29
«Μην κουνιέσαι, Γιενς».
Γονατισμένη στο χιόνι, η Βαλεντίνα του πίεζε με την παλάμη της το στήθος για να σταματήσει την αιμορραγία.
Αχ, κάνε να. ζήσει. Κάνε να ζήσει. Έβγαλε το κασκόλ της και το έχωσε κάτω απ’ το σακάκι του, το πίεσε πάνω στο πουκάμισο του. Ένα λευκό πουκάμισο, που τώρα είχε γίνει κατακόκκινο. Με σφιγμένα τα χείλη, ψιθύρισε: «Γιενς. Γιενς, μη μου φύγεις». Έσκυψε, πέρασε το μπράτσο της κάτω από το κεφάλι του και το ανασήκωσε απ’ το χιόνι. Το καπέλο του είχε πέσει και τα κόκκινα μαλλιά του είχαν ακόμα τη δική τους φλόγα. «Σε παρακαλώ, Γιενς, μην πεθάνεις». Η ανάσα της τον τύλιξε σαν λευκό συννεφάκι.
Εκείνος έμενε ακίνητος. Η Βαλεντίνα έψαξε να βρει τον παλμό της καρδιάς του.
«Μην τολμήσεις να μαφήσεις, ανάθεμα σε!» Γύρισε το κεφάλι και φώναξε μόλη της τη δύναμη: «Δόκτωρ Φεντοριν! Ελάτε γρήγορα!»
Άκουγε θόρυβο πίσω της και ομιλίες. Μα το μυαλό της ήταν κολλημένο στην ανάσα του Γιενς που μόλις ακουγόταν. Έσκυψε και του φίλησε τα κλειστά βλέφαρα.
«Σ’ ακούω, Γιενς». Ακούμπησε τα ζεστά της χείλη στα παγωμένα δικά του. «Σ’ αγαπάω. Αν πεθάνεις, θα πάρεις μαζί σου και τη δική μου ζωή. Γύρνα σ’ εμένα, Γιενς».
Στην παλάμη της που κρατούσε το κεφάλι του ένιωσε έναν απειροελάχιστο παλμό ζωής που έσβησε αμέσως.
«Γιενς Φρίις», είπε αυστηρά, «άνοιξε αμέσως τα μάτια σου».
Τίποτα.
«Καν’ το για μένα, Γιενς».
Μια χαραμάδα. Μια πράσινη σπίθα ανάμεσα στα βλέφαρα. Αυτό της έφτανε.
«Δόκτωρ Φεντόριν!» φώναξε πάλι. Ακούμπησε το μέτωπο της στο μάγουλο του Γιενς, λες κι έτσι θα τον κρατούσε κοντά της. «Σπασίμπα», ψιθύρισε. «Σ’ ευχαριστώ».
Μια αμυδρή κίνηση κάτω από το κασκόλ της. Τα πλευρά του Γιενς άρχισαν να φουσκώνουν κι η Βαλεντίνα βάλθηκε να του μουρμουρίζει λόγια γλυκά, προσωπικά, να του περιγράφει τι σήμαινε για κείνην η ζωή του, τι θα της έκανε αν πέθαινε.
«Βαλεντίνα! Τι στο διάβολο κάνεις εδώ;» Ο δόκτωρ Φεντόριν, με το μουστάκι του γεμάτο παγοκρύσταλλα, κοίταζε ανήσυχος το ξαπλωμένο στο χιόνι κορμί του φίλου του.
«Είναι ζωντανός», αποκρίθηκε βιαστικά η Βαλεντίνα.
«Αλλά το στήθος του αιμορραγεί άσχημα».
Ο γιατρός γονάτισε κι έβγαλε επιδέσμους από τη δερμάτινη τσάντα του. Η Βαλεντίνα σήκωσε για πρώτη φορά το βλέμμα της απ’ το πρόσωπο του Γιενς κι αντίκρισε τις σόλες από τις μπότες του λοχαγού Τσερνόφ και τις πλάτες μερικών Ουσάρων που ήταν μαζεμένοι γύρω από το πεσμένο του σώμα. Και παντού στο χιόνι κόκκινες πινελιές.
Και καφέ. Και μαύρες. Για να κρύβουν το αίμα είχαν τέτοια χρώματα οι στολές τους; Ο γιατρός της τράβηξε το χέρι από την πληγή και την ίδια στιγμή η Βαλεντίνα θυμήθηκε τον Αρκίν κι ο θυμός της φούντωσε. Γύρισε απότομα και τον είδε να στέκεται στην άκρη του δάσους και να την παρακολουθεί, με τα πόδια ανοιχτά, το ένα χέρι στη μέση, το άλλο στο τουφέκι, και μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπο. Αν είχε όπλο τώρα η Βαλεντίνα, θα του φύτευε μια σφαίρα ανάμεσα στα γκρίζα του μάτια. Ανασηκώθηκε αργά. Αφήνοντας τον Γιενς στις φροντίδες του γιατρού, προχώρησε προς το σοφέρ. Στο χέρι της έσφιγγε ένα νυστέρι που είχε αρπάξει από την τσάντα του Φεντόριν.
«Αρκίν!» Η φωνή της αντήχησε στην έκταση του χιονιού που τους χώριζε. Η ματιά της ήταν καρφωμένη στο κομμάτι του λαιμού του που διακρινόταν ανάμεσα στο σαγόνι και το γιακά του. «Αρκίν, αν πεθάνει ο λοχαγός Τσερνόφ.» το χιόνι ήταν πιο παχύ εδώ, τα πόδια της βούλιαζαν μέσα του, «ο στρατός θα χτενίσει όλη την Πετρούπολη κι όταν σε βρουν θα σε κάνουν κομματάκια».
Ο Αρκίν στεκόταν λίγο πιο πάνω, την κοίταζε από ψηλά, και προφανώς δεν την έβλεπε σαν απειλή. Τα όπλα των συντρόφων του ήταν στραμμένα στους Ουσάρους κι όχι σ εκείνη, κι αυτός δεν έδειχνε να ετοιμάζεται να το σκάσει.
Καυτή η γεύση της οργής πλημμύρισε το στόμα της Βαλεντίνας καθώς έβλεπε την περήφανη στάση του. Έσφιξε το νυστέρι που κρατούσε κρυμμένο στις πτυχές του πανωφοριού της και τον πλησίασε κι άλλο.
«Γιατί τους πυροβόλησες;» τον ρώτησε κι η φωνή της βγήκε σφυριχτή. «Και τους δύο;»
«Είναι εχθροί του λαού».
Η Βαλεντίνα έκανε άλλα δυο βήματα.
«Κάνεις λάθος. Ο Γιενς Φρίις βοηθάει τους εργάτες, πηγαίνει νερό κι αποχέτευση στα σπίτια τους».
Ο Αρκίν διαισθάνθηκε τον κίνδυνο καθώς το χέρι της Βαλεντίνας άρχισε να κινείται. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε κι ο σοφέρ τινάχτηκε πίσω με μια ματωμένη γραμμή να εμφανίζεται στο μέτωπο του: Μια σφαίρα τον είχε γδάρει εκεί που άρχιζαν τα μαλλιά του. Η Βαλεντίνα δεν δίστασε.
Καθώς εκείνος κλυδωνιζόταν παραζαλισμένος, του έχωσε το νυστέρι στα πλευρά. Η κοφτερή λεπίδα έσκισε ρούχα και σάρκες. Ο Αρκίν μούγκρισε, τρίκλισε προς τα πίσω, τράβηξε το νυστέρι και το πέταξε στα πόδια της Βαλεντίνας.
«Δεν ξέρεις τι κάνεις», γρύλισε με σφιγμένα δόντια και προτού η κοπέλα μπορέσει να κατάλαβες τι εννοούσε εξαφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα. Μαζί του κι οι άντρες του.
Η Βαλεντίνα γύρισε και κοίταξε πίσω της. Στην πέρα άκρη του ξέφωτου, η γιγάντια φιγούρα του Λιεβ Ποπκόφ στεκόταν στο χιόνι και την κοίταζε μορφάζοντας, με το τουφέκι του πατέρα της στον ώμο του.
Βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι του γιατρού. Στην άκρη της λαβίδας, η σφαίρα φάνταζε πολύ μικρή για να έχει κάνει τέτοια ζημιά. Ματωμένη, έπεσε μέναν κουδουνιστό ήχο στο εμαγιέ πιατάκι πάνω στο τραπέζι.
«Μπράβο σου, αδελφή Ιβάνοβα. Πολύ καλή δουλειά».
Ο γιατρός Φεντόριν βούτηξε τα χέρια του σένα μπολ με ζεστό νερό κι η Βαλεντίνα ξέπλυνε το τραύμα με αντισηπτικό και ιώδιο. Όση ώρα δούλευε ο γιατρός, εκείνη παρακολουθούσε προσεκτικά. Όπως η βελόνα έραβε την κομματιασμένη σάρκα του Γιενς, εκείνη βοηθούσε ήρεμα και μεθοδικά, όπως την είχαν μάθει στο νοσοκομείο. Σκούπιζε το αίμα, έδινε εργαλεία στον Φεντόριν, παρακολουθούσε τον αδύναμο σφυγμό του Γιενς, πρόσεχε μη γυρίσει ανάποδα η γλώσσα του και πνιγεί. Του είχαν κάνει πολύ ελαφριά νάρκωση κι εκείνος βογκούσε κάθε τόσο. Κάποια στιγμή που η Βαλεντίνα του ανασήκωσε ένα βλέφαρο για να ελέγξει τη διαστολή της κόρης του, ο Γιενς την κοίταξε κατάματα και, παρόλο που η λαβίδα του γιατρού σκάλιζε τα σπασμένα πλευρά του για να βρει τη σφαίρα που ήταν καρφωμένη στο στήθος του, στις άκρες των χειλιών του χαράχτηκε ένα αχνό χαμόγελο.
«Θα καθίσω εγώ κοντά του», είπε τώρα η κοπέλα όταν ο γιατρός τελείωσε με το ράψιμο και την επίδεση του τραύματος, και τράβηξε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Αυτό που εννοούσε ήταν: Άφησε μας, σε παρακαλώ. Θέλω να μείνω μόνη μαζί του. Ο δόκτωρ Φεντόριν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, είδε την έκφραση της και το ξανάκλεισε. Την έπιασε για μια στιγμή απτον ώμο, έριξε στην πλάτη την πετσέτα του, πήρε το δίσκο με τα εργαλεία και βγήκε από το δωμάτιο. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του, η Βαλεντίνα ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, δίπλα στο θάμνο των κόκκινων μαλλιών του Γιενς. Ήταν σαν χαίτη αλόγου, πυκνή και σκληρή. Το τυλιγμένο με επιδέσμους στήθος του ήταν γυμνό, κι η Βαλεντίνα κοίταξε το φίνο του δέρμα και τις κόκκινες τριχούλες και τις πανάδες που απλώνονταν παντού.
«Γιενς», του ψιθύρισε σταφτί, «αν μπλέξεις ξανά σε μονομαχίες, σου ορκίζομαι ότι θα σου ρίξω πρώτη εγώ».
Οι άκρες των χειλιών του κινήθηκαν. Εκείνο το αχνό χαμόγελο ξανά. Η Βαλεντίνα ξάπλωσε δίπλα του και τον αγκάλιασε, τυλίγοντας το κορμί του με το δικό της. Αφουγκράστηκε την ανάσα του, το σφίξιμο στο λαιμό του όταν ο πόνος του έδινε σουβλιές, το χτύπο του ρολογιού πάνω στο τζάκι, τους ήχους της νυχτερινής πόλης. Τον έσφιξε απαλά πάνω της. Κι όταν βεβαιώθηκε ότι ο σφυγμός του σταθεροποιήθηκε, βάλθηκε να του μουρμουρίζει το «Νυχτερινό» σε μι ύφεση του Σοπέν.
«Μαμά, μπορώ να σου μιλήσω;»
Ήταν νύχτα βαθιά, μα η μητέρα της καθόταν στο γαλάζιο σαλόνι, που το φώτιζε μόνο ένα λαμπατέρ πίσω από την πλάτη της. Φορούσε ένα υπέροχο ανατολίτικο κιμονό που η Βαλεντίνα δεν είχε ξαναδεί, κι έριχνε πασιέντζες καθισμένη σένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι. Τα μαλλιά της έπεφταν λυτά στους ώμους της κι όταν κοίταξε την κόρη της το βλέμμα της ήταν κοφτερό.
«Τι ώρα είναι αυτή που γυρίζεις σπίτι;»
Η επίπληξη ήταν πιο ήπια απόσο περίμενε η Βαλεντίνα.
«Νοσήλευα κάποιον», αποκρίθηκε.
Έβγαλε το παλτό της και στάθηκε μπροστά στο τζάκι.
Το αίμα στις φλέβες της ήταν παγωμένο, ένιωθε πως δεν θα ξαναζεσταθεί ποτέ. Το φόρεμα της ήταν λεκιασμένο με ξεραμένα αίματα, που μητέρα και κόρη τα κοίταζαν σιωπηλές.
«Του μηχανικού είναι το αίμα;» ρώτησε σιγανά η Ελιζαβέτα.
«Ξέρεις;»
«Ναι», αποκρίθηκε εκείνη χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
«Ξέρω για τη μονομαχία».
Η Βαλεντίνα δεν τη ρώτησε πώς το ήξερε.
«Μαμά, ο λοχαγός Τσερνόφ επέζησε της επίθεσης, αν και βαριά τραυματισμένος, θέλω όμως να καταλάβεις ότι δεν έχω πια καμιά σχέση μαζί του». Τα λόγια της έβγαιναν σαν να τα φτύνε. «Αρνούμαι να συνεχίσω έστω και για ένα δευτερόλεπτο τη μασκαράτα ενός δήθεν αρραβώνα μ αυτόν τον άνθρωπο». Η εικόνα του Γιενς με την τρύπα στο στήθος του την έκανε να σφίξει δυνατά το ματωμένο φουστάνι της. «Ο Τσερνόφ το προκάλεσε αυτό».
Η Ελιζαβέτα ασχολήθηκε πάλι με την πασιέντζα της.
Μάζεψε τα χαρτιά, τα ανακάτωσε, αλλά τα χέρια της δεν ήταν και τόσο σταθερά.
«Ο πατέρας σου δεν θα ευχαριστηθεί καθόλου όταν το μάθει».
«Θέλω να του το πω εγώ».
«Όχι τώρα».
«Είναι σπίτι; Έχει πλαγιάσει;»
«Όχι».
Η Βαλεντίνα κάθισε στις φτέρνες μπροστά στη φωτιά απλώνοντας τα χέρια της στις φλόγες, και τούτη τη φορά η μητέρα της δεν την κατσάδιασε.
«Μαμά, θέλω να καταλάβετε κι οι δυο σας ότι δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Δεν θέλω να σας πληγώσω, αλλά αυτό.» Ήθελε να πει: Αυτό το πράγμα με σκοτώνει, σκοτώνει και τον Γιενς. Κρατήθηκε όμως και είπε: «Αυτό το πράγμα είναι λάθος. Κάποιος άλλος τρόπος πρέπει να υπάρχει για να τακτοποιήσει τα οικονομικά του ο μπαμπάς».
«Καταλαβαίνω». Η Ελιζαβέτα άρχισε να στρώνει ξανά τα χαρτιά στο τραπέζι. Πέρασαν αρκετά λεπτά χωρίς να μιλήσει καμιά τους. Χαμένες στις σκέψεις τους κοίταζαν τις σκιές που σχημάτιζε η φωτιά στους τοίχους. Ύστερα από λίγο, η Βαλεντίνα έβγαλε ένα βελούδινο κουτί απτην τσέπη του παλτού της και το ακούμπησε στο πάτωμα όσο πιο μακριά μπορούσε.
«Θα το δώσω στον μπαμπά αυτό», είπε.
Η Ελιζαβέτα έριξε μια ματιά στο μπλε κουτί με το διαμαντένιο κολιέ.
«Είναι δώρο του Τσερνόφ. Οι τράπεζες θα κάνουν πίστωση στον μπαμπά έναντι της αξίας του».
Η μητέρα της αναστέναξε απαλά.
«Ευχαριστώ, Βαλεντίνα. Σου είμαι ευγνώμων».
«Θα σου αρέσει, μαμά. Είναι πολύ ωραίο».
«Έτσι με έχεις χαρακτηρίσει; Ότι υποκύπτω εύκολα στον πειρασμό των ωραίων αντικειμένων;» Μίλησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από τα χαρτιά.
«Μαμά, γιατί παντρεύτηκες τον μπαμπά;»
Το ένα χέρι της Ελιζαβέτας τινάχτηκε σαν να την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Η φωνή της όμως ακούστηκε ήρεμη.
«Όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερη από σένα, αγάπησα κάποιον που οι γονείς μου θεωρούσαν ακατάλληλο. Τον πλήρωσαν λοιπόν για να φύγει από την Πετρούπολη».
«Τον εξαγόρασαν;»
«Ναι. Έφυγε χωρίς καν να με αποχαιρετίσει. Έπειτα απ αυτό, δεν μένοιαζε πια ποιον θα παντρευτώ. Οι γονείς μου διάλεξαν τον πατέρα σου. Ήταν καλό ζευγάρωμα».
Σήκωσε επιτέλους το βλέμμα της και κοίταξε τη Βαλεντίνα.
«Λυπάμαι, μαμά.» μουρμούρισε εκείνη. «Λυπάμαι για τα πάντα».
Η μητέρα της ανασήκωσε τους ώμους και συγκεντρώθηκε στην πασιέντσα της. Η Βαλεντίνα σηκώθηκε, πλησίασε ένα μαονένιο ντουλάπι γεμάτο μπουκάλια και γέμισε δύο ποτήρια με βότκα. Ακούμπησε το ένα στο τραπεζάκι της μητέρας της και κρατώντας το δικό της πήγε και κάθισε στο πάτωμα μπροστά στο τζάκι. Με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτιά, ήπιε μια γουλιά.
«Γιατί δεν μου το είχες πει, μαμά; Γιατί το κρατούσες μυστικό;»
«Έχω τους λόγους μου που στο λέω τώρα».
«Ποιους λόγους;»
«Πρώτον, επειδή θέλω να ξέρεις ότι οι άντρες σπάνια είναι αυτό που εσύ νομίζεις πως είναι. Μην το ξεχνάς ποτέ.
Δεύτερον.» Σταμάτησε κι έπαιξε με γρήγορες κινήσεις τρία χαρτιά, λες κι ήθελε να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στις σκέψεις της και στη γλώσσα της. «Δεύτερον, επειδή απόψε μας έφυγες».
«Έφυγα;»
«Μας έφυγες. Το βλέπω στα μάτια σου, στις κινήσεις σου που είναι τόσο σίγουρες. Το ακούω στη φωνή σου. Απόψε μεγάλωσες. Και μας έφυγες».
«Μαμά, εδώ είμαι».
Η Ελιζαβέτα κούνησε το κεφάλι, κατέβασε μονορούφι τη βότκα της και ρώτησε: «Να υποθέσω πως ο μηχανικός σου είναι ζωντανός;»
«Ναι». Απάντησε τόσο γρήγορα, που ήταν φανερό ότι και μόνο η σκέψη ότι μπορούσε να είχε πεθάνει ο Γιενς της ήταν ανυπόφορη. Άδειασε κι αυτή το ποτήρι της. Είχε δώσει στον Γιενς τόση μορφίνη, που και βόδι θα έριχνε αναίσθητο, κι όμως ακόμα και μέσα στον ύπνο του εκείνος την κρατούσε σφιχτά απτον καρπό, δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει από κοντά του. Εκείνη του φίλησε τα δάχτυλα, του είπε να της έχει εμπιστοσύνη. Έχε μου εμπιστοσύνη, Γιενς, συλλογίστηκε τώρα. Κι εγώ θα σου έχω, γιατί 7) μαμά κάνει λάθος. Εσύ είσαι αυτό που πιστεύω πως είσαι, μου το απέδειξες.
«Χαμογελάς», σχολίασε η Ελιζαβέτα.
Δεν το είχε καταλάβει.
«Χαμογελάς επειδή σκέφτεσαι εκείνον».
«Εσύ δεν χαμογελάς ακόμα όταν συλλογίζεσαι εκείνον που αγαπάς;»
Τα γαλανά μάτια της μητέρας της έγιναν τεράστια.
«Ναι, χαμογελάω». Έκανε να πει κι άλλα, μα έκλεισε απότομα το στόμα της και μάζεψε βίαια τα χαρτιά απ’ το τραπέζι. Δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά της.
«Μαμά.» Η Βαλεντίνα έτρεξε κοντά της.
«Βαλεντίνα.» ψιθύρισε εκείνη. «Πόσο σε ζηλεύω.»
Η Βαλεντίνα αγκάλιασε το τσιτωμένο κορμί της μητέρα της και βάλθηκε να την κουνάει σαν μωρό.
Η Βαλεντίνα στεκόταν μπροστά στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας της κι ανυπομονούσε να ξημερώσει. Μόλις άρχισαν νανάβουν φώτα στο σπίτι, σημάδι ότι οι υπηρέτες ξεκινούσαν τις δουλειές της καινούργιας ημέρας, τυλίχτηκε με το παλτό της και βγήκε έξω, στο σκοτάδι. Ο αέρας τη χτύπησε παγερός αλλά ο ουρανός ήταν ξάστερος, κεντημένος διαμαντάκια. Στο μυαλό της ήρθε εκείνη η βόλτα με το έλκηθρο που είχε κάνει με τον Γιενς, το πώς κοίταζαν τ αστέρια - και ότι εκείνος δεν είχε γελάσει όταν του αποκάλυψε την πρόθεση της να γίνει νοσοκόμα. Από τότε μπορούσε να δει τι υπήρχε μέσα της.
Ο στάβλος ήταν γεμάτος ιπποκόμους που, σφυρίζοντας διάφορα τραγουδάκια, φρεσκάριζαν το άχυρο, ξύστριζαν τ άλογα κι έσπαζαν τον πάγο που είχε σχηματιστεί στην επιφάνεια των κουβάδων με το νερό. Ο αέρας μύριζε βρόμη κι άχυρο, και η Βαλεντίνα είδε πως η γεροδεμένη φοραδίτσα που είχε οδηγήσει χθες ήταν ήσυχη στο παχνί της. Ένας ιπποκόμος τη στραβοκοίταξε καθώς ανέβαινε τη σκάλα που έβγαζε στους κοιτώνες, όμως εκείνη τον αγνόησε.
«Λιεβ!» φώναξε ανοίγοντας την πόρτα του Κοζάκου.
Εκείνος την αγνόησε. Ήταν πεσμένος ανάσκελα στο πάτωμα, φορώντας την ίδια βρόμικη πουκαμίσα που φορούσε και χθες. Το βλέμμα του ήταν θολό, αλλά την κοίταζε με ενδιαφέρον, χωρίς να κάνει κάποια προσπάθεια να σηκωθεί.
«Κουνήθηκε ο μπάσταρδος», γρύλισε.
«Του έγδαρες το κούτελο μόνο».
«Ήθελα να του χύσω τα μυαλά».
«Τι σκάρωνε ο Αρκίν;»
«Κατά πάσα πιθανότητα ήθελε να πάρει εκδίκηση».
«Η εκδίκηση είναι δίκοπο μαχαίρι».
Ο Κοζάκος της έδειξε τα δόντια του σένα μορφασμό που η κοπέλα δεν κατάλαβε αν ήταν χαμόγελο ή γρύλισμα.
Πήγε και κάθισε στο ράντζο του και κοίταξε το μυώδες κορμί του.
«Το τουφέκι;» τον ρώτησε. «Το ξανάβαλες στο γραφείο;»
«Φυσικά».
«Σπασίμπα».
«Ο μηχανικός σου ζ:ι;»
Η Βαλεντίνα κατένϊυσε.
«Χρειάζεσαι μορφίνη;»
«Νιετ».
Εκείνη έβγαλε από τις δίπλες του παλτού της το μπουκάλι της βότκας που είχε πάρει από το γαλάζιο σαλόνι. Μονομιάς τα μάτια του Κοζάκου ξεθόλωσαν κι έλαμψαν μαύρα σαν την αμαρτία.
«Μην το πιεις μονορούφι», του είπε η Βαλεντίνα και του το δώσε. «Να σου φτάσει μέχρι το μεσημέρι».
Εκείνος γέλασε βροντερά κάνοντας τους λεπτούς ξύλινους τοίχους να τρίξουν, και ξεβούλωσε την μπουκάλα.
Η Βαλεντίνα κατάλαβε αμέσως ότι ο λοχαγός Στεφάν Τσερνόφ ήταν βαριά ναρκωμένος. Προφανώς ο γιατρός του ήταν υπέρ της καταστολής και της αναλγησίας, όπως κι αυτή.
Κάθισε δίπλα στο κρεβάτι του σιωπηλή, ακούγοντας τη μητέρα του να κλαίει. Η κόμισσα Τσέρνοβα, μια ντελικάτη γυναίκα φορτωμένη με πάρα πολλές σειρές μαργαριτάρια, καθόταν σε μια χρυσωμένη καρέκλα απτην άλλη μεριά του κρεβατιού και σκούπιζε τα δάκρυα της μένα μικροσκοπικό δαντελένιο μαντιλάκι εντελώς ακατάλληλο σκέφτηκε η Βαλεντίνα- γιαυτή τη δουλειά. Δεν μπορούσε να νιώσει συμπάθεια για τη μητέρα εκείνου που είχε ορκιστεί να σκοτώσει τον Γιενς. Είχε έρθει εδώ για το χατίρι των γονιών της και μόνο, και τούτη θα ήταν η τελευταία φορά που θα έπαιζε το ρόλο της μνηστής. Αρνιόταν ναγγίξει το λοχαγό. Το δεξί του χέρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στην κουβέρτα, αλλά η Βαλεντίνα θα προτιμούσε να του το κόψει παρά να το πάρει στα δικά της χέρια: Ήταν εκείνο το αμαρτωλό χέρι που είχε σφίξει με τόση ικανοποίηση το πιστόλι της μονομαχίας.
«Βαλεντίνα», μουρμούρισε ο Τσερνόφ, «έλα μαζί μου».
Προσπάθησε να χαμογελάσει, μα δεν τα κατάφερε. Είχε χάσει πάρα πολύ αίμα απ’ το τραύμα στο στομάχι του και χαροπάλευε όλη νύχτα. Το πρωί, όμως, άρχισε να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του. Έτσι είχε πει στη Βαλεντίνα ο πατέρας του ο κόμης. Κι η Βαλεντίνα ήθελε να κλείσει τ αφτιά της για να μην τον ακούει.
«Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου». Μίλησε καθαρά για να καταγραφούν καλά τα λόγια της στο θολωμένο μυαλό του.
«Η αδελφή μου είναι άρρωστη, δεν μπορώ να φύγω από την Πετρούπολη».
Οι γονείς του είχαν ανακοινώσει την πρόθεση τους να τον πάρουν στην ντάτσα τους στη Μαύρη Θάλασσα, μόλις θα ήταν σε θέση να ταξιδέψει. Εκεί το κλίμα ήταν πιο ζεστό και θα ανάρρωνε πιο γρήγορα. Στο μυαλό της Βαλεντίνας ήρθε το κόκκινο χιτώνιο του βουτηγμένο στο αίμα, κι αποφάσισε να του δώσει μια κάποια ελπίδα.
«Θα τα ξαναπούμε όταν επιστρέψεις», είπε και σηκώθηκε. «Μπορεί να σου παίξω και πιάνο».
Δαγκώθηκε για να μη χαμογελάσει.