25

Ο φόβος έχει πολλές μορφές. Στην περίπτωση του Γιενς είχε τη μορφή πένας, της πένας που κρατούσε στο χέρι του αυτός που έκανε τις ερωτήσεις. Όταν ο ανακριτής του ήταν ήρεμος, η πένα βρισκόταν ακίνητη ανάμεσα στα δάχτυλα του, αλλά όταν εκνευριζόταν η πένα έκανε συνέχεια φλικ φλικ φλικ. Η καρδιά του Γιενς χτυπούσε στον ίδιο ρυθμό.

«Ρωτήστε τον υπουργό Ιβάνοφ», είπε ο Γιενς για δωδέκατη φορά. «Δικό του είναι το σπίτι, όχι δικό μου. Εγώ ήρθα να πάρω το άλογο μου, αυτό είναι όλο».

«Καταρχάς, γιατί το άλογο βρισκόταν εκεί;»

«Σας είπα. Είχα πάει να επισκεφτώ την κόρη του υπουργού».

«Ή χρησιμοποιούσες αυτή τη δικαιολογία για να έχεις πρόσβαση στους στάβλους;»

«Όχι».

«Για να σώσεις το κουτί με τις χειροβομβίδες που είχες κρύψει εκεί».

«Όχι».

«Πότε έκρυψες τις χειροβομβίδες στο στάβλο;»

«Δεν τις έκρυψα».

«Ποιος σου ζήτησε να τις μαζέψεις;»

«Κανείς. Δεν ξέρω τίποτα απόλα αυτά».

«Επιτέθηκες στους πράκτορες μου μένα μαστίγιο».

«Θα σκότωναν τον Κοζάκο».

«Ώστε παραδέχεσαι ότι ο Λιεβ Ποπκόφ είναι συνεργός σου σε μια αντικυβερνητική συνωμοσία».

«Όχι, δεν τον ξέρω τον άνθρωπο. Το μόνο που ξέρω είναι πως είναι υπηρέτης εκεί».

«Λες ψέματα».

«Όχι».

Όλα γύρω του χόρευαν σε κύκλους. Φλικ φλικ φλικ. Ο Γιενς αδιάφορος σε όλα αυτά, απαντούσε στις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά. Μέχρι στιγμής ήταν όλα τόσο πολιτισμένα, που μπερδευόσουν. Ούτε άδειο ανακριτικό δωμάτιο, ούτε δυνατά φώτα, ούτε χειροπέδες να πετσοκόβουν τα χέρια του. Μια πολυθρόνα με μαξιλαράκια στα μπράτσα, ακόμα και τσιγάρο του προσφέρανε. Το οποίο και αρνήθηκε.

Καθόντουσαν σένα συνηθισμένο γραφείο γεμάτο κίτρινα ντοσιέ κι ένα φυτό πάνω σένα ράφι. Ένα κομψό χαλάκι στο πάτωμα. Χωρίς λεκέδες από αίμα, παρατήρησε ο Γιενς. Ο ανακριτής του ήταν ένας μικρόσωμος φαλακρός άντρας με ήρεμη φάτσα και μεγάλα αφτιά που τα έπαιζε όταν ένιωθε αμηχανία. Κάθε φορά που ο Γιενς έλεγε: «Μιλήστε στον υπουργό Ιβάνοφ. Είναι στην υπηρεσία της Αυτού Μεγαλειότητας του τσάρου», τα δάχτυλα του ψηλάφιζαν το λοβό των αφτιών του. Ο άντρας πατούσε στα νύχια, ήξερε πόσο λεπτός ήταν ο πάγος κάτω από τα πόδια του.

Ο αναθεματισμένος Κοζάκος ήταν ηλίθιος. Πουθενά δεν ήταν ασφαλής, τα μάτια της Οχράνας παρακολουθούσαν τα πάντα. Αν ο Ποπκόφ νόμιζε ότι οι στάβλοι ενός υπουργού της κυβέρνησης ήταν ένα έξυπνο μέρος για να κρύψει αντικυβερνητικά όπλα, προφανώς δεν ήξερε τίποτα για τις μεθόδους της Μυστικής Αστυνομίας. Παρόλα αυτά δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ο Ποπκόφ ήταν μπολσεβίκος. Γαμώτο, ανατρίχιασε στη σκέψη ότι η Βαλεντίνα βρισκόταν κοντά σένα τόσο επικίνδυνο πακέτο.

«Πού είναι ο Λιεβ Ποπκόφ;» ρώτησε απαιτητικά.

«Ο επαναστάτης ανακρίνεται».

Το αίμα του Γιενς πάγωσε. Ανακρίνεται.

«Δεν πιστεύω ότι ο Ποπκόφ είναι επαναστάτης. Ο καθένας θα μπορούσε να βάλει εκεί τις χειροβομβίδες για να θέσει σε κίνδυνο τον υπουργό».

«θα μπορούσες να είσαι εσύ ο καθένας».

«Όχι, όχι εγώ».

«Ό,τι πιστεύεις εσύ είναι άσχετο».

Τα μάτια του άντρα ήταν πεινασμένα. Πολύ θα θελε να βγάλει τα δόντια του και να χιμήξει στον Γιενς αλλά κάτι τον εμπόδιζε. Ο Γιενς κατάλαβε ότι αυτό που τον εμπόδιζε ήταν ο τίτλος κάτω από τόνομα του στην μπροστινή μεριά του φακέλου πάνω στο γραφείο του. «Γιενς Φρίις: Μηχανικός της Αυτού Μεγαλειότητας του Τσάρου».

Μηχανικός της Αυτού Μεγαλειότητας.

θα μπορούσε να κάνει χρήση αυτού του τίτλου, γιατί όχι; Ένιωθε το σφυγμό του να του σφυροκοπάει ταφτιά. Ήξερε ότι υπήρχαν ένα σωρό λόγοι που δεν έπρεπε να το κάνει, ένα σωρό ανακριτικά κελιά στο υπόγειο που δεν είχαν καμιά σχέση μαυτό το γραφείο. Κάποια είχαν αλυσίδες στις καρέκλες και ξεραμένο αίμα στους πλακοστρωμένους τοίχους. Προσπάθησε να μιλήσει ευγενικά στον ανακριτή.

«Πού είναι ο Λιεβ Ποπκόφ;» ρώτησε ξανά. «Θέλω να τον δω».

Ήταν φανερό ότι ο άντρας ενοχλήθηκε από το αίτημα του, όμως φρόντισε να μην το δείξει. Ύστερα από μια μεγάλη σιωπή με την πένα να πηγαίνει πέρα δώθε σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε τόσο δυνατά, που αυτή βρόντηξε στον τοίχο.

«Έλα».

Μπόχα. Ιδρώτας. Αίμα.

Ο Γιενς ήταν στο τσακ να ξεσπάσει. Με το ζόρι σταμάτησε να χτυπάει με τη γροθιά του τη μεταλλική πόρτα, με το ζόρι κρατήθηκε και δεν άρπαξε το λαιμό του συνοδού του να του χώσει το κεφάλι μες στο στενό παραθυράκι της πόρτας. Σταμάτησε έξω απ’ το κελί της φυλακής και φώναξε τον Ποπκόφ.

Διέκρινε μια φαρδιά πλάτη και αίμα να τρέχει από φρέσκιες πληγές. Πλησίασε πιο κοντά και μέσα από το ορθογώνιο ματάκι της πόρτας είδε τον Κοζάκο αλυσοδεμένο από τους καρπούς στον απέναντι τοίχο, εντελώς γυμνό να στέκεται στα πόδια του, με τη μούρη του χωμένη στα τρισάθλια πλακάκια. Ο πισινός του ήταν γεμάτος μώλωπες, ηλεκτρόδια συνδέανε τα γεννητικά του όργανα με μια μπαταρία. Περιττώματα ήταν πασαλειμμένα στο πίσω μέρος των ποδιών του.

Μπόχα. Ιδρώτας. Αίμα.

Οι θόρυβοι της πόλης είχαν κοπάσει. Ήταν αργά το βράδυ όταν ο Γιενς έφτασε στην επιβλητική κατοικία των Ιβάνοφ και ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα την έβρισκε κλειδωμένη και με κλειστά παντζούρια, με στρατιώτες να τη φρουρούνε και τα παράθυρα σκοτεινά και χωρίς ζωή. Αλλά όχι. Τα φώτα ήταν αναμμένα. Αυτό ήταν καλό σημάδι. Τον υποδέχτηκε αμέσως ένας λακές με μάτια που πετάριζαν, μικρά νευρικά μάτια. Ό,τι κι αν συνέβη εδώ ανάμεσα στον υπουργό Ιβάνοφ και στην Αστυνομία, αφού είχαν πάρει αυτόν και τον Ποπκόφ, είχε αφήσει το σημάδι του.

Όμως κι ο Γιενς είχε το δικό του σημάδι. Ο δεξιός του ώμος τον πονούσε πάρα πολύ όταν ένας απτους μπάσταρδους του κοπάνισε μια με τον υποκόπανο του τουφεκιού του την ώρα της σύλληψης. Ο λακές τον οδήγησε στο γαλάζιο σαλόνι, εκεί που είχε καθίσει με τη Βαλεντινα για πρώτη φορά, αλλά δεν περίμενε να τη βρει ξανά, γιατί ήταν σίγουρος ότι ο πατέρας της δεν θα της το επέτρεπε. Το όνομα της έπρεπε να παραμείνει άσχετο με την υπόθεση στους στάβλους του.

«Γιενς Φρίις», ανακοίνωσε ο λακές.

Ο Γιενς μπήκε στο ολοφώτιστο σαλόνι και του πήρε ένα λεπτό για να προσαρμοστούν τα μάτια του. Προς μεγάλη του έκπληξη ήταν όλοι εκεί. Ο υπουργός Ιβάνοφ αυστηρός, με μια πράσινη σκούρα ρεντινγκότα, στεκόταν με την πλάτη του στο τζάκι, τα θαμνώδη του φρύδια σουφρωμένα πάνω από τα ανήσυχα μάτια του και το ένα του χέρι να χτυπάει ρυθμικά το μαρμάρινο γείσο. Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα καθόταν ακίνητη σαν κούκλα σ’ έναν καναπέ, τα χέρια της στην ποδιά της, ένα ποτήρι με νερό δίπλα της.

Ωστόσο ο Γιενς ούτε καν τους πρόσεξε γιατί τα μάτια του γέμισαν από τη Βαλεντίνα. Καθόταν σ’ έναν άλλο καναπέ, δίπλα στην αδελφή της, κι οι δυο με κρεμ φορέματα, μα η αντίθεση ανάμεσα τους δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Το πρόσωπο της Κάτιας ήταν μουσκεμένο από δάκρυα, όμως χαμογέλασε αμέσως στον Γιενς έδειξε να ανακουφίζεται που τον είδε, μόνο που η Βαλεντίνα δεν έδειξε κάτι παρόμοιο. Τα καστανά της μάτια είχαν σχεδόν μαυρίσει από το θυμό κι από τη ματιά που του έριξε κατάλαβε ότι δεν τα είχε με τον πατέρα της αλλά μεκείνον. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα πίσω στο λαιμό της κι αυτή τη φορά δεν ήταν η ομορφιά της που τον ξάφνιασε μα η δύναμη ένα φίνο ατσαλένιο πλέγμα κάτω απ’ το δέρμα της. Το είχε αντιληφθεί και νωρίτερα, αλλά ποτέ δεν το είχε δει τόσο ολοκάθαρα. Πολύ θα ήθελε να της εξηγήσει πώς μπλέχτηκε στον καβγά με τους πράκτορες της Οχράνας. Αντί γι αυτό απευθύνθηκε στον πατέρα της.

«Υπουργέ Ιβάνοφ, είμαι ευτυχής που είστε όλοι καλά».

«Φρίις, τι διάολο γύρευες στους στάβλους μου; Γιατί χτυπούσες με μαστίγιο την Αστυνομία; Μένω έκπληκτος που σε άφησαν ελεύθερο έπειτα από μυχ τέτοια συμπεριφορά».

«Η Αστυνομία έκανε λάθος», είπε αυστηρά ο Γιενς. Δεν κοιτούσε τη Βαλεντίνα. «Θα σκότωναν έναν από τους υπηρέτες σας. Δεν σας αφορά;»

«Ανάθεμα σε, άνθρωπε μου. Με αφορά ότι μέσα στο στάβλο υπήρχε ένα κασόνι με χειροβομβίδες που θα μπορούσε να μας τινάξει όλους στον αέρα». Ο Ιβάνοφ άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μπροστά στο τζάκι, οι ώμοι του τεντωμένοι, οι γροθιές του σφιγμένες.

Ο Γιενς παρέμεινε εκεί που ήταν, κοντά στην πόρτα. Δεν του πρότειναν να καθίσει - ευτυχώς, γιατί η μόνη θέση που θα μπορούσε να καθίσει ήταν δίπλα στη Βαλεντίνα.

«Ο Λιεβ δεν ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να σκοτωθεί», είπε με ανέκφραστη φωνή η Βαλεντίνα. «Το ρίσκο που πήρες ήταν φοβερό».

«Δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του να τον χτυπάνε μέχρι να πεθάνει».

«Το ξέρω». Η Βαλεντίνα κούνησε το κεφάλι της σαν να ήθελε να ξεφορτωθεί κάτι από πάνω της. «Πού είναι τώρα ο Λιεβ;»

Ο Γιενς απευθύνθηκε στον πατέρα της.

«Είναι σε ένα βρομερό μπουντρούμι. Γι’ αυτό ήρθα μεχρι εδώ. Χρειάζεται απόψε κιόλας τη βοήθεια σας, ειδάλλως σας ορκίζομαι ότι μέχρι το πρωί θα είναι νεκρός».

Η Κάτια βόγκηξε.

«Μπαμπά! Πρέπει να τον βοηθήσεις».

Ο Ιβάνοφ αγνόησε τις κόρες του, η προσοχή του ήταν στραμμένη στον Γιενς.

«Εσένα γιατί σε άφησαν;»

«Γιατί δεν είχα καμιά σχέση με τις χειροβομβίδες. Και επειδή», σταμάτησε και σκέφτηκε μέχρι πόσο θα μπορούσε να πιέσει τον Ιβάνοφ, «έχω φίλους στην Αυλή. Εσείς κι εγώ ξέρουμε ότι αυτή η πόλη λειτουργεί ανάλογα με τον ποιον ξέρεις και τι χάρες σου χρωστάει».

Ο Ιβάνοφ ανοιγόκλεισε τα μάτια του, είχε καταλάβει πολύ καλά τι εννοούσε ο μηχανικός. Πήρε ένα πούρο από έναν ασημένιο υγραντήρα πάνω στο τζάκι για να κερδίσει χρόνο, αλλά στον Γιενς δεν πρόσφερε.

«Λοιπόν, ξέρουν ποιος έβαλε εκεί τις χειροβομβίδες;» ρώτησε ο Γιενς.

«Ο Βίκτορ Αρκίν», του απάντησε η Βαλεντίνα, «ο σοφέρ μας».

«Ομολόγησε;»

«Όχι», γρύλισε ο Ιβάνοφ. «Η κόρη μου είδε το κουτί στο πίσω μέρος του γκαράζ την περασμένη εβδομάδα - βεβαίως δεν ήξερε τι περιείχε. Αυτός θα πρέπει να το μετακίνησε για να το κρύψει καλύτερα. Εγώ ο ίδιος θα τον πυροβολήσω τον προδότη, αν τον ανακαλύψουν».

« Εξαφαν ί στη κε;»

Ο υπουργός τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το πούρο του.

«Το σκάσε. Ένας αναθεματισμένος επαναστάτης μες στο ίδιο μου το σπίτι, που ο Θεός να τον κάψει και το πτώμα του να ξεβραστεί στο Νέβα και τα μάτια του να του τα έχουν φάει τα καβούρια».

«Ήταν καλός σοφέρ. Τον συμπαθούσα».

Η προσοχή όλων στράφηκε στην Ελιζαβέτα Ιβάνοβα που κρατούσε το ποτήρι με το νερό στο χέρι της. Πρώτη φορά μιλούσε εκείνη.

«Δεν ήταν ποτέ του αναιδής», συνέχισε εκείνη, «όπως ο Κοζάκος, ο σταβλίτης. Ή βρόμικος».

«Μπαμπά;»

Ήταν η Κάτια που του μίλησε. Έτεινε το χέρι της, ένα χλομό πραγματάκι που αιωρείτο στον αέρα κι ο πατέρας της έσπευσε να το πάρει στο δικό του. β «Τι είναι, μικρούλα μου;»

«Μπαμπά, κάνε αυτό που σου λέει ο Γιενς. Βοήθησε τον Αιεβ».

Ο Γιενς είδε τον αγώνα που έδινε αυτός ο άντρας. Η επιθυμία του να ευχαριστήσει τη μικρότερη κόρη του σε σχέση μέναν ασήμαντο υπηρέτη ήταν ενάντια στην αναλγησία του στους πολιτικούς ελιγμούς. Αλλά ο Γιενς αντιλήφθηκε ότι και κάτι άλλο συνέβαινε μαυτόν τον άντρα, κάτι που του κινούσε την περιέργεια: Ήταν φόβος. Τι μπορεί να φοβάται τόσο πολύ ο υπουργός του τσάρου; «Κάτια, αγαπημένο μου παιδί, δεν καταλαβαίνεις», είπε ο Ιβάνοφ πολύ ήρεμα. «Ξέρω ότι έχεις συνηθίσει αυτόν τον άξεστο Κοζάκο αλλά.»

«"Συνηθίσει";» τον διέκοψε η Βαλεντίνα. «"Συνηθίσει"; Είναι κάτι παραπάνω, μπαμπά. Αυτός ο "άξεστος Κοζάκος" είναι στη δούλεψη σου όλη του τη ζωή, αυτός είδε τον πατέρα του να πεθαίνει εξαιτίας σου, γιατί είχε έρθει ιππεύοντας κείνη την ημέρα για να με βρει. Ο Λιεβ Ποπκόφ σιχαίνεται τους μπολσεβίκους όπως θα σιχαινόταν και τα ποντίκια στους στάβλους του. Σκοπεύεις ύστερα απόλα αυτά να τον αφήσεις να πεθάνει σε ένα τρισάθλιο κελί της Οχράνας;»

«Ναι».

αΔεν μπορείς». Σηκώθηκε στα πόδια της, ανάσαινε με δυσκολία. «Πρέπει να τηλεφωνήσεις στον αρχηγό της Αστυνομίας και ναπαιτήσεις την άμεση απελευθέρωση του», η φωνή της έτρεμε, «αλλιώς εγώ.»

Κοίταξε τον Γιενς και κάτι στην έκφραση της τάραξε τον πατέρα της. Εκείνος πήγε προς το μέρος του.

«Φρίις, φύγε από το σπίτι μου! Σου απαγορεύω να ξαναέρθεις εδώ», του φώναξε ο Ιβάνοφ.

Ο Γιενς γύρισε στη Βαλεντίνα.

«Θα έρθεις μαζί μου; Φύγε μαζί μου απ’ αυτό το σπίτι».

Ίσα που ακούστηκε όταν έλεγε αυτά τα λόγια, μα αντήχησαν δυνατά λες κι είχε φωνάξει. Τα λόγια του τράβηξαν κάτι που ήταν χύμα μέσα της - τα μέλη της μαλάκωσαν κι οι άκαμπτοι μύες του προσώπου της γλύκαναν καθώς τον κοίταξε. Ο θυμός έφυγε κι έδωσε τη θέση του σε μια τρυφερότητα ανείπωτη. Για ένα ηλίθιο λεπτό εκείνος πίστεψε ότι θα ερχόταν μαζί του.

Τα χείλη της χώρισαν κι εκείνος την έπιασε από τη μέση.

«Έλα μαζί μου», της είπε πάλι.

Η Βαλεντίνα άφησε το χέρι του χαλαρό στη μέση της αλλά γύρισε το κεφάλι στον πατέρα της. Εκείνος είδε την προσπάθεια που έκανε, την ένταση στο λαιμό της.

«Μπαμπά», του είπε, «αν δεν απαιτήσεις την άμεση απελευθέρωση του Λιεβ απόψε κιόλας, θα ζητήσω από κάποιον άλλον να το κάνει».

«Και ποιος μπορεί να είναι αυτός;»

«Ο λοχαγός Τσερνόφ».

«Όχι», είπε γρήγορα ο Ιβάνοφ, «Βαλεντίνα, άκουσε με.

Δεν μπορώ να επιτρέψω το όνομα μας να οφείλει χάρη στους Τσερνόφ, γιατί θα σε περάσουν για αδύναμη κι ανίσχυρη κι ότι δεν αξίζεις για το συμφωνημένο γάμο».

Συμφωνημένος γάμος. Τα λόγια έγδαραν το μυαλό του Γιενς. Πολύ είχε πάει. Με μια απότομη κίνηση άφησε τη Βαλεντίνα. Μια κοφτή υπόκλιση στη μητέρα της -αυτό ήταν όλο- και με μεγάλες δρασκελιές βγήκε από το δωμάτιο.

«Στάσου!»

Ανεβασμένος στην πλάτη του Ήρωα, ο Γιενς είχε κλείσει ταφτιά του για να μην ακούει τις φ«νές της. Έπρεπε να τρέξει με το άλογο ακόμα πιο γρήγορα, να βγάλει απ’ το μυαλό του την εικόνα του γεμάτου γλύκα αλλά και προδοσία στόματος της. Η καρδιά μου ποτέ δεν θανήκει στο λοχαγό Τσερνόφ, του είχε υποσχεθεί. Στη ζωή της αδελφής της, του είχε ορκιστεί. Ίσως να του ανήκε η νυφική της παστάδα, αλλά όχι και η καρδιά της.

«Γιενς!»

Ήρθε τρέχοντας μες στο σκοτάδι στην αυλή του στάβλου κι άρπαξε το πόδι του απτον αναβολέα, κι αν εκείνος δεν πρόσεχε, θα μπορούσε να τη σύρει μαζί του. Κοίταξε κάτω κι είδε το χλομό της πρόσωπο, τους ώμους της νανατριχιάζουν μέσα στο κρεμ μετάξι κι ένιωσε την καρδιά του να γίνεται κομμάτια.

«Αντίο, Βαλεντίνα».

«Μη φεύγεις».

«Δεν έχω κανένα, λόγο να μείνω».

«Γιενς, σαγαπάω». Τα μάτια της θόλωσαν και δάκρυα χαράκωσαν τα μαγουλά της. «Μόνο εσένα αγαπάω».

Εκείνος της χαμογέλασε θλιμμένα, έσκυψε και φίλησε την κορφή του κεφαλιού της.

«Φαίνεται ότι η αγάπη εσένα δεν σου φτάνει».

Με μια κλοτσιά το άλογο έφυγε μπροστά, τόσο απότομα, που παραλίγο να σπάσει το χέρι της Βαλεντίνας, ενώ ταυτόχρονα κάτι έσπαγε και μέσα του. Δεν γύρισε να κοιτάξει ούτε μία φορά πίσω του.

Το γραφείο του πατέρα της ήταν ίδιο όπως πάντα, γεμάτο χαρτιά και το κουτί με τα πούρα του ανοιχτό. Έξω στην είσοδο, εκείνη άκουγε τον ψίθυρο μιας σκούπας που γυάλιζε τα μάρμαρα, το βήχα ενός λακέ, το τρίξιμο ενός σκαλιού.

Οι ίδιοι ήχοι. Λες και τίποτα δεν είχε αλλάξει, λες κι ο κόσμος της δεν είχε γίνει κομμάτια πάνω στην πλακοστρωμένη αυλή που οδηγούσε στους στάβλους. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα λόγια του πατέρα της, αλλά σταφτιά της ηχούσαν τα φαρμακερχ λόγια του Γιενς: Δεν έχω κανένα λόγο να μείνω. Το μοναδικό που μπορούσε να δει ήταν τα μάτια του. Το αποτύπωμα από τη μυώδη του γάμπα ήταν χαραγμένο στα σφιγμένα χέρια της και δεν ήθελε να τα ξεσφίξει μήπως και το χάνε- ήταν ό,τι της είχε απομείνει από κείνον.

«Μπαμπά», τον διέκοψε από τη δουλειά του, «δεν υπάρχει "συμφωνημένος γάμος"».

Εκείνος έβαλε και το δυο του χέρια πάνω στο γραφείο κι ακούμπησε όλο του το βάρος σαυτά, είχε ανάγκη να στηριχτεί.

«Βαλεντίνα, αρκετά προβλήματα έχω ήδη, μη μου δημιουργείς κι άλλα». Μίλησε τόσο ήρεμα, που εκείνη ένιωσε ναποθαρρύνεται.

«Πολύ καλά, μπαμπά. Όμως, καταρχάς, κανόνισε το θέμα με τον Λιεβ. Σε παρακαλώ, τηλεφώνησε».

Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση. Πήγε στο μαύρο τηλέφωνο που κρεμόταν στον τοίχο του γραφείου του, σήκωσε το ακουστικό και ζήτησε από την τηλεφωνήτρια να του πάρει ένα νούμερο. Με όποιον κι αν μίλησε, ο διάλογος ήταν σύντομος, λίγες κοφτές εντολές. Η Βαλεντίνα άκουσε τις λέξεις «αρχηγός της Αστυνομίας», αλλά τίποτάλλο. Όταν γύρισε στο γραφείο του, ο πατέρας της σωριάστηκε στην καρέκλα του, ακούμπησε τους αγκώνες του κι έπιασε με τα δυο του χέρια το πιγούνι του. Την κοίταξε και τα μάτια του ήταν τρομαγμένα.

«Εντάξει», της είπε. «Τώρα φύγε».

«Μπαμπά, δεν μπορούσαμε ναφήσουμε τον Λιεβ στα χέρια της Οχράνας».

Εκείνος βόγκηξε κι έχωσε το πρόσωπο του μες στις παλάμες του. Στην κορφή του κεφαλιού του τα μαλλιά του είχαν αρχίσει ναραιώνουν και στη θέα αυτής της μικρής αδυναμίας εκείνη ένιωσε μια απίστευτη λύπη να την κατακλύζει.

«Μπαμπά, θέλω να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται να παντρευτώ το λοχαγό Τσερνόφ. Τίποτα δεν θα με κάνει να πάω στον αυτοκρατορικό χορό στα Χειμερινά Ανάκτορα μαζί του».

Το πνιχτό βογκητό ξαν’ ακούστηκε, αλλά το κεφάλι του δεν το σήκωσε.

«Εγώ, όμως, έχω ανάγκη να πας».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της.

«Λυπάμαι πολύ, μπαμπά». Και κίνησε να πάει προς την πόρτα.

«Βαλεντίνα», μουρμούρισε ο πατέρας της, «εκείνος δεν έχει λεφτά».

«Ποιος δεν έχει λεφτά;»

«Ο μηχανικός σου».

Ένας πιο δυνατός χτύπος ταρακούνησε την καρδιά της.

Το ένα της χέρι απόμεινε πάνω στην πόρτα.

«Έχει αρκετά».

«Ίσως αρκετά για σένα, αλλά όχι για μένα».

Το πιγούνι του ήταν κρυμμένο μες στις χούφτες του, τα μάτια του την παρατηρούσαν κι εκείνη διέκρινε ότι το χρυσό του δαχτυλίδι με τη σφραγίδα του είχε κάνει σημάδι στο δέρμα του.

«Μπαμπά, τι τα θέλεις εσύ τα χρήματα του;» Έδειξε γύρω της το δωμάτιο, τα εξαιρετικά κυνηγετικά όπλα στον τοίχο, τους γαλλικούς πίνακες με τα τοπία, τα δερματόδετα βιβλία πάνω στα ράφια. «Δεν μπορώ να καταλάβω. Γιατί;»

Τα μάτια του θόλωσαν, από καστανά έγιναν σκούρα, μαύρα. Οι φλεβίτσες κοντά στις φαβορίτες του έγιναν πιο κόκκινες κι εκείνη παρατήρησε ότι το στόμα του κρέμασε. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι είχε πάθει εγκεφαλικό.

«Μπαμπά;»

Η σιωπή όλο και μεγάλωνε, μέχρι που ακούμπησε στους τοίχους.

«Μπαμπά;»

Πήγε προς το μέρος του αλλά εκείνος σηκώθηκε όρθιος.

«Πολύ καλά, λοιπόν. Θα σου πω γιατί χρειάζομαι τα χρήματα, Βαλεντίνα. Είναι απλό. Είμαι χρεοκοπημένος. Είμαι πνιγμένος στα χρέη. Χρέη στις τράπεζες. Χρέη στους τοκογλύφους. Ακόμα και στους κλέφτες τους Εβραίους εμπόρους. Σε οποιονδήποτε θα μπορούσε να μου πάρει χρεωστικό ομόλογο». Έκανε παύση. «Θα σου πω μόνο πως αν δεν παντρευτείς το λοχαγό Τσερνόφ, θα πάω στη φυλακή για κατάχρηση. Η μητέρα σου θα πεθάνει και θα θαφτεί στο νεκροταφείο απόρων και η αγαπημένη σου αδελφή θα καταλήξει στο δρόμο». Μια βαθιά ανάσα βγήκε από μέσα του, σαν να τα κράταγε όλα αυτά κρυμμένα εδώ και πολλούς μήνες, και της έριξε μια γρήγορη ματιά. «Αυτό θέλεις, Βαλεντίνα;»

Ο Αρκίν ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Το κρεβάτι του ήταν ένας μπόγος σακιά πάνω σε μια πλάκα και για κουβέρτα του είχε ένα ιερατικό άμφιο. Μια μικρή φλογίτσα σπίθιζε από ένα κερί που ήταν δίπλα του. Ήταν ειρωνεία να είναι εδώ, εδώ στο σπίτι του Θεού, και να ζητάει καταφύγιο από Αυτόν που περιφρονούσε και που του ήταν πολύ δύσκολο να νιώθει ευγνωμοσύνη - όπως έκανε πάντα κι η μητέρα του.

Ξάπλωσε ανάσκελα και φαντάστηκε την εκκλησία με τις εικόνες της και τους πιστούς που βρίσκονταν από πάνω του.

Να τον προστατεύουν. Σπασίμπα. Ευχαριστώ. Η λέξη τον έκαψε κι άνοιξε τα χείλη του για να την αφήσει να φύγει.

Ένας αρουραίος έτρεξε μέσα στις σκιές, τα νύχια του έγδερναν σαν τις σπάθες το πέτρινο πάτωμα. Σπάθες στοίχειωναν το μυαλό του, κοφτερές σε ό,τι έβρισκαν, είτε κοιμόταν είτε ήταν ξύπνιος. Ο ώμος του τώρα τον πονούσε λιγότερο αλλά ο πόνος στην καρδιά του χειροτέρευε όσο περνούσε η ώρα. Κοίταξε τα μεγάλα μαύρα δοκάρια πάνω από το κεφάλι του, ενώ το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Το δωμάτιο δεν είχε θέρμανση κι έκανε τόσο κρύο, που του ήταν αδύνατον να κοιμηθεί - όχι ότι ήθελε βέβαια με όλα αυτά που σκεφτόταν.

«Σπασίμπα», είπε δυνατά. «Ευχαριστώ».

Αυτή τη φορά το «ευχαριστώ» δεν ήταν για το Θεό.

Ήταν για τον πατέρα Μορόζοφ που του έδωσε καταφύγιο.

Ο Μορόζοφ ισχυριζόταν ότι ήταν ένας υπηρέτης του Θεού, αλλά έκανε λάθος. Ήταν ένας αληθινός υπηρέτης του ρωσικού λαού και κανένας τσάρος δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει έναν τέτοιο άνθρωπο.

Ζεστό και βαρύ αναπαυόταν δίπλα του το μικρό πιστόλι του με τη μαργαριταρένια λαβή. Η προδοσία ήταν κάτι που ο Αρκίν δεν μπορούσε να συγχωρήσει.

«Βίκτορ Αρκίν, έλα μέσα».

Η γυναίκα του Σεργκέγιεφ άνοιξε την πόρτα και τον καλωσόρισε μένα ζεστό χαμόγελο. Τον κοίταξε. ο Αρκιν έψαχνε κάτι να πει. Εκείνη έμοιαζε να έχει μεταμορφωθεί. Από μια γκρίζα κι ασουλούπωτη κάμπια είχε μεταμορφωθεί σε ζωηρή και χαρούμενη πεταλούδα. Η ζωντάνια ξεχείλιζε από μέσα της. Τα μαλλιά της ήταν άλουστα, τα ρούχα της μουντά όπως πάντα, αλλά ακόμα κι έτσι εκείνη έλαμπε. Το να αποκτάς δικό σου παιδί σου τα κάνει όλα αυτά; Έτσι ικανοποιείς την πείνα που σου τρώει τα σωθικά σου; Πολύ ήθελε να γυρίσει την πλάτη του και να φύγει, μα δεν το έκανε.

«Γεια σου, Βίκτορ. Χαίρομαι που σε βλέπω».

Ο Σεργκέγιεφ άπλωσε το χέρι του, όμως ο Αρκίν δεν το πήρε. Έσκυψε στο τραπέζι κι είδε ένα ροδαλό φασκιωμένο μωρό να είναι μέσα σένα συρτάρι σιφονιέρας. Όλα πάνω του ήταν τόσο μικρά: τα δαχτυλάκια του, η μύτη του, το μυτερό μικρό σαγανάκι του, ταφτάκια του σαν φτεράκια πουλιού, οι βλεφαρίδες του σαν μικρές χρυσές κλωστίτσες.

Ένας πόνος του έσκισε το στήθος κι η ανάσα του βγήκε με το ζόρι.

«Τη λένε Νατάσα».

«Ωραία».

«Είναι πανέμορφη».

«Συγχαρητήρια». Κοίταξε προσεκτικά τη μητέρα κι ένιωσε αμηχανία. Ήταν αδύνατη αλλά τα στήθη της ήταν πρησμένα κι εκείνος ένιωσε έναν απροσδόκητο πόθο γιαυτήν.

Βιαστικά, έστρεψε το βλέμμα του στον Σεργκέγιεφ. «Μπορούμε να μιλήσουμε μόνοι μας;»

Ζούσαν σένα και μοναδικό δωμάτιο κι αυτό μικρό, κρεβάτι και τραπέζι στριμωγμένα δίπλα στο τζάκι. Το μέρος ήταν καθαρό και μύριζε κουκουνάρια και στο πάτωμα υπήρχαν πολύχρωμα χειροποίητα πολοβίκι, όμως ο σοβάς στον τοίχο τριβόταν και ραγίσματα όμοια με γραμμές τρένου υπήρχαν παντού. Το «μόνοι μας» δεν ίσχυε εκεί μέσα.

«Ό,τι θες να πεις, μπορείς να το πεις μπροστά στη Λαρίσα. Κάνει πολύ κρύο για να πάμε έξω». Ο Σεργκέγιεφ κάθισε σε μια καρέκλα για να τονίσει τα λεγόμενα του. «Ξέρει για εμάς κι αυτά που κάνουμε».

«Ξέρει;»

«Ασφαλώς».

Ο Σεργκέγιεφ ήταν εκνευρισμένος, απέφευγε να μείνει μόνος μαζί του.

«Πώς είναι το χέρι σου;» ρώτησε ήρεμα ο Αρκίν.

«Τίποτα το σπουδαίο».

Η Λάρισα στεκόταν πάνω απ’ το μωρό, αφηρημένη, με το ένα της χέρι να το ακουμπάει, λες και φοβόταν μην της φύγει, και μένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο της.

Ο Αρκίν κοίταξε αλλού.

«Σύντροφε, είσαι τυχερός», του είπε ήρεμα. «Έχασες που δεν ήσουν στη μάχη ανάμεσα στους ανειδίκευτους και στο στρατό».

«Κρίμα. Άκουσα ότι τα πράγματα ήταν άσχημα».

«Ήταν χειρότερα από άσχημα».

«Κρίμα», είπε ξανά ο Σεργκέγιεφ. Η ματιά του ήταν καρφωμένη στο συρτάρι. «Εσύ τραυματίστηκες;»

«Λίγα κοψίματα μόνο, τίποτα σπουδαίο».

«Πότε δεν φανταζόμασταν ότι τα καθίκια θα επιτίθονταν σαυτά τα παιδιά, έτσι δεν είναι;»

«Ναι. Κάναμε λάθος».

Μια σιωπή γεμάτη θλίψη πλημμύρισε το δωμάτιο. Ο Σεργκέγιεφ ανάσαινε βαριά.

«Γιατί το έκανες;» τον ρώτησε ο Αρκίν.

«Τι έκανα;»

«Να τους προδώσεις».

Η Λάρισα έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. «Σύντροφε Αρκίν, παρτο πίσω αυτό», του είπε άγρια.

Αλλά ο Σεργκέγιεφ δεν μίλησε, κοιτούσε μόνο το συρτάρι.

«Γιατί;» ρώτησε ξανά ο Αρκίν. «Οι στρατιώτες μας περίμεναν. Έτοιμοι να επιτεθούν. Γιατί το κάνες;»

«Για το μωρό», ψιθύρισε ο Σεργκέγιεφ.

Η Λάρισα έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα της.

Ο Σεργκέγιεφ δεν την κοίταξε.

«Η Οχράνα μέπιασε ξανά εκείνο το βράδυ που μας είχαν συλλάβει. Βίκτορ, όταν εσύ κι εγώ χωρίσαμε, με στρίμωξαν σαν το ποντίκι στη γωνία. Με χτύπησαν μέχρι που ξανάγινε σμπαράλια το χέρι μου. Μαπείλησαν ότι θα μ έριχναν στη φυλακή τους να σαπίσω. Κι η Λάρισα; Και το μωρό που περιμέναμε; Έπρεπε να το κάνω». Κοίταξε τον Αρκίν. «Φίλε μου», είπε σκληρά ο Σεργκέγιεφ, «δεν ξέρεις τι είναι ναγαπάς κάποιον ακόμα και πάνω απ’ τη ζωή σου.

Πάνω κι από τα πιστεύω σου. Δεν μπορούσα ναφήσω τη γυναίκα μου και το παιδί μου να πεθάνουν από το κρύο στους δρόμους».

Η Λάρισα έκλαιγε σιωπηλά. Το μωρό ένιωσε τη στενοχώρια της κι άρχισε να ουρλιάζει.

«Σύντροφε», είπε ο Αρκίν με αυστηρή φωνή, «ας συνεχίσουμε έξω αυτή την κουβέντα. Η γυναίκα σου και το παιδί σου δεν χρειάζεται ν’ ακούσουν κι άλλα».

Τον πλησίασε και τον σήκωσε. Την ώρα που έβγαιναν από το δωμάτιο η Λαρίσα είχε πάρει το μωρό στα χέρια της, το κεφαλάκι του ακουμπούσε κάτω από το πιγούνι της και του ψιθύριζε γλυκά λογάκια για να το ησυχάσει. Του Αρκίν η εικόνα αυτή του καρφώθηκε στο μυαλό. Έξω στο δρόμο οι άντρες περπάτησαν αρκετά χωρίς να μιλάνε. Το χιόνι είχε σταματήσει, αλλά είχε καλύψει τις στέγες με χοντρές κουβέρτες που προσπαθούσαν να κυλήσουν κάτω στους ανυποψίαστους πεζούς που περπατούσαν στα πεζοδρόμια. Έτσι ήταν η Ρωσία. Ορμούσε πάνω σου, σε σκέπαζε, σε κατέστρεφε αν της το επέτρεπες.

«Φίλε μου.» πήγε να πει ο Σεργκέγιεφ.

«Δεν είμαι φίλος σου».

«Βίκτορ, σε παρακαλώ, εγώ.»

«Πρόδωσες τους ανειδίκευτους. Μας εμπιστεύτηκαν κι αυτή η εμπιστοσύνη τους σκότωσε. Και πρόδωσες κι εμένα. Είπες στην Οχράνα ότι είχα κρύψειτις χειροβομβίδες στο γκαράζ των Ιβάνοφ».

«Όχι, όχι, όχι, δεν είπα για σένα, Βίκτορ. Ήθελα να κατηγορήσουν τους Ιβάνοφ».

«Μην παίζεις μαζί μου, "σύντροφε"».

Τώρα περνούσαν σένα από τα σκοτεινά αδιέξοδα που βρίσκονταν πίσω από τα σπίτια, γεμάτα παγωμένη λασπουριά και ψόφιους αρουραίους. Ο Βίκτορ σταμάτησε. Χωρίς ναλλάξει έκφραση έβγαλε το μικρό πιστόλι από το παλτό του, το βαλε στο κεφάλι του Σεργκέγιεφ και πάτησε τη σκανδάλη. Τράβηξε το άψυχο κορμί στο αδιέξοδο κι απομακρύνθηκε. Η εικόνα της Λάρισας με το μωρό στην αγκαλιά τον ακολούθησε.

Загрузка...