15

Η Βαλεντίνα διέσχισε τρέχοντας την πλατεία Αλεξάντερ ενώ οι σκιές έπαιζαν κρυφτό στο πρόσωπο της, καθώς ο αέρας έκανε τα σύννεφα να μαζεύονται ολοένα και περισσότερα στον ουρανό.

Ποτέ τίποτα δεν ήταν εύκολο.

Είχε συρθεί και σάλλα τρία νοσοκομεία, μα η απάντηση ήταν παντού η ίδια. Εσύ είσαι πάμπλουτη. Εσύ είσαι μορφωμένη. Εσύ δεν είσαι εντάξει. Κι ας μπορούσε ακόμη και με δεμένα τα μάτια να βρει όλα τα οστά του σώματος, τους σφυγμούς και το κυκλοφορικό σύστημα.

Εγώ είμαι εντάξει.

Πρέπει να σκληραγωγηθείς. Πήρε την κάρτα του Γιενς από την τσέπη της και κοίταξε για άλλη μια φορά τη διεύθυνση. Θα πήγαινε με τα πόδια. Μολονότι ρώτησε δυο φορές, ανακάλυψε ότι είχε πάρει λάθος κατεύθυνση μαποτέλεσμα να βρεθεί σε έναν ήσυχο δρόμο, ενώ μπροστά της ξεπρόβαλε μια εκκλησία με λευκή πρόσοψη. Ο χρυσός σταυρός στον τρούλο της έριχνε τη σκιά του στο δρόμο. Αρκετά πέρα κάμποσοι άντρες ήταν μαζεμένοι γύρω από ένα μαγκάλι κι έδειχναν κάτι να περιμένουν. Την ώρα που περνούσε μπροστά από την εκκλησία, ένας νέος άντρας βγήκε τρέχοντας και ξεφόρτωσε δυο τσουβάλια από ένα κάρο στεκόταν απέξω.

«Αρκίν, τι στα κομμάτια κάνεις εδώ;»

Θα μπορούσε με μεγάλη ευκολία να χώσει το μαχαίρι της στα πλευρά του οδηγού. Εκείνος τρόμαξε, παραπάτησε και το ένα τσουβάλι του πέσε κάτω. Πέφτοντας αυτό άνοιξε κι από μέσα κύλησαν δυο πατάτες.

Εκείνη κοίταξε το τσουβάλι. Ο Αρκίν κοίταξε εκείνη.

«Τι γυρεύεις εδώ;» τη ρώτησε βιαστικά.

«Έκανα λάθος στη στροφή».

«Εμένα μου φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα πού πηγαίνεις».

Όταν το ξεστόμισε το πρόσωπο το± δεν ήταν σοβαρό δεν ήταν το πρόσωπο του οδηγού. Αυτό το τωρινό πρόσωπο είχε αδρές γραμμές γεμάτες αλαζονεία. Τα λόγια του έγιναν κρύσταλλα κι απόμειναν να αιωρούνται στον παγωμένο αγέρα, κι εκείνη πολύ θα θελε να του τα ξαναβάλει μέσα στο στόμα του. Έσκυψε, μάζεψε τις δυο πατάτες και του της έδωσε.

«Δικές σου, υποθέτω».

«Σπασίμπα».

Με το χέρι της του έδειξε τα σακιά.

«Τι δουλειά έχεις εσύ μαυτά;»

«Βοηθάω τον πατέρα Μορόζοφ».

Εκείνη έριξε μια ματιά στην εκκλησία.

«Είναι εδώ ο παπάς;»

«Ναι. Μοιράζει τρόφιμα στους φτωχούς».

Εκείνη ένιωσε τα μάτια του να την κοιτούν περίεργα.

«Προσπαθώ να βγω στον κεντρικό δρόμο. Μήπως θα ήταν καλύτερα να ξαναγυρίσω από εκεί που ήρθα;» τον ρώτησε.

«Αυτό εξαρτάται από σένα. Μπορείς να συνεχίσεις ή να γυρίσεις πίσω σαυτά που σου είναι ήδη γνωστά». Η Βαλεντίνα είχε την αμυδρή εντύπωση ότι αυτός δεν αναφερόταν στο δρόμο. «Ο κεντρικός δρόμος είναι προς τα κει», πρόσθεσε δείχνοντας πίσω της.

«Ευχαριστώ», αποκρίθηκε και κίνησε να φύγει.

Εκείνος σήκωσε τα σακιά, έχωσε ένα κάτω από κάθε μασχάλη και τράβηξε προς την εκκλησία, χωρίς να καταλαβαίνει ότι άφηνε πίσω του κι άλλες πατάτες. Αφού χάθηκε από μπροστά της, η Βαλεντίνα μάζεψε τις πατάτες και κατευθύνθηκε προς την εκκλησία. Ο αέρας εκεί μέσα ήταν πιο τσουχτερός κι η είσοδος ήταν στενή. Βρέθηκε μπροστά σε μια αρχαία, ξύλινη πύλη που οδηγούσε στο εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά αριστερά της υπήρχε ένας μικρός διάδρομος που στο τέλος του μερικά πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούσαν ακόμα πιο κάτω. Μια πατάτα ήταν πεσμένη στο κεφαλόσκαλο.

Τα σκαλιά οδηγούσαν σένα υπόγειο δωμάτιο, μισοσκότεινο σαν πηγάδι, μένα θολωτό ταβάνι και με πέτρινους τοίχους γεμάτους με τόση υγρασία που η Βαλεντίνα κόντεψε να πνιγεί. Ανδρικές φωνές ακούγονταν από μια σειρά καθισμάτων που ήταν στημένα μπροστά σένα άδειο τραπέζι. Οι άντρες της είχαν γυρισμένη την πλάτη τους.

«Το μόνο που κάνουν είναι να συζητάνε. Να συζητάνε συνέχεια. Βαρέθηκα πια», είπε ένας.

«Συμφωνώ μαζί σου, Αντόν. Χορτάσαμε πια από λόγια.

Είναι καιρός για περισσότερα έργα».

«Σταματήστε να παραπονιέστε», ακούστηκε η φωνή του Αρκίν. «Όλοι θέλουμε να δούμε περισσότερα έργα. Έρχεται σήμερα να μας συναντήσει και να μας πει ποια είναι τα σχέδια του, οπότε θα-» Σταμάτησε απότομα.

Την είχε δει. Τη ματιά του ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι κι εκείνη ένιωσε έντονα την ενόχληση που τους προκάλεσε η παρουσία της.

«Ξέχασες τις υπόλοιπες πατάτες». Και του έτεινε μια χούφτα από δαύτες.

Ανδρικά βλέμματα περιπλανήθηκαν πάνω της. Τα κασκόλ δέθηκαν πιο σφιχτά και τα πρόσωπα σκοτείνιασαν κι άλλο. Πρόσεξε ότι τα σακιά ήταν αραδιασμένα πάνω στο τραπέζι, το ένα έτσι όπως ήταν σχισμένο με τις σβολιασμένες πατάτες έμοιαζε με ξεντερισμένο γουρούνι, αλλά κάτω από αυτές βρισκόταν κάτι που ήταν φασκιωμένο μ ένα μαύρο πανί. Ο Αρκίν την πλησίασε με γρήγορο βήμα.

«Καλό μου κορίτσι, κάτσε να σε απαλλάξω από δαύτες».

Η φωνή ακούστηκε από πίσω της. Γύρισε από την άλλη και βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μαύρη φιγούρα που στεκόταν στο κεφαλόσκαλο.

«Ευχαριστώ», μουρμούρισε εκείνη και του τις έδωσε.

«Αυτός είναι ο πάτερ Μορόζοφ», είπε ο Αρκίν που τώρα στεκόταν δίπλα της. «Τι στο καλό γυρεύεις εσύ εδώ κάτω; Νόμιζα ότι είχες φύγει».

«Αδελφέ», είπε ο παπάς με απαλή φωνή προκειμένου να καλύψει την αγένεια του Αρκίν, «δεν είναι πρέπον να καλωσορίζεις έτσι την επισκέπτρια μας». Την παρατήρησε με σκεπτικό βλέμμα και χάιδεψε τη γενειάδα του, λες κι αυτό θα τον βοηθούσε να πάρει μιαν απόφαση. Φορούσε ένα σκληρό μαύρο ράσο κι ένα ψηλό στραπατσαρισμένο καμηλαύκι, ενώ ένας μπρούντζινος σταυρός κρεμόταν μπροστά στο στήθος του κι έφτανε μέχρι τις άκρες της ασουλούπωτης γενειάδας του. «Καλή μου, είσαι ευπρόσδεκτη, όποια κι αν είσαι. Μαζευτήκαμε εδώ για να προσευχηθούμε για τη χώρα μας και για τις δύσκολες μέρες που περνάμε, και να ζητήσουμε από τον Άγιο Πατέρα να μας καθοδηγήσει και να μας φωτίσει».

Δεν ακούστηκε κιχ πίσω της, αλλά εκείνη ένιωθε τα μάτια όλων να είναι καρφωμένα πάνω της. Το πρόσωπο του παπά έμοιαζε με μαραγκιασμένο μήλο, όμως ήταν σίγουρη πως δεν ήταν μεγαλύτερος από τον πατέρα της. Τα μαγουλά της ήταν ξυλιασμένα.

«Ευχαριστώ, μα πρέπει να φύγω τώρα. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να σας φέρω τις πατάτες που είχαν πέσει έξω».

Ακόμα και στα δικά της αφτιά, αυτό της ακούστηκε πολύ γελοίο. Όταν ο παπάς παραμέρισε, η Βαλεντίνα ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Οι άντρες που ήταν μαζεμένοι γύρω στο μαγκάλι έκαναν στην άκρη για να την αφήσουν να περάσει κι αυτή περπάτησε στο πλακόστρωτο κι έφτασε στο τέλος του δρόμου. Με τα μάτια όλων καρφωμένα πάνω της, δεν έπαψε ναναρωτιέται ποιος επρόκειτο να έρθει να τους δει σήμερα. Και τι σχέδια είχε.

Η μπροστινή πόρτα έκλεισε με θόρυβο κι η Βαλεντίνα τρόμαξε. Μια ριπή παγωμένου αγέρα τρύπωσε μέσα, η ηρεμία που επικρατούσε στο κεφαλόσκαλο χάθηκε κι εκείνη έπαψε να βηματίζει. Έσκυψε στο κιγκλίδωμα και κοίταξε κλεφτά κάτω. Αγνοώντας την παρουσία της ο Γιενς ανέβαινε τα σκαλιά δυο δυο, κι όπως η λάμπα πετρελαίου φώτιζε τα φλογερά του μαλλιά φαινόταν λες κι έπαιρνε περισσή δύναμη. Το χέρι του είχε γραπώσει με δύναμη κι αποφασιστικότητα την κουπαστή της σκάλας. Έτσι πάντα γύριζε απ’ τη δουλειά του; Με τόση ζωντάνια να ξεχειλίζει από μέσα του; «Γεια σου, Γιενς».

Εκείνος σταμάτησε και κοίταξε προς τα πάνω. Κι όταν την είδε η ματιά του άλλαξε. Άνοιξε το στόμα του σαν να θελε να μιλήσει, μα δεν είπε τίποτα. Ανέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι και την πλησίασε τόσο, που λες και θα την άγγιζε. Αλλά όχι ακριβώς. Εκείνη πρόσεξε την απόσταση που κράτησε ανάμεσα τους. Τα μάτια του περιεργάστηκαν το πρόσωπο της.

«Συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε με βιάση.

«Όχι. Απλώς ήθελα να σου μιλήσω».

Τα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα στο πρόσωπο της.

«Πώς βρέθηκες εδώ; Λες κι είσαι καμιά νεράιδα και εμφανίστηκες μπροστά στην πόρτα μου».

Εκείνη γέλασε, είδε τα μάτια του να κατεβαίνουν στο στόμα της.

«Ο θυρωρός σου μάφησε να μπω. Του είπα ότι είμαι ξαδέλφη σου».

Αυτός χαμογέλασε, τα χείλη του ίσα που άλλαξαν σχήμα κι εκείνη θυμήθηκε τη νύχτα που είχαν χορέψει μαζί.

«Σε πίστεψε;» τη ρώτησε.

«Έτσι νομίζω. Μου είπε να σε περιμένω εδώ στο πλατύσκαλο που έχει ζέστη, αντί να κάθομαι στο κρύο».

«Μιλάμε ότι πρόκειται για βλάκα με πατέντα».

«Γιατί;»

«Γιατί τόσο όμορφη που είσαι αποκλείεται να ήσουν δική μου ξαδέλφη».

Τα λόγια του τη βρήκαν απροετοίμαστη. Όταν τα είπε δεν γελούσε καθόλου τάφησε έτσι να αιωρούνται στο γεμάτο σκόνη διάδρομο και μετά την προσπέρασε και πήγε να ξεκλειδώσει την πόρτα του διαμερίσματος του. Το κτίριο ήταν παλιό, είχε γύψινα διακοσμητικά, υπερβολικά πολλές κορνίζες και μπαρόκ γλυπτά που οι ένδοξες ημέρες τους είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Από εκεί μέσα είχαν περάσει τόσο πολλοί άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια, που ακόμα κι ο αέρας είχε τη βελούδινη στόφα των περασμένων καιρών. Η Βαλεντίνα συγκινήθηκε που ένας άντρας με τόσο καινοτόμες ιδέες ζούσε σένα διαμέρισμα αυτού του παλιού αρχοντικού.

Άνοιξε την πόρτα με μια εντυπωσιακή χειρονομία.

«Θα ήθελες να περάσεις μέσα;»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της.

«Καλύτερα όχι».

«Ασφαλώς», είπε και υποκλίθηκε γέρνοντας ευγενικά το κεφάλι. «Δεν θα θέλαμε να διακινδυνεύσει η υπόληψη σου, έτσι δεν είναι;»

Κάτω από την ευγένεια των λόγων του κρυβόταν ένα πονηρό χαμόγελο.

«Βέβαια», απάντησε εκείνη τινάζοντας το σκουρόμαλλο κεφάλι της, «θα επιτρεπόταν ίσως να περάσω. καταλαβαίνεις, τώρα, σαν εξαδέλφη σου».

Τα πράσινα μάτια σκούρυναν κι άλλο.

«Σαν εξαδέλφη μου», επανέλαβε.

Τον προσπέρασε και μπήκε στο διαμέρισμα.

Δεν έμοιαζε με κανένα απόσα είχε δει μέχρι τώρα. Τα έπιπλα είχαν το χρώμα του μελιού με εξαιρετικά απλές γραμμές, που προς στιγμήν σκέφτηκε ότι ήταν μισοτελειωμένα. Το πάτωμα ήταν από σανίδες πεύκου σκεπασμένο με χρωματιστά κιλίμια, ενώ μπροστά στο τζάκι δέσποζε ένα φουντωτό ελαφοτόμαρο κρεμ σαν το γάλα. Στους τοίχους κρέμονταν πίνακες που απεικόνιζαν ελάφια σε χιονισμένα τοπία. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τα προσέξεις.

«Λοιπόν, ξαδέλφη, θα ήθελες τσάι;»

«Όχι, Γιενς, ευχαριστώ. Δεν μπορώ να μείνω πολύ».

Εκείνος πήρε τα γαντοφορεμένα χέρια της στα δικά του κι εκείνη δεν τα τράβηξε.

Τα κοίταξε καλά καλά.

«Τι μικρά χέρια». Τα δάχτυλα του ακούμπησαν στη χούφτα της. «Αλλά με τόσο ταλέντο».

Ένευσε με το κεφάλι της. Ένιωθε τα πνευμόνια της να καίγονται σαν να είχαν αρπάξει φωτιά.

«Λοιπόν», της είπε, «για ποιο πράγμα θα ήθελες να μου μιλήσεις;» Εξακολουθούσε να της κρατάει τα χέρια.

«Μου είπες ότι έχεις ένα φίλο που είναι γιατρός».

«Ναι, έτσι είναι».

«Χρειάζομαι τη βοήθεια του».

Της έσφιξε τόσο τα χέρια, που έτριξαν τα κόκαλα τους.

«Είσαι άρρωστη;»

«Όχι, όχι».

«Τότε τι είδους βοήθεια θέλεις;»

Κι εκείνη του μίλησε για τα νοσοκομεία. Για τα περιφρονητικά βλέμματα πίσω από τα γραφεία. Για τις απορρίψεις. Του είπε ότι όλοι ανεξαιρέτως τη χαρακτήριζαν «ακατάλληλη για νοσοκόμα». Και παρά το γεγονός ότι χρειάζονταν άμεσα νοσοκόμες, κανένα νοσοκομείο δεν την εμπιστευόταν.

«Ούτε καν ο οικογενειακός μας γιατρός δεν σκοπεύει να με βοηθήσει».

Είπε στον Γιενς πόσο θυμωμένη ήταν κι ότι ήθελε να χτυπάει το κεφάλι της και να βάλει τις φωνές αλλά, αντί για όλα αυτά, διέσχισε σχεδόν όλη την πόλη για να φτάσει σαυτή τη δεντροφυτεμένη λεωφόρο και να τον περιμένει.

Ο Γιενς την άκουσε χωρίς να τη διακόψει κι όταν εκείνη τελείωσε, δεν της είπε να παραιτηθεί απόλα αυτά. Αυτό ήταν κάτι που το φοβόταν φοβόταν ότι εκείνος θα συμφωνούσε με τους άλλους, ότι θα προσπαθούσε να αποσπάσει το μέλλον της μέσα από τα χέρια της χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο σπουδαίο ρόλο έπαιζε για την ίδια τούτο το πράγμα. Αλλά ο Γιενς δεν έκανε τίποτα απόλα αυτά.

«Έλα», της είπε κοφτά, «θα πάμε να μιλήσουμε στο δόκτορα Φεντόριν».

«Σπασίμπα».

«Αυτός θα βοηθήσει - αυτό σημαίνει ότι πρέπει να του υποσχεθώ ότι θα τον αφήσω όλο τον άλλο μήνα να με κερδίζει στα χαρτιά. Αλλά», έγειρε πιο κοντά της και την κοίταξε πολύ επίμονα, «είσαι σίγουρη ότι είναι αυτό που θέλεις;»

Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

«Είμαι σίγουρη».

«Πολύ καλά. Πάμε τότε να μιλήσουμε στον παλιοκομπογιαννίτη».

«Μπορώ να πάρω τα χέρια μου;»

Εκείνος τα κοίταξε έκπληκτος. Λες και με κάποιον τρόπο τώρα πια ήταν δικά του.

«Αν νομίζεις». Σήκωσε το ένα, το φέρε στα χείλη του κι έσκυψε ευγενικά το κεφάλι του.

«Στο μέλλον της σανιτάρκα Ιβάνοβα, της νοσοκόμας Ιβάνοβα».

Της ήταν πολύ δύσκολο να μην τον ερωτευθεί αυτόν τον άντρα.

Ο ντοκτόρ Φεντόριν καθόταν στο πάτωμα του σαλονιού μαζί με την πεντάχρονη κόρη του κι έπαιζε χαρτιά όταν έφτασαν - τα είχε βάλει με τις φαβορίτες του στην προσπάθεια του να συγκεντρωθεί.

«Συγχωρήστε με που δεν σηκώνομαι. Η μικρούλα μου Άννα μέχει κατατροπώσει».

Το παιδάκι τους χαμογέλασε κρατώντας τα χαρτιά σφιχτά στο πιγουνάκι της.

«Άφησα τον μπαμπά να κερδίσει ένα παιχνίδι», είπε αλλά ξεφώνισε με χαρά όταν εκείνος έριξε το τελευταίο του χαρτί κι εκείνη τα μάζεψε όλα. Τα μικροσκοπικά της χεράκια χώθηκαν με ανυπομονησία στα ζαχαρωμένα αμύγδαλα που είχαν βάλει στοίχημα, κι ο Γιενς γελώντας της ανακάτεψε παιχνιδιάρικα ταφράτα ξανθά μαλλιά της.

«Άννα, ο πατέρας σου είναι ο χειρότερος χαρτοπαίχτης στην Πετρούπολη κι εσύ θα γίνεις η καλύτερη».

Η μικρή έχωσε ένα αμύγδαλο στο στόμα του πατέρα της, του χτύπησε παρηγορητικά το μάγουλο κι έτρεξε να κάτσει κοντά στο παράθυρο αγκαλιά με τα κέρδη της. Ο γιατρός έδωσε εντολή να τους σερβίρουν κρασί.

«Και τώρα τι μπορώ να κάνω για εσάς;» ρώτησε κοιτάζοντας με ενδιαφέρον τους επισκέπτες του.

Ο Γιενς ανέλαβε τις συστάσεις.

«Αυτή είναι η Βαλεντίνα Ιβάνοβα,, Χρειάζεται τη βοήθεια σου, φίλε μου. Επιθυμεί να εκπαιδευτεί σαν νοσοκόμα αλλά τα νοσοκομεία τη θεωρούν "ακατάλληλη"».

«Είσαι;» ο γιατρός απευθύνθηκε στη Βαλεντίνα.

«Αν είμαι τι;»

«Ακατάλληλη γιαυτή την αποστολή».

«Όχι».

«Ίσως δεν είσαι αντικειμενική στην κρίση σου».

Τα λόγια του την τάραξαν αλλά δεν έκανε καμιά παρατήρηση. Και τι θα μπορούσε να πει σαυτόν τον πατέρα με το λαδί παντελόνι, που κυλιόταν στο πάτωμα σαν μακροπόδαρη ακρίδα με την κόρη του και την άφηνε να τον κερδίζει στα χαρτιά; Εκείνη δεν ήξερε άλλους πατεράδες να κάνουν παρόμοια πράγματα.

«Επιτρέψτε μου να σας πω γιατί θεωρώ τον εαυτό μου κατάλληλο για νοσοκόμα», αποκρίθηκε με σοβαρό ύφος στο γιατρό. «Επί επτά μήνες φρόντιζα την παράλυτη αδελφή μου. Έχω μάθει την ανατομία του ανθρώπινου σώματος και.» έψαξε να βρει και κάτι άλλο που θα τον έπειθε, «παίζω πιάνο».

Ο γιατρός πετάρισε τα μάτια του. Εκείνη χαμογέλασε.

«Μπορώ να μάθω την κόρη σας να παίζει το "ur Ese»

αμέσως τώρα».

Στον απέναντι τοίχο του δωματίου βρισκόταν ένα πιάνο μένα σωρό βιβλία αραδιασμένα στο καπάκι του, σημάδι ότι δεν είχε ανοιχτεί ποτέ. Το κοριτσάκι παράτησε αμέσως τα ζαχαρωμένα αμύγδαλα, στάθηκε προσοχή σαν στρατιώτης και κράτησε την ανάσα του.

«Έπαιζε η γυναίκα μου πιάνο», είπε ο Νικολάι ήρεμα.

«Από τότε δεν έχει ξαναπαίξει κανείς».

«Λυπάμαι για τη γυναίκα σας, γιατρέ. Θα ήταν τιμή μου να παίξω στο πιάνο της και να διδάξω την κόρη της. Σύμφωνοι;»

Η ματιά του γιατρού περιπλανήθηκε με λαχτάρα στο μαονένιο σκαμνί όπου καθόταν η γυναίκα του. Ένευσε καταφατικά.

Η Άννα διέσχισε χοροπηδώντας το δωμάτιο για να μετακινήσει τα βιβλία από το καπάκι του πιάνου.

«Σ’ ευχαριστώ, Γιενς».

Την είχε γυρίσει σπίτι της με το αμάξι του, αλλά είχαν ανταλλάξει ελάχιστες κουβέντες κάτω από έναν ουρανό που γινόταν όλο και πιο σκοτεινός και πάνω από γέφυρες που ζωντάνευαν με ταναμμένα τους φώτα. Τα χειμωνιάτικα απογεύματα στην Αγία Πετρούπολη ήταν τόσο σύντομα.

Ο Γιενς κι η Βαλεντίνα στέκονταν στο χαλικόστρωτο δρόμο έξω απ’ το σπίτι της, ενώ οι σκιές τους φάνταζαν αστείες καθώς μπερδευόταν η μια με την άλλη. Οι λέξεις του αποχαιρετισμού δεν έλεγαν να ειπωθούν.

«Σκέφτομαι την Παρασκευή να επισκεφτώ τις σήραγγες που έχεις φτιάξει», είπε η κοπέλα με ζωηρή φωνή. Το σκοτάδι έπαιζε με το πρόσωπο του. «Θα είναι πολύ ενδιαφέρον να δω τα έργα σου».

«Ωραία».

Ο τρόπος που το είπε δεν την έπεισε.

«Υπάρχει πρόβλημα;»

«Τίποτα που να μην μπορώ να το λύσω».

Εκείνη διαισθάνθηκε το βάρος των υποχρεώσεων που κουβαλούσε στους στιβαρούς του ώμους, την επιθυμία του να ολοκληρώσει το έργο που είχε αναλάβει.

«Είναι μια καθημερινή ευθύνη, έτσι δεν είναι;» μουρμούρισε εκείνη.

«Θα το αντιμετωπίσεις κι εσύ όταν θαρχίσεις τη δουλειά σου». «Ανυπομονώ να νιώσω αυτό το συναίσθημα».

Επιτέλους εκείνος χαμογέλασε.

«Περιμένω πώς και πώς να σε δω με τη στολή σου».

Η Βαλεντίνα γέλασε, μα ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Έτσι κι αλλιώς Σ’ ευχαριστώ που μέσωσες από το μαύρο μου το ριζικό. Θα είχα πεθάνει από τη βαρεμάρα, αν έπρεπε να περάσω ένα ολόκληρο απόγευμα παρακολουθώντας κοτζάμ άντρες να παίζουν με σπαθιά».

«"Επε". Όχι απλά σπαθιά».

Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Και τα δυο είναι βαρετά».

«Και οι σήραγγες δεν είναι;»

«Όχι, οι στοές σίγουρα δεν είναι. Έχουν κάποιο σκοπό».

Ο Γιενς έκανε ένα τόσο δα βηματάκι πίσω. Απομακρύνθηκε από κοντά της.

«Βαλεντίνα».

Ένιωσε τους σφυγμούς της να σταματούν. Απόμεινε να περιμένει.

«Βαλεντίνα, για ποιο πράγμα ήθελε να μιλήσει ο Ουσάρος στον πατέρα σου;»

«Ο λοχαγός Τσερνόφ;»

«Ναι, ο λοχαγός Τσερνόφ».

«Πφφ, σιγά το πρόσωπο. Ξεχνά τον». Έμπλεξε τα δάχτυλα της στον παγωμένο αγέρα λες κι ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος του Τσερνόφ από πάνω τους. Δεν υπήρχαν αστέρια για να κοιτάξει. Ούτε φεγγάρι.

«Δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις για ποιο πράγμα ήθελε να μιλήσει στον πατέρα σου. Για σένα».

«Δεν έχει καμιά σχέση με μένα», του είπε κι αυτή τη φορά ακούστηκε πιο αποφασιστική. Έκανε κι ένα βήμα μπροστά. «Δεν έχω καμιά σχέση με το λοχαγό Τσερνόφ. Καμιά απολύτως».

Το χέρι του ακούμπησε στο πιγούνι της και το στρίψε κάτω από τη λάμπα που κρεμόταν από την πόρτα.

«Ορκίζεσαι;»

«Ορκίζομαι».

«Θα το κρατήσω αυτό».

Ήθελε πολύ να του πει: Κράτα εμένα. Μόνο: Εμένα κράτα.

Η μηχανή του αυτοκινήτου έσπασε τη σιωπή κι οι ρόδες του πατινάρισαν στα χαλίκια. Ο πατέρας της είχε γυρίσει σπίτι, η στιγμή τους είχε χαθεί.

«Βαλεντίνα», ψιθύρισε ο Γιενς και της άφησε το πιγούνι, «μην επιτρέψεις στους άλλους να αποφασίσουν για τη δική σου ζωή».

Η πόρτα του αυτοκινήτου βρόντηξε κι ο υπουργός ήρθε ίσια προς το μέρος τους. Η Βαλεντίνα πρόσεξε ότι τα μάτια του σοφέρ που καθόταν στη θέση του οδηγού μέσα στη στολή του την παρατηρούσαν αμείλικτα, αλλά εκείνη έστρεψε το κεφάλι της από την άλλη μεριά λες κι ήταν αόρατος.

«Καλησπέρα σας, κύριε». Ο Γιενς υποκλίθηκε ευγενικά γέρνοντας το κεφάλι του, για να εισπράξει ένα κοφτό νεύμα.

Τυλιγμένος στο βαρύ γούνινο παλτό του ο Νικολάι Ιβάνοφ έμοιαζε με αρκούδα στη σπηλιά της καθώς άνοιγε την πόρτα μένα μουγκρητό ικανοποίησης.

«Μέσα, Βαλεντίνα. Τώρα σε παρακαλώ. Θέλω να σου μιλήσω».

Μπήκε στο σπίτι χωρίς να περιμένει απάντηση. Εκείνη έμεινε ακίνητη μέχρι που το αυτοκίνητο πήγε στο γκαράζ, το οποίο βρισκόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, και για λίγα λεπτά βρέθηκαν πάλι μόνοι τους.

«Γιενς», είπε εκείνη, «μην ξεχνάς τι σου ορκίστηκα».

«Ναι», της είπε κι η ψιθυριστή του,φωνή τρύπωσε κάτω απ’ το δέρμα της, «δεν θα το ξεχάσω. Δεν έχεις καμιά σχέση μαζί του».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και κάτω από το λιγοστό.

φως νόμιζε πως τον είδε να χαμογελάει κι αμέσως μετά ν απομακρύνεται με μεγάλες δρασκελιές προς το αμάξι του, όπου το άλογο του τον υποδέχτηκε μένα γλυκό παράπονο.

Η Βαλεντίνα ήξερε ότι δεν επρόκειτο να κρατήσει το στόμα της κλειστό με τίποτα τούτη τη στιγμή.

«Γιενς».

Εκείνος σταμάτησε. Το φως του δρόμου φώτισε την άκρη του πιγουνιού του και μια μπούκλα των μαλλιών του.

«Γιενς, σκοπεύεις να κάνεις κι εσύ το ίδιο;»

«Τι εννοείς;»

«Τι τρέχει μαυτή τη γυναίκα που φοράει πράσινες τουαλέτες και όταν σε κοιτάζει είναι σαν να σε τραβάει με το αγκίστρι; Αυτή που όταν περπατάει νομίζει ότι όλος ο κόσμος είναι δικός της».

Εκείνος ζάρωσε τη μούρη του.

«Την κόμισσα Σερόβα;»

«Α μπράβο, μοιάζει με κόμισσα. Αυτή λέω».

«Τι τρέχει μαυτήν;»

«Θα συνεχίσεις μαυτή τη σχέση;»

Τον άκουσε να βαριανασαίνει.

«Λοιπόν;» επέμεινε εκείνη.

Γύρισε με το ένα χέρι του απλωμένο προς το μέρος της, όπως θα έδινε ένα μήλο στο άλογο του.

«Είναι λίγο μπερδεμένα τα πράγματα», ξεκίνησε να της εξηγεί, «δεν είναι εύκολο να.»

«Καταλαβαίνω». Έτριξε τα δόντια της.

«Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Σου ορκίζομαι ότι δεν θα έχω τη σχέση που εσύ εννοείς, αλλά πρέπει να την επισκέπτομαι γιατί. Βαλεντίνα, μη.»

Αλλά ήταν ήδη αργά. Εκείνη είχε εξαφανιστεί μέσα στο σπίτι της κοπανώντας πίσω της την εξώπορτα.

Είνχί λίγο μπερδεμένα. Τι να εννοούσε με αυτή την κουβέντα; Μα γιατί ήθελε να συνεχίσει να την επισκέπτεται; Σίγουρα είχε καταλάβει ότι.

«Βαλεντίνα», της έλεγε ο πατέρας της, «θα ήθελα να σου δηλώσω εξαρχής ότι έχω καλά νέα για σένα».

Να δεις που σκόπευε να συμφωνήσει για τη δουλειά της.

Χαλάρωσε και του χάρισε ένα γενναιόδωρο χαμόγελο.

«Ευχαριστώ, μπαμπά».

«Έχεις γνωρίσει το λοχαγό Τσερνόφ;»

«Ντα».

«Θα συμφωνείς ότι πρόκειται για γοητευτικό άντρα».

Η Βαλεντίνα ένευσε καταφατικά. Προσπαθούσε να είναι ευχάριστη.

«Ο πατέρας του είναι ο κόμης Τσερνόφ», συνέχισε εκείνος, «επικεφαλής μιας από τις πιο αξιοσέβαστες οικογένειες στην Πετρούπολη. Ο λοχαγός είναι ένας εξαιρετικά πλούσιος νεαρός. Το έχεις υπόψη σου αυτό;»

«Μου το είχε πει η μαμά».

«Θέλω να τον παντρευτείς».

Τα λόγια του την έσφαξαν. Σαν ξυράφι.

«Μπαμπά». Δεν φώναξε. Δεν παρακάλεσε. Μίλησε ήρεμα. «Σου είπα και τις προηγούμενες φορές πως δεν σκοπεύω να παντρευτώ κανέναν. Σκοπεύω, όμως, να φροντίζω την Κάτια».

Για λίγο δεν την κοίταξε καθόλου.

«Ο λοχαγός Τσερνόφ μου ζήτησε την άδεια να σε προσεγγίσει. Είναι πολύ μεγάλη τιμή». Τα μαγουλά του κουνιόντουσαν λες και μασούσε κάτι σκληρό. «Δεν πρόκειται νανεχτώ τις βλακείες σου, Βαλεντίνα. Η μητέρα σου κι εγώ είμαστε κάθετοι σαυτό. Πίστεψε με, σαν πατέρας σου θέλω το καλύτερο για σένα. Θα με ευγνωμονείς αργότερα που θα μεγαλώσεις».

Στάθηκε ακίνητη πάνω στο περσικό χαλί.

«Μπαμπά, δεν θέλω να διαφωνήσω μαζί σου, πίστεψε με, ειλικρινά δεν θέλω, αλλά δεν σκοπεύω να παντρευτώ το λοχαγό Τσερνόφ. Σου έχω εξηγήσει ότι.»

Τα μαγουλά του κοκκίνισαν και τα φρύδια του έσμιξαν πάνω από τα γεμάτα απογοήτευση μάτια του. Τον είχε πικράνει.

«Βαλεντίνα, μη γίνεσαι ανυπάκουη».

«Ειδάλλως, μπαμπά; Τι θα κάνεις;» Προσπάθησε να χαμογελάσει. «Θα με μαστιγώσεις;»

Εκείνος πήγε κοντά της, την αγκάλιασε απτους ώμους της και της φίλησε την κορφή του κεφαλιού της.

«Σ’ ευχαριστώ που έσωσες την Κάτια. Αυτό, όμως, θέλω να το κάνεις για μένα. Έτσι απλά».

Το δωμάτιο της ήταν παγωμένο, αλλά η Βαλεντίνα ούτε που το πρόσεξε. Έβγαλε τα ρούχα της, τα παράτησε στο πάτωμα, μα δεν μπόρεσε να βγάλει και το πετσί της όπως θα θελε. Γλίστρησε στο κρεβάτι της και τυλίχτηκε μέχρι πάνω με το πάπλωμα. Τα ρίγη άρχισαν.

Έτσι απλά.

Τίποτα απόλα αυτά δεν ήταν τόσο απλό. Ούτε με τον πατέρα της αλλά ούτε και με τον Γιενς.

Γιενς, σου έδωσα μία υπόσχεση. Λεν έχω τίποτα μαζί του. Σου το ορκίζομαι.

Ο αγέρας έξω χτυπούσε το παντζούρι.

«Τότε γιατί, Γιενς», ψιθύρισε, «γιατί δεν μου ορκίστηκες κι εσύ το ίδιο;»

Αφουγκράστηκε μπας κι άκουγε με το μυαλό της την ψιθυριστή του φωνή. Τα λεπτά περνούσαν, τη φωνή του δεν την άκουγε κι έτσι ξεπρόβαλε από το πάπλωμα.

«Τι γυρεύεις εσύ εδώ έξω;» ακούστηκε μια αντρική φωνή.

«Τίποτα», είπε η Βαλεντίνα τρομαγμένη, ενώ μέσα απ το σκοτάδι εμφανίστηκε η ογκώδης σιλουέτα του Λιεβ Ποπκόφ δέκα βήματα πιο πέρα, ακουμπισμένος σε έναν τοίχο του σπιτιού.

«Πόση ώρα στέκεσαι εκεί;» τον ρώτησε.

«Αρκετή».

«Με κατασκοπεύεις; Σέβαλε ο πατέρας μου;»

Ο Λιεβ γρύλισε. Και τον άκουσε να φτύνει.

Στέκονταν πίσω από το σπίτι, στο χαλικόστρωτο δρομάκι, εκεί που ο ήλιος με το ζόρι έφτανε τέτοια εποχή και τη νύχτα έκανε αφόρητη παγωνιά. Το χιόνι κι ο πάγος κρύβονταν ύπουλα μέσα στα λούκια. Η Βαλεντίνα τα σκάλιζε μένα ξύλο και τα πιάνε με τα γαντοφορεμένα της χέρια.

Με απίστευτη προσοχή εξέταζε ενδελεχώς εκατοστό προς εκατοστό τις λευκές μάζες κάτω από το φως που ερχόταν από το δωμάτιο της μουσικής. Ήθελε να ζητήσει τη βοήθεια του Ποπκόφ, αλλά τα λόγια σκάλωναν στο λαιμό της κι έτσι προτίμησε να συνεχίζει σιωπηλή το σκάλισμα. Για πέντε ολόκληρα λεπτά δεν μιλούσε κανείς τους.

«Ψάχνεις κάτι;» τη ρώτησε εκείνος.

«Ναι».

«Τι είναι αυτό;»

«Αυτό είναι δική μου δουλειά».

«Κάνει κρύο εδώ».

Δεν απάντησε και συνέχισε να ψάχνει μες στον πάγο.

Άλλα πέντε λεπτά βουβαμάρας.

«Αυτό ψάχνεις;»

Σήκωσε το κεφάλι της. Εκείνος δεν είχε κουνηθεί ρούπι απ’ τη θέση του, όμως είχε απλωμένο το χέρι του. Περπάτησε προς το μέρος του πάνω στον πάγο με πολλή προσοχή και κοίταξε κοντά στο μεγάλο του πόδι. Κάτι γυάλιζε, κάτι μεταλλικό. Η Βαλεντίνα το άρπαξε και το σφίξε στη χούφτα της. Ήταν το κλειδί του πιάνου.

«Καθίκι!»

Εκείνος γέλασε, το γέλιο του ήταν βροντερό.

Του χτύπησε το γόνατο με το ξύλο, μετά το πέταξε κάτω, κι άρχισε να γελάει κι αυτή. Στον παγωμένο αγέρα της νύχτας το γέλιο τους αντήχησε παράξενα.

«Καθίκι!» επανέλαβε αυτή.

Και τράβηξε προς το σπίτι της.

Ο Βίκτορ Αρκίν παρακολουθούσε τον Ποπκόφ να σεργιανίζει στους στάβλους. Είχε δει το μεγαλόσωμο άντρα να παραμονεύει με τις ώρες μέσα στις σκιές, αψηφώντας το χιόνι και τον παγωμένο αέρα, περιμένοντας το κοριτσόπουλο να έρθει για να ψάξει αυτό που είχε χάσει - λες κι ήξερε ότι αργά ή γρήγορα εκείνη θα ερχόταν. Παρατηρούσε τον Ποπκόφ που την πείραζε, την τσίγκλιζε μέχρι που εκείνη έχασε την ψυχραιμία της, και ζήλεψε τον τρόπο που αντιμετώπιζε την κατάσταση ο Ποπκόφ: Δεν του καιγόταν καρφάκι. Τον είχε αποκαλέσει καθίκι αλλά είχαν βάλει τα γέλια. Και οι δυο τους. Ο Αρκίν δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο.

Ένιωθε αμηχανία με τις γυναίκες, του δενόταν η γλώσσα κι η έκπληξη του ήταν τεράστια για τα θέματα που συζητούσαν μεταξύ τους. Οι γυναίκες στις πολιτικές συγκεντρώσεις του και στις επιτροπές ήταν όλες φωνακλούδες κι επιθετικές. Ήθελαν να είναι άντρες, να τους μοιάζουν. Πολλές φορές ένιωθε την επιθυμία να μιλήσει στη Βαλεντίνα και την Ελιζαβέτα Ιβάνοβα, να σταματήσει επιτόπου το αυτοκίνητο και να τους μιλήσει, να δει τι κουβαλάνε μες στο μυαλό τους. Υπήρχε κάτι πάνω στη Βαλεντίνα που δεν κόλλαγε με τίποτα. Κι αυτό του εντυπώθηκε τότε, που τον είχε τσακώσει να ξεφορτώνει πυρομαχικά στην εκκλησία, γιατί δεν ήξερε ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις της. Ήταν εμφανές ότι ήταν καχύποπτη, αλλά θα μετέφερε τις υποψίες της στον πατέρα της; Άραγε θα του ζητούσε να καλέσει την Οχράνα; Τη Μυστική Αστυνομία του τσάρου; Θα πρεπε να είναι πιο προσεκτικός, τώρα μάλιστα περισσότερο από πριν. Ήσυχα ήσυχα πήγε στο γκαράζ, μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα, αλλά σπάνια έμπαινε κάποιος άλλος εκεί μέσα - ήταν ασφαλές μέρος. Πάντα ήταν το ίδιο, αυτή η φωτιά που του τρώγε τα σωθικά, αυτή η ανάγκη να βαδίσει μπροστά σ ένα καινούργιο αύριο. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να καταπνίξει την ένταση της ανυπομονησίας και πήγε και στάθηκε πίσω από το αυτοκίνητο, στο βάθος του γκαράζ. Στον τοίχο ήταν ταχτοποιημένα χαρτόκουτα που περιείχαν εξαρτήματα μηχανής, λαδωτήρια, γυαλιστικά πανιά, ανταλλακτικά, όλα όσα θα έπρεπε να βρίσκονται σένα γκαράζ. Κανείς δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί, κανείς δεν επρόκειτο να σκαλίσει πιο βαθιά.

Μόνο εκείνος γνώριζε για το κουτί, αυτό που βρισκόταν κάτω από όλα τα υπόλοιπα. Μόνο αυτός ήξερε το περιεχόμενο του.

Загрузка...