομείου της Αγίας Ισαβέλας. Στις τρεις. Για ποιο λόγο; Για να σου πω ότι οι μικρές προσωπικές μας τραγωδίες είναι το παν μέσα στη θύελλα που μαίνεται σόλη τη Ρωσία - και ότι έχω μέσα μου το παιδί σου.

Το χέρι του Αρκίν άρχισε να τρέμει κι οι λέξεις έπιασαν να χορεύουν πάνω στο χαρτί.

Η επιλογή της ήταν καλή. Η αυλή δεν ήταν ούτε δημόσιος χώρος ούτε ιδιωτικός. Ο Αρκίν την είχε επιθεωρήσει την ώρα που χάραζε η αυγή και καταλάβαινε γιατί η Βαλεντίνα είχε διαλέξει αυτό το μέρος για τη συνάντηση τους.

Υπήρχαν πάρα πολλές οδοί διαφυγής, κι άρα δεν έκανε για παγίδα. Έτσι θα ανάσαιναν κι οι δυο τους πιο άνετα. Κι ο Αρκίν ήθελε να την εμπιστευτεί.

Κάθισε και παρατήρησε για ώρες την αυλή. Γενικά ήταν ήσυχη, μα κάθε τόσο ξεσπούσε κάποια έντονη δραστηριότητα: ερχόταν ένα ασθενοφόρο, νοσοκόμοι έτρεχαν εδώ κι εκεί. Αυτό θα έκανε ακόμα πιο ασφαλή τη συνάντηση τους.

Ο Αρκίν απομνημόνευσε ποια σημεία της αυλής ήταν ορατά από το πίσω μέρος του νοσοκομείου. Κι όπως ο ήλιος σκαρφάλωνε στον ουρανό, άναψε ένα τσιγάρο πίσω από τη γωνία μιας αποθήκης, ξέροντας πως είναι αόρατος.

Μάλιστα, Βαλεντίνα Ιβάνοβα, η επιλογή σου είναι καλή.

Η Βαλεντίνα ήταν πνιγμένη στη δουλειά. Ο θάλαμος όπου υπηρετούσε ήταν σωστό τρελοκομείο. Μια πυρκαγιά που ξέσπασε στο εργοστάσιο όπου έφτιαχναν πανιά για τα πλοία είχε προκαλέσει πολλά εγκαύματα, κυρίως σε γυναίκες. Ο χρόνος κυλούσε βιαστικά. Κάθε φορά που κοίταζε το μεγάλο ρολόι του τοίχου, οι δείκτες του είχαν κάνει κι ένα καινούργιο άλμα. Μία η ώρα. Ξέπλυνε ένα καμένο μέλος με απολυμαντικό και βοήθησε έναν άντρα με αφυδάτωση να πιει αργά ένα ποτήρι τσάι. Δύο η ώρα.

Το σάλιο της είχε στεγνώσει. Θα εμφανιζόταν εκείνος; Συλλογίστηκε ξανά το γράμμα που του στείλε. Είχε φροντίσει να μην το δει ο Γιενς, του είπε μόνο πως ζητούσε από τον Αρκίν μια συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο. Θα πίστευε τάχα ο Αρκίν τις τελευταίες λέξεις της επιστολής της; Κάθισε να φροντίσει μια γυναίκα που τα είχε κάπως χαμένα και δεν καταλάβαινε ούτε πού βρισκόταν ούτε γιατί την είχε πάει εκεί ο γιος της.

Δύο και πενήντα ένα. Έπλυνε τα χέρια της και φόρεσε την κάπα της. Δύο και πενήντα έξι. Ξεκίνησε να διασχίσει τους μακριούς διαδρόμους που έβγαζαν στο πίσω μέρος του νοσοκομείου. Άνοιξε τη διπλή εξώπορτα και βρέθηκε στη λιακάδα που την τύφλωσε.

Εκεί ήταν. Στεκόταν ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο, πιο ψηλός από,τι τον θυμόταν και πολύ πιο αδύνατος. Τα κόκαλα του προσώπου του εξείχαν. Το βλέμμα της Βαλεντίνας καρφώθηκε στο πιστόλι που κρατούσε χαλαρά στα χέρια του, και για πρώτη της φορά συλλογίστηκε ότι μπορούσε να τη σκοτώσει. Όχι. Δεν θα τη σκότωνε αν κατάφερνε να τον πείσει ότι είχε μέσα της το παιδί του.

Η Βαλεντίνα προχώρησε σένα ηλιόλουστο σημείο δίπλα σε μια από τις δυο αποθήκες που υπήρχαν στην αυλή, αλλά ο Αρκίν δεν κουνήθηκε. Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό και τότε εκείνος πλησίασε πατώντας ανάλαφρα σαν γάτα.

Σταμάτησε πέντε βήματα μακριά της.

«Μου δημιουργείς προβλήματα».

«Πολύ το χαίρομαι».

«Πού είναι εκείνος;»

«Ποιος;»

«Ο μηχανικός σου».

«Δεν το ξέρει ότι βρίσκομαι εδώ».

Ο Αρκίν χαμογέλασε ευγενικά, χαμήλωσε το όπλο και την κοίταξε προσεκτικά. Η Βαλεντίνα δεν κατάλαβε αν την πίστεψε.

«Μπορεί να λες αλήθεια. Δεν φαντάζομαι να του είπες πόσο πουτανίστικα φέρθηκες σεκείνη την ίζμπα».

Η Βαλεντίνα δεν του απάντησε.

«Τι θέλεις λοιπόν;» Ο τόνος του ήταν σαν να μιλούσε για δουλειά.

«Πού είναι οι άντρες σου; Είμαι σίγουρη ότι κρύβονται κάπου στις αποθήκες».

Χαμογέλασε. Σκληρά αυτή τη φορά.

«Κανείς δεν βρίσκεται εδώ. Σκέφτηκα βέβαια ότι θα μπορούσα να σε πιάσω πάλι, να σε κρατήσω αιχμάλωτη εννιά μήνες κι ύστερα να πάρω το παιδί και να σου κόψω το λαρύγγι».

Η σκέψη πως θα μπορούσε να της κάνει κάτι τέτοιο, της έφερε τρεμούλα.

«Θα σου είχα καρφώσει ένα πιρούνι στο λαιμό πολύ πριν περάσουν οι εννιά μήνες», του απάντησε.

Εκείνος γέλασε. Το διασκέδαζε.

«Σε πιστεύω. Αν το παιδί είναι πραγματικά δικό μου κι όχι του μηχανικού, σκέφτηκες μήπως να με παντρευτείς ή να μου δώσεις το παιδί;»

«Όχι», αποκρίθηκε κρύβοντας με το ζόρι την αηδία της.

«Τι θέλεις λοιπόν; Ορίστε, ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Σκοπεύεις να προσπαθήσεις να με σκοτώσεις;»

«Το σκέφτηκα κι αυτό».

Μα πώς μπορούσε να γελάει αυτός ο άνθρωπος; Πώς γινόταν να μην τον τρώνε οι τύψεις ύστερα από αυτό που προξένησε στην Κάτια; Άνοιξε την κάπα της.

«Βλέπεις ότι είμαι άοπλη».

«Αυτό με κάνει ακόμα πιο νευρικό». Το βλέμμα του σάρωσε την αυλή. «Δεν έπρεπε να έρθω».

«Αρκίν, θέλω να ξέρεις ότι κάθε μέρα που ξυπνάω, πονάω. Σόλη μου τη ζωή θα αποθυμάω την αδελφή μου. Η μητέρα μου υποφέρει, το ίδιο κι ο πατέρας μου. Εσύ κι ο αγώνας των μπολσεβίκων σου καταστρέψατε την οικογένεια μου».

Η έκφραση του σκοτείνιασε. Θλίψη ήταν αυτό ή ικανοποίηση; Η Βαλεντίνα ξεκούμπωσε το γιακά της κάπας της και την άφησε να γλιστρήσει απτους ώμους της. Ήταν το σύνθημα για τον Γιενς κι ο Αρκίν το κατάλαβε αμέσως. Το βλέμμα του σάρωσε τα παράθυρα του νοσοκομείου, όμως ο Γιενς βρισκόταν σεκείνο που το χτυπούσε ο ήλιος και γυάλιζε. Ο Αρκίν το βαλε στα πόδια. Ήξερε τι θα επακολουθούσε.

Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Το δεξί πόδι του Αρκίν λύγισε κι αυτός βρέθηκε χάμω στα χαλίκια. Ωστόσο σύρθηκε ως τη σκιά της αποθήκης. Η Βαλεντίνα γύρισε και κοίταξε το παράθυρο που πίσω του κρυβόταν από χθες ο Γιενς.

«Σπασίμπα, Γιενς», ψιθύρισε.

Ο Αρκίν έδενε ένα μαντίλι στο γόνατο του απ’ το οποίο έσταζαν αίματα και κομματάκια κόκαλο. Η Βαλεντίνα ήρθε και στάθηκε από πάνω του και τον κοίταξε. Το πρόσωπο του ήταν συσπασμένο από αγωνία.

«Τώρα θα νιώθεις κι εσύ πόνο», του είπε σκληρά. «Όσο ζεις, θα πονάς. Ο θάνατος θα είναι ανακούφιση για σένα.

Θέλω να υποφέρεις όπως υπέφερε η Κάτια. Θέλω να με μισείς κάθε φορά που θα κάνεις ένα βήμα, όπως θα σε μισώ κι εγώ κάθε μέρα που θα ζω χωρίς την Κάτια».

Την κοίταξε και τα μάτια του ήταν δύο μαύρες τρύπες απόπου ξεχείλιζε η οργή.

«Θα έρθει μια μέρα που ο μηχανικός σου θα το πληρώσει αυτό»,είπε.

Η Βαλεντίνα τον άρπαξε από τα μαλλιά και του τράβηξε πίσω το κεφάλι.

«Έτσι και τον αγγίξεις, σου ορκίζομαι ότι θα σκοτώσω το παιδί». Έτσι όπως κοιτάζονταν κατάματα, η κοπέλα κατάλαβε ότι την πίστευε. Τον άφησε και σκούπισε το χέρι της στη φούστα της. «Πάω να σου στείλω ένα φορείο», είπε, γύρισε και μπήκε στο νοσοκομείο. Μέχρι να επιστρέψει μαζί με δυο τραυματιοφορείς, ο Βίκτορ Αρκίν είχε εξαφανιστεί. Μόνο το αίμα του είχε μείνει πάνω στα χαλίκια.

Загрузка...